Το «βλέπω» πράγματι, είναι μια από τις σπουδαιότερες ανθρώπινες δυνατότητες.
1. Βλέποντας διακρίνουμε τον κόσμο, την τάξη και μεταβάλλεται το χάος σε δημιουργία. Βλέπω σημαίνει διακρίνω, γνωρίζω, μαθαίνω. Κάθε επιστήμη αρχίζει με την
«παρατήρηση» και καταλήγει με την «εποπτεία». Βλέποντας τοποθετούμεθα σωστά μέσα στον κόσμο.
2. Βλέπω σημαίνει ακόμη κοινωνώ, ενώνομαι με ό,τι βλέπω. Βλέποντας ξεπερνάμε την απομόνωση. Αρκεί να βλέπουμε με αγάπη. Γιατι αλλοιώς το χωρίς αγάπη βλέμμα
τραυματίζει και χωρίζει. Σε ένα κόσμο, που διασταυρώνονται τέτοια βλέμματα, ο άνθρωπος νοιώθει ανεπανόρθωτα μόνος. Το χωρίς αγάπη βλέμμα απομονώνει, παγώνει, νεκρώνει τις καρδιές.
3. Με ό,τι βλέπουμε οδηγούμεθα σε κάτι πιο πέρα και πιο πάνω απ” ο,τι βλέπουμε.
Βλέποντας ένα πρόσωπο καταλαβαίνουμε την φιλικότητα ή την εχθρότητα, την στοργή ή την ψυχρότητα, την θλίψη ή την χαρά. Βλέποντας δηλ. καταλαβαίνουμε περισσότερα από ό,τι βλέπουμε. Έτσι με την όραση αναγόμαστε και στον Θεό. Και από τα κτίσματα οδηγούμεθα στον Κτίστη. Αρκεί να είναι καθαρός ο οφθαλμός της ψυχής. Να είμαστε «δεκτικοί φωτός» (Ιωάννης Δαμασκηνός). Αλλιώς μένουμε «τυφλοί τα τ” ώτα τον τε νουν τα τ” όμματα». Βέβαια και του πιστού το βλέμμα κάποτε κουράζεται, όταν πέφτει σ” αυτόν τον κόσμο με όλη την αταξία, την αδικία, την σύγχυση. Και διερωτώμεθα πού είναι ο Θεός; Σε τέτοιες στιγμές ας κλείνουμε τα μάτια του σώματος. Και μπορεί να συμβεί και σε μας ό,τι έκανε σε ανάλογες στιγμές τον Αγ. Συμεών τον Ν. Θεολόγο να αναφωνήσει: «τη του προσώπου σου αχράντω αίγλη τα ασθενή μου περιήστραψας όμματα». Είθε και τα δικά μας μάτια,είπε καταλήγοντας ο Μητροπολίτης Κορωνείας, να τα καταυγάζει κάποτε αυτή η ακτινοβολία του προσώπου του Κυρίου, βγάζοντάς μας από το σκοτάδι της απογοητεύσεως.