Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2021

ΔΥΟ ΕΡΩΤΕΣ

(Νίκος Τσιφόρος (1955), Χρονογραφήματα, περ. ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ.)

Θυμόταν ακόμα το τετράγωνο της υποτεινούσης, τη ναυ­μαχία του Ακτίου και την κοσμογονική θεωρία του Λαπλάς, όλα κείνα τα άχρηστα πράγματα που προσφέρει η γυμνασιακή μόρφωση. 

Έδειχνε όμως ενδιαφέρον στις γούνες από Τσιντσιλά και στα μονόπετρα, πήγαινε και στις εκθέσεις μόδας. Τα δειλινά έπινε Μαρτίνι έξτρα ντράϊ και συζητούσε για τις τελευταίες φιλολογικές εκδόσεις. Γενικά ήταν ένα τέλειο κοσμικό θηλυκό. Τη λέγανε Άρτεμι, το ’βρίσκε όμως πολύ πιο βολικό να την φωνάζουνε Ντιάνα...

Η Ντιάνα προσπαθούσε να ισορροπήσει ανάμεσα σε δυο δια­φορετικούς κυρίους.

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ

 (Χρηστός Νιάρος, περ.ΣΧΕΔΙΑ, Τεύχος 92 — Σεπτεμβρίου 2021, σ.12).

Όταν οι μισοί ονειρεύονται, οι άλλοι μισοί κοιμούνται στα όνειρά τους. Νικητές και ηττημένοι, ερασιτέχνες και επαγγελματίες, απόντες και παρόντες, θεατρίνοι και θεατές, όλοι και ο καθείς ξεχωριστά, σε διαδρομές καθημερινότητας και στις προεκτάσεις της.

Κάπως έτσι έχει γίνει. Κάπως έτσι πάει το πράγμα.

Στάσιμοι βηματισμοί, από το πάτωμα μέχρι, το ταβάνι. Στο ενδιάμεσο γήπεδο, καναπές, πλατεία και μηχανικές ανάγκες. Διαλείμματα και παρενθέσεις μπαλκονιού, όταν υπάρχουν, θεμιτές. Τα μπαλκόνια μας φάγανε, τα μπαλκόνια που διψάνε για λίγο νερό στις γλάστρες και για λόγια περιληπτικά, μεταξύ πάνω και κάτω ορόφου.

Ακόμη και τα πουλιά δεν φτιάχνουν φωλιές, ούτε ακούν παρέες.

ΚΟΤΟΠΟΥΛΟ ME TZIN

   (ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΛΕΦΑΝΤΗΣ, περ.ΣΧΕΔΙΑ, Τεύχος 92 — Σεπτεμβρίου 2021, σ.6)

Χρόνια μετανάστρια στο Ζανκτ Πάουλι, η Μαργαρίτα επιστρέφει κάθε χρόνο να χαρεί τη μαμά της, ρουφώντας αχόρταγα κάθε στιγμή από τη μονότονη ζωή του ορεινού χωριού της κάπου στη δυτική Μακεδονία. Τα έφερε η μοίρα και η φετινή επιστροφή επιφύλασσε νέες εκπλήξεις για τη λεβέντισσα μάνα. Η Μαργαρίτα, βλέπετε, είναι επιτέλους σφόδρα ερωτευμένη και αυτή τη φορά είχε το αμόρε στο πλάι της. 

Αστεφάνωτη στο χωριό η πρωτοκόρη, πώς να το διαχειριστεί η περήφανη γυναίκα που είναι μαθημένη -και αυτή και οι γύρω της- αλλιώς;

Αμ, το χειρότερο είναι άλλο. Η Μαργαρίτα τον τελευταίο χρόνο το γύρισε στη χορτοφαγία. «Μαμά, σε παρακαλώ, μην αγοράζεις έξτρα κρέας για μας. Πάρε για σένα μόνο, εμείς δεν θέλουμε», ήταν από τα πρώτα πράγματα που της είπε, μετά τις αγκαλιές, τα φιλιά, τα καλωσορίσματα. «Και πώς ζεις, παιδάκι μου», αντέδρασε με τα μάτια ορθάνοιχτα από την αγωνία. Φαρμακώθηκε, μα δεν είπε τίποτα άλλο. Πόσα να αντέξει η δύσμοιρη Ελληνίδα μάνα;