Η Γιαγιά μου ήταν ένα αφράτο ψωμάκι πολυτελείας. Και μύριζε παζάρι της Ανατολής.
Ένα μικρό δωμάτιο της αυλής φιλοξενούσε τον ύπνο και τα όνειρά της. Σ’ αυτή τη σπηλιά της, τα παλιά, ακριβά, γαλλικά της αρώματα διαπότιζαν την κερασένια ντουλάπα και το βαρύ καρυδένιο κρεβάτι, τους τοίχους και τα σκεπάσματα. Άρωμα εποχής 1920, το S της Sciappareli.
Το σπάνιο για την εποχή μου μυρωδικό ανακατευόταν με μια ελαφριά μυρωδιά ούρων, που άστραφτε στο δωμάτιο, όποτε παρέλειπε να οδηγήσει το εμαγιέ, πλουμιστά ζωγραφισμένο, δοχείο νυκτός στην αποχέτευση. Βρισκόμουνα στα ουράνια κάθε φορά που μ’ έπαιρνε στη σπηλιά να κοιμηθώ μαζί της, συνήθως τα μεσημέρια του χειμώνα.