Τον είχε πιάσει όχι ακριβώς απελπισία αλλά το παράπονο τον Πέτρο, που, με έναν καλό του φίλο, έμοιαζαν σαν να μοιρολογούν πάνω από το άψυχο σώμα μιας χαμένης νεότητας.
Τους συνάντησα τυχαία στο καφενείο του Λάμπρου, απέναντι από το νηπιαγωγείο, εκεί, γύρω στις τέσσερις παρά, να αδικούν τους εαυτούς τους για τις δεκαετίες ενεργούς συμμετοχής στα κοινά, που, εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, ένιωθαν, ότι δεν τελεσφόρησαν, ότι τόσα χρόνια προσπαθειών δεν έχουν δικαιωθεί. Τσάμπα αγώνες.