Γέροντος Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου
«Λόγος περί καθαρής προσευχής»
Όλες οι αρετές πηγάζουν
από την καθαρά προσευχή. Δεν υπάρχει στον κόσμο κάτι ανώτερο από την προσευχή.
Ακόμη και η ζωή του Χριστού προσευχή ήταν. Πολλοί αναρωτιούνται πώς να κάνουν
αυτό ή εκείνο, πώς να γίνουν ταπεινοί, πώς να αποβάλουν τον θυμό, πώς να
αποκτήσουν γνώσι. Όλα αυτά αποκτώνται με την προσευχή, από την προσευχή
αναβλύζουν. Όπως το νερό έχει πολλά μέταλλα και ιδιότητες που μας δίνουν ζωή,
έτσι ακριβώς και η προσευχή είναι το ύδωρ, πού βγαίνει από τα έγκατά μας και
μας ζωοποιεί.
Αν θέλεις να αποκτήσεις
την σύνεση και την πραότητα, την αγάπη και την εγκράτεια, να προσεύχεσαι. Το
ίδιο κάνε και όταν θέλεις την βοήθεια και την παρηγοριά του Θεού, που απορρέουν
από τα δάκρυα.
Όταν η προσευχή γίνεται
όσο το δυνατόν πιο καθαρή, τότε έρχονται τα δάκρυα του Αγίου Πνεύματος. Τα
δάκρυα αυτά κρύβουν, όχι απλώς την κατάνυξή μας και την μετάνοιά μας, αλλά και
την χαρά μας, την ειρήνη μας, την παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Όταν λοιπόν η
προσευχή μας φθάσει σε αυτήν την κατάσταση των δακρύων, τότε καταλαβαίνομε ότι
μας ήλθε η θεόθεν αντίληψις, ότι μας επισκέφθηκε ο Θεός. Η αντίληψη
είναι η επίσκεψις του Θεού, είναι η έλευσή του και ο εναγκαλισμός του, η δωροδοσία
του και η βοήθειά του. Από αυτήν την επίσκεψη προέρχεται η πραγματική παράκλησή
μας, η πνευματική παρηγοριά και η εντρύφησή μας. Επαναπαύεται το πνεύμα μας και
αναφωνούμε: «Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα»· Θεέ μου, θέλω να έρθω κοντά
σου. Γιατί να παραμένω σε αυτήν την ζωή, αφού είσαι ένας τέτοιος Θεός;
Αν, Θεέ μου, μου δίνεις
τέτοια θεϊκή απόλαυση στην ζωή αυτή, με τόσο μικρό κόπο πού καταβάλλω και τόσο
αμαρτωλός πού είμαι –όποιος δέχεται τέτοια παράκληση, νοιώθει πως είναι ο πιο
μεγάλος αμαρτωλός—, πόσο μεγαλύτερη θα μου δώσεις επάνω στον ουρανό! Είδατε
ποιά είναι η παράκλησις του Θεού;
Η προσευχή μας έχει ομορφιά,
είναι δηλαδή πραγματική, όταν ο νους μας είναι μόνον στα λεγόμενα και στα
νοούμενα. Δεν είναι δυνατόν να κάνω και κάτι άλλο την ώρα εκείνη —λόγου χάριν να
σκέπτομαι κάτι που είχα ξεχάσει— και να πιστεύω ότι η προσευχή μου είναι
αληθινή. Έρχεσαι, παραδείγματος χάριν, στην εκκλησία και, επειδή είσαι
επίτροπος, πας στον τυπικάρη και του λες: «Την άλλη εβδομάδα, μην ξεχάσεις, έχουμε
αγρυπνία». Είδες εκεί και τον διακονητή του ζυμωτηρίου και τον ρωτάς: «Θα κάνεις
αύριο ψωμί;» Με τον τρόπο αυτό βάζεις όφι στο όραμα της καρδιάς σου, η οποία
πάει να λατρεύσει τον Θεό. Πρέπει να μην υπάρχει τίποτε στον νου σου, μόνον να
παρακολουθείς τα λεγόμενα και όσα νοούνται μέσα στο κάλλος της προσευχής ή της
λατρείας.
Λεγόμενα» είναι όσα λέγονται από
τους ψάλτες και τους ιερείς. «Νοούμενα» είναι τα δικά μας πνευματικά νοήματα,
που απορρέουν από την ευχή του Ιησού, κατά την διάρκεια της λατρείας. Τα
νοούμενα όμως δεν πρέπει να αναιρούν τα λεγόμενα. Αν δεν μπορώ να παρακολουθώ
τα λεγόμενα, δεν μπορώ να κάνω νοερά προσευχή, διότι τότε η διάνοιά μου δεν
είναι εν μόνοις τοις λεγομένοις καί νοουμένοις. Το ίδιο και στο κελλάκι μας,
έχουμε τα λεγόμενα δια της προσευχής μας, και έχουμε και τις αναβάσεις του νου
μας και της καρδιάς μας, που καλλιεργούνται με τα πνευματικά μας αισθητήρια.
Η
προσευχή μας λοιπόν είναι αληθινή, πρώτον, όταν ο νους και η καρδιά μας είναι
μόνον στον Θεό, στα λεγόμενα και στα νοούμενα. Δεύτερον, η προσευχή μας είναι
αληθινή, όταν η επιθυμία μας να φθάσουμε στον Θεό είναι ακόρεστη. Αυτό σημαίνει
ότι δεν θέλουμε να σταματήσουμε πουθενά, σε κανέναν σταθμό, παρά μόνο την ώρα
πού θα πηδήσουμε στην όχθη της άλλης ζωής, την ώρα του θανάτου. Μέχρι την ώρα
εκείνη, ποτέ δεν λέμε: «Φθάνει μέχρις εδώ, εντάξει, κέρδησα πολλά». Όχι, θέλουμε
να φθάσουμε οπωσδήποτε στον Θεό.
Εσύ
λοιπόν να έχεις ακόρεστη την επιθυμία μέχρι την τελευταία στιγμή, την πρώτη
στην ουσία της ζωής σου, που θα συναντήσεις τον Χριστό σου, τον οποίον αγάπησες
και διάλεξες εδώ στην γη. Όλα όσα κάνεις σε αυτήν την ζωή, να τα νοιώθεις όπως
όταν διαβάζεις να δώσεις εξετάσεις. Τότε βιάζεσαι να έρθει η ώρα των εξετάσεων,
για να τελειώσεις· ή θα πετύχεις ή θα αποτύχεις. Ελπίζεις όμως πως θα επιτύχεις·
ανάβεις μεγάλες λαμπάδες στην εκκλησία, παρακαλείς να προσεύχονται οι άλλοι,
προσεύχεσαι και συ.
Αλλά πρόσεξε κάτι. Αυτή σου την επιθυμία να
μην την νοιώθεις σαν μια αρετή, σαν κάτι σπουδαίο, να ξέρεις το νόημά της. Να
ξέρεις γιατί κάνεις προσευχή, γιατί παρακολουθείς και περιμένεις πότε ο Κύριος
θα σε καλέσει από την ζωή αυτή στην άλλη, δηλαδή πότε θα σε ανακαλέσει. Να
ξέρεις ότι η πορεία σου εδώ στην γη είναι ανίχνευση του Κυρίου δια της των
όντων θεωρίας. Ο νους ανιχνεύει τον ίδιον δεσπότη δια της θεωρίας των όντων.
Επομένως, όσο προσεύχεσαι και στρέφεις την διάνοιά σου και τον πόθο σου στον
Θεό, τόσο ανιχνεύεις τον δεσπότη.
Όταν
χάσουμε ένα αγαπητό μας ζώο τον χειμώνα, ψάχνουμε τα ίχνη του στο χιόνι, τα
ακολουθούμε και το βρίσκουμε. Τον δεσπότη μας Χριστό τον ανιχνεύουμε δια της
αισθήσεως και γνώσεως του τί είναι το κάθε τι από τα πνευματικά πού λέμε, και
από τα πρακτικά που κάνουμε. Η θεωρία των δημιουργημάτων και των πνευματικών
μας σχέσεων με τον Θεό, όλη μας η φιλοσοφία και η πράξη, είναι μία ανίχνευση
του Θεού.
Με τον
ίδιο ακριβώς τρόπο να δούμε και την επί θύραις αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ως
μία δηλαδή περίοδο ανίχνευσης των βημάτων και της παρουσίας του Θεού στη ζωή
μας.
Αμήν!
Γένοιτο!
(Ανάγνωσμα στην Ιερά Αγρυπνία που τελέσαμε προς τιμήν του Αγίου Νικολάου του Πλανά)