Σάββατο 25 Ιουλίου 2015

ΕΟΡΤΕΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ

ΒΙΟΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ


Κατά το α΄ μισό του 2ου μ.Χ. αιώνα στην αρχαία κοσμοκράτειρα Ρώμη, ζούσε και το γεμάτο χριστιανική ευσέβεια ζεύγος του Αγάθωνα και της Πολιτείας. Αν και πλούσιοι δεν ζούσαν όπως οι σύγχρονοι τους, με διασκεδάσεις και σπατάλες. Μέριμνα τους καθημερινή ήταν η ελεημοσύνη των φτωχών, η ανακούφιση των ασθενών, η υποστήριξη χηρών και ορφανών. Ένιωθαν όμως και μια λύπη: Δεν είχαν αποκτήσει παιδιά! Γι’ αυτό και αδιάκοπα προσεύχονταν στον Κύριο να τους χαρίσει έστω και ένα παιδί. Και για να ενισχύσουν το αίτημα τους, πολλαπλασίαζαν τις φιλανθρωπίες τους. Και, ώ του θαύματος η αρμονική και ευσεβής συζυγία τους, με τη χάρη του Θεού που εισακούει τις προσευχές των πιστών, απέκτησε τον καρπό της. Η Πολιτεία έμεινε έγκυος και έφερε στον κόσμο ένα κοριτσάκι. το όποιο, επειδή γεννήθηκε την έκτη ημέρα της εβδομάδας, ονόμασαν Παρασκευή. Η μητέρα της Πολιτεία την κατηύθυνε σε έργα θεάρεστα, την ανέτρεφε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», της μάθαινε τα ιερά γράμματα, την οδηγούσε στην εκκλησία. Όταν δε έφθασε στην εφηβική και την πρώτη νεανική ηλικία, παρά τη σωματική ωραιότητα της, ελκύσθηκε η ψυχή της από τον παρθενικό βίο και, καθώς αναφέρουν οι βιογράφοι της «όχι μόνον τους οφθαλμούς, οι όποιοι είναι οδός τον έρωτος, εφύλαττεν από θεωρίαν ανδρών», αλλά και καθετί που θα στεκόταν εμπόδιο στην κατά Χριστόν ζωή.


Θάνατος των γονέων, διανομή της περιουσίας
Όταν η Παρασκευή έφθασε στην ηλικία των 20 χρόνων, ο Κύριος της ζωής και του θανάτου κάλεσε κοντά του τους γονείς της. Εκείνη έμεινε μόνη και κάτοχος της μεγάλης πατρικής περιουσίας. Όπως και πριν, πολλαπλασιάστηκαν οι προτάσεις γάμου εκ μέρους πολλών νέων αντρών. Η Παρασκευή όμως δεν συγκινήθηκε απ’ αυτές. Πούλησε όλη την περιουσία της και μοίρασε το αντίτιμο της στους φτωχούς, τους εμπερίστατους, τις χήρες και τα ορφανά, ένα δε μέρος το πρόσφερε «εἰς κοινόν ταμεῖον παρθένων, αἵ ὁποῖαι ἔζων ὁμού, ἀφιερωμέναι εἰς τά ἔργα τοῦ ἐλέους καί εἰς τήν διάδοσιν τοῦ Εὐαγγελίου».
Η ίδια αφιέρωσε ολοκληρωτικά τον εαυτό της στην προσευχή, την ελεημοσύνη, τη διάδοση των αληθειών της χριστιανικής πίστης. Πολλοί από τους ειδωλολάτρες που την άκουγαν προσελκύονταν στην χριστιανική πίστη, απαρνούμενοι τα είδωλα.
Αυτό όμως, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε την οργή και το φθόνο των φανατικών εθνικών και των Ιουδαίων. Οι οποίοι έσπευσαν να καταγγείλουν το γεγονός στον αυτοκράτορα Αντωνίνο, λέγοντας του ότι «κάποια γυναίκα, που λέγεται Παρασκευή, κηρύττει τον Ιησού, τον Υιό της Μαρίας» και υποστηρίζει πως «αυτός είναι μόνος Θεός αληθινός.

Ενώπιον του αυτοκράτορα
Ακούγοντας την καταγγελία αυτή ο Αντωνίνος θύμωσε πολύ να συλλάβουν την Παρασκευή. Ο Αντωνίνος προσπάθησε με κολακείες και υποσχέσεις να την πείσει ν’ αρνηθεί τη χριστιανική πίστη και να προσέλθει στην εθνική θρησκεία της πολυθείας. Βρέθηκε όμως μπροστά σε μια ψυχή με ανδρείο φρόνημα και ακλόνητη πίστη στο Χριστό. Έβλεπε ότι δεν επηρεάζεται από τα λόγια του. Αλλά στα κολακευτικά του λόγια απάντησε η Παρασκευή: «Μη νομίσεις, βασιλιά, ότι με τις κολακείες αυτές ή με παρόμοιους φοβερισμούς θα αρνηθώ τον γλυκύτατο μου Ιησού Χριστό, διότι δεν υπάρχει κανένας βασανισμός, ούτε τιμωρία, ούτε παιδεμός, που να με χωρίσει από την αγάπη του».

Τα πρώτα μαρτύρια της Αγίας
Ακούγοντας αυτά ο αυτοκράτορας διέταξε τον βασανισμό της. Πύρωσαν μέσα σε δυνατή φωτιά μια σιδερένια περικεφαλαία. Όταν αυτή κοκκίνισε την τοποθέτησαν στο κεφάλι της αθλήτριας του Χριστού. Ο Κύριος όμως έκανε το θαύμα του και την προστάτεψε.
Τότε πολλοί ειδωλολάτρες που είδα το θαύμα αυτό πίστεψαν στο Χριστό και ομολόγησαν την αλλαγή τους αυτή μπροστά στο αυτοκράτορα. Ο οποίος και εξαιρετικά θυμωμένος διέταξε να τους αποκεφαλίσουν. Τη δε Παρασκευή να κλείσουν σε φυλακή.
Ο Συναξαριστής της αναφέρει ότι γύρω στα μεσάνυχτα εμφανίσθηκε μπροστά στην Αγία άγγελος Κυρίου. Κρατούσε στα χέρια του φωτεινό σταυρό, κάλαμο, σπόγγο και στεφάνι και είπε προς αυτήν: «Χαῖρε, Παρασκευή, ἀθληφόρε τοῦ Κυρίου! Μή φοβᾶσαι τά βασανιστήρια τοῦ αὐτοκράτορα. Διότι ὁ Κύριος πού καταδέχθηκε νά σταυρωθεῖ γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, θά εἶναι βοηθός καί θά σέ λυτρώσει ἀπό κάθε μελλοντική δοκιμασία σου». Αυτά της είπε ο άγγελος κι αφού την έλυσε από τα δεσμά πέταξε στους ουρανούς. Η δε Παρασκευή, γεμάτη θάρρος και γαλήνη στην καρδιά της, συνέχισε να υμνεί και να δοξολογεί τον Κύριο και Θεό της. Την επόμενη μέρα ο αυτοκράτορας δίνει εντολή να κρεμάσουν την Παρασκευή από τα μαλλιά της σ’ ένα όρθιο ξύλο και με λαμπάδες αναμμένες να καίνε τις μασχάλες και άλλα μέλη του σώματος της. Όμως ο Ιησούς Χριστός τη διαφύλαξε σώα και αβλαβή. Εκείνη προσευχόταν, ενώ ελεεινολογούσε τους ψεύτικους θεούς των ειδωλολατρών.


Το θαύμα που την ανέδειξε προστάτιδα των ματιών

Βλέποντας αυτά διέταξε λοιπόν να βράσουν δυνατά σε ένα μεγάλο καζάνι λάδι και πίσσα και να ρίξουν μέσα την Παρασκευή. Και πάλι όμως η παντοδύναμη πρόνοια του Θεού την λύτρωσε. Απορημένος ο αυτοκράτορας δεν πίστευε στα μάτια του. Πλησίασε λοιπόν στο καζάνι και απευθυνόμενος στην μάρτυρα του Χριστού της είπε: «Ράντισε με, με το λάδι αυτό, για να διαπιστώσω αν πραγματικά είναι καυτό, όπως και η πίσσα. Γιατί νομίζω ότι βλέπω κάτι που μοιάζει με φαντασία, αφού δεν κατακαίεσαι». Η αγία Παρασκευή συμμορφώθηκε. και με τη χούφτα της έριξε στο πρόσωπο του λάδι και πίσσα. Αμέσως ο βασιλιάς έχασε το φως των ματιών του. Πανικοβλημένος φώναξε δυνατά: «Ἐλέησον μέ, δούλη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, καί δός μοί τό φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, καί πιστεύσω εἰς τόν Θεόν, ὄν σύ κηρύττεις». Πράγματι, η αγία Παρασκευή προσευχήθηκε στο Σωτήρα Χριστό. Ο Αντωνίνος πίστεψε, ξαναβρήκε το χαμένο φως και μαζί μ’ αυτόν αρκετοί αξιωματούχοι της Ρώμης προσχώρησαν στη χριστιανική πίστη, όπως αναφέρει η Παράδοση. Έκτοτε η μεν αγία Παρασκευή θεωρείται από τους χριστιανούς ως προστάτιδα των ματιών και των τυφλών, ο δε αυτοκράτορας διέταξε να πάψουν οι διωγμοί κατά των χριστιανών και άφησε ελεύθερη την αθλήτρια του Χριστού.

Διαδίδει τη χριστιανική πίστη σε άλλες περιοχές
Ύστερα από το γεγονός τούτο η φλογερή Ιεραπόστολος Παρασκευή επεξέτεινε τη δράση της σε άλλες περιοχές, πέρα της Ρώμης. Στο μεταξύ είχε πεθάνει ο Αντωνίνος και στο θρόνο της κοσμοκράτειρας Ρώμης ανέβηκε ο Μάρκος Αυρήλιος (161-180 μ.Χ.). Νέοι διωγμοί ξέσπασαν κατά των χριστιανών. Έτσι, όταν η Αγία μας βρέθηκε σε κάποια πόλη, στην οποία διοικητής ήταν ο Ασκληπιός, συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιον του για να δικαστεί, επειδή κήρυττε αντίθετη προς των ειδολολατρών πίστη.

Απαλλάσσει μια πόλη από το φοβερό δράκοντα
Ο Ασκληπιός έδωσε εντολή να μεταφέρουν την ομολογήτρια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στο μεγάλο και φοβερό δράκοντα που έμενε έξω από την πόλη και ήταν ο φόβος και ο τρόμος των κατοίκων. Σ’ αυτόν έριχναν για τροφή τους καταδίκους και τους χριστιανούς. Όταν η Αγία πλησίασε στο σημείο που έμενε ο δράκοντας, εκείνος βρυχήθηκε άγρια και έβγαλε από τα ρουθούνια του καπνό και φλόγες από το στόμα του, σα να ήθελε να την καταπιεί. Εκείνη όμως του είπε αυστηρά: «Θηρίο πονηρό, ήρθε η ώρα του αφανισμού σου, γιατί πολλούς μέχρι τώρα κατασπάραξες χωρίς λόγο». Και μόλις έκανε το σημείο του σταυρού και φύσηξε προς τον δράκοντα, ώ του παραδόξου θαύματος! Ο τρομερός εκείνος δράκοντας σφύριξε δυνατά στριφογύρισε γύρω από τον εαυτό του και άνοιξε στα δύο! Το μέγα τούτο θαύμα συγκλόνισε τον Ασκληπιό, τους άλλους αξιωματούχους και το πλήθος που παρακολουθούσε τα γενόμενα. Και συνετέλεσε στο να πιστέψουν στο Θεό της Αγίας Παρασκευής και αργότερα να βαπτισθούν.

Νέα μαρτύρια με εντολή του Ταρασίου
Η Αγία συνέχισε το έργο της και έφθασε σε άλλη περιοχή, διοικητής της οποίας ήταν ο Ταράσιος. Χωρίς να χάνει χρόνο άρχισε να μιλάει για τον Ιησού Χριστό και να προσελκύει κοντά του τους καλοπροαίρετους εθνικούς. Σύντομα το νέο έφτασε στ’ αυτιά και του Ταρασίου έδωσε εντολή να την συλλάβουν. Ο οποίος διέταξε να γεμίσουν ένα μεγάλο χάλκινο δοχείο με λάδι, πίσσα, και μόλυβδο. Να βάλουν από κάτω δυνατή φωτιά και όταν αρχίσει να κοχλάζει το μίγμα, να ρίξουν μέσα την αγία Παρασκευή. Πράγμα που έγινε αμέσως. Αλλά ο Θεός έκανε και πάλι θαύμα μέγα, έστειλε τον άγγελο του και τη μεν φλόγα έσβησε τελείως, τα δε κοχλάζοντα τρία στοιχεία του μίγματος τα έκανε πιο κρύα από το νερό. Κι ενώ αρκετοί από τους παρόντες ομολογούσαν πίστη στο Θεό της Αγίας, ο σκληρόκαρδος Ταράσιος έδωσε εντολή στους στρατιώτες του να συνεχίσουν με το βασανιστήριο του τανύσματος. Την κάρφωσαν στο δάπεδο με τεντωμένα τα τέσσερα άκρα της και τοποθέτησαν επάνω στο στήθος της βαριά πλάκα! Κι ενώ η οσιοπαρθενομάρτυς υπέμεινε και προσευχόταν, «φαίνεται προς αυτήν ο Χριστός», καθώς αναφέρει ο Συναξαριστής, δορυφορούμενος από πλήθος αγγέλων και αρχαγγέλων και της είπε: «Χαῖρε, Παρασκευή, καλιπάρθενε. Μή δειλιάσεις στά βασανιστήρια, γιατί ἡ χάρη μου θά εἶναι μαζί σου, γιά νά σέ σώζει ἀπό κάθε πειρασμό. Δεῖξε λίγη ὑπομονή ἀκόμη καί θά ἔρθεις στήν αἰώνια βασιλεία, κοντά μου». Και λέγοντας αυτά, θεράπευσε τις πληγές της και την απελευθέρωσε από τα δεσμά της.
Το επόμενο πρωί οδήγησαν και πάλι την Αγία ενώπιον του Ταρασίου. Έκπληκτος εκείνος, όταν την αντίκρυσε υγιή, απέδωσε την επούλωση των πληγών της στους θεούς των Ρωμαίων και την κάλεσε να προσέλθει στο ναό τους, να τους προσκυνήσει και να λάβει μεγάλες δωρεές από τον ίδιο. Η Παρασκευή του απάντησε: «Δεν μου έδωσαν την υγεία οι θεοί σου, οι ψεύτικοι και ανύπαρκτοι, αλλά ο Χριστός, ο μόνος αληθινός Θεός, στον όποιο πιστεύω και αυτόν λατρεύω». Έπειτα δέχθηκε να μεταβούν μαζί στο ναό των ειδώλων. Τους ακολούθησαν πολλοί αξιωματούχοι και πλήθος εθνικών, νομίζοντας ότι η Παρασκευή θα πρόσφερε θυμίαμα στα είδωλα. Όμως διαψεύσθηκαν!

Πέφτουν και συντρίβονται τα είδωλα
Μόλις μπήκαν στο ναό η Αγία απευθυνόμενη προς το είδωλο του Απόλλωνα, έκανε το σημείο του σταυρού. Το δαιμόνιο που βρισκόταν μέσα στο άγαλμα, φώναξε δυνατά: «Δεν είμαι εγώ θεός, ούτε και κανένας άλλος από μας. Μόνος αληθινός Θεός είναι αυτός που κηρύττει η Παρασκευή...». Και στη στιγμή όλα τα είδωλα , που βρίσκονταν στο ναό κατέπεσαν και συντρίφτηκαν στο δάπεδο.
Αγανακτισμένοι οι ιερείς των ειδώλων όρμησαν κατά της Αγίας και σπρώχνοντας την, την έβγαλαν έξω από το ναό, ζητώντας από τον Ταράσιο να δώσει τέρμα στη ζωή της, για να μη προξενηθεί μεγαλύτερο κακό στην εθνική θρησκεία. Πράγματι, ο Ταράσιος έβγαλε αμέσως διαταγή για τον αποκεφαλισμό της.  Οι στρατιώτες πήραν μαζί τους την καλλιπάρθενο αθλήτρια του Χριστού Παρασκευή και την οδήγησαν έξω από την πόλη για να την αποκεφαλίσουν. Εκείνη, όταν έφτασαν στο καθορισμένο σημείο, ζήτησε να της επιτρέψουν να προσευχηθεί στον ουράνιο Νυμφίο της. Κι ενώ προσευχόταν παραδίδεται ότι ακούστηκε φωνή μυστηριώδης από τους ουρανούς που έλεγε: «Άκουσα την προσευχή σου, Παρασκευή, και θα γίνει αυτό που ζήτησες».
Η οσιομάρτυς έσκυσε το κεφάλι της με πνευματική χαρά και αποκεφαλίστηκε από έναν στρατιώτη. Και η μεν ψυχή της ανήλθε στους ουρανούς, το δε τίμιο και αγιασμένο διά των μαρτυρίων σώμα παρέλαβαν κάποιοι από τους χριστιανούς και το έθαψαν με τιμή και ευλάβεια ο Θεός όμως, βραβεύοντας την οσιομάρτυρα αγία Παρασκευή, έδωσε και γίνονταν θαύματα σε πολλούς που προσέρχονταν στον τάφο της με πίστη και επικαλούνταν τη χάρη της. Ταῖς αὐτῆς ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον καί σωσον ἠμᾶς!

Ἀπολυτίκιον Ηχος Α'
Τήν σπουδήν σου τή κλήσει κατάλληλον, ἐργασάμενη φερώνυμε, τήν ὁμώνυμόν σου πίστιν, εἰς κατοικίαν κεκλήρωσαι, Παρασκευή Ἀθληφόρε· ὅθεν προχέεις ἰάματα, καί πρεσβεύεις ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.



ΒΙΟΣ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ



Γονείς του ήταν ο Ευστόργιος και η Ευβούλη, ένα από τα πλούσια αντρόγυνα της Νικομήδειας, καθόσον ο άντρας ήταν μέλος της Συγκλήτου. Ήταν όμως ο Ευστόργιος ειδωλολάτρης. Αντίθετα η γυναίκα του Ευβούλη άνηκε στη χριστιανική κοινότητα της Νικομήδειας. Από αυτό λοιπόν το αντρόγυνο του ειδωλολάτρη Ευστόργιου και της πιστής χριστιανής Ευβούλης γεννήθηκε ο Παντολέων. Όπως ήταν φυσικό, η μεν μητέρα του από πολύ ενωρίς έσπειρε στην εύπλαστη ψυχή και στο νου του παιδιού της τα σπέρματα Της χριστιανικής πίστης και ζωής, ο δε πατέρας προσπάθησε να του εμφυσήσει τη λατρεία των ειδώλων. Η μητέρα του τον άφησε ορφανό, αφού έφυγε ενωρίς από την παρούσα ζωή.

Εγκύκλια και ιατρικά μόρφωση
Ο Παντολέων μαθήτευσε κοντά στον Ευφρόσυνο, πού ήταν ο πιο διακεκριμένος γιατρός της Νικομήδειας και προσωπικός γιατρός του αυτοκράτορα. Ο αυτοκράτορας βλέποντας τα σπάνια προσόντα του νεαρού Παντολέοντα, υπέδειξε στον Ευφρόσυνο να του διδάξει την ιατρικήν πάσαν, προκειμένου αργότερα να τον προσλάβει ως γιατρό εις τα βασίλεια. Στην αυγή του 4ου αιώνα ο Διοκλητιανός εξαπέλυσε τον σφοδρότερο ίσως διωγμό εναντίον του Χριστιανισμού. Μέσα σ’ αυτό το φοβερό από κάθε άποψη κλίμα άσκησε την ιατρική του τέχνη ο νεαρός ακόμα ιατρός Παντολέων. Θλιβόταν πραγματικά η ψυχή του καθώς έβλεπε να διώκονται τόσο ανελέητα οι χριστιανοί. Και η χάρη του Θεού οδήγησε τα βήματά του στη γνωριμία με τρία πρόσωπα, πού επρόκειτο να ασκήσουν σημαντική επίδραση επάνω του.  Παρόλον ότι ο Παντολέων δεν εγνώριζε την ύπαρξη του Ερμόλαου, δεν συνέβαινε το ίδιο και με τον ιερέα του Υψίστου. Διότι ο ιερέας είχε υπόψη του τα σχετικά με τον ταλαντούχο νέο γιατρό, πού προοριζόταν και για γιατρός των ανακτόρων. Του είχε κάνει εντύπωση η σεμνότητα του και η αγάπη προς τους έχοντες ανάγκη συνανθρώπους του. Έτσι, όταν μία μέρα έτυχε εκείνον να περνάει έξω από το σπίτι στο οποίο κρυβόταν, χωρίς να διστάσει, κινούμενος από θεία έμπνευση, έστειλε και προσκάλεσε τον Παντολέοντα να επισκεφθεί όσους κρύβονταν μαζί με τον ίδιο στην οικία εκείνη. Τα γεμάτα αγάπη και χριστιανική σοφία λόγια του Ερμόλαου δεν άργησαν να ηχήσουν λυτρωτικά στην καρδιά του Παντολέοντα. Τόσο την πρώτη αυτή φορά όσο και κατά τις επισκέψεις πού ακολούθησαν, ο Ερμόλαος κατήχησε τον Παντολέοντα στη χριστιανική πίστη.
Αργότερα και ο πατέρας του ο Παντολέων ζήτησε το θειο Βάπτισμα και ο Ερμόλαος αφού άκουσε από το στόμα του την ομολογία πίστεως, προχώρησε στη βάπτισή του. Μη θέλοντας μάλιστα να τον συνδέει τίποτα με τα παλαιά, άλλαξε και το όνομά του και αντί Παντολέων ονομάστηκε έκτοτε Παντελεήμων. Κοντά στους τρεις ιερείς, πού παρέμεναν κρυμμένοι, έμεινε μετά τη βάπτισή του ο Παντελεήμων για επτά ημέρες. Την όγδοη επέστρεψε στο πατρικό σπίτι, νέος πλέον άνθρωπος κατά την ψυχή.
Και ενώ η βάπτιση του κρατήθηκε για ένα διάστημα μυστική από τους εθνικούς, ακόμα και από τον ίδιο τον πατέρα του, ο Παντελεήμων φλεγόταν από τον ιερό πόθο να γίνει και τοις άλλοις του μυστηρίου διδάσκαλος. Φυσικά, πρώτιστα ενδιαφέρθηκε για τον πατέρα του Ευστόργιο. Ο Παντελεήμων προσευχόταν και δόξαζε τον Θεό, καθώς διαπίστωνε ότι διορθωνόταν σταδιακά «η πατρική πλάνη», ψυχραινόταν η πίστη του Ευστόργιου προς τα είδωλα, αραίωναν οι θυσίες στους ψεύτικους θεούς. Ο πατέρας του Παντελεήμονα δέχεται το χριστιανικό βάπτισμα, χάρη στην προσπάθεια του γιου του. Και πολύ σύντομα κλήθηκε να συναντήσει τη γυναίκα του στον ουρανό.



Μετά το θάνατο του πατέρα του ο Παντελεήμων έμεινε κληρονόμος μεγάλης κινητής και ακίνητης περιουσίας. Απελευθέρωσε τους δούλους πού είχε ο πατέρας του, αφού τους χάρισε ένα μέρος της περιουσίας του η οποία είχε αποκτηθεί χάρη και στη δική τους εργασία, προκειμένου να ζήσουν με αξιοπρέπεια. Τα δε υπόλοιπα «χείρες είχον πενήτων», τα μοίρασε στα χέρια των φτωχών της Νικομήδειας, δηλαδή σε γέροντες, χήρες, ορφανά, αρρώστους, εγκαταλειμμένους.
Ο Παντελεήμων πρόσφερε τις ιατρικές του γνώσεις και υπηρεσίες κυρίως στους φτωχούς και τους ανήμπορους, χωρίς καμία αμοιβή. Το μόνο πού ζητούσε από τους θεραπευόμενους ήταν να πιστέψουν στον Ιησού Χριστό για να σωθούν αιώνια. Όταν μάλιστα συνέβαινε να κάνει καλά και κάποιους πλουσίους κι εκείνοι του πρόσφεραν μεγάλες αμοιβές, τους έλεγε· «αυτά πού υποσχεθήκατε να δώσετε σ’ εμένα, πηγαίνετε να τα δώσετε στους φτωχούς». Επιβραβεύοντας ο Θεός την όλη βιοτή, τη φιλάνθρωπη και ανάργυρη δράση του Παντελεήμονα, τον προίκισε με τη χάρη να ενεργεί διάφορα θαύματα, πού έγιναν σταδιακά γνωστά στη Νικομήδεια, προκαλώντας το θαυμασμό των απλών ανθρώπων και την οργή των ειδωλολατρών. Ανάμεσα στα θαύματα περιλαμβάνονται η ανάσταση ενός παιδιού πού είχε πεθάνει μετά από τσίμπημα έχιδνας, η θεραπεία ενός τυφλού και ενός άλλου πού ήταν παράλυτος.

Αρχίζουν οι συκοφαντίες και οι δοκιμασίες του
Η χωρίς αμοιβή άσκηση της ιατρικής εκ μέρους του Αναργύρου Παντελεήμονος κίνησε το φθόνο των άλλων γιατρών της Νικομήδειας. Ιδιαίτερα τους ενοχλούσε το γεγονός ότι εκείνος με τη χάρη του «ιατρού των ψυχών και των σωμάτων» Χριστού θαυματουργούσε σε δύσκολες περιπτώσεις, ενώ οι ίδιοι παρά την επίκληση των θεών τους τίποτα δεν κατάφερναν. Ο φθόνος τους λοιπόν τους ώθησε στο να καταγγείλουν στον αυτοκράτορα ότι ο ευνοούμενος του και μελλοντικός μετά τον Ευφρόσυνο γιατρός των ανακτόρων, είναι χριστιανός. Έτσι έδωσε διαταγή ο Διοκλητιανός να συλλάβουν τον Παντελεήμονα. Με υποσχέσεις και καλοπιάσματα θέλησε να δελεάσει τον Παντελεήμονα, ώστε να απαρνηθεί τη χριστιανική του πίστη και να θυσιάσει στα είδωλα. Φυσικά τον ρώτησε για να μάθει από ποιόν κατηχήθηκε στη χριστιανική πίστη. Ο Παντελεήμων, «μη ειδώς ψεύσασθαι» απάντησε λέγοντας «από τον Ερμόλαο». Οι στρατιώτες του αυτοκράτορα έλαβαν επείγουσα εντολή, συνέλαβαν τον Ερμόλαο μαζί με τους Έρμιππο και Ερμοκράτη, και όταν και οι τρεις «παρρησία τον Χριστόν εκήρυξαν», δέχτηκαν τον διά του ξίφους θάνατο. (Η μνήμη τους στις 26 Ιουλίου). Η γεμάτη παρρησία απάντηση του γενναίου ομολογητή του Χριστού στις υποσχέσεις είχε ως περιεχόμενο και στόχο να πείσει τον αυτοκράτορα ότι ενώ οι δικοί του θεοί ως ψεύτικοι είναι εντελώς αδύνατοι, ο δικός του Θεός είναι παντοδύναμος. Αν μάλιστα ήθελε να το διαπιστώσει και στην πράξη θα μπορούσε κάνει μία δοκιμή, πρόκληση την οποία ο αυτοκράτορας αποδέχτηκε.
Ο αυτοκράτορας διέταξε να φέρουν ενώπιον του έναν παράλυτο άνθρωπο και Πρόσταξε στους ιερείς των ειδώλων να τον θεραπεύσουν, επικαλούμενοι τους θεούς τους. Εκείνοι προσπάθησαν, ικέτευσαν, επικαλέστηκαν. Πλην ματαίως, αφού τα είδωλα των εθνικών ήταν άφωνα και κουφά! Στη συνέχεια ο Διοκλητιανός ζήτησε από τον Παντελεήμονα να επικαλεστεί το Θεό στον οποίο πίστευε και να θεραπεύσει τον παραλυτικό. Ο Ιησούς Χριστός, διά των πρεσβειών του Παντελεήμονα, θεράπευσε τον παράλυτο, προς μεγάλη ικανοποίηση και θαυμασμό πολλών παρισταμένων, φθόνο των άλλων ειδωλολατρών γιατρών και προβληματισμό του αυτοκράτορα. Όμως ο αυτοκράτορας με κολακείες και καλοπιάσματα προσπάθησε να μεταπείσει τον Παντελεήμονα, αλλά όταν είδε πως ομολογεί την χριστιανική του πίστη έδωσε εντολή για τα μαρτύρια του.  Κατά πρώτον τον κρέμασαν σ’ ένα ξύλο και ενώ με σιδερένια νύχια καταξέσχισαν το σώμα του, με αναμμένες λαμπάδες του έκαιγαν τα πλευρά, προκαλώντας αβάσταχτους πόνους. Όμως εκείνος υπέμενε με καρτερία διότι προσευχόταν με υψωμένα τα μάτια του στον ουρανό, απ’ όπου αντλούσε τη δύναμη για να βαστάσει με θάρρος το μαρτύριο. Στη συνέχεια ο Διοκλητιανός διέταξε να λειώσουν σ’ ένα μεγάλο καζάνι μόλυβδο κι ενώ οι δήμιοι θα τροφοδοτούσαν αδιάκοπα με ξύλα τη φωτιά, να ρίξουν μέσα στο λειωμένο μέταλλο τον Παντελεήμονα. Καθώς οδηγούσαν το μεγαλομάρτυρα στη νέα αυτή δοκιμασία, εκείνος εύρισκε καταφυγή στην προσευχή, πού ήταν ικανή «να σβήσει το καζάνι και να προκαλέσει θαυμαστή αναψυχή».
Ο μεγαλομάρτυς Παντελεήμων είχε ολοφάνερη σε όλους τη θεία προστασία, αλλά και ο αδίστακτος τύραννος διέθετε τόση μανία και μίσος κατά του γενναίου αθλητή, πού έδωσε αμέσως εντολή να ριχτεί στη θάλασσα. Οι δήμιοι κρέμασαν από τον τράχηλο του μεγαλομάρτυρα μια βαριά πέτρα και τον πέταξαν στη θάλασσα της Νικομήδειας. Ο Θεός με θαυμαστό τρόπο τον ελευθέρωσε από τη βαριά πέτρα, προς έκπληξη δε και θαυμασμό των παρισταμένων τον είδαν να βγαίνει στην επιφάνεια και σε λίγο να περπατάει στην παραλία! Πολλοί βλέποντας αυτό πίστεψαν στον Χριστό.
Έτσι λοιπόν έδωσε νέα εντολή: Να ριχτεί ο άκαμπτος χριστιανός στα άγρια θηρία. Τα πεινασμένα ζώα αντί να ορμήσουν και να τον κατασπαράξουν, στάθηκαν σε μικρή απόσταση απ’ αυτόν και τον κοίταξαν ήρεμα.  Ο Διοκλητιανός δίνει εντολή να οδηγηθεί ο μεγαλομάρτυς στη φυλακή, όπου οι δήμιοι τον υπέβαλαν στο μαρτύριο του τροχού, χωρίς όμως αποτέλεσμα, αφού αυτός αποδεικνυόταν «και πάσης πέτρας στερρότερος». Τέλος ο αυτοκράτορας έδωσε την τελική απόφαση: Να αποκεφαλίσουν τον Παντελεήμονα με ξίφος.

Το μακάριο τέλος
Έτσι οι δήμιοι οδήγησαν το γενναίο ομολογητή και μάρτυρα του Χριστού έξω από την πόλη της Νικομήδειας. Στη διαδρομή αυτή εκείνος δεν έπαψε να προσεύχεται, ν’ απαγγέλει στίχους ψαλμικούς. Όταν έφτασαν στο σημείο του μαρτυρίου, ο Παντελεήμων έσκυψε τον αυχένα για να δεχθεί τον διά ξίφους θάνατο. «Του έκοψαν το ιερό κεφάλι, λένε όμως ότι έτρεξε γάλα αντί για αίμα. Νομίζω δε πώς αυτό είναι απόδειξη της καθαρότητας και της φωτεινότητας της ψυχής του» (Νικήτας ο Παφλαγών). Οι διωκόμενοι χριστιανοί της Νικομήδειας παρέλαβαν τη σορό του μεγαλομάρτυρα και την ενταφίασαν με κάθε τιμή στο σημείο εκείνο, όπου αργότερα ιδρύθηκε επ’ ονόματι του μοναστήρι.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ΄.
Ἀθλοφόρε ἅγιε καί ἰαματικέ Παντελεῆμον, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῶ, ἴνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχη ταῖς ψυχαῖς ἠμῶν.

π.Ε.



Δευτέρα 6 Ιουλίου 2015

ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ

«Μεῖνε μαζί μας, βράδιασε»
          Μέ πολλή μεγάλη ἐπιτυχία παρουσιάστηκε τήν Πέμπτη 2.7.15 στό κατάμεστο Πολιτιστικό Κέντρο τῆς Ἱ.Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν τό βιβλίο τοῦ Διευθυντοῦ τοῦ Πολιτιστικοῦ Κέντρου π. Βασιλείου Χριστοδούλου μέ τίτλο «Μεῖνε μαζί μας, βράδιασε», ἀπό τίς ἐκδόσεις «ΓΡΗΓΟΡΗ».
Γιά τό βιβλίο μίλησαν ὁ π. Βασίλειος Θερμός (ψυχίατρος παιδιῶν & ἐφήβων, δρ.Θ., ἐπικ.καθ. Ἀνωτάτης Ἐκκλ. Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν), ὁ π. Ἀθανάσιος Πολύζος (φιλόλογος, θεολόγος, ποιητής) καί ὁ Θανάσης Παπαθανασίου (πτυχ. Νομικῆς, δρ. Θεολογίας, καθ. Μ.Ε., ἀρχισυντάκτης περιοδικοῦ «ΣΥΝΑΞΗ»). Τήν ἐπιμέλεια τοῦ συντονισμοῦ εἶχε ὁ Γιῶργος Μπάρλας (θεολόγος-φιλόλογος).
«Ὡραῖα συγκυρία ἡ ἀποψινή βραδυά» τόνισε στό καλωσόρισμά του ὁ συτντονιστής τῆς ἐκδήλωσης, «καθώς τό βιβλίο τοῦ π. Βασιλείου μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι ἡ ζωή δέν εἶναι μιά πορεία πού καθορίζεται ἀπό ὄρους χρηματοπιστωτικούς, ὅπου τά πάντα εἶναι μόνο ὀρθολογικά, ἀλλά μπορεῖ νά εἶναι καί μία πορεία πρός Ἐμμαούς, γεμάτη ἐκπλήξεις καί ἀπρόσμενες συναντήσεις».
Στή συνέχεια τό λόγο πῆρε ὁ Θ.Παπαθανασίου ὁ ὁποῖος ἀναφέρθηκε στό ἀνυπότακτο τοῦ Θεοῦ καί στήν ἀδυνατότητα τοῦ Θεοῦ νά κλεισθεῖ καί νά περιορισθεῖ μέσα στό ὁποιοδήποτε σχῆμα, ἀκόμα καί τό καλύτερο, ἐπισημαίνοντας  τήν παρρησία τοῦ συγγραφέα νά περικλείσει στίς ὁδοιπορικές σελίδες τοῦ βιβλίου του λογοτέχνες πού δέν ἔχουν τήν «σφραγίδα» τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ συγγραφέα, τονίζοντας παράλληλα καί τήν σπουδαιότητα τῆς δημιουργίας τοῦ συγκεκριμένου βιβλίου μέσα ἀπό τήν διαδικασία μιᾶς συντροφιᾶς νεανικῆς στό πλαίσιο ἐνοριακῆς δραστηριότητας.
Ὁ π.Ἀθανάσιος Πολύζος ἐπέλεξε μία ποιμαντική προσέγγιση τοῦ βιβλίου, ἀναφερόμενος σέ ἕνα στιγμιότυπο τοῦ συνοδοιπορικοῦ πρός Ἐμμαούς περιπάτου τοῦ Χριστοῦ μέ τούς δύο μαθητές, δημιουργώντας μία γέφυρα ἑρμηνευτική μέ τόν τρόπο προσέγγισης τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου ἀπό τούς σύγχρονους ποιμένες-ἱερεῖς, διανθίζοντας τό λόγο του μέ ὄμορφα στιγμιότυπα τοῦ Γεροντικοῦ, σοφά ἐπιλεγμένα ἀποσπάσματα τοῦ βιβλίου, κατακλείοντας ἐν τέλει μέ ἕνα ποίημα τοῦ Νικηφόρου Βρεττάκου.
Τελευταῖος ὁ π. Βασίλειος Θερμός ἀναφερόμενος στό εὐαγγελικό κείμενο τῆς πρός Ἐμμαούς πορείας, ἀνέλυσε τήν ὀνομασία «ἑωθινό», ἐξηγώντας τό νόημα τῆς Ἀνάστασης ὡς τόν ὄρθρο τῆς ἔσχατης ἡμέρας, τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, μιᾶς Βασιλείας ἡ ὁποία μέ τήν Ἀνάσταση ἔχει ἤδη ὀρθρίσει. Στή συνέχεια τόνισε ὅτι τό βιβλίο μᾶς καλεῖ σέ μία ἀνατοποθέτηση τῆς πίστης μας καί τῆς σχέσης μας μέ τόν Χριστό, μέ τό δεδομένο ὅτι μετά τό γεγονός τῆς Ἀνάστασης τίποτα πιά δέν μπορεῖ νά εἶναι τό ἴδιο. Καί ἐν τέλει ἔκανε λόγο γιά τό φαινόμενο τῆς «πολιτισμικῆς ὀρθοδοξίας» ἀλλά καί τῆς διαστάσεως τοῦ χρόνου πού γίνεται γραμμικός καί ὄχι ἀδιέξοδα κυκλικός στήν πορεία μας μέ τόν Χριστό.

















Στό τέλος ἐπιφυλάχθηκε γιά ὅλους τούς συμμετέχοντες ἡ ἔκπληξη τῆς καρδιακῆς κατάθεσης ὅλων τῶν νέων πού συμμετείχαν τήν περίοδο 2012-13 στήν ἐνοριακή Νεανική Σύναξη τοῦ π.Βασιλείου, γιά τό πῶς ἔζησαν ὅλη αὐτή τήν ἑρμηνευτική συνοδοιπορία, μέσα ἀπό ἕνα κείμενο πού διάβασε ἕνα ἀπό τά μέλη τῆς συντροφιᾶς, ἡ Κατερίνα, καί πραγματικά καθήλωσε συγκινησιακά ὅλους.
Τήν ἔκδηλωση ἔκλεισε μέ ἕνα σύντομο ἀλλά καρδιακό χαιρετισμό του ὁ παριστάμενος Σεβ. Μητροπολίτης Ἰλίου κ. Ἀθηναγόρας, τονίζοντας τούς δεσμούς προσωπικῆς φιλίας μέ τόν συγγραφέα καί πώς μέσα ἀπό τά βιβλία του  ὁ συγγραφέας «παίζοντας μέ τίς λέξεις καί μέ τίς καρδιές μας, μᾶς μαθαίνει νά ἐνηλικιωνόμαστε, ὅλους ἐμᾶς, πού διαβάζοντας τά βιβλία του αἰσθανόμαστε λίγο παιδιά».
Ὁ συγγραφέας περιορίστηκε στό τέλος τῆς ἐκδήλωσης σέ ἀπόδοση εὐχαριστιῶν πρός ὅλους ὅσους παραβρέθηκαν, καί πρός ὅσους συνετέλεσαν στήν ἔκδοση τοῦ βιβλίου καί στήν ἑτοιμασία τῆς ὅλης ἐκδήλωσης.





















Ἀκολούθησε δεξίωση στόν δεύτερο ὄροφο τοῦ Πολιτιστικοῦ Κέντρου, μέ πλούσιο μπουφέ ἑτοιμασμένο ἀπό μέλη τῆς Νεανικῆς συντροφιᾶς τῆς ἐνορίας Μεταμορφώσεως Σωτῆρος Καλλιθέας.





ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΘΑΥΜΑΚΟΥ ΙΑΚΩΒΟΣ

Σήμερα Κυριακή 5/7/15 λειτούργησε στόν Ἱερό μας Ναό ὁ Θεοφιλέστατος ἐπίσκοπος Θαυμακού κ.κ. Ἰάκωβος Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀσωμάτων Πετράκη ὁ ὁποῖος κήρυξε καί τόν Θεῖο Λόγο.
Στό πέρας τῆς Θείας Λειτουργίας ὁ προϊστάμενος τοῦ Ναοῦ πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμ. π. Εἰρηναῖος Νάκος ἀφοῦ εὐχαρίστησε τόν Θεοφιλέστατο, τίμησε τούς ἀπελθόντας λόγω συνταξιοδότησης Νεωκόρους τοῦ Ναοῦ, Γεώργιο καί Φρειδερίκη Παπαδοπούλου γιά τήν πολύχρονη διακονία τους, στή συνέχεια παρουσίασε τόν νέο Νεωκόρο τοῦ Ναοῦ κ. Ἰωάννη Πεφάνη, εὐχόμενος καλῆ δύναμη καί καλῆ διακονία. 














































Φωτογραφίες :Αρίστος Χαλικιόπουλος, Γιάννης Πεφάνης 

Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

ΟΣΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΔΟΜΒΟΥΣ

Μέ μεγαλοπρέπεια τελέστηκε σήμερα στόν Ἱερό μας Ναό ἡ Πανηγυρική Θεία Λειτουργία ὑπό τοῦ Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Σαλώνων κ.κ. Ἀντωνίου.
Ὁ Θεοφιλέστατος ἐπισκέφθηκε τόν Ναό μας μέ ἀφορμή τήν τοποθέτηση τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος τοῦ Ἁγίου Σεραφείμ τοῦ Δομβούς, μιά ἐκ τῶν τριῶν, οἱ ὁποῖες φυλάσσονται στόν Ἱερό μας Ναό, καθότι ὁ Ὅσιος Σεραφείμ σύμφωνα μέ μαρτυρίες εἶχε περάσει ἀπό τήν περιοχή τῆς Καλλιθέας καί συγκεκριμένα στό σημεῖο πού βρίσκεται σήμερα ὁ Ναός μας, (παρακάτω ἀκολουθεῖ ὁ Βίος τοῦ Ὁσίου εἰς τόν ὁποῖο ἀναφέρεται τό γεγονός).  
Ὁ προϊστάμενος τοῦ Ναοῦ πανοσιολογιώτατος  Ἀρχιμ. Εἰρηναῖος Νάκος εὐχαρίστησε τόν Θεοφιλέστατο, καθώς καί τόν Αἰδεσιμολογιώτατον Πρωτοπρεσβύτερον Βασίλειον Πόπην, προϊστάμενον τοῦ Πολιούχου Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος Πειραιῶς, ὁ ὁποῖος ἔχει ἐκπονήσει ἕνα σπουδαῖο συγγραφικό ἔργο γιά τή ζωή καί τά θαύματα τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ, δίνοντάς μας τήν εὐκαιρία σήμερα κατά τή Θεία Λειτουργία νά μᾶς μιλήσει γιά τήν παρουσία τοῦ Ὁσίου στήν ἐνορία μας.
Ἐμεῖς ἀπό τοῦδε καί στό ἑξῆς, θά τιμοῦμε καί θά πανηγυρίζουμε τόν Ὅσιο Σεραφείμ, παρακαλώντας τόν νά μεσιτεύει στόν Κύριο καί Θεό μας γιά τήν ὑγεία ὄλου τοῦ κόσμου καί τῆς ἐνορίας μας. 



















    












Ο ΕΚ ΖΕΛΙΟΥ ΛΟΚΡΙΔΟΣ ΟΣΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΓΝΩΣΤΟΣ ΩΣ ΜΟΝΑΣΤΗΣ ΤΗΣ ΔΟΜΒΟΥΣ ΒΟΙΩΤΙΑΣ,γεννήθηκε τό 1527. Κατά τή βρεφική του ἡλικία, γράφουν οἱ βιογράφοι του, μολονότι δέν εἶχε κάν ἐπίγνωση τοῦ χρόνου καί τῶν ἡμερῶν τῆς ἑβδομάδας, τηροῦσε τή νηστεία τῆς Τετάρτης καί τῆς Παρασκευῆς, ἀποφεύγοντας ὁλημερίς τό θηλασμό ἀπό τή μητέρα του, καί μονάχα ἐλάχιστα θήλαζε τό βράδυ ἐκείνων τῶν δύο ἡμερῶν. Ἦταν προφανές ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα, προγινώσκοντας τή μελλοντική πορεία του, καθοδηγοῦσε τό παιδί νά τιμᾶ τίς ἡμέρες τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου. Ἡ θεία τούτη ἐπενέργεια κατά τή βρεφική ἡλικία τοῦ Ἁγίου δέν εἶναι ἡ μοναδική στήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία. Γιατί οἱ ἄνθρωποι αὐτοί  «οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδέ ἐκθελήματος σαρκός, οὐδέ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ’ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν» (Ἰω. α´, 13) Καί ἄλλοι Ἅγιοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στή βρεφική τους ἡλικία ἀπέφευγαν νά λαμβάνουν τό γάλα τῆς μητέρας τους Τετάρτη καί Παρασκευή, ὅπως ὁ Ἅγιος Νικόλαος, ὁ Ἅγιος Βασίλειος τῆς Μόσχας, σύγχρονος τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Οὐστιάγκα (15ος αἰώνας), ὁ πατέρας Συμεών ὁ Θαυμαστορείτης (4ος αἰώνας), ὁ Ὅσιος Θεόφιλος τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου (19ος αἰώνας), ὁ γέροντας Ἀμφιλόχιος (20ός αἰώνας), ὁ Ἅγιος Ἰωακείμ τῆς Ἰθάκης κ. ἄ.
Ὅταν ὁ μικρός Σωτήριος – αὐτό ἦταν τό βαφτιστικό ὄνομά του – ἔγινε ἑφτά χρονῶν, οἱ γονεῖς του τόν ἔστειλαν στόν παπά νά μάθει τά γράμματα. Τό παιδί χάρη στήν εὐφυία του, τήν ἐξαιρετική ἐπιμέλεια καί τή φιλομάθειά του, πολύ γρήγορα κατάφερε νά γράφει καί νά διαβάζει. Καί εὐθύς ἐπιδόθηκε στή μελέτη ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων, ἰδιαίτερα μάλιστα βιογραφιῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. «Ὡς ἀκάματος μέλισσα ἐνετρύφα εἰς τόν εὐανθῆ λειμῶνα τῶν Ἁγίων Γραφῶν», γράφει ὁ Εὐθύμιος Καββαθάς στό βιογραφικό τοῦ Ἁγίου, πού προσαρτᾶ στήν Ἀκολουθία του. Ἡ ἔφεσή του πρός καθετί τό ἐκκλησιστικό ἦταν ἐμφανής. Καί στό χωριό εἶχαν νά μολογᾶνε γιά τό ἦθος, τήν εὐγένεια καί τήν ταπεινοφροσύνη του. Ὅλοι παραδέχονταν πώς ἦταν τύπος καί ὑπογραμμός ἠθικῆς καί κοσμιότητας καί τόν πρόβαλλαν γιά μίμηση στούς νέους. .Ὰλλ’ ὁ Σωτήρης, σάν διάβηκε τήν ἐφηβικἠ του ἡλικία μέ συνεχή καί θαυμαστή πρόοδο στά γράμματα καί στίς ἀρετές κοντά πάντοτε στήν Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ του, καμιά χαρά δέν ἔβρισκε στά ἐγκόσμια. Στό νοῦ του καρφωμένη ἦταν ἡ μοναστική ζωή. «Ἐπιθυμῶ πολύ νά γίνω μοναχός, εἶπε κάποια μέρα στούς γονεῖς του, ἐπειδή ὅλα σ’ αὐτόν τόν κόσμο εἶναι μάταια καί φθαρτά. Ἀπόφασή μου νά πάω σέ μοναστήρι νά προσεύχομαι γιά τούς συνανθρώπους μου καί γιά τήν ψυχή μου». .
Μάταια ἐκεῖνοι προσπάθησαν νά τόν μεταπείσουν  μέ παρακαλετά καί δάκρυα. Ὁ νέος, ὑπακούοντας στή θεϊκή πρόσκληση, πού τοῦ γύρευε τέλεια αὐταπάρνηση, δέν ἔκανε βῆμα πίσω. Μέ περίσσεια ἀποφασιστικότητα, ἀλλά καί πραότητα τούς ἀποκάλυψε ὅτι αὐτός ἦταν ὁ μυστικός του πόθος ἀπό τά μικρά του χρόνια, καί τούς παρακάλεσε νά μήν ἔχουν ἀντιρρήσεις στήν ἀπόφασή του καί νά μήν ἀγωνιοῦν γιά τό μέλλον, γιατί ὁ Θεός δέ θά τούς ἐγκατέλειπε. .
Συνετοί καί εὐσεβέστατοι ἄνθρωποι οἱ γονεῖς τοῦ φιλέρημου νέου, τελικά ὑποχώρησαν καί τοῦ εὐχήθηκαν μ’ ὅλη τήν ψυχή τους. Ἀσπάστηκε τό χέρι τους καί ἔφυγε γιά τήν ἐρημιά. Ἀρχικά ὁ νεαρός ἐρημίτης ἀσκήτεψε στό ἐξωκκλήσι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, στά βορινά τοῦ χωριοῦ, μέσα σέ πυκνό δάσος. Ἀργότερα τράβηξε δυτικά τοῦ χωριοῦ, στήν ἐρημική περιοχή Κάρκαρα, μιά ὥρα μακριά ἀπό τό Ζέλι. Σέ μιά δασωμένη καί ἐρημική περιοχή ἀνάμεσα  στό χωριό καί στό μοναστήρι τοῦ Προφήτη Ἠλία, ἔχτισε μικρό ναό ἀφιερωμένο στό Σωτήρα Χριστό καί ἕνα μικρό σπιτάκι μέσα σέ μιά σπηλιά. Ἐκεῖ παρέμεινε ἀρκετό χρόνο διεξάγοντας τόν ἀσκητικό ἀγώνα του μέ προσευχές, δεήσεις καί ἀγρυπνίες. Τή σπηλιά μέ τά ὑπολείμματα τοῦ μικροῦ σπιτιοῦ, πού διασώζονται ἀκόμα σήμερα, οἱ κάτοικοι τοῦ Ζελίου ἀποκαλοῦν «Ἀσκηταριό». Ἐκεῖ ὁ νεαρός ἀσκητής εἶχε τή θερμή συμπαράσταση τῶν συγχωριανῶν του, ἀλλά, δυστυχῶς, ὄχι μονάχα αὐτή. Εἶχε καί συνεχή παρενόχληση, ἀφοῦ καθημερινά οἱ συντοπίτες του τοῦ μετέφεραν ὅλα τά περίεργα καί τά παράξενα καί τά ἀπαρέδεκτα πού συνέβαιναν στόν κόσμο. .
Γιά νά βρεῖ τήν ἠρεμία του, ἀποφάσισε ν’ ἀναζητήσει νέο ἐρημητήριο. Πῆγε στό μοναστήρι τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, λίγα χιλιόμετρα νοτιανατολικά τῆς Ἀταλάντης, ἀλλά καί ἐκεῖ δέν μπόρεσε νά παραμείνει περισσότερο ἀπό ἕξι μῆνες, ἀφοῦ οἱ συγγενεῖς καί φίλοι τόν ἐπισκέπτοναν συχνά. .
Ὁ νεαρός μοναχός ἀναζήτησε μακρύτερα νέο ἐρημητήριο στό βυζαντινό μοναστήρι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, πού βρίσκεται στό ὄρος Σαγματᾶ τῆς Βοιωτίας. Σ’ αὐτό τό μοναστήρι βρῆκε πράγματι τήν ἡσυχία πού ποθοῦσε. Ἀπερίσπαστος ἐκεῖ δόθηκε ὅλος στήν ἄσκησή του, τήν ὁποία «ὡς διψῶσα τις ἔλαφος ἐζήτει νά εὕρει, πολλούς ἀλλάσσων τόπους», καθώς γράφει ὁ Εὐθύμιος Καββαθάς. Ζοῦσε μέρα καί νύχτα μέ προσευχές καί δεήσεις, μέ ἀγρυπνεῖες καί γονυκλισίες, μέ νηστεῖες καί δάκρυα, μέ ταπείνωση καί ὑπομονή, μέ ἄκρα ὑπακοή πάνω ἀπ’ ὅλα στόν ἡγούμενο, ἀλλά καί σ’ ὅλους τούς συνασκητές του. Καί πολύ γρήγορα ξεπέρασε ὅλους σέ κατορθώματα τῆς ἀσκήσεως, κυρίως σέ ταπεινοφροσύνη καί πραότητα.
Ὁ ἡγούμενος ὅσιος Γερμανός, βλέποντας τήν πρόοδο στήν ἄσκησή του, τόν ἔκειρε μοναχό καί τοῦ ἔδωσε τό ἀγγελικό ὄνομα Σεραφείμ. Πολύ σύντομα μάλιστα διέγνωσε τίς πολλές ἀρετές καί τά χαρίσματά του καί τόν προβίβασε σέ ἀνώτερα ἀξιώματα, πρῶτα τοῦ διακόνου καί ὕστερα τοῦ πρεσβυτέρου. Ὁ Σεραφείμ ὡς διάκονος ἀπό ταπεινοφροσύνη ἀρνιόταν νά δεχτεῖ τό δεύτερο ἀξίωμα καί γιά νά πειστεῖ, χρειάστηκαν παραινέσεις καί παρακλήσεις τῶν ἄλλων πατέρων, ἀλλά, πρό παντός, πολλές προσπάθειες ἐκ μέρους τοῦ ἡγουμένου, πού εἶχε βεβαιωθεῖ γιά τίς ἱκανότητές του καί τή διάθεσή του νά βοηθήσει τούς πλανωμένους ἐκτός πίστεως. .
Στό μοναστήρι τοῦ Σαγματᾶ πολλά ὠφελήθηκε καί ἀπό τόν συνασκητή του πνευματοφόρο μοναχό Γερμανό, συνασκητή νωρίτερα καί τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος, πού τελειώθηκε στό ἴδιο μοναστήρι. Δέκα χρόνια σ’ αὐτό τό μοναστήρι ὁ Σεραφείμ ὡς μοναχός, διάκονος καί πρεσβύτερος ἀγωνιζόταν καί τελειοποιοῦσε συνεχῶς τόν ἑαυτό του. Γράφει ὁ ἐπίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος Μεταξάς στό βιογραφικό τοῦ Ἁγίου, πού ἐπισυνάπτει στήν Ἀκολουθία του: «Καθώς ἡ πολύπονος μέλισσα συνάζει τά πλέον εὐώδη καί ὡραῖα ἄνθη εἰς κατασκευήν τοῦ μέλιτος, τοιουτοτρόπως καί ὁ μακάριος οὗτος μαθητής τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ἐσύναζεν πᾶσαν ἀρετήν εἰς τόν ἑαυτόν του καί ἐκαλλωπίζετο». .
Ὡς πρεσβύτερος τώρα ὁ Σεραφείμ ἐνδυνάμωσε τόν ἀγώνα του μέ προσευχές, ἀγρυπνίες καί ἐνάρετες πράξεις νά φτάσει σ’ ἐκεῖνο τό ἐπίπεδο τῆς τελειώσεως, ὥστε ν’ ἀνταποκριθεῖ στίς ἀπαιτήσεις τοῦ ἀξιώματός του. Τόσο εἶχε προοδεύσει στίς ἀρετές του καί στά οὐράνια χαρίσματα, πού ὄχι μονάχα ἔγινε τό ὑπόδειγμα στούς συνασκουμένους του, ἀλλά καί μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ ἄρχισε νά θαυματουργεῖ! .
Ἡ καλή φήμη τῆς ζωῆς καί τῶν θαυμάτων του ἄρχισε νά διαδίδεται στά γύρω χωριά καί ὁ κόσμος ἄρχισε νά τόν πολιορκεῖ. Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ ἔκρινε πώς ἦταν καιρός πιά ν’ ἀναζητήσει νέο ἡσυχαστήριο, ἀλλά καί νέο πεδίο χριστιανικῆς δράσης. Ζήτησε τήν ἄδεια ἀπό τόν ἡγούμενο ν’ ἀποχωρήσει ἀπό τό μοναστήρι καί ἐκεῖνος τοῦ ἐπέτρεψε. Φεύγοντας ἀπό τό μοναστήρι τοῦ Σαγματᾶ «μετέβη πρός τό δυτικόν μέρος εἰς τό ὄρος τό καλούμενον Δομπόν», ὅπως γράφει ὁ ἐπίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος. Παρόμοια μᾶς πληροφορεῖ καί ὁ Καββαθάς: «Πολλά δέ διαμετρήσας διαστήματα καί πολλά διελθών ὄρη, ἔφθασεν εἰς τόν δυτικῶς τοῦ Ἑλικῶνος κείμενον λόφον, ἐν τῇ τοποθεσίᾳ Δομπού…». Ὡστόσο, πρίν ἐγκατασταθεῖ ὁριστικά στή Δομβού, τοπική παράδοση στό χωριό Ἅγιος Σεραφείμ τῆς Λοκρίδας, πολλά σημεῖα τοῦ Ἁγίου καί ἀποκάλυψη κατερειπωμένου ναοῦ κατά τίς ἀρχές τοῦ περασμένου αἰώνα ἐμπεδώνουν τήν ἄποψη ὅτι πρῶτα ὁ Σεραφείμ παρέμεινε κάποιο διάστημα κοντά στό χωριό Δερβισάδες, πού μερικούς αἰῶνες ἀργότερα ἔλαβε τ’ ὄνομά του. Στήν ἐρημική περιοχή «Δομβού» ρίζωσε γιά πάντα ὁ μοναχός Σεραφείμ. Σ’ αὐτή τήν ἐρημιά, «ὥσπερ ἔλαφος διψῶσα, ἐν ταῖς ἐρήμοις περιπολῶν, τήν πηγήν τήν ἀείζωον εὗρεν ὁ ἀοίδιμος», ὅπως ψάλλει ὁ ὑμνογράφος του, ἔχτισε ἕνα μικρό ἐκκλησάκι τιμώμενο ἐπ’ ὀνόματι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος καί λίγα κελλιά – ἕνα μικρό δηλαδή μοναστηράκι – σύναξε κοντά του λίγους μαθητές καί τούς δίδαξε γιά δέκα ὁλόκληρα χρόνια. .
Ἐκεῖ κοντά κατοικοῦσαν λιγοστοί ἄνθρωποι πού ἀποζοῦσαν ἀπό τίς ληστεῖς καί τίς ἁρπαγές. Ὁ Σεραφείμ μέσα σέ σύντομο χρονικό διάστημα μέ τίς διδασκαλίες του τούς ἔπεισε ν΄ άλλάξουν ζωή. Καί ἐνῶ πρίν στά χέρια τους κρατοῦσαν τ’ ἄρματα, στό ἑξῆς βαστοῦσαν κομποσκοίνια σάν καλόγεροι! «Οὗ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις» (Ρωμ. ε΄20). Τήν ἴδια περίοδο εἶχε φουντώσει στά ρουμελιώτικα βουνά ἡ κλεφτουριά καί θεωροῦμε βέβαιη τήν παροχή συνδρομῆς στούς κλέφτες ἐκ μέρους τοῦ ἡγουμένου Σεραφείμ. Ἄλλωστε ἔτσι μονάχα μπορεῖ νά ἑρμηνευθεῖ καί ἡ μεγάλη ἐχθρότητα τῶν Τούρκων γιά τό ἄτομό του. .
Ὁ Ἅγιος ἀπόφευγε τήν προσωπική του προβολή καί ποθοῦσε νά ζεῖ, ὅπως εἴπαμε καί παραπάνω, μέ ταπεινοφροσύνη. Ἀλλ’ ὅσο ἡ μεγάλη ταπεινοφροσύνη του τόν ὁδηγοῦσε ἀπό ἐρημιά σ’ ἐρημιά, τόσο καί τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀναδείκνυε τά χαρίσματά του. Ὅσο ἐκεῖνος ἐπεδίωκε τήν ἀφάνεια, τόσο ὁ Θεός περισσότερο τόν πρόβαλλε καί τόν ἐδόξαζε ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, πού συνέρρεαν κοντά του ν’ ἀκούσουν τό λόγο του καί νά τοῦ ζητήσουν βοήθεια γιά τά προβλήματά τους. Τοῦ Χριστοῦ ὁ λόγος, ὅτι ὁ ὁλοφώτεινος λύχνος θέση ἔχει μονάχα «ἐπί τῆς λυχνίας» βρῆκε καί ἐδῶ τήν ἐφαρμογή του. Ἀλλά λυχνία ἐδῶ ἦταν ὁ Ἑλικώνας, καί λύχνος μέ τό φῶς τοῦ Χριστοῦ ὁ Ὅσιος Σεραφείμ. .
Ὅμως ἡ μεγάλη κοσμοσυρροή καί ἐδῶ τάραξε τή γαλήνη τοῦ Ὁσίου. Δέν μποροῦσε ν’ ἀσκεῖ τά πνευματικά καθήκοντά του καί νά ἐπικοινωνεῖ ἤρεμα μέ τούς μαθητές του. Γιά νά ἐξασφαλίσει λοιπόν τήν ἠρεμία του ἀναγκάστηκε μετά ἀπό μιά ὁλόκληρη δεκαετία νά ἐγκαταλείψει τό μικρό μοναστήρι του καί νά καταφύγει σέ μιά κορυφή τοῦ Ἑλικώνα, πού βρίσκεται στά βορειοδυτικά τοῦ βουνοῦ, δυό ὧρες μακριά ἀπό τό μοναστήρι, στήν τοποθεσία πού σήμερα ὀνομάζεται «Κελλί τοῦ Ἁγίου».  Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ δέν παρέμεινε γιά πολύ σ’ αὐτή τήν κορυφή. Ἄκουσε τή φωνή τοῦ Κυρίου, πού τόν καλοῦσε νά κατέβει πάλι στά χημηλά καί ἐκεῖ νά χτίσει μοναστήρι, ὅπου θά ἔβρισκαν πνευματικό καταφύγιο οἱ ἄνθρωποι. Κατέβηκε πράγματι χαμηλότερα καί κάλεσε καί πάλι κοντά του τούς μαθητές του. Καί ἄρχισε νά χτίζει καινούργιο μοναστήρι σέ μέρος ἀνήλιο καί κακοτράχαλο. Ἐνῶ προχωροῦσαν οἱ ἐργασίες, ἐμφανίζεται σ’ αὐτόν ἡ Παναγία καί τόν διατάσσει νά ἐγκαταλείψει τήν προσπάθεια σ’ αὐτόν τόν ἀκατάλληλο τόπο καί νά χτίσει τό μοναστήρι στό χωριό Δομβού. .
Ἐκτελώντας τή διαταγή τῆς Παναγίας, ἐπισκέπτεται τούς κατοίκους τοῦ χωριοῦ, τούς ἀνακοινώνει τή θέλησή της καί τούς γυρεύει νά ἐξαγοράσει τήν ἀναγκαία γῆ γιά τό κτίσιμο τοῦ μοναστηριοῦ. Οἱ κάτοικοι τῆς Δομβοῦς συζήτησαν τούς ὅρους τῆς ἀγοραπωλησίας, συμφώνησαν στήν τιμή καί τελικά πούλησαν στόν Ἅγιο ὅση ἔκταση χρειαζότανε γιά τό μοναστήρι του.  Μετά ἀπό αὐτό ὁ Ἅγιος μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη (1596) καί ἔλαβε τήν ἄδεια ἀπό τό Πατριαρχεῖο γιά τήν ἵδρυση καί ἀνοικοδόμηση μοναστηριοῦ. Ἐπέστρεψε στή Δομβού καί ἄρχισε νά χτίζει τό σταυροπηγιακό του μοναστήρι του ἐπ’ ὀνόματι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ὅπως τοῦ εἶχε ὁρίσει ἡ Παναγία. Πράγματι, ἡ ἀνοικοδόμηση ὁλόκληρου τοῦ μοναστηριοῦ – ναοῦ, κελλιῶν καί λοιπῶν βοηθητικῶν χρόνων – ὁλοκληρώθηκε τό 1599.
Ἀλλά δέν ὑπάρχει δράση τοῦ χριστιανοῦ χωρίς τήν ἀντίδραση τοῦ διαβόλου. Πράγματι κάποιοι χωρικοί, διέβαλαν στό βοεβόδα τῆς Λιβαδειᾶς τόν Ἅγιο ὡς ψεύτη καί ραδιοῦργο καί τόν κατήγγειλαν ὅτι ἐξαπάτησε τούς κατοίκους τῆς Δομβοῦς καί τούς ἀφήρεσε τά κτήματα ἀντί πινακίου φακῆς. Ἀκούοντας τίς κατηγορίες ὁ βοεβόδας ἀγρίεψε καί ἔστειλε τρεῖς στρατιῶτες νά συλλάβουν τόν Ἅγιο (στήν περίοδο 1596 – 1599) καί νά τόν ὁδηγήσουν δέσμιο στή Λιβαδειά, γιά νά τοῦ ἐπιβάλει τή δέουσα τιμωρία. Σάν ἔφτασαν οἱ στρατιῶτες στό μοναστήρι, ἐξύβρισαν τόν Ἅγιο μέ προσβλητικά λόγια, τόν βασάνισαν σκληρά καί τοῦ κατάφεραν ἕνα τόσο τρομακτικό χτύπημα στό κεφάλι, πού ἄνοιξαν τρύπα στό κρανίο του καί τόν ἄφησαν μισοπεθαμένο!  Μόλις ὁ Ἅγιος συνῆλθε ἀπό τό χτύπημα τοῦ ἔδεσαν τά χέρια, τόν πῆραν μαζί τους καί κίνησαν γιά τή Λιβαδειά. Οἱ πόνοι τοῦ Ἁγίου ἀπό τό τραῦμα στό κεφάλι του ἦταν ἀφόρητοι καί μέ μεγάλη δυσκολία κατάφερνε νά τούς ἀκολουθεῖ. Ἡ ζέστη ἀνυπόφερτη. Καί μετά ἀπό μιᾶς ὥρας ὁδοιπορία οἱ στρατιῶτες δίψασαν, ἀλλά νερό δέν εἶχαν στάλα.  Στή θέση Παμπλούκι κοντοστάθηκαν καί οἱ δυό ἀπ’ αὐτούς ἄρχισαν νά ψάχνουν τριγύρω γιά καμιά πηγή. Ἀλλά πηγή δέν ὑπῆρχε. Οἱ Τοῦρκοι ἀγρίεψαν καί ἄρχισαν καί πάλι νά χτυποῦν τόν Ἅγιο. Τόν θεώρησαν ὑπαίτιο τῆς ταλαιπωρίας τους καί ἀπειλοῦσαν νά τόν ἐξοντώσουν.
Ὁ Ἅγιος βογγοῦσε ἀπό τούς πόνους του καί ἀπό τήν κούραση τοῦ δρόμου, ἀλλά δέν μνησικάκησε ἐναντίον τῶν σκληρόκαρδων τυράννων του. Μονάχα τούς ζήτησε ἄδεια νά προσευχηθεῖ στό Θεό, γιά νά τούς ἀνακουφίσει ἀπό τή δίψα. Κορακιασμένοι ἐκεῖνοι τοῦ τό ἐπέτρεψαν.  Ὁ Ἅγιος γονάτισε καί προσευχήθηκε μέ θέρμη στό Θεό. Ὕστερα πῆρε τό ραβδί του καί χτύπησε τό βράχο ὅπως ὁ Μωυσῆς στό Σινά. Ἀπό τή ρίζα τοῦ βράχου ἀνάβρυσε νερό! Οἱ Τοῦρκοι στρατιῶτες ὅρμησαν νά ξεδιψάσουν. Ἤπιαν ἀπό ἐκεῖνο τό διαυγέστατο καί δροσερό νερό, πού καί σήμερα ἡ πηγή σέ μορφή ρηχοῦ πηγαδιοῦ χαρίζει στούς περαστικούς, καί συνέχισαν τήν πορεία τους γιά τή Λιβαδειά. Ἀλλά τώρα ἔδειχναν μετανιωμένοι γιά τήν προηγούμενη ἀπαίσια συμπεριφορά τους πρός τόν Ἅγιο. Ἀπό τό θαῦμα πού εἶχε ἐπιτελέσει μπροστά στά μάτια τους εἶχαν πεισθεῖ πλέον πώς ὄχι μονάχα καμιά κατηγορία δέν βάραινε αὐτόν τόν ἄνθρωπο, ἀλλ’ ὅτι ὁ ἵδιος ἦταν καί ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Φύλακες καί δεσμώτης συνέχισαν τήν ὁδοιπορία τους γιά τή Λιβαδειά. Πιό πέρα οἱ στρατιῶτες εἶδαν νά πετοῦν γύρω τους ἀγριοπερίστερα καί ἄρχισαν νά πυροβολοῦν καταπάνω τους. Ἄδειασαν τά ντουφέκια τους, μά τίποτα δέν κατάφεραν. Καί τότε ὁ Ὅσιος Σεραφείμ τούς παρακάλεσε νά μήν πυροβολοῦν, δηλώνοντάς τους ὅτι ἐκεῖνος θά τούς ἔδινε ζωντανά πουλιά. Πράγματι, προσευχήθηκε ξανά στό Θεό, καί στά ἁπλωμένα χέρια του ἦρθαν καί κάθισαν τρία ἀγριοπερίστερα. Ὁ Ἅγιος ἔδωσε στόν καθένα τους ἀπό ἕνα περιστέρι. Κατάπληκτοι οἱ Τοῦρκοι καί ἀπ’ αὐτό τό δεύτερο θαῦμα, κατά μία ἐκδοχή, τήν ὁποία καταγράφει ὁ Ταλαντίου Νεόφυτος, ἄφησαν ἐλεύθερο τόν Ἅγιο. Κατ’ ἄλλη ἐκδοχή, τήν ὁποία καταγράφει ὁ μακαριστός ἱερέας Κωνσταντίνος Ζελιαναῖος σέ σύντομη μελέτη του τό 1947, ἀλλά καί ἐπιβεβαιώνει ὁ σημερινός ἡγούμενος τῆς Μονῆς Δομβοῦς Παχώμιος, ὁ γέροντας δέν δέχτηκε τήν ἀπελευθέρωση, λέγοντάς τους ὅτι ὄφειλαν νά ἐκτελέσουν τήν ἐντολή τοῦ βοεβόδα, γιά νά μή κινδυνέψουν οἱ ἴδιοι. Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ ὁδηγήθηκε στή Λιβαδειά καί κλείστηκε στή φυλακή. Ὁλόκληρη ὅμως τή νύχτα ἡ γῆ ἐκεῖ ἐσείετο, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ βοεβόδα ἔβλεπαν τό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου ν’ ἀναδίνει φῶς καί πληροφόρησαν σχετικά τόν ἀφέντη τους! Φοβισμένος ὁ Τοῦρκος διοικητής ἀπό τά σημεῖα αὐτά, ὄχι μονάχα τόν ἀπελευθέρωσε, ἀλλά ἔδωσε καί ἐντολή ν’ ἀπομακρυνθοῦν οἱ λιγοστές οἰκογένειες, πού ἀπέμεναν κοντά στό μοναστήρι, γιά νά μήν τόν ἐνοχλοῦν.
Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ ἐπέστρεψε στή Δομβού. Βρῆκε τούς μαθητές του βυθισμένους στήν ἀπελπισία, ἐπειδή πίστευαν πώς δέ θά ξανάβλεπαν τό δάσκαλό τους. Τούς μίλησε μέ θέρμη γιά τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, μέ τή βοήθεια τοῦ Ὁποίου ἀπελευθερώθηκε, καί τούς παρακάλεσε νά συνεργαστοῦν μέ περισσότερο ζῆλο, ὥστε χωρίς καθυστέρηση νά προχωρήσει τό ἔργο τῆς ἀνεγέρσεως τοῦ μοναστηριοῦ, πού ἦταν ἐπιθυμία τῆς Παναγίας.  Τ’ὄνομα τοῦ Ἁγίου ὡς θαυματουργοῦ ἔφτασε στά πέρατα τῆς τότε τουρκοκρατούμενης Ἑλλάδας καί «συνάθροισε ἀπό πολλά μέρη πολλούς ἐργάτες τοῦ Ἀμπελῶνος τοῦ Κυρίου» καί ἄλλον κόσμο, πού ἔτρεχε ἀπό παντοῦ νά ζητήσει τή βοήθειά του καί νά πάρει τήν εὐλογία του. Ἔτσι ἡ κακοτράχαλη ἐρημιά τῆς Δομβοῦς, πού πρωτύτερα ἦταν ὁρμητήριο ληστῶν, τώρα μεταβλήθηκε σέ τόπο ἐνάρετων καί καλλιεργημένων ἀνθρώπων, ὅπως ἀποδεικνύεται καί ἀπό τά ἐκκλησιαστικά συγγράματα, τά γραμμένα σέ μεμβράνες καί χαρτί, πού λείψανά τους περισώθηκαν μέχρι σήμερα στή μονή. Τόσοι πολλοί ἦσαν ἐκεῖνοι πού ἦρθαν στή Δομβού γιά τήν ἄσκηση πνευματικῶν ἀγώνων, ὥστε τό μοναστήρι, πού μόλις εἶχε χτιστεῖ ἦταν ἀνεπαρκές γιά νά τούς χωρέσει. Ἔτσι, πολλοί ἀπό αὐτούς ἀναγκάζονταν νά τό ἐγκαταλείψουν καί νά καταφεύγουν στήν ἐρημιά. Οἱ ἐργασίες ἐπιταχύνθηκαν καί τό ἔργο τῆς ἀνεγέρσεως τοῦ μοναστηριοῦ τέλειωσε σύντομα. Ὁ ἄγριος βασανισμός τοῦ Ἁγίου καί αὐτό τό φοβερό χτύπημα στό κεφάλι του φαίνεται πώς συντόμευσαν τή ζωή του. Ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος, προβλέποντας τή μετάβασή του στήν οὐράνια πατρίδα, κάλεσε κοντά του τούς πολλούς καί ἀγαπημένους του μαθητές. Μέ τήν ἀδυνατισμένη φωνή του, πού πάλλονταν ἀπό συγκίνηση, τούς ἀπεύθυνε τίς τελευταῖες παραινέσεις του καί τούς εὐλόγησε.  Ὕστερα κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καί παρέδωσε τό πνεῦμα του στό Θεό, τόν ὁποῖο ἀγαποῦσε καί λάτρευε ἀπό τή βρεφική του ἡλικία. .
Μετά τήν κοίμησή του οἱ μαθητές του παρέλαβαν τό καταπονημένο σῶμα του καί τό ἐνταφίασαν στήν τοποθεσία, πού ὁ ἴδιος τούς εἶχε ὑποδείξει ὅταν ζοῦσε στό παλιό μοναστήρι. Ἐκεῖ ἕνας μοναχός, ταγμένος ἀπό τήν ἀδελφότητα, φύλαγε τόν τάφο μέ τό σεπτό λείψανο μέρα – νύχτα γιά δυό ὁλόκληρα χρόνια, γιά νά μή τόν συλήσουν. Κατά τό διετές ἐκεῖνο διάστημα θεῖο φῶς φώτιζε κατά τίς νύχτες τόν τάφο τοῦ Ἁγίου, πού φανέρωνε τή θεία χάρη, ἀλλά καί τήν πρός τό Θεό παρρησία τοῦ Ἁγίου, καί ὁδηγοῦσε ἀναρίθμητους πιστούς κοντά του, οἱ ὁποῖοι μέ δάκρυα στά μάτια τόν παρακαλοῦσαν γιά χίλια δυό προβλήματά τους. .
Μετά τά δύο χρόνια ἔγινε ἡ ἐκταφή ἀπό τούς μοναχούς τῶν λειψάνων του, πού εὐωδίαζαν, καί ἡ ἀνακομιδή καί κατάθεσή τους ὡς θησαυροῦ ἀδαπάνητου στόν πρόναο τοῦ καινούργιου μοναστηριοῦ, τό ὁποῖο μέ τόσους κόπους κατόρθωσε ν’ ἀνεγείρει. Ὁ Ἅγιος τελεύτησε τό βίο του στίς 6 Μαΐου 1602, ἡμέρα τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, τό μεσημέρι, σέ ἡλικία 75 ἐτῶν.
Ὁ πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης Δημήτριος Ζελιαναῖος ἐπισημαίνει τά ἑξῆς ἀξιοπρόσεκτα σχετικά μέ τό χρόνο τῆς κοιμήσεως τοῦ Ἁγίου: Τό ἔτος 1602 τό Πάσχα ἦταν στίς 4 Ἀπριλίου καί ἡ Μεσοπεντηκοστή στίς 28 τοῦ ἴδιου μήνα. Τό 1601 τό Πάσχα ἦταν στίς 12 ’Απριλίου καί ἡ Μεσοπεντηκοστή στίς 6 Μαΐου. Ἄρα ὁ Ὅσιος ἐκοιμήθη στίς 6 Μαΐου 1601 καί ὄχι τοῦ 1602. Ἡ παραπάνω ἔνσταση βρίσκεται ἐν δικαίῳ, ἐκτός καί ἄν ἡ ταύτιση τῆς ἡμέρας κοιμήσεως τοῦ Ἁγίου μέ τήν ἡμέρα τῆς Μεσοπεντηκοστῆς ἔγινε αὐθαίρετα ἀπό μοναχούς, πού ἔζησαν μεταγενέστερα στό Μοναστήρι, πράγμα δυσεξακρίβωτο. Τά εὐωδιάζοντα ἱερά λείψανα τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ σώζονται σήμερα στό Μοναστήρι του, τό ἀφιερωμένο στή Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος. Πολλά εἶναι τά θαύματα πού πραγματοποιήθηκαν καί πραγματοποιοῦνται ἀπό αὐτά.
Τό ἀπολυτίκιο τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ:
Ἐκ γῆς ἀνατείλασα, ὡς τῆς Ἑλλάδος βλαστός, ἡ πάντιμος κάρα σου, Πατήρ ἡμῶν Σεραφείμ, ἐκβλύζει ἰάματα καί ἐκπλήττει ἡμᾶς τούς πόθῳ τιμῶντας σε. Ὅθεν σοι τῇ σορῷ σου εὐλαβῶς προσιόντες, λαμβάνουσι θεραπείαν καί ἰάσεις τελείας. Διό σέ τιμῶμεν πατήρ ἡμῶν Ὅσιε.

Τήν ἐντολή του νά τηρεῖται στό μοναστήρι «ἄβατον» γιά τίς γυναῖκες φυλάσσουν ἀκόμα σήμερα οἱ μοναχοί. Γιά τήν προσευχή τῶν γυναικῶν, πού φτάνουν ὥς τό μοναστήρι, διατίθεται ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας, πού βρίσκεται ἀριστερά τῆς εἰσόδου.
Σ’ ὅλα αὐτά τά χρόνια, πού ὁ Ὅσιος Σεραφείμ ἔζησε στή Δομβού, ἡ ἁγιότητά του ἀκτινοβολοῦσε καί ὁ κόσμος συνέρρεε ἀπό μακριά γιά βοήθεια. Ὁ Ἅγιος εἶχε λάβει ἀπό τό Θεό τό χάρισμα τῆς ἰάσεως, τό χάρισμα τῆς διόρασης, τό χάρισμα νά ἐκβάλλει δαιμόνια, τό χάρισμα νά διασώζει τίς καλλιέργειες ἀπό καταστρεπτικά ἔντομα, τό χάρισμα ν’ἀνατρέπει φυσικούς νόμους καί ἄλλα. Τά θαύματά του ἦταν πολλά, κυρίως θεραπεῖες ψυχικά ἤ σωματικά ἀρρώστων. Οἱ δύο βιογράφοι του Νεόφυτος Μεταξάς καί Εὐθύμιος Καββαθάς καταγράφουν πολλά ἀπό τά θαύματά του. Ἀναφέρομε μονάχα τό παρακάτω: Οἱ Ἀθηναῖοι κάλεσαν τόν Ἅγιο ν’ ἀπαλλάξει ἀπό τίς ἀκρίδες, πού κατέστρεφαν τά σπαρτά τους καί τούς εἶχαν ὁδηγήσει στήν ἀπόγνωση. Ὁ Ἅγιος ἔφτασε στήν Ἀθήνα καί ὁδηγήθηκε στό παραλιακό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος στό Πόρτο Δράκο (Πειραιά). Ἐκεῖ, ἀφοῦ ἔγινε λιτανεία, κλῆρος καί λαός ἔψαλλαν τό «Σῶσον, Κύριε τόν λαόν Σου». Ὁ Ἅγιος ἔβαλε τόν Σταυρό στή θάλασσα. Καί τότε τά σμήνη τῶν ἀκρίδων ὅρμησαν κατά τή θάλασσα καί πνίγηκαν στά νερά της! Βλέποντας τό θαῦμα πολλοί χριστιανοί, ἀλλά καί Τοῦρκοι, πῆραν νερό ἀπό τή θάλασσα – πού ἐκείνη τή στιγμή εἶχε τή γεύση πόσιμου νεροῦ! – καί τό ἤπιαν καί γιατρεύτηκαν ἀπό ἀρρώστειες τους. Οἱ Ἀθηναῖοι χάρισαν στόν Ἅγιο ἕναν πολύτιμο Σταυρό καί πολλά χρήματα γιά τήν ἀνοικοδόμηση καί διακόσμηση τοῦ μοναστηριοῦ του. Ἔστειλαν μάλιστα στή Δομβού καί τεχνίτες γιά τό λόγο αὐτό. Ὁ Νεόφυτος προσθέτει ὅτι ἔστειλαν καί οἰκοδόμους γιά νά χτίσουν μεγαλύτερο καί καλύτερο τό μοναστήρι, «ὡς ὁρᾶται σήμερον».  Οἱ Ἀθηναῖοι, ἐκδηλώνοντας τήν εὐγνωμοσύνη τους στόν Ἅγιο μετά τόν θάνατό του, ἔχτισαν στό ἄνω Φάληρο (σημερινή Καλλιθέα) ναό τιμώμενο ἐπ’ ὀνόματί του. Ὁ ναός αὐτός σήμερα, δυστυχῶς, δέν ὑπάρχει. Ἡ εἰκόνα ὅμως τοῦ Ἁγίου στόν Ἱερό Ναό τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Καλλιθέας καί ἡ τοπική Παράδοση τῶν ντόπιων μαρτυροῦν τό θαυμαστό πέρασμα τοῦ Ἁγίου ἀπό τήν περιοχή. Ἔκτοτε οἱ Αθηναῖοι, , καί κυρίως ἡ γεωργική τάξη, γιά πολλά χρόνια ἑόρταζαν πανηγυρικότατα τή μνήμη τοῦ Ἁγίου κάθε 6η Μαΐου.


















































Φωτογραφίες : Γιάννης Πέφάνης