Μέ μεγαλοπρέπεια
τελέστηκε σήμερα στόν Ἱερό μας Ναό ἡ Πανηγυρική Θεία Λειτουργία ὑπό τοῦ
Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Σαλώνων κ.κ. Ἀντωνίου.
Ὁ Θεοφιλέστατος ἐπισκέφθηκε
τόν Ναό μας μέ ἀφορμή τήν τοποθέτηση τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος τοῦ Ἁγίου Σεραφείμ τοῦ
Δομβούς, μιά ἐκ τῶν τριῶν, οἱ ὁποῖες φυλάσσονται στόν Ἱερό μας Ναό, καθότι ὁ Ὅσιος
Σεραφείμ σύμφωνα μέ μαρτυρίες εἶχε περάσει ἀπό τήν περιοχή τῆς Καλλιθέας καί
συγκεκριμένα στό σημεῖο πού βρίσκεται σήμερα ὁ Ναός μας, (παρακάτω ἀκολουθεῖ ὁ Βίος τοῦ Ὁσίου εἰς τόν ὁποῖο ἀναφέρεται τό
γεγονός).
Ὁ προϊστάμενος τοῦ Ναοῦ
πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμ. Εἰρηναῖος Νάκος
εὐχαρίστησε τόν Θεοφιλέστατο, καθώς καί τόν Αἰδεσιμολογιώτατον Πρωτοπρεσβύτερον
Βασίλειον Πόπην, προϊστάμενον τοῦ Πολιούχου Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος Πειραιῶς,
ὁ ὁποῖος ἔχει ἐκπονήσει ἕνα σπουδαῖο συγγραφικό ἔργο γιά τή ζωή καί τά θαύματα
τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ, δίνοντάς μας τήν εὐκαιρία σήμερα κατά τή Θεία Λειτουργία νά
μᾶς μιλήσει γιά τήν παρουσία τοῦ Ὁσίου στήν ἐνορία μας.
Ἐμεῖς ἀπό τοῦδε καί στό
ἑξῆς, θά τιμοῦμε καί θά πανηγυρίζουμε τόν Ὅσιο Σεραφείμ, παρακαλώντας τόν νά
μεσιτεύει στόν Κύριο καί Θεό μας γιά τήν ὑγεία ὄλου τοῦ κόσμου καί τῆς ἐνορίας
μας.
Ο ΕΚ ΖΕΛΙΟΥ ΛΟΚΡΙΔΟΣ
ΟΣΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΓΝΩΣΤΟΣ ΩΣ ΜΟΝΑΣΤΗΣ ΤΗΣ ΔΟΜΒΟΥΣ ΒΟΙΩΤΙΑΣ,γεννήθηκε τό 1527.
Κατά τή βρεφική του ἡλικία, γράφουν οἱ βιογράφοι του, μολονότι δέν εἶχε κάν ἐπίγνωση
τοῦ χρόνου καί τῶν ἡμερῶν τῆς ἑβδομάδας, τηροῦσε τή νηστεία τῆς Τετάρτης καί τῆς
Παρασκευῆς, ἀποφεύγοντας ὁλημερίς τό θηλασμό ἀπό τή μητέρα του, καί μονάχα ἐλάχιστα
θήλαζε τό βράδυ ἐκείνων τῶν δύο ἡμερῶν. Ἦταν προφανές ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα,
προγινώσκοντας τή μελλοντική πορεία του, καθοδηγοῦσε τό παιδί νά τιμᾶ τίς ἡμέρες
τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου. Ἡ θεία τούτη ἐπενέργεια κατά τή βρεφική ἡλικία τοῦ Ἁγίου
δέν εἶναι ἡ μοναδική στήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία. Γιατί οἱ ἄνθρωποι αὐτοί «οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδέ ἐκθελήματος σαρκός, οὐδέ
ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ’ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν» (Ἰω. α´, 13) Καί ἄλλοι Ἅγιοι τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας στή βρεφική τους ἡλικία ἀπέφευγαν νά λαμβάνουν τό γάλα τῆς μητέρας
τους Τετάρτη καί Παρασκευή, ὅπως ὁ Ἅγιος Νικόλαος, ὁ Ἅγιος Βασίλειος τῆς
Μόσχας, σύγχρονος τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Οὐστιάγκα (15ος αἰώνας),
ὁ πατέρας Συμεών ὁ Θαυμαστορείτης (4ος αἰώνας), ὁ Ὅσιος Θεόφιλος τῆς Λαύρας τῶν
Σπηλαίων τοῦ Κιέβου (19ος αἰώνας), ὁ γέροντας Ἀμφιλόχιος (20ός αἰώνας), ὁ Ἅγιος
Ἰωακείμ τῆς Ἰθάκης κ. ἄ.
Ὅταν ὁ μικρός Σωτήριος
– αὐτό ἦταν τό βαφτιστικό ὄνομά του – ἔγινε ἑφτά χρονῶν, οἱ γονεῖς του τόν ἔστειλαν
στόν παπά νά μάθει τά γράμματα. Τό παιδί χάρη στήν εὐφυία του, τήν ἐξαιρετική ἐπιμέλεια
καί τή φιλομάθειά του, πολύ γρήγορα κατάφερε νά γράφει καί νά διαβάζει. Καί εὐθύς
ἐπιδόθηκε στή μελέτη ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων, ἰδιαίτερα μάλιστα βιογραφιῶν ἁγίων
τῆς Ἐκκλησίας μας. «Ὡς ἀκάματος μέλισσα ἐνετρύφα εἰς τόν εὐανθῆ λειμῶνα τῶν Ἁγίων
Γραφῶν», γράφει ὁ Εὐθύμιος Καββαθάς στό βιογραφικό τοῦ Ἁγίου, πού προσαρτᾶ στήν
Ἀκολουθία του. Ἡ ἔφεσή του πρός καθετί τό ἐκκλησιστικό ἦταν ἐμφανής. Καί στό
χωριό εἶχαν νά μολογᾶνε γιά τό ἦθος, τήν εὐγένεια καί τήν ταπεινοφροσύνη του. Ὅλοι
παραδέχονταν πώς ἦταν τύπος καί ὑπογραμμός ἠθικῆς καί κοσμιότητας καί τόν
πρόβαλλαν γιά μίμηση στούς νέους. .Ὰλλ’ ὁ Σωτήρης, σάν διάβηκε τήν ἐφηβικἠ του ἡλικία
μέ συνεχή καί θαυμαστή πρόοδο στά γράμματα καί στίς ἀρετές κοντά πάντοτε στήν Ἐκκλησία
τοῦ χωριοῦ του, καμιά χαρά δέν ἔβρισκε στά ἐγκόσμια. Στό νοῦ του καρφωμένη ἦταν
ἡ μοναστική ζωή. «Ἐπιθυμῶ πολύ νά γίνω μοναχός, εἶπε κάποια μέρα στούς γονεῖς
του, ἐπειδή ὅλα σ’ αὐτόν τόν κόσμο εἶναι μάταια καί φθαρτά. Ἀπόφασή μου νά πάω
σέ μοναστήρι νά προσεύχομαι γιά τούς συνανθρώπους μου καί γιά τήν ψυχή μου». .
Μάταια ἐκεῖνοι
προσπάθησαν νά τόν μεταπείσουν μέ
παρακαλετά καί δάκρυα. Ὁ νέος, ὑπακούοντας στή θεϊκή πρόσκληση, πού τοῦ γύρευε
τέλεια αὐταπάρνηση, δέν ἔκανε βῆμα πίσω. Μέ περίσσεια ἀποφασιστικότητα, ἀλλά
καί πραότητα τούς ἀποκάλυψε ὅτι αὐτός ἦταν ὁ μυστικός του πόθος ἀπό τά μικρά
του χρόνια, καί τούς παρακάλεσε νά μήν ἔχουν ἀντιρρήσεις στήν ἀπόφασή του καί
νά μήν ἀγωνιοῦν γιά τό μέλλον, γιατί ὁ Θεός δέ θά τούς ἐγκατέλειπε. .
Συνετοί καί εὐσεβέστατοι
ἄνθρωποι οἱ γονεῖς τοῦ φιλέρημου νέου, τελικά ὑποχώρησαν καί τοῦ εὐχήθηκαν μ’ ὅλη
τήν ψυχή τους. Ἀσπάστηκε τό χέρι τους καί ἔφυγε γιά τήν ἐρημιά. Ἀρχικά ὁ νεαρός
ἐρημίτης ἀσκήτεψε στό ἐξωκκλήσι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, στά βορινά τοῦ χωριοῦ,
μέσα σέ πυκνό δάσος. Ἀργότερα τράβηξε δυτικά τοῦ χωριοῦ, στήν ἐρημική περιοχή
Κάρκαρα, μιά ὥρα μακριά ἀπό τό Ζέλι. Σέ μιά δασωμένη καί ἐρημική περιοχή ἀνάμεσα στό χωριό καί στό μοναστήρι τοῦ Προφήτη Ἠλία,
ἔχτισε μικρό ναό ἀφιερωμένο στό Σωτήρα Χριστό καί ἕνα μικρό σπιτάκι μέσα σέ μιά
σπηλιά. Ἐκεῖ παρέμεινε ἀρκετό χρόνο διεξάγοντας τόν ἀσκητικό ἀγώνα του μέ προσευχές,
δεήσεις καί ἀγρυπνίες. Τή σπηλιά μέ τά ὑπολείμματα τοῦ μικροῦ σπιτιοῦ, πού
διασώζονται ἀκόμα σήμερα, οἱ κάτοικοι τοῦ Ζελίου ἀποκαλοῦν «Ἀσκηταριό». Ἐκεῖ ὁ
νεαρός ἀσκητής εἶχε τή θερμή συμπαράσταση τῶν συγχωριανῶν του, ἀλλά, δυστυχῶς, ὄχι
μονάχα αὐτή. Εἶχε καί συνεχή παρενόχληση, ἀφοῦ καθημερινά οἱ συντοπίτες του τοῦ
μετέφεραν ὅλα τά περίεργα καί τά παράξενα καί τά ἀπαρέδεκτα πού συνέβαιναν στόν
κόσμο. .
Γιά νά βρεῖ τήν ἠρεμία
του, ἀποφάσισε ν’ ἀναζητήσει νέο ἐρημητήριο. Πῆγε στό μοναστήρι τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων,
λίγα χιλιόμετρα νοτιανατολικά τῆς Ἀταλάντης, ἀλλά καί ἐκεῖ δέν μπόρεσε νά
παραμείνει περισσότερο ἀπό ἕξι μῆνες, ἀφοῦ οἱ συγγενεῖς καί φίλοι τόν ἐπισκέπτοναν
συχνά. .
Ὁ νεαρός μοναχός ἀναζήτησε
μακρύτερα νέο ἐρημητήριο στό βυζαντινό μοναστήρι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος,
πού βρίσκεται στό ὄρος Σαγματᾶ τῆς Βοιωτίας. Σ’ αὐτό τό μοναστήρι βρῆκε
πράγματι τήν ἡσυχία πού ποθοῦσε. Ἀπερίσπαστος ἐκεῖ δόθηκε ὅλος στήν ἄσκησή του,
τήν ὁποία «ὡς διψῶσα τις ἔλαφος ἐζήτει νά εὕρει, πολλούς ἀλλάσσων τόπους», καθώς
γράφει ὁ Εὐθύμιος Καββαθάς. Ζοῦσε μέρα καί νύχτα μέ προσευχές καί δεήσεις, μέ ἀγρυπνεῖες
καί γονυκλισίες, μέ νηστεῖες καί δάκρυα, μέ ταπείνωση καί ὑπομονή, μέ ἄκρα ὑπακοή
πάνω ἀπ’ ὅλα στόν ἡγούμενο, ἀλλά καί σ’ ὅλους τούς συνασκητές του. Καί πολύ
γρήγορα ξεπέρασε ὅλους σέ κατορθώματα τῆς ἀσκήσεως, κυρίως σέ ταπεινοφροσύνη
καί πραότητα.
Ὁ ἡγούμενος ὅσιος
Γερμανός, βλέποντας τήν πρόοδο στήν ἄσκησή του, τόν ἔκειρε μοναχό καί τοῦ ἔδωσε
τό ἀγγελικό ὄνομα Σεραφείμ. Πολύ σύντομα μάλιστα διέγνωσε τίς πολλές ἀρετές καί
τά χαρίσματά του καί τόν προβίβασε σέ ἀνώτερα ἀξιώματα, πρῶτα τοῦ διακόνου καί ὕστερα
τοῦ πρεσβυτέρου. Ὁ Σεραφείμ ὡς διάκονος ἀπό ταπεινοφροσύνη ἀρνιόταν νά δεχτεῖ
τό δεύτερο ἀξίωμα καί γιά νά πειστεῖ, χρειάστηκαν παραινέσεις καί παρακλήσεις τῶν
ἄλλων πατέρων, ἀλλά, πρό παντός, πολλές προσπάθειες ἐκ μέρους τοῦ ἡγουμένου,
πού εἶχε βεβαιωθεῖ γιά τίς ἱκανότητές του καί τή διάθεσή του νά βοηθήσει τούς
πλανωμένους ἐκτός πίστεως. .
Στό μοναστήρι τοῦ
Σαγματᾶ πολλά ὠφελήθηκε καί ἀπό τόν συνασκητή του πνευματοφόρο μοναχό Γερμανό,
συνασκητή νωρίτερα καί τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος, πού τελειώθηκε στό ἴδιο μοναστήρι. Δέκα
χρόνια σ’ αὐτό τό μοναστήρι ὁ Σεραφείμ ὡς μοναχός, διάκονος καί πρεσβύτερος ἀγωνιζόταν
καί τελειοποιοῦσε συνεχῶς τόν ἑαυτό του. Γράφει ὁ ἐπίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος
Μεταξάς στό βιογραφικό τοῦ Ἁγίου, πού ἐπισυνάπτει στήν Ἀκολουθία του: «Καθώς ἡ
πολύπονος μέλισσα συνάζει τά πλέον εὐώδη καί ὡραῖα ἄνθη εἰς κατασκευήν τοῦ
μέλιτος, τοιουτοτρόπως καί ὁ μακάριος οὗτος μαθητής τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ἐσύναζεν
πᾶσαν ἀρετήν εἰς τόν ἑαυτόν του καί ἐκαλλωπίζετο». .
Ὡς πρεσβύτερος τώρα ὁ
Σεραφείμ ἐνδυνάμωσε τόν ἀγώνα του μέ προσευχές, ἀγρυπνίες καί ἐνάρετες πράξεις
νά φτάσει σ’ ἐκεῖνο τό ἐπίπεδο τῆς τελειώσεως, ὥστε ν’ ἀνταποκριθεῖ στίς ἀπαιτήσεις
τοῦ ἀξιώματός του. Τόσο εἶχε προοδεύσει στίς ἀρετές του καί στά οὐράνια
χαρίσματα, πού ὄχι μονάχα ἔγινε τό ὑπόδειγμα στούς συνασκουμένους του, ἀλλά καί
μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ ἄρχισε νά θαυματουργεῖ! .
Ἡ καλή φήμη τῆς ζωῆς
καί τῶν θαυμάτων του ἄρχισε νά διαδίδεται στά γύρω χωριά καί ὁ κόσμος ἄρχισε νά
τόν πολιορκεῖ. Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ ἔκρινε πώς ἦταν καιρός πιά ν’ ἀναζητήσει νέο ἡσυχαστήριο,
ἀλλά καί νέο πεδίο χριστιανικῆς δράσης. Ζήτησε τήν ἄδεια ἀπό τόν ἡγούμενο ν’ ἀποχωρήσει
ἀπό τό μοναστήρι καί ἐκεῖνος τοῦ ἐπέτρεψε. Φεύγοντας ἀπό τό μοναστήρι τοῦ
Σαγματᾶ «μετέβη πρός τό δυτικόν μέρος εἰς τό ὄρος τό καλούμενον Δομπόν», ὅπως
γράφει ὁ ἐπίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος. Παρόμοια μᾶς πληροφορεῖ καί ὁ Καββαθάς:
«Πολλά δέ διαμετρήσας διαστήματα καί πολλά διελθών ὄρη, ἔφθασεν εἰς τόν δυτικῶς
τοῦ Ἑλικῶνος κείμενον λόφον, ἐν τῇ τοποθεσίᾳ Δομπού…». Ὡστόσο, πρίν ἐγκατασταθεῖ
ὁριστικά στή Δομβού, τοπική παράδοση στό χωριό Ἅγιος Σεραφείμ τῆς Λοκρίδας,
πολλά σημεῖα τοῦ Ἁγίου καί ἀποκάλυψη κατερειπωμένου ναοῦ κατά τίς ἀρχές τοῦ
περασμένου αἰώνα ἐμπεδώνουν τήν ἄποψη ὅτι πρῶτα ὁ Σεραφείμ παρέμεινε κάποιο
διάστημα κοντά στό χωριό Δερβισάδες, πού μερικούς αἰῶνες ἀργότερα ἔλαβε τ’ ὄνομά
του. Στήν ἐρημική περιοχή «Δομβού» ρίζωσε γιά πάντα ὁ μοναχός Σεραφείμ. Σ’ αὐτή
τήν ἐρημιά, «ὥσπερ ἔλαφος διψῶσα, ἐν ταῖς ἐρήμοις περιπολῶν, τήν πηγήν τήν ἀείζωον
εὗρεν ὁ ἀοίδιμος», ὅπως ψάλλει ὁ ὑμνογράφος του, ἔχτισε ἕνα μικρό ἐκκλησάκι
τιμώμενο ἐπ’ ὀνόματι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος καί λίγα κελλιά – ἕνα μικρό
δηλαδή μοναστηράκι – σύναξε κοντά του λίγους μαθητές καί τούς δίδαξε γιά δέκα ὁλόκληρα
χρόνια. .
Ἐκεῖ κοντά κατοικοῦσαν
λιγοστοί ἄνθρωποι πού ἀποζοῦσαν ἀπό τίς ληστεῖς καί τίς ἁρπαγές. Ὁ Σεραφείμ
μέσα σέ σύντομο χρονικό διάστημα μέ τίς διδασκαλίες του τούς ἔπεισε ν΄ άλλάξουν
ζωή. Καί ἐνῶ πρίν στά χέρια τους κρατοῦσαν τ’ ἄρματα, στό ἑξῆς βαστοῦσαν
κομποσκοίνια σάν καλόγεροι! «Οὗ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις»
(Ρωμ. ε΄20). Τήν ἴδια περίοδο εἶχε φουντώσει στά ρουμελιώτικα βουνά ἡ
κλεφτουριά καί θεωροῦμε βέβαιη τήν παροχή συνδρομῆς στούς κλέφτες ἐκ μέρους τοῦ
ἡγουμένου Σεραφείμ. Ἄλλωστε ἔτσι μονάχα μπορεῖ νά ἑρμηνευθεῖ καί ἡ μεγάλη ἐχθρότητα
τῶν Τούρκων γιά τό ἄτομό του. .
Ὁ Ἅγιος ἀπόφευγε τήν
προσωπική του προβολή καί ποθοῦσε νά ζεῖ, ὅπως εἴπαμε καί παραπάνω, μέ
ταπεινοφροσύνη. Ἀλλ’ ὅσο ἡ μεγάλη ταπεινοφροσύνη του τόν ὁδηγοῦσε ἀπό ἐρημιά σ’
ἐρημιά, τόσο καί τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀναδείκνυε τά χαρίσματά του. Ὅσο ἐκεῖνος ἐπεδίωκε
τήν ἀφάνεια, τόσο ὁ Θεός περισσότερο τόν πρόβαλλε καί τόν ἐδόξαζε ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων,
πού συνέρρεαν κοντά του ν’ ἀκούσουν τό λόγο του καί νά τοῦ ζητήσουν βοήθεια γιά
τά προβλήματά τους. Τοῦ Χριστοῦ ὁ λόγος, ὅτι ὁ ὁλοφώτεινος λύχνος θέση ἔχει
μονάχα «ἐπί τῆς λυχνίας» βρῆκε καί ἐδῶ τήν ἐφαρμογή του. Ἀλλά λυχνία ἐδῶ ἦταν ὁ
Ἑλικώνας, καί λύχνος μέ τό φῶς τοῦ Χριστοῦ ὁ Ὅσιος Σεραφείμ. .
Ὅμως ἡ μεγάλη
κοσμοσυρροή καί ἐδῶ τάραξε τή γαλήνη τοῦ Ὁσίου. Δέν μποροῦσε ν’ ἀσκεῖ τά
πνευματικά καθήκοντά του καί νά ἐπικοινωνεῖ ἤρεμα μέ τούς μαθητές του. Γιά νά ἐξασφαλίσει
λοιπόν τήν ἠρεμία του ἀναγκάστηκε μετά ἀπό μιά ὁλόκληρη δεκαετία νά ἐγκαταλείψει
τό μικρό μοναστήρι του καί νά καταφύγει σέ μιά κορυφή τοῦ Ἑλικώνα, πού
βρίσκεται στά βορειοδυτικά τοῦ βουνοῦ, δυό ὧρες μακριά ἀπό τό μοναστήρι, στήν
τοποθεσία πού σήμερα ὀνομάζεται «Κελλί τοῦ Ἁγίου». Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ δέν παρέμεινε γιά πολύ σ’ αὐτή
τήν κορυφή. Ἄκουσε τή φωνή τοῦ Κυρίου, πού τόν καλοῦσε νά κατέβει πάλι στά
χημηλά καί ἐκεῖ νά χτίσει μοναστήρι, ὅπου θά ἔβρισκαν πνευματικό καταφύγιο οἱ ἄνθρωποι.
Κατέβηκε πράγματι χαμηλότερα καί κάλεσε καί πάλι κοντά του τούς μαθητές του.
Καί ἄρχισε νά χτίζει καινούργιο μοναστήρι σέ μέρος ἀνήλιο καί κακοτράχαλο. Ἐνῶ
προχωροῦσαν οἱ ἐργασίες, ἐμφανίζεται σ’ αὐτόν ἡ Παναγία καί τόν διατάσσει νά ἐγκαταλείψει
τήν προσπάθεια σ’ αὐτόν τόν ἀκατάλληλο τόπο καί νά χτίσει τό μοναστήρι στό
χωριό Δομβού. .
Ἐκτελώντας τή διαταγή τῆς
Παναγίας, ἐπισκέπτεται τούς κατοίκους τοῦ χωριοῦ, τούς ἀνακοινώνει τή θέλησή
της καί τούς γυρεύει νά ἐξαγοράσει τήν ἀναγκαία γῆ γιά τό κτίσιμο τοῦ
μοναστηριοῦ. Οἱ κάτοικοι τῆς Δομβοῦς συζήτησαν τούς ὅρους τῆς ἀγοραπωλησίας,
συμφώνησαν στήν τιμή καί τελικά πούλησαν στόν Ἅγιο ὅση ἔκταση χρειαζότανε γιά
τό μοναστήρι του. Μετά ἀπό αὐτό ὁ Ἅγιος
μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη (1596) καί ἔλαβε τήν ἄδεια ἀπό τό Πατριαρχεῖο γιά
τήν ἵδρυση καί ἀνοικοδόμηση μοναστηριοῦ. Ἐπέστρεψε στή Δομβού καί ἄρχισε νά
χτίζει τό σταυροπηγιακό του μοναστήρι του ἐπ’ ὀνόματι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος
Χριστοῦ, ὅπως τοῦ εἶχε ὁρίσει ἡ Παναγία. Πράγματι, ἡ ἀνοικοδόμηση ὁλόκληρου τοῦ
μοναστηριοῦ – ναοῦ, κελλιῶν καί λοιπῶν βοηθητικῶν χρόνων – ὁλοκληρώθηκε τό 1599.
Ἀλλά δέν ὑπάρχει δράση
τοῦ χριστιανοῦ χωρίς τήν ἀντίδραση τοῦ διαβόλου. Πράγματι κάποιοι χωρικοί,
διέβαλαν στό βοεβόδα τῆς Λιβαδειᾶς τόν Ἅγιο ὡς ψεύτη καί ραδιοῦργο καί τόν
κατήγγειλαν ὅτι ἐξαπάτησε τούς κατοίκους τῆς Δομβοῦς καί τούς ἀφήρεσε τά κτήματα
ἀντί πινακίου φακῆς. Ἀκούοντας τίς κατηγορίες ὁ βοεβόδας ἀγρίεψε καί ἔστειλε
τρεῖς στρατιῶτες νά συλλάβουν τόν Ἅγιο (στήν περίοδο 1596 – 1599) καί νά τόν ὁδηγήσουν
δέσμιο στή Λιβαδειά, γιά νά τοῦ ἐπιβάλει τή δέουσα τιμωρία. Σάν ἔφτασαν οἱ
στρατιῶτες στό μοναστήρι, ἐξύβρισαν τόν Ἅγιο μέ προσβλητικά λόγια, τόν
βασάνισαν σκληρά καί τοῦ κατάφεραν ἕνα τόσο τρομακτικό χτύπημα στό κεφάλι, πού ἄνοιξαν
τρύπα στό κρανίο του καί τόν ἄφησαν μισοπεθαμένο! Μόλις ὁ Ἅγιος συνῆλθε ἀπό τό χτύπημα τοῦ ἔδεσαν
τά χέρια, τόν πῆραν μαζί τους καί κίνησαν γιά τή Λιβαδειά. Οἱ πόνοι τοῦ Ἁγίου ἀπό
τό τραῦμα στό κεφάλι του ἦταν ἀφόρητοι καί μέ μεγάλη δυσκολία κατάφερνε νά τούς
ἀκολουθεῖ. Ἡ ζέστη ἀνυπόφερτη. Καί μετά ἀπό μιᾶς ὥρας ὁδοιπορία οἱ στρατιῶτες
δίψασαν, ἀλλά νερό δέν εἶχαν στάλα. Στή
θέση Παμπλούκι κοντοστάθηκαν καί οἱ δυό ἀπ’ αὐτούς ἄρχισαν νά ψάχνουν τριγύρω
γιά καμιά πηγή. Ἀλλά πηγή δέν ὑπῆρχε. Οἱ Τοῦρκοι ἀγρίεψαν καί ἄρχισαν καί πάλι
νά χτυποῦν τόν Ἅγιο. Τόν θεώρησαν ὑπαίτιο τῆς ταλαιπωρίας τους καί ἀπειλοῦσαν
νά τόν ἐξοντώσουν.
Ὁ Ἅγιος βογγοῦσε ἀπό
τούς πόνους του καί ἀπό τήν κούραση τοῦ δρόμου, ἀλλά δέν μνησικάκησε ἐναντίον τῶν
σκληρόκαρδων τυράννων του. Μονάχα τούς ζήτησε ἄδεια νά προσευχηθεῖ στό Θεό, γιά
νά τούς ἀνακουφίσει ἀπό τή δίψα. Κορακιασμένοι ἐκεῖνοι τοῦ τό ἐπέτρεψαν. Ὁ Ἅγιος γονάτισε καί προσευχήθηκε μέ θέρμη στό
Θεό. Ὕστερα πῆρε τό ραβδί του καί χτύπησε τό βράχο ὅπως ὁ Μωυσῆς στό Σινά. Ἀπό
τή ρίζα τοῦ βράχου ἀνάβρυσε νερό! Οἱ Τοῦρκοι στρατιῶτες ὅρμησαν νά ξεδιψάσουν. Ἤπιαν
ἀπό ἐκεῖνο τό διαυγέστατο καί δροσερό νερό, πού καί σήμερα ἡ πηγή σέ μορφή ρηχοῦ
πηγαδιοῦ χαρίζει στούς περαστικούς, καί συνέχισαν τήν πορεία τους γιά τή
Λιβαδειά. Ἀλλά τώρα ἔδειχναν μετανιωμένοι γιά τήν προηγούμενη ἀπαίσια
συμπεριφορά τους πρός τόν Ἅγιο. Ἀπό τό θαῦμα πού εἶχε ἐπιτελέσει μπροστά στά
μάτια τους εἶχαν πεισθεῖ πλέον πώς ὄχι μονάχα καμιά κατηγορία δέν βάραινε αὐτόν
τόν ἄνθρωπο, ἀλλ’ ὅτι ὁ ἵδιος ἦταν καί ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Φύλακες καί δεσμώτης
συνέχισαν τήν ὁδοιπορία τους γιά τή Λιβαδειά. Πιό πέρα οἱ στρατιῶτες εἶδαν νά
πετοῦν γύρω τους ἀγριοπερίστερα καί ἄρχισαν νά πυροβολοῦν καταπάνω τους. Ἄδειασαν
τά ντουφέκια τους, μά τίποτα δέν κατάφεραν. Καί τότε ὁ Ὅσιος Σεραφείμ τούς
παρακάλεσε νά μήν πυροβολοῦν, δηλώνοντάς τους ὅτι ἐκεῖνος θά τούς ἔδινε ζωντανά
πουλιά. Πράγματι, προσευχήθηκε ξανά στό Θεό, καί στά ἁπλωμένα χέρια του ἦρθαν
καί κάθισαν τρία ἀγριοπερίστερα. Ὁ Ἅγιος ἔδωσε στόν καθένα τους ἀπό ἕνα
περιστέρι. Κατάπληκτοι οἱ Τοῦρκοι καί ἀπ’ αὐτό τό δεύτερο θαῦμα, κατά μία ἐκδοχή,
τήν ὁποία καταγράφει ὁ Ταλαντίου Νεόφυτος, ἄφησαν ἐλεύθερο τόν Ἅγιο. Κατ’ ἄλλη ἐκδοχή,
τήν ὁποία καταγράφει ὁ μακαριστός ἱερέας Κωνσταντίνος Ζελιαναῖος σέ σύντομη
μελέτη του τό 1947, ἀλλά καί ἐπιβεβαιώνει ὁ σημερινός ἡγούμενος τῆς Μονῆς Δομβοῦς
Παχώμιος, ὁ γέροντας δέν δέχτηκε τήν ἀπελευθέρωση, λέγοντάς τους ὅτι ὄφειλαν νά
ἐκτελέσουν τήν ἐντολή τοῦ βοεβόδα, γιά νά μή κινδυνέψουν οἱ ἴδιοι. Ὁ Ὅσιος
Σεραφείμ ὁδηγήθηκε στή Λιβαδειά καί κλείστηκε στή φυλακή. Ὁλόκληρη ὅμως τή
νύχτα ἡ γῆ ἐκεῖ ἐσείετο, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ βοεβόδα ἔβλεπαν τό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου
ν’ ἀναδίνει φῶς καί πληροφόρησαν σχετικά τόν ἀφέντη τους! Φοβισμένος ὁ Τοῦρκος
διοικητής ἀπό τά σημεῖα αὐτά, ὄχι μονάχα τόν ἀπελευθέρωσε, ἀλλά ἔδωσε καί ἐντολή
ν’ ἀπομακρυνθοῦν οἱ λιγοστές οἰκογένειες, πού ἀπέμεναν κοντά στό μοναστήρι, γιά
νά μήν τόν ἐνοχλοῦν.
Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ ἐπέστρεψε
στή Δομβού. Βρῆκε τούς μαθητές του βυθισμένους στήν ἀπελπισία, ἐπειδή πίστευαν
πώς δέ θά ξανάβλεπαν τό δάσκαλό τους. Τούς μίλησε μέ θέρμη γιά τή δύναμη τοῦ
Θεοῦ, μέ τή βοήθεια τοῦ Ὁποίου ἀπελευθερώθηκε, καί τούς παρακάλεσε νά
συνεργαστοῦν μέ περισσότερο ζῆλο, ὥστε χωρίς καθυστέρηση νά προχωρήσει τό ἔργο
τῆς ἀνεγέρσεως τοῦ μοναστηριοῦ, πού ἦταν ἐπιθυμία τῆς Παναγίας. Τ’ὄνομα τοῦ Ἁγίου ὡς θαυματουργοῦ ἔφτασε στά
πέρατα τῆς τότε τουρκοκρατούμενης Ἑλλάδας καί «συνάθροισε ἀπό πολλά μέρη
πολλούς ἐργάτες τοῦ Ἀμπελῶνος τοῦ Κυρίου» καί ἄλλον κόσμο, πού ἔτρεχε ἀπό παντοῦ
νά ζητήσει τή βοήθειά του καί νά πάρει τήν εὐλογία του. Ἔτσι ἡ κακοτράχαλη ἐρημιά
τῆς Δομβοῦς, πού πρωτύτερα ἦταν ὁρμητήριο ληστῶν, τώρα μεταβλήθηκε σέ τόπο ἐνάρετων
καί καλλιεργημένων ἀνθρώπων, ὅπως ἀποδεικνύεται καί ἀπό τά ἐκκλησιαστικά
συγγράματα, τά γραμμένα σέ μεμβράνες καί χαρτί, πού λείψανά τους περισώθηκαν
μέχρι σήμερα στή μονή. Τόσοι πολλοί ἦσαν ἐκεῖνοι πού ἦρθαν στή Δομβού γιά τήν ἄσκηση
πνευματικῶν ἀγώνων, ὥστε τό μοναστήρι, πού μόλις εἶχε χτιστεῖ ἦταν ἀνεπαρκές
γιά νά τούς χωρέσει. Ἔτσι, πολλοί ἀπό αὐτούς ἀναγκάζονταν νά τό ἐγκαταλείψουν
καί νά καταφεύγουν στήν ἐρημιά. Οἱ ἐργασίες ἐπιταχύνθηκαν καί τό ἔργο τῆς ἀνεγέρσεως
τοῦ μοναστηριοῦ τέλειωσε σύντομα. Ὁ ἄγριος βασανισμός τοῦ Ἁγίου καί αὐτό τό
φοβερό χτύπημα στό κεφάλι του φαίνεται πώς συντόμευσαν τή ζωή του. Ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος,
προβλέποντας τή μετάβασή του στήν οὐράνια πατρίδα, κάλεσε κοντά του τούς
πολλούς καί ἀγαπημένους του μαθητές. Μέ τήν ἀδυνατισμένη φωνή του, πού
πάλλονταν ἀπό συγκίνηση, τούς ἀπεύθυνε τίς τελευταῖες παραινέσεις του καί τούς
εὐλόγησε. Ὕστερα κοινώνησε τῶν Ἀχράντων
Μυστηρίων καί παρέδωσε τό πνεῦμα του στό Θεό, τόν ὁποῖο ἀγαποῦσε καί λάτρευε ἀπό
τή βρεφική του ἡλικία. .
Μετά τήν κοίμησή του οἱ
μαθητές του παρέλαβαν τό καταπονημένο σῶμα του καί τό ἐνταφίασαν στήν
τοποθεσία, πού ὁ ἴδιος τούς εἶχε ὑποδείξει ὅταν ζοῦσε στό παλιό μοναστήρι. Ἐκεῖ
ἕνας μοναχός, ταγμένος ἀπό τήν ἀδελφότητα, φύλαγε τόν τάφο μέ τό σεπτό λείψανο
μέρα – νύχτα γιά δυό ὁλόκληρα χρόνια, γιά νά μή τόν συλήσουν. Κατά τό διετές ἐκεῖνο
διάστημα θεῖο φῶς φώτιζε κατά τίς νύχτες τόν τάφο τοῦ Ἁγίου, πού φανέρωνε τή
θεία χάρη, ἀλλά καί τήν πρός τό Θεό παρρησία τοῦ Ἁγίου, καί ὁδηγοῦσε ἀναρίθμητους
πιστούς κοντά του, οἱ ὁποῖοι μέ δάκρυα στά μάτια τόν παρακαλοῦσαν γιά χίλια δυό
προβλήματά τους. .
Μετά τά δύο χρόνια ἔγινε
ἡ ἐκταφή ἀπό τούς μοναχούς τῶν λειψάνων του, πού εὐωδίαζαν, καί ἡ ἀνακομιδή καί
κατάθεσή τους ὡς θησαυροῦ ἀδαπάνητου στόν πρόναο τοῦ καινούργιου μοναστηριοῦ, τό
ὁποῖο μέ τόσους κόπους κατόρθωσε ν’ ἀνεγείρει. Ὁ Ἅγιος τελεύτησε τό βίο του
στίς 6 Μαΐου 1602, ἡμέρα τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, τό μεσημέρι, σέ ἡλικία 75 ἐτῶν.
Ὁ πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης
Δημήτριος Ζελιαναῖος ἐπισημαίνει τά ἑξῆς ἀξιοπρόσεκτα σχετικά μέ τό χρόνο τῆς
κοιμήσεως τοῦ Ἁγίου: Τό ἔτος 1602 τό Πάσχα ἦταν στίς 4 Ἀπριλίου καί ἡ
Μεσοπεντηκοστή στίς 28 τοῦ ἴδιου μήνα. Τό 1601 τό Πάσχα ἦταν στίς 12 ’Απριλίου
καί ἡ Μεσοπεντηκοστή στίς 6 Μαΐου. Ἄρα ὁ Ὅσιος ἐκοιμήθη στίς 6 Μαΐου 1601 καί ὄχι
τοῦ 1602. Ἡ παραπάνω ἔνσταση βρίσκεται ἐν δικαίῳ, ἐκτός καί ἄν ἡ ταύτιση τῆς ἡμέρας
κοιμήσεως τοῦ Ἁγίου μέ τήν ἡμέρα τῆς Μεσοπεντηκοστῆς ἔγινε αὐθαίρετα ἀπό
μοναχούς, πού ἔζησαν μεταγενέστερα στό Μοναστήρι, πράγμα δυσεξακρίβωτο. Τά εὐωδιάζοντα
ἱερά λείψανα τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ σώζονται σήμερα στό Μοναστήρι του, τό ἀφιερωμένο
στή Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος. Πολλά εἶναι τά θαύματα πού πραγματοποιήθηκαν καί
πραγματοποιοῦνται ἀπό αὐτά.
Τό ἀπολυτίκιο τοῦ Ὁσίου
Σεραφείμ:
Ἐκ γῆς ἀνατείλασα, ὡς τῆς
Ἑλλάδος βλαστός, ἡ πάντιμος κάρα σου, Πατήρ ἡμῶν Σεραφείμ, ἐκβλύζει ἰάματα καί ἐκπλήττει
ἡμᾶς τούς πόθῳ τιμῶντας σε. Ὅθεν σοι τῇ σορῷ σου εὐλαβῶς προσιόντες, λαμβάνουσι
θεραπείαν καί ἰάσεις τελείας. Διό σέ τιμῶμεν πατήρ ἡμῶν Ὅσιε.
Τήν ἐντολή του νά τηρεῖται
στό μοναστήρι «ἄβατον» γιά τίς γυναῖκες φυλάσσουν ἀκόμα σήμερα οἱ μοναχοί. Γιά
τήν προσευχή τῶν γυναικῶν, πού φτάνουν ὥς τό μοναστήρι, διατίθεται ὁ ναΐσκος τῆς
Παναγίας, πού βρίσκεται ἀριστερά τῆς εἰσόδου.
Σ’ ὅλα αὐτά τά χρόνια,
πού ὁ Ὅσιος Σεραφείμ ἔζησε στή Δομβού, ἡ ἁγιότητά του ἀκτινοβολοῦσε καί ὁ
κόσμος συνέρρεε ἀπό μακριά γιά βοήθεια. Ὁ Ἅγιος εἶχε λάβει ἀπό τό Θεό τό
χάρισμα τῆς ἰάσεως, τό χάρισμα τῆς διόρασης, τό χάρισμα νά ἐκβάλλει δαιμόνια,
τό χάρισμα νά διασώζει τίς καλλιέργειες ἀπό καταστρεπτικά ἔντομα, τό χάρισμα ν’ἀνατρέπει
φυσικούς νόμους καί ἄλλα. Τά θαύματά του ἦταν πολλά, κυρίως θεραπεῖες ψυχικά ἤ
σωματικά ἀρρώστων. Οἱ δύο βιογράφοι του Νεόφυτος Μεταξάς καί Εὐθύμιος Καββαθάς
καταγράφουν πολλά ἀπό τά θαύματά του. Ἀναφέρομε μονάχα τό παρακάτω: Οἱ Ἀθηναῖοι
κάλεσαν τόν Ἅγιο ν’ ἀπαλλάξει ἀπό τίς ἀκρίδες, πού κατέστρεφαν τά σπαρτά τους
καί τούς εἶχαν ὁδηγήσει στήν ἀπόγνωση. Ὁ Ἅγιος ἔφτασε στήν Ἀθήνα καί ὁδηγήθηκε
στό παραλιακό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος στό Πόρτο Δράκο (Πειραιά). Ἐκεῖ, ἀφοῦ
ἔγινε λιτανεία, κλῆρος καί λαός ἔψαλλαν τό «Σῶσον, Κύριε τόν λαόν Σου». Ὁ Ἅγιος
ἔβαλε τόν Σταυρό στή θάλασσα. Καί τότε τά σμήνη τῶν ἀκρίδων ὅρμησαν κατά τή
θάλασσα καί πνίγηκαν στά νερά της! Βλέποντας τό θαῦμα πολλοί χριστιανοί, ἀλλά
καί Τοῦρκοι, πῆραν νερό ἀπό τή θάλασσα – πού ἐκείνη τή στιγμή εἶχε τή γεύση
πόσιμου νεροῦ! – καί τό ἤπιαν καί γιατρεύτηκαν ἀπό ἀρρώστειες τους. Οἱ Ἀθηναῖοι
χάρισαν στόν Ἅγιο ἕναν πολύτιμο Σταυρό καί πολλά χρήματα γιά τήν ἀνοικοδόμηση
καί διακόσμηση τοῦ μοναστηριοῦ του. Ἔστειλαν μάλιστα στή Δομβού καί τεχνίτες
γιά τό λόγο αὐτό. Ὁ Νεόφυτος προσθέτει ὅτι ἔστειλαν καί οἰκοδόμους γιά νά
χτίσουν μεγαλύτερο καί καλύτερο τό μοναστήρι, «ὡς ὁρᾶται σήμερον». Οἱ Ἀθηναῖοι,
ἐκδηλώνοντας τήν εὐγνωμοσύνη τους στόν Ἅγιο μετά τόν θάνατό του, ἔχτισαν στό ἄνω
Φάληρο (σημερινή Καλλιθέα) ναό τιμώμενο ἐπ’ ὀνόματί του. Ὁ ναός αὐτός σήμερα,
δυστυχῶς, δέν ὑπάρχει. Ἡ εἰκόνα ὅμως τοῦ Ἁγίου στόν Ἱερό Ναό τῆς Μεταμορφώσεως
τοῦ Σωτῆρος Καλλιθέας καί ἡ τοπική Παράδοση τῶν ντόπιων μαρτυροῦν τό θαυμαστό
πέρασμα τοῦ Ἁγίου ἀπό τήν περιοχή. Ἔκτοτε οἱ Αθηναῖοι, , καί κυρίως ἡ γεωργική
τάξη, γιά πολλά χρόνια ἑόρταζαν πανηγυρικότατα τή μνήμη τοῦ Ἁγίου κάθε 6η
Μαΐου.
Φωτογραφίες : Γιάννης Πέφάνης