''Τί
τὰ μύρα τοῖς δάκρυσι Μαθήτριαι
κιρνᾶτε; ὁ
λίθος κεκύλισται, ὁ τάφος κεκένωται, ἴδετε
τὴν φθοράν, τῇ ζωῇ πατηθεῖσαν, τὰς
σφραγῖδας μαρτυρούσας τηλαυγῶς, ὑπνοῦντας
δεινῶς τοὺς φύλακας τῶν ἀπειθῶν, τὸ
θνητὸν σέσωσται σαρκὶ Θεοῦ, ὁ ᾍδης
θρηνεῖ, δραμοῦσαι
χαρᾷ, εἴπατε τοῖς Ἀποστόλοις· ὁ
νεκρώσας Χριστὸς τόν θάνατον, πρωτότοκος
ἐκ νεκρῶν, ὑμᾶς προάγει εἰς
τὴν Γαλιλαίαν''(Δοξαστικό,
Εσπερινός Κυριακής Μυροφόρων).
Το πρώτο και κύριο από μία
άποψη στοιχείο και χαρακτηριστικό
γνώρισμα της περιόδου της Μεγάλης
Τεσσαρακοστής είναι ότι είναι περίοδος
νηστείας. Είναι η πρώτη και μεγάλη και
κυρία νηστεία, πού επηρεάζει τη
λατρεία της Εκκλησίας ουσιαστικά, όσο
καμιά άλλη περίοδος νηστείας. Παλαιότερες
νηστείες, πού η αρχή τους φθάνει ως
την αποστολική εποχή, είναι οι δύο ήμερες
της εβδομάδος πού είναι αφιερωμένες
στο πάθος του Κυρίου, η Τετάρτη και
η Παρασκευή.
Αντίθετα κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή η ίδια η καθημερινή ακολουθία, τ' αναγνώσματα και η υμνογραφία αποτελούν μία συνεχή υπόμνηση και προτροπή για τη νηστεία.