Το
πλοίο παρασυρόταν μέσα στη δίνη των
κυμάτων και, μη μπορώντας πιά να
αντιστεκόμαστε στον άνεμο, έρμαιοι της
δύναμής του, αφεθήκαμε σ' αυτήν...
Για
μέρες δεν φαίνονταν ούτε ήλιος ούτε
άστρα και η σφοδρή καταιγίδα συνέχιζε
να μαίνεται, έτσι που κάθε ελπίδα να
σωθούμε φαινόταν πιά χαμένη... Την άλλη
μέρα, δαρμένοι σκληρά από την καταιγίδα,
άρχισαν να ρίχνουν το φορτίο στη
θάλασσα... Όταν ξημέρωσε, δεν μπορούσαν
να αναγνωρίσουν την περιοχή όπου
βρίσκονταν, πρόσεξαν όμως έναν μικρό
κόλπο με αμμουδιά κι απφάσισαν, αν ήταν
δυνατόν, να σπρώξουν το πλοίο προς τα
εκεί.
Με
την άλωση της Κωνσταντινούπολης από
τους Τούρκους, το 1453, κάποιοι έμποροι,
πιστοί χριστιανοί, παίρνουν στα κρυφά,
ξεγελώντας τους βαρβάρους, τα ιερά
λείψανα και τις σεβάσμιες εικόνες, προ
πάντων εκείνη της Παναγίας Παρθένου.
Φορτώνοντάς την στο πλοίο τους,
κατευθύνονται προς τη Νεάπολη, ναυαγούν
όμως στον κόλπο της, συντρίβονται και
παρασύρονται προς το Salerno. Στο ναυάγιο
χάνουν όλο το φορτίο τους και λίγοι
σώζονται.
Η ιερή
εικόνα σπρώχνεται και φθάνει κοντά στα
τείχη της πόλης. Η εικόνα αυτή της
Παρθένου Μαρίας ανήκει στον τύπο της
Οδηγήτριας, στον οποίο το χέρι της
Παναγίας δείχνει το Παιδίον, προς
υπενθύμιση του χωρίου του ευαγγελίου
του Ιωάννη: "εγώ ειμι η οδός και η
αλήθεια και η ζωή" (Ιωάν. 14,6).