Κόλλυβα ἑτοιμάζουμε
τὰ Ψυχοσάββατα καθὼς καὶ κάθε φορὰ ποὺ
θέλουμε νὰ τελέσουμε στὸ Ναὸ ἐπιμνημόσυνη δέηση γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῶν
κεκοιμημένων μας προσώπων. Τὰ κόλλυβα συμβολίζουν τὴν κοινὴ ἀνάσταση
τῶν ἀνθρώπων. Δηλαδὴ ὅπως ὁ σπόρος τοῦ σιταριοῦ πέφτει στὴ γῆ, θάβεται καὶ
χωνεύεται καὶ σαπίζει χωρὶς ὅμως νὰ φθαρεῖ καὶ στὴ συνέχεια φυτρώνει καλύτερος
καὶ ὡραιότερος, ἔτσι καὶ τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου θάβεται στὴ γῆ καὶ σαπίζει,
γιὰ νὰ ἀναστηθεῖ καὶ πάλι ἄφθαρτο καὶ ἔνδοξο καὶ αἰώνιο. Τὴν ὡραία αὐτὴ εἰκόνα
μας δίδει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν Ἅ΄ πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολὴ (κέφ. 12, στίχοι
35-44). Τὴν ἴδια εἰκόνα γιὰ τὴν Ἀνάστασή Του χρησιμοποίησε καὶ ὁ Χριστὸς (εὐαγγέλιο
Ἰωάννη, κέφ. 12, στίχ. 24).
Τὸ κόλλυβο εἶναι βρασμένο σιτάρι καὶ καθιερώνεται ὡς
σύμβολο τοῦ ἀνθρώπινου σώματος, ἐπειδὴ τὸ
ἀνθρώπινο σῶμα τρέφεται καὶ αὐξάνει μὲ
τὸ σιτάρι καὶ
ὅπως μας λέει ὁ μακάριος Παῦλος στὴν πρὸς Κορινθίους Ἀ’ ἐπιστολὴ (κεφάλαιο 16): «Ἐκεῖνο ποὺ ἐσὺ σπέρνεις δὲν ζωογονεῖται, ἐὰν πρῶτα δὲν πεθάνει», καὶ τοῦτο, γιατί θάβεται στὴ γῆ τὸ
νεκρὸ σῶμα καὶ
σαπίζει, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ
τὸ σπυρὶ τοῦ
σιταριοῦ. Ἀπ’ αὐτή,
λοιπόν, τὴν παρομοίωση πῆρε τὴν ἀφορμὴ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ τελεῖ τὰ ἀποκαλούμενα
κόλλυβα, τόσο αὐτὰ ποὺ προσφέρονται στὶς ἑορτὲς τῶν ἁγίων, ὅσο καὶ αὐτὰ ποὺ
προσφέρονται στὰ μνημόσυνα τῶν κεκοιμημένων ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν μας.
Ὁ δεύτερος λόγος γιὰ τὸν
ὅποιο βράζουμε τὸ
σιτάρι εἶναι, γιὰ νὰ φανερώνεται μὲ
τὸ βράσιμο ἡ
διάλυση καὶ ἡ
φθορὰ τῶν σωμάτων τῶν κεκοιμημένων, τῶν ὁποίων σύμβολα εἶναι τὰ κόλλυβα. Καὶ ὅπως τὸ βρασμένο σιτάρι
δὲν μπορεῖ βέβαια νὰ βλαστήσει μὲ φυσικὸ τρόπο, μπορεῖ μὲ ὑπερφυσικό, δηλαδὴ μὲ
τὴν ἄπειρη δύναμη τοῦ Θεοῦ, ὁ ὅποιος μπορεῖ νὰ πραγματοποιήσει τὰ πάντα, ἔτσι
παρομοίως καὶ τὰ νεκρὰ σώματα, τὰ ὅποια ἔχουν διαλυθεῖ στὰ μέρη ἀπὸ τὰ ὅποια
συναρμόσθηκαν, δὲν μποροῦν βέβαια μ’ φυσικὸ τρόπο νὰ ἀναστηθοῦν καὶ νὰ
ξαναζωντανέψουν, μὲ ὑπερφυσικὸ ὅμως τρόπο, δηλαδὴ μὲ τὴν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ,
μποροῦν. Γί΄ αὐτὸ ὅλοι ὁμολογοῦμε ὅτι ἡ ἀνάσταση
τῶν νεκρῶν εἶναι ἔργο ποὺ ξεπερνᾶ ὅλους τους ὅρους τῆς φύσεως.
Ἡ καθιέρωση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία εἰδικῶν τελετῶν καὶ
προσευχῶν ὑπὲρ «μακαρίας μνήμης καὶ ἀναπαύσεως τῶν
ψυχῶν» τῶν ἐν
Χριστῷ κοιμηθέντων, ἐκ μέρους τῶν ζώντων ἀκόμη ἀδελφῶν τους, ὀφείλεται σὲ δογματικοὺς λόγους, ἀλλὰ καὶ
λόγω κληρονομιᾶς προχριστιανικῶν θρησκευμάτων. Μὲ
αὐτὰ ὑποβάλουμε αἴτηση χάριτος γιὰ τοὺς κεκοιμημένους μας στὸν δίκαιο Κριτή, ἐπειδὴ
ὁ Θεὸς εἶναι φιλάνθρωπος καὶ ἡ τελικὴ κρίση ἀκόμη δὲν ἔγινε. Κατὰ τὴν τελετὴ τῆς
σχετικῆς ἱεροπραξίας ὁ ἱερέας εὔχεται ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων (προσευχές), ἐνῶ οἱ
συγγενεῖς, τρώγοντας τὰ κόλλυβα μὲ τὸ σχετικὸ κέρασμα ἢ τὸ γεῦμα ποὺ συνήθως
προσφέρεται (ἐλεημοσύνες), εὔχονται· «Ὁ Θεὸς νὰ τὸν ἀναπαύσει».
Συγκεκριμένα τοὺς κεκοιμημένους μας τοὺς βοηθᾶμε·
Πρώτον
μὲ προσευχές·
(ἅ) μὲ τὴν εὐχή, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ
ἀνάπαυσε τὸν ἣ τοὺς δούλους σου…,
(β) μὲ τὸ πρόσφορο -ἕτοιμο ἢ
ζυμωτό- ποὺ τὸ πᾶμε στὸν ναὸ μὲ τὰ ὀνόματα τῶν ζώντων καὶ κεκοιμημένων
(γ) μὲ τὰ κόλλυβα –τὰ τρισάγια
ἢ τὰ μνημόσυνα,
(δ) μὲ τὴ συμμετοχή μας σὲ
σαρανταλείτουργα καὶ
(ἔ) μὲ ἰδιαίτερες (ὄχι ἰδιωτικές)
Θεῖες Λειτουργίες καὶ σωστὴ συμμετοχή μας σ’ αὐτές.
Δεύτερον τοὺς βοηθᾶμε μὲ ἐλεημοσύνες· Πρόκειται γιὰ τὴν βοήθεια ποὺ προσφέρει ὁ
πιστὸς στὸν Θεὸ (στὸ παγκάρι τοῦ
ναοῦ γιὰ τὸ
κερί, χρήματα γιὰ
τὸ κτίσιμο τοῦ
ναοῦ, συμμετοχὴ στὴν ἁγιογράφηση τοῦ ναοῦ κλπ.) καὶ στὸν ἄνθρωπο (σὲ πτωχούς, ἱδρύματα, φιλανθρωπικοὺς συλλόγους, γραφεῖα ἐξωτερικῆς ἱεραποστολῆς, ἀλλὰ καὶ
γιὰ τοὺς κεκοιμημένους μας).
Χρόνος τῶν
μνημοσύνων·
Ἡ διάκριση τῶν Μνημόσυνων σὲ «τρίτα», «ἔνατα» κτλ εἶναι παλαιότατη καὶ
ἀπαντᾶ στὶς Ἀποστολικὲς Διαταγές. Τὰ «τριήμερα» ποὺ κάνουμε μετὰ τὸ
θάνατο τοῦ ἀνθρώπου μας, τελοῦνται κατὰ τὸν τύπο τῆς
Ἁγίας Τριάδας καὶ
διὰ τὸν τριημέρως ἐγερθέντα Χριστό, τὸν ὁποῖο παρακαλοῦμε νὰ
ἀναπαύσει τὸν κοιμηθέντα μετὰ δικαίων. Τὰ ἐννιάμερα μνημόσυνα τελοῦνται ἐπειδὴ στὶς ἐννέα ἡμέρες ἀρχίζει νὰ
διαλύεται ὁ κοιμηθεῖς «εἰς τὰ ἐξ ὢν
συνετέθη» καὶ παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ νὰ
τὸν συγκαταριθμήσει μὲ
τὰ ἐννέα ἄυλα τάγματα τῶν Ἀγγέλων. Τὰ
σαραντάμερα ἢ τεσσαρακονθήμερα τελοῦνται ἐπειδὴ τὴν
τεσσαρακοστὴ ἡμέρα λαμβάνεται ἡ ἀπόφαση γιὰ
τὸν κοιμηθέντα καὶ
ἀπέρχεται ὅπου κρίνει ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς (ἐκ δεξιῶν ἢ
ἐξ ἀριστερῶν) ἀνάλογα μὲ
τὴ ζωή του. Ἐκτὸς αὐτῶν τῶν
μνημόσυνων κάνουμε τὰ
τρίμηνα, ἑξάμηνα, ἐννιάμηνα καὶ
τὰ ἐτήσια. Μποροῦμε ὅμως καὶ ὅποτε θέλουμε νὰ
κάνουμε κόλλυβα, ὁποιαδήποτε ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας, ἐφ’ ὅσον θέλουμε νὰ
φροντίσουμε συχνότερα τὰ προσφιλῆ μας κεκοιμημένα πρόσωπα. Τὰ μνημόσυνα τελοῦνται κανονικὰ τὴν ἡμέρα τοῦ
Σαββάτου ποὺ εἶναι ἡμέρα τῶν κεκοιμημένων, ἐνῶ τὶς καθημερινὲς τελοῦνται
τρισάγια.
Τὶς
Κυριακές, κανονικά, δὲν τελοῦνται μνημόσυνα ἐπειδὴ εἶναι ἡμέρα ἀναστάσεως. Καὶ ἂν
γίνονται κάποια γίνονται κὰτ οἰκονομίαν
Ἐπειδή
παρατηροῦνται συγχύσεις, διευκρινίζεται ὅτι τά Ψυχοσάββατα εἶναι δύο. Τῆς Ἀπόκρεω
καί τῆς Πεντηκοστῆς.
Μνημόσυνα τελοῦνταν καθ’ ὅλο τό
ἔτος, ἐκτός τῶν
ἑξῆς ἡμερῶν :
Ἀπό τοῦ
Σαββάτου τοῦ Λαζάρου μέχρι καί τῆς Κυριακῆς τοῦ Θωμᾶ
Ἀπό τῆς
25ης Δεκεμβρίου μέχρι καί τῆς 6ης Ἰανουαρίου
Τήν Κυριακή
τῆς Πεντηκοστῆς καί τήν 15η Αὐγούστου .
Μνημόσυνα
δέν τελοῦνται, ἐπίσης, κατά τίς ἡμέρες ὅπου δέν τελεῖται τελεία Θεία
Λειτουργία. Τέτοιες περιπτώσεις εἶναι οἱ
ἡμέρες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς (πλήν Σαββάτου, Κυριακῆς καί τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ
τῆς Θεοτόκου).
Ἐπίσης, Θεία Λειτουργία δέν τελεῖται κατά τήν
Τετάρτη καί τήν Παρασκευή τῆς Ἑβδομάδος τῆς Τυροφάγου. Ἐπίσης, καλόν εἶναι νά ἀποφεύγωνται, γιά
πρακτικούς λόγους, κατά τίς Δεσποτικές καί Θεομητορικές ἑορτές καί κατά τήν
πανήγυρι τοῦ Ναοῦ.
Ἀρχιμ. Εἰρηναῖος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου