Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2020

Το Γενέθλιο της Θεοτόκου.

 

Giotto-The_Birth_of_the_Virgin-  Παρεκκλήσιο Σκροβένι,
Πάδουα (περ.1305)

Μια σύντομη ματιά στην εξελικτική πορεία των θεομητορικών εορτών του ετησίου κύκλου, μας βεβαιώνει, ότι η θεσμοθέτησή τους καθυστέρησε αρκετά. Η πρώτη εορτή που μπαίνει επίσημα στον κύκλο των ετησίων εορτών είναι εκείνη της Κοιμήσεως (τέλη του 6ου αι. μ.Χ.).

Ο Ευαγγελισμός μνημονεύεται στους κανόνες της εν Τρούλλῳ Συνόδου, δηλαδή στα τέλη του 7ου αι. Στα τέλη του ίδιου αιώνα ανάγεται και η εμφάνιση της εορτής της Γενεθλίου. Τα Εισόδια και η Σύλληψη λαμβάνουν επίσημο χαρακτήρα μόνο επί τη βασιλεία του Μανουήλ Α’ Κομνηνού, δηλαδή κατά τον 12ο αι.

Η σταδιακή πορεία προς τη θεσμο- θέτηση των θεομητορικών εορτών έχει άμεση σχέση με τα εγκαίνια των σχετικών ναών. Η ανέγερση των λατρευτικών κτισμάτων με τη σειρά της προέκυψε από την ανάγκη μιας πιο ουσιαστικής απόδοσης τιμής στο πρόσωπο της Παναγίας, τη συνεισφορά της οποίας στο έργο της σωτηρίας εκτιμήθηκε από πολύ νωρίς.

Η τιμή της Θεοτόκου συνδυαζόταν με εκείνη του Χριστού. Οι πανηγυρικοί λόγοι των Πατέρων που αφιερώνονται στην εορτή της Γέννησης, περιέχουν πλείστες αναφορές στα γεγονότα της ζωής της Θεοτόκου και δίνουν έμφαση στον ρόλο της στη Θεία Οικονομία. Παρακάτω θα εξετάσουμε λίγα χρονικά στοιχεία κοινά των ορθόδοξων θεομητορικών εορτών με βάση όπως είθισται τους Πατερικούς λόγους.

Ο στόχος μας είναι να δούμε ποια ήταν η κατανόηση των εορτών προς τιμήν της Παναγίας σε σχέση με τον χρόνο τους.

Οι λόγοι των Πατέρων για το γεγονός του Γενεθλίου.

Οι λόγοι των Πατέρων που θα εξετάσουμε τιμούν αποκλειστικά το γεγονός του Γενεθλίου. Συγγράφηκαν κατά το χρονικό διάστημα από τα μέσα του 7ου έως τα τέλη του 9ου αι. από τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό, Ανδρέα Κρήτης, πατριάρχη Φώτιο. Ο νεότερος λόγος ανήκει στον Νεόφυτο τον Έγκλειστο και χρονολογείται από τον 13ο αι. Λόγω του χρόνου και της συγκυρίας της συγγραφής τους, οι λόγοι παρουσιάζουν τη θεομητορική θεολογία σε αναπτυγμένη και ώριμη μορφή.

Οι Πατέρες ταυτίζουν το πρόσωπο της Θεοτόκου με το αίσθημα μιας αμέτρητης και απέραντης χαράς: «Δεῦτε πάντα τὰ ἔθνη, μετ’εὐφροσύνης τὸ παγκοσμίου εὐφροσύνης γενέθλιον ἐορτάσωμεν»1, «Χαῖρε, Μαρία, ἤτοι μυρία, διὰ τὸ ἀπειροπληθὲς τῶν ἐγκωμίων. Μυρία γὰρ εἰπὼν περὶ σοῦ τις, οὐκ ἂν ἐφίκοιτο τῆς ἀξίας»2.

Η χαρά αυτή συσχετίζεται με τον ρόλο της στη λύτρωση του ανθρώπου από τη φθορά, με την ακατάπαυστη πασχαλινή χαρά που έφερε στον κόσμο η Ανάσταση του Χριστού.

Την εορτή του Γενεθλίου οι Πατέρες αντιλαμβάνονται ως μια αρχή και αφετηρία.

Η γέννηση της Παναγίας έθεσε την αρχή στο προπαρασκευαστικό στάδιο της Θείας Οικονομίας πριν περάσει στο ενεργό ή κύριο με τη Γέννηση του Θεανθρώπου Χριστού: «Ἀρχὴ δὲ καὶ τῆς ἡμῶν σωτηρίας ἡ θεόσδοτος καὶ θεοπρόκριτος γέννησις τῆς ἀχράντου καὶ παναμώμου Μρίας τῆς ἀειπαρθένου»3.

Σύμφωνα με αυτή την ιδέα, οι Πατέρες αναφέρονται στο Γενέθλιο ως την πρώτη των χριστιανικών εορτών, το λογικό ξεκίνημα όλου του εορταστικού κύκλου.

Αυτό φυσικά έχει σχέση και με την ημερομηνία του εορτασμού, την 8η Σεπτεμβρίου, η οποία αποτελεί και την αρχή του εκκλησιαστικού έτους.

Χαρακτηριστική καθίσταται η παρατήρηση του Νεόφυτου του Εγκλείστου, ότι μέσω της εορτής του Γενεθλίου αγιάζεται ο χρόνος και ολόκληρος ο κύκλος των χριστιανικών εορτών: «Ἵνα γὰρ ὅλος ὁ κύκλος τοῦ ἐνιαυτοῦ εὐλογήθῇ δι’αὐτῆς, ἐτέχθη μὲν ἐν τῷ παρόντι μηνὶ, τῷ πρώτῳ τοῦ ἐνιαυτο ἐκοιμήθη δὲ ἐν τῷ ὑστάτῷ ὕπνον ἀθανασίας, ἵνα τοὺς μεταξὺ τούτων δέκα μῆνας κυκλοειδῶς παραλαβοῦσα, ευλογήσῃ διὰ τοῦ τόκου αὐτῆς καὶ τῆς ζωηφόρου κοιμήσεως»4.

«Οὐδὲν τῶν ἄλλων χωρὶς τῆς ῥίζης ἐκφύεται· οὕτως ἅνευ τῆς παρθενικῆς πανηγύρεως, οὐδεμια τῶν ἐξ αὐτῆς ἀναβλαστησάντων ἐπιφαίνεται»5, «Ἀρχὴ μὲν ἡμῖν ἑορτῶν, ἡ παροῦσα πανήγυρις· πρώτη δὲ, τῶν πρὸς τὸν νόμον καὶ τὰς σκιὰς· καὶ μέντοι καὶ τῶν πρὸς τὴν χάριν καὶ τὴν ἀλήθειαν εἴσοδος. Ἔστι δὲ αὐτὴ, καὶ μέση καὶ τελευταία· ἀρχὴν μὲν ἔχουσα, τὴν τοῦ νόμου περαίωσιν· μεσότητα δὲ, τὴν πρὸς τὰ ἄκρα συνάφειαν· τέλος δὲ, τὴν τῆς ἀληθείας φανέρωσιν»6.

Η γέννηση της Θεοτόκου αφενός μεν σηματοδοτεί το τέλος της Παλαιοδιαθηκικής περιόδου, αφετέρου δε την αφετηρία της προετοιμασίας για μια νέα εποχή στην ανθρώπινη ιστορία.

Αποτελεί δηλαδή ένα μεταίχμιο ή ορόσημο στη ζωή της ανθρωπότητας: «Ἡ παροῦσα πανήγυρις μεθόριος ἵσταται, τὴν ἀλήθειαν τῶν τυπικῶν συμβόλων ἀντιπαραζευγνῦσα, καὶ τὰ νέα τῶν παλαιῶν ἀντεισφέρουσα»7. Με βάση την λεγόμενη αλληγορική ερμηνεία της Γραφής, στην Παλαιά Διαθήκη εντοπίζει κανείς πλείστες προτυπώσεις του αξιοθαύμαστου προσώπου της Θεοτόκου και της Ασπόρου σύλληψής της.

Τα στοιχεία αυτά πέρασαν στους πανηγυρικούς λόγους με σκοπό να ενισχυθεί και να αποδειχθεί η παραπάνω ιδέα περί της μεσολάβηση της Παναγίας μεταξύ της εποχής του νόμου και της εκπλήρωσης του νόμου. «Σήμερον ἐκ ῥίζης Ἰεσσαὶ ῥάβδος ἔφυ, ἐξ ἧς ἀναβήσεται τῷ κόσμῳ ἄνθος θεοὑπόστατον»8.

Ο μεσολαβητικός και πρωταγωνιστικός ρόλος της Παρθένου Μαρία στο σχέδιο της Θείας Οικονομίας, σύμφωνα με την πατερική διδασκαλία προσδιορίστηκε και αυτός εν αχρονία, δηλαδή πριν τη δημιουργία του χρόνου: «Πρὸ παντὸς αἰῶνος διωρίστο αὐτῳ τε τῷ ἐξ αὐτῆς φύντι δι’εὐσπλαγχνίαν ἄῥῤητον, καὶ τῷ πρὸ πάσης κτίσεως καὶ χρόνου καὶ διαστήματος»9. Ο ρόλος της Θεοτόκου συνίσταται στο ότι μέσω της Γέννησης του Χριστού συνδέει τους δυο κόσμους, κτιστό και άκτιστο.

Για αυτό τον λόγο στα πατερικά συγγράμματα, καθώς και στην Υμνογραφία πολύ συχνά παρομοιάζεται με γέφυρα ή κλίμακα, όπως στο γνωστό όραμα του Ιακώβ. Μέσω της ενσάρκωσης η προαιώνια ύπαρξη του Θεού Λόγου εισβάλλει στην πορεία του κτιστού χρόνου και λαμβάνοντας μια καινούργια αρχή προσαρμόζεται στους κανόνες του κτιστού κόσμου, τους οποίος επέβαλε ο ίδιος κατά τη Δημιουργία: «Τὸ γὰρ φῶς τὸ ἀΐδιον, τὸ ἐξ ἀιδίου φωτὸς προαιώνιον ἔχον τὴν ὕπαρξιν, τὸ ἄϋλον καὶ ἀσώματον ἐκ ταύτης σωματοῦται, καὶ ὡς νυμφίος ἐκ παστοῦ προέρχεται, Θεὸς ὣν, καὶ γηγενὴς γενόμενος ὕστερον»10.

Άλλο σημαντικό στοιχείο της εορτής είναι η ύψωση της ανθρώπινης φύσης και η απαλλαγή από τη φθορά του θανάτου, που επιτυγχάνεται μέσω της μεσολάβησης της Θεοτόκου: «Χαῖρε Θεοτόκε κυρίως καὶ ἀληθῶς, τὸ πρὸς Θεὸν ἀνθρώποις φρικτὸν συναπτήριον, δι’ἧς τὰ οὐράνια τοῖς ἐπὶ γῆς ἤνωνται, Θεῷ τὰ ἀνθρώπου, καὶ ἀνθρώπῳ τὰ Θεοῦ ἀντανίσχουσα»11.

Το Γενέθλιο της Θεοτόκου, όπως ειπώθηκε παραπάνω, προετοιμάζει το έδαφος για την ενεργή φάση της Θείας Οικονομίας, το ξεκίνημα της οποίας είναι η Γέννηση του Χριστού. Η Θεοτόκος και ο Χριστός, η νέα Εύα και ο νέος Αδάμ, είναι οι πρωταγωνιστές της Οικονομίας, και η πορεία και των δυο διαδραματίζεται στη γη και μέσα στον χρόνο με την ενεργή συμμετοχή του αοράτου κόσμου.

Στην περίπτωση της Θεοτόκου αυτό γίνεται ολοφάνερο στην εορτή του Ευαγγελισμού και της Κοιμήσεως, τις οποίες θα εξετάσουμε ἐν καιρῷ.

Ενώ ο Χριστός αγιάζει και ανανεώνει την ανθρώπινη φύση, ενώνοντας αυτήν με τη προαιώνια θεία Του ύπαρξη και υψώνοντάς την μέχρι τον ουρανό, η Θεοτόκος το πραγματοποιεί μέσω του αγίου και ενάρετου βίου της, που την καθιστά «Τιμιωτέρα» ακόμα και των ασωμάτων.

Το πρόσωπο της Παναγίας είναι αδιαχώριστο από τον Χριστό. Αυτό εκδηλώνεται και στον εορτολόγιο. Οι πηγές που αφορούν την Γέννηση του Χριστού περιλαμβάνουν πολλές αναφορές στη Θεοτόκο, υπογραμμίζοντας επίμονα την συνεισφορά της.

Με τον ίδιο τρόπο, οι θεομητορικές εορτές δεν μπορούν να μην αναφέρονται στον Θεάνθρωπο Χριστό.

Οι εορτές, οι αφιερωμένες στην Παναγία διαμορφώνουν και αυτές ένα αρμονικό σύνολο και δε νοούνται η μια χωρίς την άλλη. Και ο πυρήνας αυτού του συνόλου είναι φυσικά ο ρόλος της Θεοτόκου στη Θεία Οικονομία.

Στους πανηγυρικούς λόγους προς τιμήν του Γενεθλίου οι πατέρες μνημονεύουν κι άλλα σημαντικά στάδια του βίου της που αργότερα αποτέλεσαν τις σχετικές εορτές: «Τῷ ναῷ ταύτην, τῆς ἡλικίας τὸ πρώτον ἅγουσαν ἄνθος, οι τεκούντες προσαγαγόντες ἀνέθεσαν. Ἧς ὁ τὴν ἐφημερίαν τότε τῆς ἱερατείας ἐπιτελῶν ἱερεῦς τὰς παρθενικὰς ὡς εἶδε χορείας ἐπίπροσθεν προπορευομένας τε καὶ συνεφεπομένας, ἧσθη τε καὶ λίαν ἐγεγήθει, ὡς τῶν ἐν ελπίδι ἤδη τὰς θείας ἐνεργεῖς ἐκβάσεις τεθεαμένας»12.

Όπως και στις δεσποτικές εορτές, οι θεομητορικές έχουν ενοποιητικό χαρακτήρα και καλούν σε κοινό εορτασμό τον άυλο κόσμο και το υλικό: «Πᾶσα τοίνυν ἡ κτίσις ὑμνείτω καὶ χορευέτω, καὶ συνεισφερέτω τι τῶν τῆς ἡμέρας ἐπαξιον. Γενέσθω μία κοινὴ σήμερον οὐρανίων καὶ ἐπιγείων πανήγυρις· καὶ συνεορταζέτω πᾶν ὄσον ἐγκόσμιον τε καὶ ὑπερκόσμιον σύγκριμα»13.

Πολύ χαρακτηριστική είναι η άποψη που διατυπώνει ο άγιος Φώτιος στον Λόγο του εις το Γενέσιον. Κατά την ιδέα του, οι εορτές καθίστανται αφορμή για διάλογο και συμβιβασμό, ώστε να παραμεριστούν οι συγκρούσεις και οι αντιρρήσεις: «Πᾶσα μὲν ἑορτὴ, καὶ πᾶσα πανήγυρις, καθ’ἤν ὁ τῶν εὐσεβούντων φαιδρύνεται σύλλογος, λύει μὲν τὰς πρὸς ἀλλήλους διαφορὰς, καὶ τὰς ἐρίδας· συνάγει δὲ τοὺς ἀπαλλήλων γνώμῃ διεστῶτας, καὶ τὸν δεσμὸν τοῦ φίλτρου στάσει λύσαντας, τὴν τῶν ᾈσμάτων συμφωνίαν, παράκλησιν ἔργῳ καταβαλλομένη, πρὸς τὴν τῆς ὁμοφροσύνης ἐπανάκλησιν»14.

Αυτή η σκέψη, κατά την γνώμη μας, ποτέ δεν έπαψε να είναι επίκαιρη, ιδιαίτερα στην εποχή μας, όταν ο ορθόδοξος κόσμος, που θα όφειλε να ήταν γνήσιο παράδειγμα της κατά Χριστόν ζωής και κήρυκας του ευαγγελικού μηνύματος, στην πραγματικότητα είναι γεμάτος έχθρα και αμοιβαίες ή μονομερείς απαιτήσεις από το ιστορικοινωνικό του περιβάλλον. Οι εορτές όμως είναι αυτό το εσχατολογικό γεγονός που μας καλεί στην ομοφροσύνη, αλληλεγγύη, σεβασμό και κατανόηση.


ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

  1. P. Nothaft,2013,Early Christian Chronology and the Origins of the Christmas Date: In Defense of the «Calculation Theory», Questions Liturgiques, 94, σ. 247-65, Ανακτήθηκε από: https://www.academia.edu/3265107/Early_Christian_Chronology_and_the_Origins_of_the_Christmas_Date_In_Defense_of_the_Calculation_Theory_, 2-8-2020.

  2. Ευσέβιος της Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία, βιβλ. 5, 24, Azbuka Very, Digital Library, Ανακτήθηκε από:https://azbyka.ru/otechnik/Evsevij_Kesarijskij/tserkovnaja-istorija/5_24, 9-8-2020.

1 Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Λόγος A’ εἰς τὸ γενέσιον, PG 96, 661.

2 Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Λόγος Β’ εἰς τὸ γενέσιον, PG 96, 689.

3 Νεοφύτου τοῦ Ἐγκλείστου, Λόγος εἰς τὸ πάνσεπτον καὶ θεῖον Γενέθλιον τῆς παναχράντου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, ἔκδ. M.Jugie, «Homelies mariales byzantines», ἐν P.Graffin, Patrologia Orientalis 16(3), 1921, 528 [104].

4 Νεοφύτου τοῦ Ἐγκλείστου, Λόγος εἰς τὸ Γενέθλιον, 528 [104] – 529 [105].

5 Φωτίου ρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, Λόγος εἰς τὸ γενέσιον τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, PG102, 548C – 549A.

6 Ὁ Ἀνδρέα Κρήτης, Λόγος Α΄, Ἐγκώμιον εἰς τὸ Γενέθλιον τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, PG 97, 805.

7 Ὁ Ἀνδρέα Κρήτης, Ἐγκώμιον εἰς τὸ Γενέθλιον, PG 97, 809.

8 Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Λόγος A’ εἰς τὸ γενέσιον, PG 96, 664.

9 Ἀνδρέα Κρήτης, Λόγος Α΄, Ἐγκώμιον εἰς τὸ Γενέθλιον τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, PG 97, 817.

10 Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Λόγος A’ εἰς τὸ γενέσιον, PG 96, 664-665.

11 Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Λόγος B’ εἰς τὸ γενέσιον, PG 96, 696.

12 Ἀνδρέα Κρήτης, Λόγος Α΄, Ἐγκώμιον εἰς τὸ Γενέθλιον τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, PG 97, 816D-817A.

13 Ἀνδρέα Κρήτης, Λόγος Α΄, Ἐγκώμιον εἰς τὸ Γενέθλιον τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, PG 97, 816D-817A.

14 Φωτίου, Λόγος Εἰς τὸ γενέσιον, PG102, 548A.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου