Paul
Cézanne(
1839 –1906).
Ή προσπάθεια πού γίνεται με το κείμενο αυτό αντιτίθεται σ’ αυτό που αποκαλούν καθιερωμένο κινηματογράφο και μέσα σ’ αυτόν εμπεριέχεται κι ό,τι ονόμασαν σύγχρονο, καθώς κι ένα μεγάλο μέρος εκείνου πού θεώρησε την αυθαιρεσία σαν την ύψιστη βαθμίδα πού θα μπορούσε να φτάσει, όσον αφορά τον εκφραστικό τομέα.
Εννοώ αυτόν πού κάποτε υπήρξε ‘’αντεργκράουντ’’.
Τ’ αποτελέσματα του κινήματος, παρ’ ολ’ αυτά χρήσιμα και με θετικό συντελεστή, απαιτούν διευθέτηση για το πέρασμα στη νέα οπτική τάξη πού θ’ αντιμετωπίσει σαν πρόβλημα την υπέρβαση του κινηματογράφου.
Στον αιώνα μας η σύγχρονη πολιτιστική πορεία χαρακτηρίζεται στον τομέα της τέχνης απ’ το είδος εκείνο της έκφρασης πού επιτρέπει το μέγιστο της βαρβαρότητας με το ελάχιστο των υλικών μέσων, την τέχνη τού κινηματογράφου.
Συντηρείται ακόμα σαν κατάσταση ένα είδος εκλεπτυσμένων ‘’νεοβανδάλων, καλά οργανωμένων, πού κάτω από ποικίλα προσχήματα ταλαιπωρούν τη Σκέψη.
Πολλά χρόνια τώρα η κινηματογραφική τέχνη δηλητηριάζει την πνευματική ζωή και χαμηλώνει τη στάθμη της.
Τόσο στη μορφή της όσο και στον τρόπο επαφής της με το κοινό, είναι η τέχνη του πολίτη του χαμηλότερου πνευματικού και κοινωνικού επιπέδου του αιώνα. Ή διαφήμισή του επίβαλε τον κινηματογραφικό ηθοποιό, στην πλειοψηφία του υποπροϊόν της πνευματικής ζωής και ένα απ’ τα πιο τέλεια υποδείγματα πνευματικού εκφυλισμού.
Ή προσφορά τού κινηματογράφου υπήρξε συχνά ανασταλτική στην πνευματική πορεία· έχει καλύψει τΙς περισσότερες κλίμακες μεταξύ μιας άγιας και μιας πόρνης. Μια ημιμαθής πλειοψηφία κινούμενη στο χώρο των «αισθημάτων» κι ανίκανη να νιώσει τή Συνθετική Πράξη οτήν ολότητά της έγινε ο δεσπόζων τόνος τού κινηματογραφικού χώρου.
Οι μεγάλοι δημιουργοί λίγο μετέβαλαν την κατάσταση.
Αναφέρομαι στητή διαδικασία και προσφορά του μεγαλύτερου μέρους του κινηματογραφικού κατεστημένου (παλιού και νέου), που η πορεία του προβλέπεται ακόμα μακρινή, παρά τα όνειρα μερικών εκπροσώπων της πρωτοπορίας.
Σ’ αυτό υποβοηθεί κι ένα μεγάλο μέρος νέων κινηματογραφιστών πού δεν τόλμησαν η δεν τα κατάφεραν να δώσουν ριζική λύση.
‘Η μεγάλου μήκους ταινία σαν ένα εκ των προτέρων δεδομένο διαιωνίζει καταστάσεις πού συντηρούν το κινηματογραφικό κατεστημένο και, πράγμα περίεργο, αυτό γίνεται κι από καλλιτέχνες και κριτικούς πού ειλικρινά μάχονται για το πέρασμα σε νέα κινηματογραφική τάξη.
Σαν δικλείδα ασφαλείας κι ένα είδος δικαιολογίας όχι πολύ σαφής, έχουμε την ταινία μικρού μήκους, στον πειραματικό κινηματογράφο κύρια, πού λειτουργεί ωστόσο δίπλα στή μεγάλου μήκους σαν ένας συμπαθητικός και χρήσιμος μικροοργανισμός πού απλά επιζεί, ένα πέρασμα συχνά για τη μεγάλη παραγωγή.
Ή πλειοψηφία των κινηματογραφιστών είναι δέσμια παιδείας και μεθόδων συλλογισμού καθαρά «φιλολογικού» χαρακτήρα.
Ή αισθηματολογία και κάποια «ηθικά» ψευδο-προβλήματα βαραίνουν ακόμα και πάνω στις πιο καλές προθέσεις. ’Ακόμα και σημαντικοί σκηνοθέτες δεν κάνουν τίποτ’ άλλο παρά να «σχολιάζουν» το φαινόμενο της ζωής μέσω ερμηνείας φιλολογικής χωρίς τα έργα τους καθαυτά να μαρτυρούν την εσωτερική αναγκαιότητα συγκεκριμένης οπτικής.
Απ’ το σύγχρονο κινηματογράφο λείπει συνήθως ό Αριθμός· ή έννοια πού εδώ δίνεται στή λέξη αριθμός θα πρέπει ν’ αποκλείσει κάθε συσχετισμό ή σύνδεση με Πυθαγόρα, Πλωτίνο και Αυγουστίνο, και κάθε άλλη μεταφυσική προέκταση κι ερμηνεία του Αριθμού. Ό Αριθμός εδώ παίρνει την έννοια της ακριβούς ανταπόκρισης των συνθετικών στοιχείων διά μέσου των οποίων εκφράζεται μιά ιδέα.
Ή δημιουργία «ατμόσφαιρας» μέσω της μουσικής είναι μια από τις πολλές ενδείξεις για την αλήθεια των προηγούμενων· (ακόμα και στην περίπτωση πού έχουμε απορρίψει τη δραματοποιημένη μουσική του παραδοσιακού κινηματογράφου)· και μόνο ή αντιμετώπιση της μουσικής σαν ενός έκ των προτέρων δεδομένου στοιχείου μαρτυρεί άγνοια των νόμων μιας κλασικά δικαιωμένης κατασκευής.
—Cτο χώρο της κριτικής η ανάλυση των κινηματογραφικών ταινιών πραγματοποιείται κι αυτή με κριτήρια απ’ το χώρο των Αξιών και της φιλολογικής ανάλυσης. την αξιολόγηση τού σκηνοθέτη τή βασίζει πολύ συχνά όχι στην άξια τού έργου του αλλά στα γεγονότα της ταινίας του πού δείχνουν την ηθική στάση του απέναντι σ’ αυτά.
Ή κριτική τού κινηματογράφου, αν εξαιρέσουμε μια μικρή μερίδα, κινείται στα πεδία πού κινήθηκε η κριτική των εικαστικών τεχνών πολύ παλιότερα- στήν ανάλυση του ‘’χαμόγελου της Τζοκόντα’’.
Φυσικά η κριτική είναι ως ένα σημείο αναγκασμένη να κρίνει με κριτήρια και τρόπο σκέψης πού ακόμα δεν ξεπεράστηκε, αφού κι οι δημιουργίες πού κρίνει βασίζονται σε μηχανισμούς και τρόπους πλαστικής διατύπωσης πού άλλες τέχνες έχουν από καιρό υπερβεί.
Ακόμα κι αυτό το άρθρο είναι γραμμένο σε εξαιρετικά συντηρητικά πλαίσια κι εγκλωβισμένο σε ξεπερασμένες και παραπαίουσες ορολογίες, μόνο και μόνο για να είναι κατανοητό κι από όσους βρίσκονται στις περιοχές που εξετάζονται.
Βρισκόμαστε βέβαια σε περίοδο ανάλογη με την Αλεξανδρινή, (ταξινόμηση, ανάλυση προηγηθέντων, εκλεκτιστική επιλογή, επιστημονική μεθοδολογία και ταυτόχρονα ωροσκόπια και μυστικισμός), με αποτέλεσμα την πλέρια σύγχυση.
Κοντά σ’ αυτά έχουμε και την έλλειψη κοινής αποδοχής λεκτικών προσδιορισμών. Λέξεις όπως ρεαλισμός, συμβολισμός, νατουραλισμός κ.ά., απομακρυνόμενες απ’ τόν συγκεκριμένο χαρακτηρισμό σχολών γίνονται απλά λέξεις κενές που προσδιορίζουν έννοιες αντιφατικές.
Ή αντίθεση υλισμού-ιδεαλισμού αποδεικνύεται συμβατική και τεχνητά όταν διαπιστώνουμε σε πάρα πολλές περιπτώσεις ότι ο ένας εμπεριέχεται στον άλλο.
Άλλωστε συστήματα σκέψης και πολίτικης με αντίθετη δομή συχνά συναπαντώνται.
Διασκεδαστική η ομοιότης των πιο κάτω.
Andre Bazin στους κινηματογραφιστές: ‘’Παρατηρείτε τον κόσμο και καταγράφετε έντιμα’’.
Έρμης Τρισμέγιστος στους καλλιτέχνες των Ιερογλυφικών: «Παρατηρείτε το Σύμπαν και καταγράφετε».
Και δεν προχωρώ γιατί θα προκύψουν ενδιαφέρουσες ομοιότητες μεταξύ υλιστών και θεοκρατών.
Ενδεικτικά άλλωστε στην περιοχή των εικαστικών τεχνών η περίπτωση του έργου του PIET MONDRIAN, 1872-1944, έργου βασισμένου πάνω σε καθαρά μεταφυσικά αντίληψη του κόσμου πού έγινε αφετηρία για τα διαμόρφωση δημιουργιών πάνω σε καθαρά «επιστημονική» βάση· (η περίπτωση του Vásárhelyi Győző - προφέρεται Βάσαρχεγκι- 1906 – 1997- , Σόφερ κ.ά.).
Ή τέχνη του κινηματογράφου θα πρέπει να βρει την ελευθερία που οι εικαστικές τέχνες κατάφεραν να βρουν στην αρχή του 20ου αίώνα μας.
Είναι η τέχνη με το περισσότερο βεβαρημένο μητρώο στην ιστορία του πολιτισμού. Ευθύνεται για την αποβλάκωση στην οποία οδήγησε μεγάλο μέρος των μαζών.
Tο τέλος της φιλολογικής του περιόδου θα οδηγήσει σε νέες αναζητήσεις κι ανακατατάξεις των εκφραστικών του μέσων, προτάσεων για νέους τρόπους επαφής και το πέρασμά μας έξω απ’ το χώρο της«ευεργετικής αυταπάτης» όπως τον όρισε ή σύγχρονη ψυχολογία.
’Ήδη ή διαδικασία άρχισε.
Και σαν συνέχεια αυτής της γενικής εισαγωγής μένει να δούμε mo ειδικά το φιλμ καθαυτό στις προεκτάσεις που έχει πάρει και τη δυνατότητα μιας νέας διάστασής του.
Οι κατά καιρούς προτάσεις του Νέου Κινηματογράφου (συμπεριλαμβανομένου και του «αντεργκράουντ») έγιναν με άλλα μέσα, αλλά οι αφετηριακές αρχές της παλιάς κινηματογραφικής γραμματικής έμμεσα διατηρήθηκαν.
Ή πρωτοπορία, ο «αντεργκράουντ» κύρια, παρά την προσπάθεια για καινούργια έκφραση και την κατάργηση της παλιάς κινηματογραφικής γραμματικής, στο βάθος μένει πιστή στο σύνολό της στα εκφραστικά μέσα τού ακαδημαϊκού κινηματογράφου· είναι η άλλη άψη του νομίσματος, δεν είναι άλλο νόμισμα.
Συντηρήθηκαν οι ίδιες συνθετικές κι αισθητικές αξίες κάτω από διαφορετική μορφή. Ή πρωτοπορία βασικά συντήρησε το θέαμα.
Ο «αντεργκράουντ» εξάλλου, όταν δεν άντλησε από ένα είδος επιφανειακού συμβολισμού, έγινε οπτικό παιχνίδι ή ένα είδος «πληροφόρησης» διά μέσου των εικόνων.
Ή τελευταία περίπτωση παρά την πρόθεσή της να είναι «χρήσιμη» ελάχιστα προσφέρει γιατί αγνοεί την παθητικότητα του ανθρωπίνου υλικού στο όποιο η πληροφορία αφήνει αδιάφορο ένα παθητικό αποδέκτη.
Μένει αυτό πού είναι: πληροφορία.
Ό μόνος ίσως τρόπος πού αυτή η άποψη θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή έγκειται στο να καθοριστεί ο ρόλος του κινηματογραφιστή πάνω σε ένα υλικό ακατέργαστων εικόνων και του ορθότερου τρόπου μεταβίβασής του στο θεατή.
Ό «Αντεργκράουντ» γενικά υπήρξε ένα είδος αντανάκλασης των εικαστικών τεχνών κι όχι οργανική εξέλιξη στον τομέα της κινηματογραφικής φόρμας.
Αυτό έγινε και παλιότερα όταν ο κινηματογράφος δέχτηκε την επίδραση του σουρεαλιστικού κινήματος και της αφηρημένης τέχνης με τή διαφορά ότι ο «αντεργκράουντ» δέχτηκε επιπλέον όλα τα νεώτερα ρεύματα όπως της«ποπ-άρτ» για παράδειγμα.
Φυσικά είναι πολύ να μιλάμε για ανανέωση κινηματογραφικού χώρου, το περιεχόμενο τού κάδρου παράμεινε ουσιαστικά αμετάβλητο.
Το κίνημα με ελάχιστες εξαιρέσεις (e.g ‘Stan Brakhage) έχει μάλλον «ηθική» σημασία.
Σύμφωνα με κάποιους θεωρητικούς τού σύγχρονου κινηματογράφου (Μαρσέλ Μαρτέν): ‘’γινόμαστε μάρτυρες της αποκατάστασης της πλαστικής αξίας της εικόνας, σε βάρος των δυνατοτήτων της σαν νοητικού μέσου, πράγμα πού μας απαλλάσσει απ’ τα τεχνάσματα της δραματοποίησης’’ .
Κατ’ αρχήν φαινομενικά διέκοψαν κάθε δεσμό με την παραδοσιακή δραματουργία, γιατί συντήρησαν τον πυρήνα της δραματικής σύγκρουσης έμμεσα.
Κι ή δεύτερη αντίρρηση είναι ότι η εικόνα απ’ τη στιγμή πού γίνεται καθαυτή μέσο (στη μορφή πού γίνεται), καταλήγει να λειτουργεί με τη σειρά της σαν τέχνασμα.
Επιβάλλει κι αυτή την ‘’ιδεολογία’’ της με τον ίδιο τρόπο πού την επέβαλαν τα σύμβολα, τού παραδοσιακού κινηματογράφου: ένα είδος βίαιης επιβολής του αντικειμένου.
(…..) Ή φόρμα στην παλιά και καινούργια μορφή της μας εγκλωβίζει σ ένα είδος πλαστογράφησης του κόσμου· κάτι πού απομακρύνει απ’ την ελεύθερη εκλογή, είναι ένα είδος αισθητικού καταναγκασμού, ένα είδος ολοκληρωτισμού διαμέσου της τέχνης.
(…..) Συμπερασματικά βλέπουμε ότι κρίνεται αναγκαία η αναδιάταξη του κινηματογραφικού υλικού πάνω σε νέα βάση. Βρισκόμαστε στο σημείο που βρέθηκε η ζωγραφική, όταν κατάργησε την προοπτική της Αναγέννησης που κατά την άποψή της δημιουργούσε πλαστό χώρο.
(…..) To πρόβλημα, για να υπάρξει πραγματικά νέος κινηματογράφος, είναι εκείνο της νέας διατύπωσης· της αναζήτησης της νέας οπτικής κι ακουστικής τάξης που θ' ακολουθεί την απλότητα της διαδικασίας της γραφής και της εικόνας που θα φτάσει στη μέγιστη οπτικά ουδετερότητα.Φτάσαμε στα σημείο, όπου δημιουργία, στον κινηματογράφο θα σημαίνει υπέρβασή του.
Το πέρασμα απ’ τον «κινηματογράφο» στην «κινούμενη εικόνα» και στο σημείο απαλλαγής απ’ την ιδιότητα του σκηνοθέτη, με όλες τις ύποπτες της προεκτάσεις.
Το μέλλον αποφασίζει
πάντα για τα προκαθορισμένα.
Πολλά εξαρτώνται από μας, ωστόσο, για την ποιοτική δομή της τέχνης που ονομάστηκε ‘’έβδομη’’.
ΠΗΓΗ
ΔΡΑΓΩΝΑΣ, Γιάννης, ‘’Το Παλιό και το Νέο’’, περ. Φιλμ, περιοδική έκδοση ανάλυσης και θεώρησης του Κινηματογράφου, τομ.Α΄, τευχ.1, σσ.127-138, άνοιξη 1974. Available at: < http://cinemalab.eu.org/images/pdf/01film.pdf#page=127 >. Date accessed: 18 May. 2021.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου