(BY MARIA POPOVA)[i]
<<Η
αφοβία είναι εκείνο που αναζητά την αγάπη ... Η ατρόμητη αγάπη υπάρχει μόνο
στην πλήρη ηρεμία που δεν μπορεί πλέον να κλονιστεί από τα γεγονότα που αναμένονται
από το μέλλον ... εξ ου και η μόνη βάσιμη ένταση είναι «το παρόν», το «τώρα»>>.
"Αγάπα, αλλά πρόσεξε αυτό που αγαπάς",
έγραψε ο Ρωμαίο-Αφρικανός φιλόσοφος, ο Άγιος Αυγουστίνος, τα τελευταία χρόνια
του τέταρτου αιώνα.
Είμαστε, κατά
μια ουσιώδη έννοια, αυτό που αγαπάμε -
γινόμαστε αυτό που μας απορροφά, «υποκινούσαμε» από τις μυριάδες μας
συνειδητές και ασυνείδητες επιθυμίες, «αγωνίες», και «τυποποιημένες» επιθυμίες.
Και όμως,
υπάρχει κάτι βαθιά παράδοξο σε μια τέτοια έκκληση να προσφύγουμε στον «ορθό λόγο»,
στην αντίληψη ότι μπορούμε να διάγουμε βίο με σύνεση σε θέματα αγάπης - να
αγαπάμε είναι να αναγνωρίζουμε «τον στενό μανδύα» του παράλογου, στον οποίο που
γλιστράει ακόμα και το πιο πειθαρχημένο μυαλό, όταν η καρδιά αναλαμβάνει τα
ηνία με την υπέροχη απροσεξία της.
Πώς να δώσει κανείς την προσοχή του στην προειδοποίηση του Αυγουστίνου, όχι με τυφλή υποταγή, αλλά με την καλύτερη κατανόηση της εμπειρίας της αγάπης, είναι αυτό που η Hannah Arendt (1906-1975) διερευνά στο λιγότερο γνωστό αλλά με πολλούς τρόπους το πιο όμορφο έργο της , «Η Αγάπη και ο Άγιος Αυγουστίνος»[ii].
Hannah Arendt |
Το πρώτο χειρόγραφο
«βιβλίου μεγάλου μήκους» μα και το τελευταίο που θα δημοσιευθεί στα αγγλικά,
μεταφέρθηκαν μεταθανάτια από τα χειρόγραφά της από την πολιτικό επιστήμονα
Joanna Vecchiarrelli Scott και την φιλόσοφο Judith Chelius Stark.
Για μισό αιώνα αφότου το έγραψε, ως την διδακτορική της διατριβή το 1929, — μια εποχή όπου αυτή η «απόστολος της λογικής», θα γινόταν ένα από τα πιο οξυδερκή και ψυχρά αναλυτικά μυαλά του εικοστού αιώνα, και θα συνέθετε τα φλογερά ερωτικά της γράμματα στον Μάρτιν Χάιντεγκερ — η Arendt αναθεώρησε με εμμονή και σχολίασε το χειρόγραφο της.
Joanna Vecchiarrelli |
Στο υπόλοιπο βιβλίο, Love and Saint Augustine, η Arendt συνεχίζει να εξετάζει την ιεράρχηση της αγάπης του Άγιου Αυγουστίνου, την ψυχολογική δομή της επιθυμίας, τους κινδύνους της προσμονής και τα δομικά στοιχεία αυτής της «Aγάπης για τον Kόσμο», της τόσο ζωτικής σημασίας για μια αρμονική ζωή και μια αρμονική κοινωνία. Κάτι που οφείλουμε να συνδυάσουμε με την άποψη εκ μέρους της Elizabeth Barrett Browning[iii] σχετικά με την «ευτυχία ως ηθική υποχρέωση» σε αντιπαραβολή με την σκέψη της Arendt για τη δράση και την επιδίωξη της ευτυχίας.
Ενάντια στο κριτήριο του Ι. Αυγουστίνου, έφτασε
να «ακονίσει» τις βασικές φιλοσοφικές ιδέες της - κυρίως την ενοχλητική
αποσύνδεση που είδε μεταξύ φιλοσοφίας και πολιτικής, όπως αποδεικνύεται από την
άνοδο ιδεολογιών όπως ο Ολοκληρωτισμός[iv],
τις απαρχές των οποίων εξέτασε τόσο αξιομνημόνευτα και με αποφασιστικότητα.
Ήταν από τον
Αυγουστίνο δανείστηκε τη φράση «amor mundi» — «αγάπη για τον κόσμο» — που θα
γινόταν καθοριστικό χαρακτηριστικό της φιλοσοφίας της.
Judith Chelius Stark |
Διακατεχόμενη από ερωτήσεις[v] σχετικά με το γιατί υποκύπτουμε και κανονικοποιούμε το Κακό, η Hannah Arendt αναγνώρισε ως τη ρίζα της Τυραννίας την πράξη του να γίνονται όλα τ’ άλλα ανθρώπινα όντα «αποστασιοποιημένα μεταξύ τους».
Μια δεκαετία
αφότου η Arendt καθιερώθηκε ως μια τρομερή στοχαστής με τη διεισδυτική έρευνά
της για το πώς οι ολοκληρωτικοί τύραννοι «κρατούν» έναν λαό, γράφει: <<Η ουσία της ολοκληρωτικής διακυβέρνησης,
και ίσως η φύση κάθε γραφειοκρατίας, είναι να φτιάχνει από ανθρώπους διαχειριστές
και απλά γρανάζια στον διοικητικό μηχανισμό, και έτσι να τους
‘’απανθρωποποιεί’’>>.
Ξανά και
ξανά, επέστρεφε στον Ι. Αυγουστίνο για το αντίδοτο: την Aγάπη.
Όμως, ενώ
αυτή η αρχαία έννοια της ''Αγάπης του Πλησίον'', που θα έδινε έμπνευση στον Μάρτιν
Λούθερ Κινγκ, ήταν κεντρική στη φιλοσοφική ανήσυχη σκέψη της Arendt και στο
ενδιαφέρον της για τον Αυγουστίνο, η πολιτική σημασία της είναι αδιαχώριστη από
τη βαθύτερη πηγή της αγάπης: την Προσωπική.
Παρά την πολιτική και φιλοσοφική σοφία που
αντλεί από αυτό, οι «Εξομολογήσεις» του Αυγουστίνου εμψυχώνονται από την
εμπειρία του «προσωπικής αγάπης» — εκείνης της αιώνιας δύναμης που κυβερνά τον
Ήλιο και τη Σελήνη και τα αστέρια της εσωτερικής μας ζωής, που αντανακλάται και
κωδικοποιείται στο τις πολιτιστικές και κοινωνικές μας δομές.
Λαμβάνοντας
υπόψη την αντίληψη του Αυγουστίνου για την αγάπη ως ένα «είδος λαχτάρας-σφοδρής
επιθυμίας» - το λατινικό «appetitus», από το οποίο προέρχεται η λέξη όρεξη -
και τον ισχυρισμό του ότι «το να αγαπάς δεν είναι πράγματι τίποτα άλλο από το
να ποθείς κάτι για αυτόν και μόνο τον πόθο », η Arendt θεωρεί ότι αυτή η
κατευθυντική επιθυμία μας ωθεί στην αγάπη:
<<Κάθε
λαχτάρα είναι συνδεδεμένη με ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, και χρειάζεται αυτό
το αντικείμενο για να πυροδοτήσει την ίδια τη λαχτάρα, δίνοντας έτσι έναν στόχο
για αυτήν. Η λαχτάρα καθορίζεται από το σίγουρα δεδομένο πράγμα που επιδιώκει, όπως μια
κίνηση ορίζεται από τον στόχο προς τον οποίο κινείται.
Διότι, όπως
γράφει ο Αυγουστίνος, η αγάπη είναι «ένα είδος κίνησης και όλη η κίνηση είναι
προς κάτι». Αυτό που καθορίζει την κίνηση της επιθυμίας είναι πάντα προηγουμένως δεδομένο. Η λαχτάρα μας στοχεύει σε έναν κόσμο που γνωρίζουμε, δεν ανακαλύπτει τίποτα
καινούργιο. Αυτό που ξέρουμε και επιθυμούμε είναι ένα «καλό», διαφορετικά δεν
θα το αναζητούσαμε για χάρη του.
Όλα τα αγαθά
που επιθυμούμε στην αναζήτηση αγάπης μας είναι ανεξάρτητα αντικείμενα, άσχετα
με άλλα αντικείμενα. Καθένα από αυτά δεν αντιπροσωπεύει τίποτε άλλο παρά αυτό τo
«μεμονωμένο αγαθό». Το χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτού του αγαθού που επιθυμούμε
είναι ότι δεν το έχουμε. Μόλις έχουμε το αντικείμενο, η επιθυμία μας τελειώνει,
εκτός κι αν απειληθούμε με την απώλειά του.
Σε αυτή την
περίπτωση «η επιθυμία να έχεις» μετατρέπεται σε «φόβο απώλειας».
Ως αναζήτηση για το συγκεκριμένο καλό και όχι για πράγματα τυχαία, η επιθυμία είναι ένας συνδυασμός «στόχευσης» και «αναφοράς στο». Αναφέρεται στο άτομο που γνωρίζει το καλό και το κακό του κόσμου και επιδιώκει να ζει ευτυχισμένος.
Είναι επειδή γνωρίζουμε την ευτυχία, ότι
θέλουμε να είμαστε ευτυχισμένοι, και αφού τίποτα δεν είναι πιο σίγουρο από το
να θέλουμε να είμαστε ευτυχισμένοι, η έννοια της Ευτυχίας μας καθοδηγεί στον
προσδιορισμό των αντίστοιχων αγαθών που στη συνέχεια έγιναν αντικείμενα των
επιθυμιών μας.
Η λαχτάρα, ή
η αγάπη, είναι η δυνατότητα του ανθρώπου να αποκτήσει το Αγαθό που θα τον κάνει
ευτυχισμένο, δηλαδή ν’ αποκτήσει αυτό που είναι περισσότερο δικό του>>.
Αυτός είναι ο
λόγος για τον οποίο μια γενναιόδωρη και χωρίς τάση για ιδιοκτησία αγάπη - μια
αγάπη αμείωτη από την αποτυχία να επιτύχει το αγαθό το οποίο ποθεί - μπορεί να
φαίνεται σαν ένα κατόρθωμα τίποτα λιγότερο από υπεράνθρωπο.
Wystan Hugh Auden |
Αλλά μια
αγάπη που βασίζεται στην κατοχή, προειδοποιεί η Arendt, αναπόφευκτα
μετατρέπεται σε φόβο - ο φόβος της απώλειας αυτού που αποκτήθηκε.
Δύο χιλιετίες αφότου ο Επίκτητος (The Discourses of Epictetus[vii]:
μια σειρά αποσπασμάτων των διδασκαλιών του στωικού φιλοσόφου που γράφτηκε από
τον Αρριανό γύρω στο 108 μ.Χ.) προσέφερε τη θεραπεία για την απογοήτευση στην
αποδοχή, ότι όλα τα πράγματα είναι φθαρτά και επομένως ακόμη και η αγάπη πρέπει
να να κρατηθεί με τα πλαδαρά δάχτυλα της ‘’μη προσκόλλησης’’, η Arendt
σημειώνει το χρέος του Αυγουστίνου προς τους Στωικούς και γράφει:
<<Εφόσον
επιθυμούμε πρόσκαιρα πράγματα, βρισκόμαστε συνεχώς κάτω από αυτήν την απειλή,
και ο «φόβος της απώλειας» αντιστοιχεί πάντα στην επιθυμία μας να έχουμε.
«Τα πρόσκαιρα αγαθά προέρχονται και χάνονται ανεξάρτητα από τον άνθρωπο, ο
οποίος είναι δεμένος μαζί τους από την επιθυμία του. Συνεχώς δεμένοι από
λαχτάρα και φόβο σε ένα μέλλον γεμάτο αβεβαιότητες, αφαιρούμε κάθε παρούσα
στιγμή από την ηρεμία της, την εγγενή της σημασία, την οποία δεν μπορούμε να
απολαύσουμε. Και έτσι, το μέλλον καταστρέφει το παρόν>>.
Μισό αιώνα
αφότου ο Τολστόι[viii]
προειδοποίησε ότι «η μελλοντική αγάπη δεν υπάρχει, [γιατί] η αγάπη είναι μόνο
μια παρούσα δραστηριότητα», προσθέτει η Arendt:
<<Το παρόν δεν καθορίζεται από το μέλλον καθαυτό… αλλά από ορισμένα
γεγονότα που ελπίζουμε ή φοβόμαστε από το μέλλον, και τα οποία κατά συνέπεια
ποθούμε και επιδιώκουμε, υπεκφεύγουμε ή και αποφεύγουμε.
Η ευτυχία συνίσταται
στην κατοχή, στο να έχουμε και να κρατάμε το καλό μας, και ακόμη περισσότερο
στο να είμαστε σίγουροι ότι δεν θα το χάσουμε. Η θλίψη συνίσταται στο να έχουμε χάσει το καλό μας και να υπομένουμε αυτήν την
απώλεια. Ωστόσο, για τον Αυγουστίνο «η ευτυχία του να έχεις» δεν
αντιπαραβάλλεται με τη λύπη αλλά από τον φόβο της απώλειας. Το πρόβλημα με την
ανθρώπινη ευτυχία είναι ότι κατακλύζεται συνεχώς από φόβο. Δεν διακυβεύεται η
έλλειψη κατοχής αλλά η ασφάλεια της κατοχής>>.
Ο θάνατος,
φυσικά, είναι η τελική απώλεια —της αγάπης αλλά και της ζωής— και επομένως το
απόλυτο αντικείμενο του «τρόμου που προσανατολίζεται στο μέλλον». Και όμως αυτή
η απόδραση από την παρουσία μέσω της πύλης του άγχους - ίσως η πιο κοινή
ασθένεια στην οποία είναι ευαίσθητα τα ανθρώπινα όντα - είναι από μόνη της ένας
ζωντανός θάνατος.
Η Arendt
γράφει:
<<Στην κατάσταση
του φόβου του θανάτου, όσοι ζουν την ίδια τη ζωή φοβούνται , μια ζωή που είναι
καταδικασμένη να πεθάνει… Ο τρόπος με τον οποίο η ζωή γνωρίζει και
αντιλαμβάνεται τον εαυτό της είναι η αγωνιώδης ανησυχία. Έτσι το αντικείμενο
του φόβου γίνεται ο ίδιος ο φόβος. Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι δεν υπάρχει τίποτα
να φοβηθούμε, ότι ο Θάνατος δεν είναι Κακό, το γεγονός του φόβου (ότι όλα τα
ζωντανά πράγματα αποφεύγουν τον θάνατο) παραμένει>>.
Σε αυτό το
φόντο του αρνητικού χώρου, η Arendt δίνει τη μορφή του απόλυτου αντικειμένου
της αγάπης σύμφωνα με τον Αυγουστίνο:
<<Η
αφοβία είναι αυτό που αναζητά η Αγάπη. Η Αγάπη ως λαχτάρα καθορίζεται από τον
στόχο της, και αυτός ο στόχος είναι η ελευθερία από τον φόβο>>.
Σε ένα
συναίσθημα που φωτίζει τον κεντρικό μηχανισμό με τον οποίο η απογοήτευση
τροφοδοτεί την (προσωρινή) ικανοποίηση στη ρομαντική αγάπη, προσθέτει:
<<Μια
αγάπη που αναζητά οτιδήποτε ασφαλές και αναλώσιμο στη γη είναι συνεχώς
απογοητευμένη, γιατί όλα είναι καταδικασμένα να πεθάνουν. Σε αυτή την
απογοήτευση η αγάπη «γυρίζει προς την αντίθετη κατεύθυνση», και το αντικείμενο
της γίνεται άρνηση, έτσι ώστε τίποτα δεν είναι επιθυμητό εκτός από την
ελευθερία από τον φόβο. Τέτοια αφοβία υπάρχει μόνο στην απόλυτη ηρεμία που δεν
μπορεί πλέον να κλονιστεί από γεγονότα που αναμένονται για το μέλλον>>.
Εάν η
παρουσία - η αφαίρεση της προσδοκίας - είναι προϋπόθεση για μια αληθινή
εμπειρία αγάπης, τότε ο Χρόνος είναι η στοιχειώδης υποδομή της αγάπης.
Σχεδόν μισό αιώνα αργότερα, όντας η πρώτη
γυναίκα που μίλησε στο διάσημο ''Gifford Lectures'' στα 85 χρόνια ιστορίας της σειράς,
η Arendt θα έκανε αυτή την έννοια του Χρόνου ως Tόπου
του σκεπτόμενου Eγώ μας στο επίκεντρο της «διάλεξης ορόσημο», The Life of the Mind[ix].
Τώρα, παραθέτοντας τα γραπτά του Αυγουστίνου, θεωρεί το παράδοξο της αγάπης
πέρα από το Xρόνο, για πλάσματα τόσο πρόσκαιρα όσο εμείς:
<<Ακόμα κι αν τα πράγματα κρατήσουν, η ανθρώπινη ζωή δεν
διαρκεί. Τα χάνουμε καθημερινά. Καθώς ζούμε, τα χρόνια περνούν από μέσα μας και
μας φθείρουν (μας στραγγίζουν) στο τίποτα. Φαίνεται ότι μόνο το παρόν είναι
πραγματικό, γιατί «τα πράγματα που έχουν υπάρξει έχουν περάσει και τα επόμενα
δεν είναι ακόμη». Αλλά πώς μπορεί το παρόν (που δεν μπορώ να το μετρήσω) να
είναι πραγματικό αφού δεν έχει «χώρο»; Η ζωή πάντα, είτε δεν υπάρχει πια, είτε είναι
όχι ακόμα.
Όπως ο
χρόνος, η ζωή «προέρχεται από «αυτό που δεν είναι ακόμη», περνά μέσα από «ό,τι
είναι χωρίς χώρο» και εξαφανίζεται σε «αυτό που δεν είναι πια».
Μπορεί να πει
κανείς ότι η ζωή υπάρχει; Ωστόσο, το γεγονός είναι ένα, ότι ο άνθρωπος μετράει
τον χρόνο. Ίσως ο άνθρωπος διαθέτει έναν «χώρο», όπου ο Χρόνος μπορεί να
διατηρηθεί αρκετά ώστε να μετρηθεί, και αυτός ο «Χώρος», που ο άνθρωπος κουβαλά
μαζί του, δεν θα υπερέβαινε τα όρια τόσο της ζωής όσο και τον χρόνου; Ο Χρόνος
υπάρχει μόνο στο βαθμό που μπορεί να μετρηθεί, και το μέτρο με το οποίο τον
μετράμε είναι ο Χώρος>>.
Για τον Ι. Αυγουστίνο, σημειώνει η Arendt, η μνήμη είναι ο χώρος στον οποίο ο χρόνος μετράται και αποθηκεύεται προσωρινά: <<Η μνήμη, η αποθήκη του χρόνου, είναι η παρουσία του «όχι πια» (iam non), όπως η προσδοκία είναι η παρουσία του «όχι ακόμα» (nondum). Επομένως, δεν μετρώ αυτό που δεν υπάρχει πια, αλλά κάτι στη μνήμη μου που μένει σταθερό σε αυτό. Μόνο με την ανάκληση του παρελθόντος και του μέλλοντος στο παρόν της μνήμης και της προσδοκίας υπάρχει χρόνος. Ως εκ τούτου, ο μόνος έγκυρος χρόνος είναι ο ενεστώτας, το Τώρα>>. Ένα από τα σημαντικότερα θέματα που εξερευνώ στο βιβλίο[x] μου «Figuring» είναι αυτό το ζήτημα της προσωρινότητας ακόμη και των πιο πλούσιας από τις εμπειρίες μας. «Η ένωση δύο φύσεων για ένα διάστημα, είναι τόσο μεγαλειώδης», έγραψε η Margaret Fuller[xi] (Τα Γράμματα της Margaret Fuller, Νο. 701) — μια από τις βασικές φιγούρες στο «Figuring» —.
Πρέπει να απελπιζόμαστε ή να χαιρόμαστε για το γεγονός ότι ακόμη και οι μεγαλύτερες αγάπες υπάρχουν μόνο «για λίγο»; Οι χρονικές κλίμακες είναι ελαστικές, συστέλλονται και διαστέλλονται με το βάθος και το μέγεθος κάθε αγάπης, αλλά είναι πάντα πεπερασμένες — σαν βιβλία, σαν τις ζωές, σαν το ίδιο το σύμπαν.
Ο θρίαμβος
της αγάπης βρίσκεται στο θάρρος και την ακεραιότητα με την οποία κατοικούμε
«την υπερβατική παροδικότητα» που δένει δύο ανθρώπους για τη στιγμή που τους
δένει, πριν αφεθούν ελεύθεροι με το ίδιο θάρρος και ακεραιότητα.
Margaret Fuller |
Η Arendt
εντοπίζει αυτό το θεμελιώδες γεγονός της καρδιάς στα γραπτά του Αυγουστίνου.
Ένας αιώνας
αφότου ο Κίρκεγκορ» υποστήριξε ότι «η
στιγμή δεν είναι ΟΝΤΩΣ ένα άτομο του χρόνου, αλλά ένα άτομο της αιωνιότητας»,
παρατηρεί η Arendt:
<<Το
Τώρα είναι αυτό που μετράει τον χρόνο προς τα πίσω και προς τα εμπρός, γιατί το
Τώρα, αυστηρά μιλώντας, δεν είναι χρόνος αλλά «εκτός χρόνου». Στο Τώρα, το
Παρελθόν και το Μέλλον συναντώνται. Για μια φευγαλέα στιγμή είναι ταυτόχρονα,
ώστε να μπορούν να αποθηκευτούν από τη μνήμη, η οποία θυμάται πράγματα του
παρελθόντος και κρατά την προσδοκία των πραγμάτων που θα έρθουν. Για μια
φευγαλέα στιγμή («το προσωρινό Τώρα») είναι σαν να σταματά ο χρόνος, και είναι
αυτό το Τώρα που γίνεται το μοντέλο της αιωνιότητας του I.Αυγουστίνου>>.
Ο ίδιος ο I.Αυγουστίνος
συλλαμβάνει αυτή την «υπερβατική προσωρινότητα»:
<<Ποιος
θα κρατήσει, άραγε, [την καρδιά] και θα τη φτιάξει, ώστε να μείνει ακίνητη για
λίγο και να πιάσει για μια στιγμή το μεγαλείο της αιωνιότητας που μένει ακίνητο
για πάντα, και ποιος θα το συγκρίνει με τις πρόσκαιρες στιγμές που δεν μένουν
ποτέ ακίνητες, και ποιος θα δει ότι είναι ασύγκριτο…, αλλά ότι όλα αυτά όσο
είναι στο αιώνιο, τίποτα δεν περνά, αλλά το «όλο» είναι το παρόν;>>
Η Arendt
αναλύει την καρδιά του παραδόξου:
<<Αυτό
που εμποδίζει τον άνθρωπο να «ζήσει» στο διαχρονικό παρόν είναι η ίδια η ζωή,
που ποτέ δεν «στέκεται ακίνητη». Το καλό για το οποίο ποθεί η αγάπη, βρίσκεται
πέρα από κάθε απλή επιθυμία. Αν ήταν απλώς θέμα επιθυμίας, όλες οι επιθυμίες
θα κατέληγαν σε φόβο. Και αφού ό,τι αντιμετωπίζει τη ζωή από έξω ως αντικείμενο
της λαχτάρας της, αναζητείται για χάρη της ζωής (μια ζωή που πρόκειται να
χάσουμε), το απόλυτο αντικείμενο όλων των επιθυμιών, είναι η ίδια η ζωή. Η ζωή
είναι το καλό που πρέπει να αναζητήσουμε, δηλαδή η αληθινή ζωή>>.
Επιστρέφει
στην «επιθυμία», που ταυτόχρονα μας βγάζει από τη ζωή και μας βυθίζει σε αυτήν:
<<Η
επιθυμία μεσολαβεί μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, και εκμηδενίζει την
μεταξύ τους απόσταση μετατρέποντας το υποκείμενο σε εραστή και το αντικείμενο
σε αγαπημένο. Γιατί ο εραστής δεν απομονώνεται ποτέ από αυτό που αγαπά. του
ανήκει… Εφόσον ο άνθρωπος δεν είναι «αυτάρκης» και επομένως επιθυμεί πάντα κάτι
έξω από τον εαυτό του, το ερώτημα ποιος είναι μπορεί να λυθεί μόνο από το αντικείμενο
του πόθου του και όχι, όπως νόμιζαν οι Στωικοί, με την καταστολή της παρόρμησης
της ίδιας της επιθυμίας :«Τέτοιος είναι ο καθένας, όπως είναι η αγάπη του»
[έγραψε ο Αυγουστίνος].
Αυστηρά
μιλώντας, αυτός που δεν αγαπά και δεν επιθυμεί καθόλου, είναι «ο Κανένας».
[…]
Ο άνθρωπος ως
τέτοιος, η ουσία του, δεν μπορεί να οριστεί γιατί πάντα επιθυμεί να ανήκει σε
κάτι έξω από τον εαυτό του και αναλόγως αλλάζει… Αν μπορούσε να πει κανείς ότι
έχει μια ουσιαστική φύση, θα ήταν η έλλειψη αυτάρκειας. Ως εκ τούτου, οδηγείται
να ξεφύγει από την απομόνωσή του μέσω της Αγάπης… για την ευτυχία, που είναι η
αντιστροφή της απομόνωσης, απαιτούνται περισσότερα από το απλό ‘’Ανήκειν’’.
Η ευτυχία
επιτυγχάνεται μόνο όταν ο αγαπημένος γίνεται μόνιμα εγγενές στοιχείο της
ύπαρξής του>>.
Είναι
εκπληκτικό να ανιχνεύσουμε τη διαδοχή αυτών των ιδεών στον νου της Arendt.
Δεκαετίες μετά το διδακτορικό της (1929), θα συνέθετε την κορυφαία σε επίδραση πραγματεία της σχετικά με το πώς οι Τύραννοι χρησιμοποιούν την απομόνωση ως όπλο καταπίεσης — Ο ολοκληρωτισμός, με άλλα λόγια, δεν είναι μόνο η άρνηση της αγάπης αλλά μια επίθεση στην ουσία των ανθρώπων (Arendt, Hannah. The Origins of Totalitarianism. London: Penguin, 2017).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[i] Popova, M.
(2019, August 20). Hannah Arendt on love and how to live with the fundamental fear of loss. The Marginalian.
Retrieved January 7, 2022, from https://www.themarginalian.org/2019/02/25/love-and-saint-augustine-hannah-arendt
/
[ii] See.
https://www.worldcat.org/title/love-and-saint-augustine/oclc/751550545&referer=brief_results
[iii] Letters of Robert Browning and Elizabeth Barrett Barrett 1845–1846, 2
vol., ed Robert W. Barrett Browning. London: Smith, Elder & Co.
[v] Hannah Arendt , Eichmann in
Jerusalem: A Report on the Banality of Evil, https://www.amazon.co.uk/dp/0143039881?linkCode=gs2&tag=braipick-21
[vi] See.THE MORE LOVING ONE by W.H.
Auden, From Homage to Clio, published by Random House. Copyright © 1960 W. H.
Auden, renewed by the Estate of W. H. Auden.
Looking up at the stars, I know quite well
That, for all they care, I can go to hell,
But on earth indifference is the least
We have to dread from man or beast.
How should we like it were stars to burn
With a passion for us we could not return?
If equal affection cannot be,
Let the more loving one be me.
Admirer as I think I am
Of stars that do not give a damn,
I cannot, now I see them, say
I missed one terribly all day.
Were all stars to disappear or die,
I should learn to look at an empty sky
And feel its total dark sublime,
Though this might take me a little time.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου