Κάθε πόλεμος ξεκινάει σαν ένας, αλλά μετατρέπεται σε δύο: «αυτόν που πολεμάνε οι στρατιώτες και αυτόν που παρακολουθούν οι πολίτες». «Η πρώτη απώλεια του πολέμου είναι η αλήθεια» είπε ένας Αμερικάνος γερουσιαστής το 1917, αλλά είχε δίκιο μόνο εν μέρει.
Η απεικόνιση του ανθρώπινου πόνου κατά τη διάρκεια του πολέμου προορίζεται σε μεγάλο βαθμό για αντιπολεμικές εκστρατείες.
Η προπαγάνδα κατά τη διάρκεια του πολέμου πραγματοποιείται συνήθως σε συνδυασμό με μια ολοκληρωμένη προσπάθεια λογοκρισίας της αντίθετης γνώμης.
Στην πραγματικότητα, οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν την αλήθεια όταν εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους. Την αμφισημία θεωρούν απαράδεκτη.
Ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος, ‘’ο δίκαιος πόλεμος’’, δεν αποτέλεσε εξαίρεση.
Κινητοποιήθηκε μια προσπάθεια να φανεί ένας μακρινός πόλεμος πιο αληθινός σε όλους όσοι προορίζονταν να προμηθεύσουν υλικό και πολιτική υποστήριξη, που ήταν αναγκαία για τη νίκη. Ο πόλεμος ενστάλαξε τις ιδιωτικές ζωές με ένα αίσθημα κοινού σκοπού.
Οι πιο πολλοί Αμερικάνοι βλέπουν μέχρι και σήμερα τον πόλεμο αυτόν σαν μια από τις λίγες περιπτώσεις όπου μπόρεσαν να δουν ξεκάθαρα τη διαφορά μεταξύ καλού και κακού, μια εμπειρία που τους ένωσε σε μια προσπάθεια προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και σαν μια επιτυχία ηθικής υπεροχής.
Όσο απαραίτητο είναι να παρουσιάζεται κάθε πόλεμος σαν πόλεμος άμυνας εναντίον ενός απειλητικού, δολοφονικού εχθρού, τόσο πρέπει να αποκρύπτονται οι φρικαλεότητες του μετώπου, και οι προσπάθειες της κυβέρνησης πρέπει να φαίνονται ηρωικές και χωρίς αμφιταλαντεύσεις. Οι ενέργειες του εγχώριου στρατού πρέπει να είναι άσπιλες, καθαρές, δίκαιες.
Εκτός από την ωραιοποίηση των Αμερικάνων στρατιωτών και την δαιμονοποίηση των αντιπάλων, οι αμερικάνικες αρχές στόχευσαν να αποκρύψουν φρικιαστικές εικόνες από τα μάτια των πολιτών. Πίστευαν πως η πλήρης διαφάνεια θα αποθάρρυνε τους αμάχους και θα τους έκανε να εγκαταλείψουν την ελπίδα και να επιθυμήσουν συνθηκολόγηση αντί να υποστηρίξουν τον στρατό τους.
Με το που η Αμερική ενεπλάκη στη διαμάχη, οι μηχανισμοί προπαγάνδας που χρησιμοποιήθηκαν στον 1ο Παγκόσμιο ανασύρθηκαν με την ίδια ευκολία που οι Αμερικάνοι πολίτες έμαθαν να μισούν τους ιαπωνικής καταγωγής συμπατριώτες τους μετά την επίθεση της Ιαπωνίας στο Περλ Χάρμπορ.
Στην ταινία Action at Anguar(1945)που ετοίμασε το Τμήμα Πολέμου (War Department) , στη διάρκεια μιας σκηνής που έδειχνε Ιάπωνες να καίγονται ζωντανοί, ο αφηγητής ακούγεται να λέει: «Σε αυτό το σημείο, είχαμε πυροβολήσει, βομβαρδίσει ή ‘μαγειρέψει’ εξακόσιους από αυτούς τους μικρούς πιθήκους».
Στην εκστρατεία για την πώληση Ομολόγων Πολέμου, μια αφίσα ρωτούσε «Εσύ σκότωσες κάποιον Ιάπωνα στρατιώτη σήμερα;». Υπονοείται ότι θα απαντούσαν «ναι» αν είχαν αγοράσει ένα ομόλογο πολέμου ή αν ήταν παραγωγικοί εργάτες.Κατά τη διάρκεια της εμπλοκής της Αμερικής στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο η κυβέρνηση απαγόρευσε κάθε δημοσίευση φωτογραφιών με νεκρούς Αμερικάνους.
Επειδή όμως όλοι θυμόντουσαν εκείνες τις προσπάθειες της κυβέρνησης να ελέγχουν τη ροή πληροφοριών, ήταν τώρα επιφυλακτικοί ενάντια σε αντίστοιχες προσπάθειες ελέγχου του τι μπορούσαν να δουν και να σκεφτούν.
Στα μετόπισθεν, αυτοί που ζητούσαν περισσότερο μια πλήρη εικόνα του τι πραγματικά συνέβαινε ήταν οι οικογένειες των στρατιωτών που πολεμούσαν.
Πριν το τέλος του πρώτου έτους της αμερικάνικης συμμετοχής στον πόλεμο, μια δημοσκόπηση έδειξε ότι οι πιο πολλοί πολίτες θα προτιμούσαν την ειλικρίνεια από την μεριά της κυβέρνησης και ότι δεν ήθελαν να «τους φέρονται σαν μωρά» αλλά σαν συμμέτοχοι στην κοινή προσπάθεια.
Παρόλα αυτά, η αμερικάνικη κυβέρνηση έκρινε ότι οι παρακρατημένες εικόνες θα ήταν περισσότερο πιθανό να προκαλέσουν σκεπτικισμό στο κοινό από ό,τι θα ήταν οι, έστω ψεύτικες, ωραιοποιημένες.
Οπότε μια παρόμοια τακτική ακολουθήθηκε και τα δύο πρώτα χρόνια του 2ου Παγκόσμιου, όπως στον 1ο.
Ο αρχηγός των επιχειρήσεων του Πολεμικού Ναυτικού ήταν της άποψης «να αποκρύψουμε κάθε πληροφορία μέχρι το τέλος του πολέμου, και μετά να ανακοινώσουμε ποιος νίκησε».
Οι κυβερνητικοί λογοκριτές, όταν ερχόντουσαν αντιμέτωποι με υλικό που δεν ήταν σίγουροι αν θα έπρεπε να κοινοποιηθεί, προτιμούσαν να το αποκρύψουν καθώς θα έβρισκαν περισσότερο τον μπελά τους αν δημοσίευαν υλικό που δεν έπρεπε, από ότι αν αποσιωπούσαν κάτι που δεν ήταν επισφαλές.
Ενώ η κυβέρνηση είχε τον λογοκριτικό έλεγχο σε κάθε διεθνή ανταλλαγή πληροφοριών, η λογοκρισία στις εγχώριες επικοινωνίες βασιζόταν στην εθελούσια συμμόρφωση από τον Τύπο και το κοινό.
Ο επιμελητής φωτογραφίας του New York Daily News ανέφερε ότι δεν χρησιμοποίησε μια φωτογραφία ενός στρατιώτη που είχε χάσει το πόδι του από έκρηξη επειδή «προσωπικά προσπαθώ να επιλέγω εικόνες που δεν θα μου κάθονται στραβά όταν πίνω τον πρωινό μου καφέ».
Οι λογοκριτές απαγόρευαν αυστηρά την κοινοποίηση ειδήσεων για φρικαλεότητες από τη μεριά Αμερικάνων ή Συμμάχων. Σπάνιες εξαιρέσεις ήταν περιστατικά στρατιωτών που συλλέγανε ανθρώπινα μέλη σαν τρόπαια (π.χ. κολιέ από δόντια εχθρών) που μπορούσαν να αποδοθούν στους συγκεκριμένους στρατιώτες, σαν «μαύρο πρόβατο». Φωτογραφίες με ακρωτηριασμένα μέλη θυμάτων βιασμού ή ειδήσεις για στρατιώτες που αυτοπυροβολήθηκαν για να απομακρυνθούν από το μέτωπο, απομακρύνθηκαν και έμειναν για χρόνια στο σκοτάδι.
Οι διαφημίσεις, ταινίες, φωτογραφίες, αφίσες και τα επίκαιρα τον καιρό του πολέμου προσέφεραν θετικές εικόνες ενός ευρύ φάσματος εγχώριων εθνικών, ταξικών και θρησκευτικών ομάδων.
Οι ρατσιστικές προκαταλήψεις έμπαιναν ευκολότερα στην άκρη όταν αυτό βοηθούσε την πολεμική προσπάθεια.
Η σειρά ντοκιμαντέρ του Frank Capra Why We Fight (1942-45) , που όλοι οι στρατιώτες υποχρεούνταν να παρακολουθήσουν, έδειχνε την αντίθεση μεταξύ της αμερικάνικης ανοχής και της απολυταρχικής συμμόρφωσης σε φυλετικές και άλλες προκαταλήψεις εναντίον μειονοτήτων των εχθρών της. Η σειρά ντοκιμαντέρ ήταν μια τεράστια προσπάθεια από την πλευρά της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών για να ‘’κατηχήσει’’ τα εκατομμύρια νεαρών ανδρών και γυναικών στη στρατιωτική θητεία μετά την είσοδο των ΗΠΑ στον Πόλεμο, και ισχυρίζεται ότι ο απώτερος στόχος των δυνάμεων του Άξονα είναι να υποδουλώσουν τα έθνη του «ελεύθερου κόσμου»!
Τυφλοί εθελοντές μπορούσαν να υπηρετήσουν σαν αγγελιοφόροι κατά τη διάρκεια μπλακ-αουτ. Κωφοί εθελοντές, που μπορούσαν να διαβάσουν τα χείλη των συνομιλητών τους, χρησίμευαν στην κακοφωνία μιας επίθεσης του εχθρού και νάνοι τεχνικοί μπορούσαν να εισχωρήσουν σε μέρη ενός αεροπλάνου όπου δεν χωρούσαν ψηλότεροι άντρες.
Την ίδια στιγμή, εννέα στους δέκα λευκούς Αμερικάνους θεωρούσαν ότι λευκοί και μαύροι στρατιώτες έπρεπε να εκπαιδεύονται χωριστά (7 στους 10 μαύρους είχαν την ίδια άποψη), αποδεικνύοντας πως οι προκαταλήψεις θα νικιούνταν δυσκολότερα από τον εχθρό. Οι νέγροι υπηρετούσαν σε αυστηρά διαχωρισμένες μονάδες.
Από την πλευρά της, η κυβέρνηση, σε μια προσπάθεια ενοποίησης του λαού για τον κοινό σκοπό, έδειξε τόσες θετικές εικόνες των μαύρων κατά τη διάρκεια του πολέμου όσες τα προηγούμενα 150 χρόνια της ύπαρξής της.
Οι στρατιώτες, από την άλλη, δεν κάνανε διάκριση στη χρήση μειωτικών χαρακτηρισμών απέναντι σε εχθρούς και συμμάχους. Υποτιμητικές λέξεις χρησιμοποιούνταν για να περιγράψουν Ιταλούς πολίτες όσο και στρατιώτες, αλλά και εναντίον Άγγλων ή Κινέζων.
Είναι αλήθεια ότι η εικόνα των μαύρων βελτιώθηκε στα ΜΜΕ εκείνη την περίοδο, αλλά και στο μυαλό των λευκών συμπατριωτών τους. Δεν κράτησε πολύ αυτή η στροφή, όμως, καθώς με το τέλος του πολέμου, μεταξύ των λευκών επικρατούσε η αντίληψη ότι τώρα θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν έναν καινούργιο εχθρό, τον μαύρο πολίτη, που πλέον θα ζητούσε πιο πολλά δικαιώματα μετά την προσφορά του στη σύρραξη.
Αποκρύφτηκαν από τον Τύπο εικόνες φυλετικών βίαιων διαδηλώσεων σε στρατιωτικές βάσεις στη Λουιζιάνα, στο Νιου Τζέρσεϊ και αλλού.
Παρόμοιες βίαιες διαδηλώσεις έλαβαν χώρα και μεταξύ πολιτών, όπως το 1943 στο Ντιτρόιτ, οι οποίες επίσης αποσιωπήθηκαν, με την αστυνομία να κλητεύει κάθε φωτογραφία των διαταραχών από εφημερίδες.
Προπαγανδιστικό υλικό έδειχνε την αντίθεση μεταξύ της δύσκολης ζωής των στρατιωτών και της ρουτίνας ενός υπαλλήλου καταστήματος, ενώ παραλλήλιζε την εμπειρία του στρατιώτη με αυτήν του εργάτη εργοστασίου, όσον αφορά τον θόρυβο, τη ζέστη και τη σκληρή δουλειά της καθημερινότητας.
Οι πολιτικοί θεωρούσαν πως, έτσι, οι εργάτες θα πίστευαν ότι μοιράζονται την ευθύνη και την περηφάνια με τους στρατιώτες, και με αυξημένο το αίσθημα ενοχής θα αποτρέπονταν από το να κάνουν απεργίες ή να εμφανίζονται καθυστερημένοι στο πόστο τους.
Σε αφίσες, παραλληλίζονταν το πέταγμα χειροβομβίδας από έναν στρατιώτη με το μοίρασμα εφημερίδων από παιδιά, που τις παρέδιδαν στο κατώφλι συνδρομητών πετώντας τες από μακριά. Το κείμενό τους έγραφε ότι ο ίδιος πολτός χαρτιού που χρησιμοποιούνταν στο έντυπο της εφημερίδας ήταν χρήσιμος και στην κατασκευή της χειροβομβίδας. Χρησιμοποιήθηκαν και άλλοι παραλληλισμοί, όπως η ομοιότητα της εφόρμησης στο πεδίο μάχης με την είσοδο στο γήπεδο κατά την εκκίνηση ενός παιχνιδιού μπέιζμπολ («Έτσι είναι και το παιχνίδι του πολέμου»), ώστε να φανεί στους πολίτες ότι «τα παλικάρια» στο μέτωπο δεν έκαναν ούτε βίωναν κάτι διαφορετικό από τις υποχρεώσεις τους σαν πολίτες.
Οι Ιάπωνες παρουσιάζονταν στον Τύπο και στο ραδιόφωνο σαν αρουραίοι, πίθηκοι, φίδια και κατσαρίδες. Τον Ιανουάριο του 1944 αποφασίστηκε να δημοσιευθούν αφηγήσεις και φωτογραφίες με φρικαλεότητες Ιαπώνων έναντι Συμμάχων, έτσι ώστε να «εξουδετερωθούν οι φωνές που ίσως υψώνονταν με τον πιθανό μελλοντικό βομβαρδισμό Ιαπωνικών πόλεων» (Έλμερ Ντέιβις – Διευθυντής του Γραφείου Πολεμικών Πληροφοριών).
Ένας άλλος λόγος ήταν ότι η αναπτέρωση του ηθικού και του ενδιαφέροντος του κοινού θα αντικαθιστούσαν την αδιαφορία του για τις πολεμικές προσπάθειες, που εκφραζόταν με απεργίες, απουσία από την εργασία και αποχή από την εθελούσια κατάταξη, που έβλαπταν την πολεμική προσπάθεια.
Η κυβέρνηση παραβίασε το σύνταγμα με την απόφαση να εγκλείσει σε Αμερικάνους με Ιαπωνική καταγωγή (ακόμα κι αν ήταν Αμερικάνοι πολίτες), μεταφέροντας τους από το μέρος όπου ζούσαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου τους κρατούσαν με απειλή όπλων που ήταν μόνιμα στραμμένα εναντίον τους από κάθε γωνιά των στρατοπέδων.
Όσον αφορά τον κινηματογράφο και τα επίκαιρα, πέρασε ένας νόμος που το έκανε υποχρεωτικό όλα τα έργα να περνάνε από επιτροπή λογοκρισίας. Οι δικαστές το θεώρησαν απαραίτητο, καθώς «το κοινό του κινηματογράφου, συχνά αποτελούμενο από παιδιά και αγράμματους, είναι πιο ευάλωτο σε επιρροές από τους αναγνώστες εφημερίδων». Οι ταινίες που παράγονταν στο Χόλυγουντ έπρεπε να υποστηρίζουν την πολεμική προσπάθεια, ή τουλάχιστον να μην την υποσκάπτουν.
Ταινίες και καρτούν έδειχναν βομβαρδισμούς από Αμερικάνους πιλότους με θεαματικές εκρήξεις αποθηκών πυρομαχικών και στρατιωτικών βάσεων του Άξονα. Αυτό που δεν έδειχναν είναι ότι κατά μέσο όρο οι αμερικάνικες βόμβες έπεφταν σε ακτίνα ενός χιλιομέτρου από τον στόχο τους, που συχνά συμπεριελάμβανε σπίτια και σχολεία εκτός από στρατιωτικές βάσεις και εργοστάσια. Επιπλέον, οι πιλότοι που για οποιονδήποτε λόγο δεν κατάφερναν να ρίξουν όλες τις βόμβες που κουβαλούσαν πριν το πέρας μιας αποστολής τους, τις έριχναν όπου μπορούσαν στο δρόμο της επιστροφής στη βάση τους.
Επίσης, η κυβέρνηση ελαχιστοποίησε με επιτυχία την προσοχή στο γεγονός ότι πολλοί στρατιώτες, αντί να πεθάνουν ηρωικά στο μέτωπο, γίνονταν θύματα ατυχημάτων, που συμπεριελάμβαναν στρατιωτικά αυτοκίνητα, φορτηγά και αεροπλάνα, και αποτέλεσαν αιτία θανάτου 12.000 Αμερικάνων και τραυμάτισαν 230.000.
Ένας πολιτικός σχολιαστής είχε γράψει στη Newsweek ότι αν υπήρχαν κάμερες κατά τη διάρκεια του αμερικάνικου εμφυλίου «θα υπήρχαν τώρα δύο χώρες. Η φρικαλεότητα του πολέμου θα έκανε τους βόρειους να αφήσουν τους νότιους να αποσχισθούν.»
Έτσι, ενώ άλλοι δημοσιογράφοι παραπονιούνταν για το ότι η κυβέρνηση θεωρούσε πως ο αμερικάνικος λαός δεν είχε τις αντοχές να ακούσει άσχημα νέα, κατά τη διάρκεια του πολέμου η κυβέρνηση έκρυβε τις όποιες αποδείξεις είχε για τη λειτουργία των στρατοπέδων θανάτου των Γερμανών.
Οι ίδιοι οι αποδέκτες αυτών των πληροφοριών με δυσκολία πίστευαν τις σχετικές μαρτυρίες και θεωρούσαν πως οι πολίτες θα τις θεωρούσαν πολύ ακραίες ακόμα και για να τις πάρουν στα σοβαρά. Πως θα τις παρεξηγούσαν, μάλλον, για ωμή προπαγάνδα στο ύφος αυτής που χρησιμοποιήθηκε στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μεταξύ των γεγονότων που λογοκρίθηκαν ήταν πρακτικές όπως των γερμανικών υποβρυχίων, που αποθήκευαν ανθρώπινα μέλη μόνο και μόνο για να τα απελευθερώσουν στην επιφάνεια της θάλασσας μαζί με συντρίμμια όταν θέλανε να ξεγελάσουν τους εχθρούς τους ότι καταστράφηκαν.
Στον Βρετανός Stuart Cloete (1897 –1976) περιέγραψε ένα γεγονός που δημοσιεύθηκε χρόνια μετά τον πόλεμο: «Ενώ σήκωνες ένα πτώμα από τα χέρια και τα πόδια, αυτά ξεκολλούσαν από το σώμα, και αυτό δεν ήταν το χειρότερο. Κάθε πτώμα ήταν θαμμένο σε μερικά εκατοστά από μια μαύρη γούνα από μύγες, που πετούσαν πάνω στο πρόσωπό σου, μέσα στο στόμα σου, στα μάτια και στα ρουθούνια σου ενώ πλησίαζες. Τα πτώματα ήταν γεμάτα σκουλήκια…Σταματούσαμε κάθε λίγο για να κάνουμε εμετό…τα πτώματα ήταν τόσο ακέραια όσο ένα κομμάτι τυρί. Μια φορά έπεσα και το χέρι μου πέρασε μέσα από την κοιλιά ενός άνδρα. Πέρασαν μέρες για να φύγει η μυρωδιά από τα χέρια μου».
Μόνο προς το τέλος του πολέμου, το 1943, άρχισαν να εμφανίζονται φωτογραφίες που απεικόνιζαν θανάτους, αλλά και πάλι όχι αιματηρούς.
Στον πόλεμο, όπως παρουσιαζόταν στο κοινό, τα έντερα έμεναν πάντα μέσα στο σώμα του νεκρού, με τα υπόλοιπα μέλη του συνήθως ανέπαφα. Σε καμία περίοδο του πολέμου δεν εμφανίστηκαν εικόνες με στρατιώτες να κλαίνε στο πεδίο της μάχης, εκτός από τις κινηματογραφικές ταινίες, αλλά και τότε δεν ήταν δάκρυα που προέρχονταν από τον προσωπικό πόνο αυτού που έκλαιγε, από φόβο ή μοναξιά (κάτι που θα αντιπροσώπευε την πραγματικότητα), αλλά από απόγνωση για κάτι αποτρόπαιο που συνέβη σε κάποιον φίλο του στρατιώτη.
Πέντε χρόνια μετά τον 2ο Παγκόσμιο, όταν ξέσπασε ο εμφύλιος στην Κορέα, εφαρμόστηκαν οι μαλακότερες τακτικές του τέλους του προηγούμενου πολέμου, κι έτσι σχετικά νωρίς οι πολίτες είδαν εικόνες με Αμερικάνους νεκρούς και στρατιώτες να κλαίνε.
Στον πόλεμο του Βιετνάμ οι τακτικές έκαναν ξανά τον κύκλο τους, με τους δημοσιογράφους αρχικά να θεωρούν τον εαυτό τους σαν μέρος της πολεμικής ομάδας, και να παρουσιάζουν μια κάπως ηρωοποιητική εικόνα, μέχρι το 1965 και την αποστολή μεγάλου αριθμού στρατιωτών και την κλιμάκωση των επιχειρήσεων.
Οι εικόνες άρχισαν να γίνονται όλο και πιο αποκαλυπτικές όσο περνούσε ο καιρός, κάτι που, κατά πολλούς, βοήθησε στην αφύπνιση του κοινού που οδήγησε στην παύση του πολέμου και στην απομάκρυνση στρατιωτικής δύναμης από την περιοχή.
Το «λάθος» δεν επαναλήφθηκε, και στον πόλεμο του Κόλπου είδαμε μια εκδοχή της σύρραξης που θύμιζε βιντεοπαιχνίδι, και ακόμα και πολύ πρόσφατα, στην παρέμβαση στο Ιράκ, φωτογραφίες φέρετρων με αμερικάνικα πτώματα απαγορευόταν να δημοσιοποιηθούν.
Πηγαί:
1-George Roeder, 1993– The censored war (Yale University Press).
2-Sapardanis, K. (2016, April 6). Λογοκρισία εν καιρώ πολέμου - Αποχαιρετισμός στην αλήθεια > Σαπαρδάνης Κώστας. Σαπαρδάνης Κώστας. Retrieved June 13, 2022, from : https://sapardanis.org/el/2016/03/20/censorship-in-times-of-war-a-farewell-to-the-truth/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου