Τα διαγνωστικά εργαλεία ICD και DSM υπόκεινται σε διαρκείς αναθεωρήσεις, επιβεβλημένες, όπως υποτίθεται, από τις επιστημονικές εξελίξεις.
Πέραν όμως αυτής της προφανούς εξήγησης, θα μπορούσε ο ειδικός, ψυχίατρος ή ψυχολόγος, να διερωτηθεί εύλογα:
- Που αποσκοπεί αυτός ο πολλαπλασιασμός των ψυχικών διαταραχών;
- Ποια η σχέση της αύξησης των διαφόρων διαγνώσεων με τον εναγκαλισμό της φαρμακοβιομηχανίας με την ψυχιατρική;
- Γιατί τα συμπτώματα, που αποτελούσαν εκδηλώσεις – εκφράσεις δυσφορίας – και εντάσσονταν σε ευρύτερες διαγνωστικές κατηγορίες – τείνουν να αποτελούν στις πρόσφατες, αναθεωρημένες εκδόσεις των Διαγνωστικών Εργαλείων αυτόνομες και ανεξάρτητες διαταραχές;
- Πως εξηγείται ο όλο και αυξανόμενος αριθμός διαγνώσεων σε παιδιά προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας, πέραν από την κάπως γλυκανάλατη και προσχηματική ερμηνεία η οποία ισχυρίζεται πως πλέον υπάρχουν οι δομές και οι ειδικοί για να διαγνώσουν αυτό που σε προηγούμενες ιστορικές περιόδους υπήρχε εξίσου, αλλά παρέμενε αδιάγνωστο;
- Πως ακριβώς θα μπορούσε να λειτουργήσει «ψυχοθεραπευτικά» μια κλινική παρέμβαση που αντιμετωπίζει την ανθρώπινη ψυχική κατάσταση αποσπασματικά, κατακερματισμένα και εργαλειακά;
- Η ψυχιατρικοποίηση της καθημερινής ζωής δεν οδηγεί εξ ορισμού σε παθολογικοποίηση όλων των ψυχικών διακυμάνσεων του ατόμου, που συνδέονται με δυσκολίες/αλλαγές/απώλειες/ματαιώσεις/απογοητεύσεις με τις οποίες όλα τα άτομα θα έρθουν αντιμέτωπα κάποιες (ενδεχομένως και πολλές) φορές στη ζωή τους;
- Ποιο το διαγνωστικό όριο, πέραν από το οποίο, πραγματοποιούνται καταχρηστικές διαγνώσεις που βαφτίζουν διαταραχές φυσιολογικές εκφάνσεις των ατομικών συμπεριφορών;
- Ποιες οι σχέσεις της ψυχιατρικής και της ψυχολογίας με τις επικρατούσες ιδεολογίες περί των σχέσεων του ατόμου με την κοινωνία;
Πιο συγκεκριμένα και μέσα από παραδείγματα θα μπορούσαμε να αναλογιστούμε διερωτώμενοι με πόση ευκολία, αντιεπαγγελματική και αντιεπιστημονική προχειρότητα μπορεί:
Α) Η απείθαρχη, εκτός ορίων και ιδιαζόντως ζωηρή συμπεριφορά ενός παιδιού στο νηπιαγωγείο να λάβει διάγνωση Υπερκινητικότητας ή/και Διάσπασης Προσοχής;
Ή
Β) Η αμφιταλάντευση, η χαμηλή αυτοεικόνα, η αμφισβήτηση γύρω από όλες της διαστάσεις της συγκρότησης της ταυτότητας ενός εφήβου ή οι δυσκολίες αναγνώρισης και διαχείρισης της σεξουαλικότητας του να λάβουν τη διάγνωση της δυσφορίας φύλου;
Ή
Γ) Η αντικοινωνική συμπεριφορά ενός εφήβου που δυσκολεύεται να επικοινωνήσει με τα πρόσωπα της οικογένειας του, που αντιδρά και επιτίθεται γιατί ισχυρίζεται πως κανείς δεν τον καταλαβαίνει, να λάβει τη διάγνωση της Εναντιωματικής Προκλητικής Διαταραχής;
Ή
Δ) Ποια ακριβώς τα διαγνωστικά όρια της πολυφορεμένης πλέον διάγνωσης «Φάσμα Αυτισμού» που «τσουβαλιάζει» ποικίλες δυσκολίες που αφορούν παιδιά συνήθως 3 έως 6 ετών;
Και βεβαίως τέτοια ερωτήματα βασισμένα σε συγκεκριμένα διαγνωστικά παραδείγματα θα μπορούσαν να τεθούν πολύ περισσότερα, αφού το είδος των διαγνώσεων, ο τρόπος που συχνά δίνονται, το πλήθος τους κλπ. είναι εύλογο να γεννά επιφυλάξεις στον επαγγελματία ψυχολόγο, ο οποίος επιδιώκει να εφαρμόζει τις αρχές της επιστήμης του στην επαγγελματική του πρακτική.
Άλλωστε, στην εποχή της άκρατης εξατομίκευσης, η εμπορευματοποίηση της ψυχικής υγείας, δεν ξαφνιάζει κανέναν. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει η Μαρίλια Αϊζενστάιν στον πρόλογο του βιβλίου «Η Αυτοκτονία της Ψυχιατρικής» (Παπαδόπουλος M., 2017, σ. 16-17):
«Ζούμε σε έναν πολιτισμό όπου όλα θα πρέπει να πηγαίνουν γρήγορα: το fast food, η fast ανάλυση, οι σύντομες θεραπείες κ.λπ. Μου φαίνεται πως είναι αυτή η εμπορική λογική που συνδέεται με τις ταξινομήσεις όπως τα DSM 3, 4, 5 ή οι Νοσολογικές οντότητες (Αποθήκες) που στοιβάζουν τα πάντα εκεί όπως η ΔΕΠΥ. Όταν εμφανίστηκαν τα πρώτα DSM, οι μεγάλοι ανθρωπιστές ψυχίατροι όπως ο καθηγητής Daniel Widlocher ή ο καθηγητής Roger Mizes, ψυχαναλυτές και οι δύο, δεν είχαν αντιταχθεί θεωρώντας πως πρόκειται για ένα ερευνητικό εργαλείο, συμπληρωματικό των ανιχνευτικών συνεντεύξεων. Δυστυχώς, ο πολλαπλασιασμός των DSM και η κατάχρησή τους δεν επιτέλεσε ένα συμπλήρωμα της ανθρώπινης συνάντησης αλλά το υποκατάστατό της.»
Συμπληρώνοντας, ο Παπαδόπουλος Μ. (1) (2017, σελ. 23) διευκρινίζει ότι:
«Η σύγχρονη ψυχιατρική, υπό την επιστημονική καθοδήγηση της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας και την οικονομική ομηρεία της από την πανίσχυρη φαρμακοβιομηχανία, μας έχει συνηθίσει στην επινόηση «νέων ασθενειών» και «διαταραχών» οι οποίες ενίοτε ενσκήπτουν ως «επιδημίες», ιδιαίτερα στον χώρο της ψυχολογίας του παιδιού. Το τελευταίο μισό του αιώνα ενέσκηψαν διάφορες τέτοιες επιδημίες όπως: δυσλεξία, διπολική διαταραχή, σύνδρομο Asperger, διαταραχή της διαγωγής, μαθησιακές διαταραχές, διαταραχή της ανάγνωσης, διαταραχή των μαθηματικών, μετατραυματικό στρες, αντρική εμμηνόπαυση, υποτονική γυναικεία σεξουαλική επιθυμία, διαταραχή κοινωνικού άγχους και εναντιωματική προκλητική διαταραχή, για τις οποίες φρόντισαν οι φαρμακοβιομηχανίες να συνοδευτούν με το ανάλογο χαπάκι. Ιδιαίτερα εκτεταμένες είναι οι «επιδημίες» που αφορούν το παιδί σε σχέση κυρίως με τον σχολικό χώρο. Όπως αναφέρει ο Allen Frances (2013): «παρατηρήθηκαν τέσσερις μεγάλες επιδημίες ψυχικών διαταραχών τα τελευταία πέντε χρόνια: ξαφνικά και περιέργως ο αριθμός των διπολικών παιδιών αυξήθηκε κατά 40%, των αυτιστικών παιδιών κατά 30%, τα δε υπερκινητικά παιδιά με διαταραχές προσοχής τριπλασιάστηκαν και οι ενήλικοι διπολικοί διπλασιάστηκαν».»
Και επειδή τίποτα δεν προκύπτει «έτσι ξαφνικά» στην ιστορία, ας γυρίσουμε πίσω, κάπου στον 19ο αιώνα, για να θυμηθούμε τις προειδοποιήσεις μεγάλων διανοητών όπως ο Τολστόι (2) (2014, σ. 56-57), ο οποίος παρατηρούσε ότι:
«Ζούμε μια ζωή παράλογη, εντελώς παράλογη, εξωφρενική, και αυτά δεν είναι μόνο λόγια, κάποιο ρητορικό σχήμα, μια υπερβολή, αλλά η απλή διαπίστωση του τι συμβαίνει. Τις προάλλες είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ δύο μεγάλα ιδρύματα για ψυχικά αρρώστους, κι αποκόμισα την εντύπωση ότι βρισκόμουν σε άσυλα που έχτισαν άνθρωποι ψυχικά ασθενείς, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από μια γενικευμένη, πανδημική μορφή τρέλας, με συμπτώματα όμως που δεν ταιριάζουν με αυτά της πανδημικής. Όλες αυτές οι ποικίλες μορφές τρέλας χωρίζονται σε κατηγορίες, καθώς εκείνοι που έχουν καταληφθεί από την πανδημική τρέλα διακρίνουν πληθώρα από υπομορφές και υποδιαιρέσεις. Έτσι, έχουμε την ταξινόμηση των Γκυλαίν, Τσέλλερ, Γκρίζινγκερ, Κραφφτ-Έμπινγκ, Μορέλ, Μάυνερτ, Λουί, Μανιάν, Κρέπελιν, Μορσέλλι, Κλούστον, Χακ Τιούκ, Κόρσακοφ, Ιγκνάτιεφ και πολλών πολλών άλλων. Όλοι τους εμφανίζονται διχασμένοι, υποστηρίζοντας μάλιστα αλληλοαντικρουόμενες απόψεις. Κάθε ψυχίατρος ορίζει τις δικές του ψυχονευρώσεις, μανίες, παράνοιες και τις διάφορες vesaniae, κατατονικές και άλλες, την psychopathia degenerative και λοιπές ψυχοπάθειες. Σε γενικές γραμμές, όπως αναφέρει στο σύγγραμμα του ένας επιστήμονας, όσον αφορά τις περισσότερες ψυχώσεις δεν έχει βρεθεί ακόμα το παθογνωμονικό και ανατομοπαθολογικό υπόστρωμα τους (sic), γι’ αυτό και δεν μπορεί να γίνει ακριβής ταξινόμηση τους. Όσο για τις υπάρχουσες ταξινομήσεις, η μόνη χρησιμότητα τους είναι να τις αποστηθίζουν οι φοιτητές και, στις εξετάσεις, ν’ απαντούν χρησιμοποιώντας τα ίδια λόγια που ακούνε και απ΄ τους καθηγητές τους ούτως ώστε να πάρουν το πτυχίο τους και χάρη σε αυτό να διοριστούν σ΄ ένα πόστο με απολαβές που υπερβαίνουν 20, 30, 50 φορές το μισθό ενός εργάτη, ο οποίος κάνει μια δουλειά αναμφίβολα ωφέλιμη για την κοινωνία.»
(1) Παπαδόπουλος, Μ. (2017). Η Αυτοκτονία της Ψυχιατρικής, Αθήνα: Εκδόσεις Νήσος, σ. 16-17.
& https://psy-counsellors.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου