Μια ισπανο-πορτογαλική συμπαραγωγή μας τοποθετεί στο εγγύς μέλλον του 2028, όπου η κυβέρνηση της χώρας, υπό την προεδρία μιας γυναίκας, προκηρύσσει δημοψήφισμα για να εισαγάγει την τεχνητή νοημοσύνη στο Σύνταγμα ως το βασικό όργανο απονομής της δικαιοσύνης.
Θα γίνει, λοιπόν, δημοψήφισμα για την έγκριση ενός αμφιλεγόμενου συστήματος Τεχνητής Νοημοσύνης που υπόσχεται να αυτοματοποιήσει και ‘’απο-πολιτικοποιήσει’’ τη δικαιοσύνη αντικαθιστώντας τους δικαστές σε όλη τη χώρα.
Το καλύτερο στην «Justicia Artificial » έρχεται στις πρώτες της σκηνές, στην ίδια την προσέγγιση της πλοκής, όταν μια άλλη γυναίκα και δικαστής επιλέγει συνειδητά να εναντιωθεί στο σύστημα AI που έχει εφαρμοστεί στα δικαστήρια επειδή, παρά τα όσα λέγει η εταιρεία, αποφασίζει να συμμορφωθεί πιστά με τις ηθικές διατάξεις του νόμου κι όχι μόνον με το γράμμα του.
Είναι μια πολύ έξυπνη σκηνή, ειπωμένη νηφάλια ώστε δεν χρειάζεται περαιτέρω εξηγήσεις για να καταλάβουμε τι συμβαίνει.Η Carmen Costa, η διάσημη δικαστής, ''καλείται'' από την πολιτική διοίκηση να συνεργαστεί για την ανάπτυξη του έργου, αλλά η ξαφνική εξαφάνιση της δημιουργού του συστήματος της προκαλεί μεγάλη δυσπιστία.
Σύντομα ανακαλύπτει μια συνωμοσία που σκοπό έχει να ελέγξει, μέσα από το δικαστικό σύστημα, ολόκληρη τη χώρα και τον λαό.
Το σενάριο της Justicia Artificial είναι ευφυές και παρουσιάζεται με αξιόπιστους χαρακτήρες, ειδικά εκείνον της πρωταγωνίστριας, Carmen Costa, την οποία υποδύεται άριστα η Verónica Echegui.
Με έναν θραυστήρα, λόγου χάριν, νυχιών μπορεί να φτιάξει κανείς σχεδόν τα πάντα, αλλά μπορεί επίσης να είναι κι ένα καταστροφικό όπλο. Η μόνη διαφορά είναι η θέληση του ατόμου που το χρησιμοποιεί.
Σε αντίθεση με άλλες ταινίες που έχουν ήδη παρουσιάσει την τεχνητή νοημοσύνη, ο Simón Casal εγείρει μια συζήτηση που είναι κεντρική σήμερα σε πολλά νομικά πλαίσια για μια Τεχνητή Δικαιοσύνη όπου ένας αλγόριθμος έχει την ικανότητα να υπαγορεύει αποκλειστικά και περιοριστικά «προτάσεις ποινικής δικαιοσύνης»!
Μια συζήτηση, λοιπόν, που πρέπει να μας ενδιαφέρει ως πολίτες, καθώς διακυβεύονται τα ανθρώπινα δικαιώματά μας και οι εγγυήσεις τους.
Ή, με άλλα λόγια, τα όρια ενός αυταρχικού Κράτους Δικαίου όχι μόνο σε σχέση με τις δημόσιες εξουσίες αλλά μάλλον σε σχέση με εκείνες τις ιδιωτικές περιοχές του βίου που μπορούν πανεύκολα να φαλκιδευτούν.
Το ζήτημα είναι θεμελιωδώς ανησυχητικό γιατί περιλαμβάνει την εκχώρηση του ελέγχου μιας από τις τρεις εξουσίες του κράτους σε ένα πρόγραμμα που, εξ ορισμού, θα ανήκει πάντα σε μια εταιρεία και επομένως μπορεί να έχει μια προκατάληψη προς ορισμένα συμφέροντα, ανεξάρτητα από το πώς είναι ντυμένο με μια υποτιθέμενη ισότητα προς όλους.
Ο κινηματογράφος εδώ και χρόνια εγείρει ερωτήματα για την τεχνητή νοημοσύνη, σε ταινίες όπως το 2001: A Space Odyssey (Stanley Kubrick, 1968), Blade Runner ( Ridley Scott , 1982 ), Ghost in the Shell ( Mamoru Oshii, 1995), Her ( Spike Jonze, 2013 και Ex Machina (Alex Garland, 2014), για να αναφέρουμε μόνο μερικά, αλλ' αυτό που κάνει το «Justicia Artificial » ιδιαίτερα επίκαιρο είναι ότι παρουσιάζει ένα ανησυχητικό αλλά ρεαλιστικό σενάριο, δείχνοντας τη υφέρπουσα σκοπιμότητα και προσχηματική ευκολία χρήσης της τεχνητής νοημοσύνης για τη λήψη κρίσιμων αποφάσεων ''για καλό σκοπό'', την υγιή λειτουργία μιας κοινωνίας .
Καθώς η τεχνητή νοημοσύνη συνεχίζει να προοδεύει, είναι σημαντικό να αναλογιστούμε τις δυνατότητες και τα όρια αυτής της τεχνολογίας.
Η ταινία με τις πρωταγωνίστριες της, τη Verónica Echegui ("Let yourself go!") και τους νικητές του Goya, Alberto Ammann ("On entry") και Tamar Novas ("Salta!") μας αναγκάζει να ξαναδούμε, αν και κατά πόσον είμαστε διατεθειμένοι να αναθέσουμε τις αποφάσεις μας στα χέρια των αλγορίθμων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου