Η ταινία με σενάριο της Ιρλανδής θεατρικής συγγραφέως Enda Walsh (εξελίσσεται τα Χριστούγεννα του 1985 ) και με την ολοκληρωμένη ερμηνεία του Cillian Murphy είναι βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο της Claire Keegan που μιλά για τα ''Πλυντήρια της Μαγδαληνής'', ρωμαιοκαθολικά άσυλα-μοναστήρια στην Ιρλανδία, στα οποία - εφόσον λειτουργούσαν ως κέντρα υιοθεσίας και τελούσαν υπό κρατικό έλεγχο - στέλνονταν γυναίκες από την οικογένειά τους, διότι θεωρούνταν πως διέπραξαν σεξουαλικής φύσης ατοπήματα, και εξώγαμα παιδιά.
Η ταινία του Tim Mielants, -μια ιστορία για την χριστιανική ηθική-, ενός εκ των σκηνοθετών του Peaky Blinders, θέτει πολλές ερωτήσεις σχετικά με τη συνενοχή, τη σιωπή και την ντροπή, καθώς ο ήρωας - ένας αναγνωρίσιμος τύπος Ιρλανδού - διχάζεται ανάμεσα στις πράξεις στις οποίες τον παρακινεί η συνείδησή του και σε όσα τον αναγκάζουν να σιωπήσει.
Ο Tim Mielants, δημιούργησε ένα στιγμιότυπο του τι σήμαινε να είσαι Ιρλανδός σε μια εποχή που η κοινωνία ελεγχόταν τόσο αδήριτα από ένα κυβερνητικό όργανο που είχε τόσο απαίσιες προθέσεις αλλά και για την εκούσια άγνοια, στο πόσο εύκολο ήταν για τους ανθρώπους να αγνοήσουν τα δεινά των άλλων επιδιώκοντας μια εύκολη, ήσυχη ζωή.
Το θέμα έχει ξαναδιατυπωθεί κινηματογραφικά μέσα από την βραβευμένη με Χρυσό Λέοντα ταινία του Peter Mullan, The Magdalene Sisters αλλά και μέσα από την Philomena του Stephen Frears, όπου η απειλή δεν είναι μόνο οι άνδρες που εφαρμόζουν σεξουαλική βία στα κορίτσια, αλλά κι οι γυναίκες που φορούν εξουσία και δύναμη.
Το διακύβευμα στην ταινία, και η πηγή του δράματος που ανατέλλει σιγά σιγά, είναι τι θα κάνει ο ήρωας (Bill Furlong ) αυτός ο σκληρά εργαζόμενος Καθολικός και πατέρας με πέντε κόρες, οι οποίες φοιτούν όλες στο Καθολικό σχολείο της Μονής.
Ο λόγος της σεναριογράφου, Enda Walsh, με εκείνη τη γλυκεία οικονομία του λόγου που σε χορταίνει, μεταφέρει την αξία της σιωπής και του σεβασμού των οδυνηρών μυστικών για να εξετάσει ένα από τα μεγάλα ερωτήματα της κάθε εποχής – πώς οι καλοί χριστιανοί αφήνουν να συμβαίνουν κακά πράγματα, και πώς μπορούν να αντισταθούν στο σκοτάδι...όντας φορτωμένοι με το παρελθόν τους και φοβούμενοι ότι μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την οικογένειά τους;
Γιατί κι οι κάτοικοι της πόλης καταλαβαίνουν τι συμβαίνει πίσω από τα τείχη της Μονής και σιωπούν, ώστε οι μικρές κόρες τους να έχουν την ευκαιρία για καλή εκπαίδευση. την οποία ελέγχει το μοναστήρι όπου πηγαίνουν σχολείο.
Αλλά η αλλαγή δεν έρχεται πάντα με μαζικές χειρονομίες, αλλά από καθημερινούς γνήσιους ανθρώπους που επιλέγουν να γίνουν πολεμιστές της Ελπίδας και να ικανοποιήσουν τη συνείδησή τους από το να παραμείνουν απαθείς θεατές του κόσμου.
Δεν υπάρχει τίποτα φανταχτερό ή επιδεικτικό, κάθε οπτικό υλικό έχει έναν σκοπό στην ιστορία χρησιμοποιώντας σκιές και χαμηλό φωτισμό για να δημιουργήσει μια απτή αίσθηση τρόμου μαζί με μεγάλες λήψεις, αργή κίνηση και έντονα κοντινά πλάνα.
Η σκηνοθεσία του Tim Mielants διατηρεί το στυλ της ταινίας σχετικά απλό και άμεσο, συγκλίνοντας σε επαναλαμβανόμενα οπτικά μοτίβα με στόχο να ενισχύσει την εγκοσμιότητα της δράσης, συμπεριλαμβανομένης και μιας σταθερής κάμερας λήψης στο πίσω μέρος του φορτηγού του Bill και των κοντινών πλάνων όταν που πλένει τα χέρια του με μανία σαν να προσπαθεί να τρίψει και την συνείδησή του.
Ο σχεδιασμός του ήχου είναι συγκεκριμένος (απόμακρες φωνές, μωρά που κλαίνε μακριά, κινούμενα σχέδια της δεκαετίας του 1980 στο διπλανό δωμάτιο), αλλά υπάρχουν στιγμές που ο ήχος απουσιάζει, αφήνοντας μόνο την αναπνοή του ήρωα.
Εδώ κάθε εισπνοή είναι γεμάτη με τα πράγματα που δεν μπορεί να πει αναδεικνύοντας την εσωτερική αντίθεση ενός ατόμου με την πραγματικότητα που το περιβάλλει, αποτυπώνοντας την ήσυχη φρίκη της συνενοχής και τη δυσκολία ανάληψης δράσης.
Το τέλος της ταινίας έχοντας αποφασίσει μεταξύ του τι είναι σωστό και τι είναι κοινωνικά βολικό, δείχνει μια από τις λίγες στιγμές όπου ο Bill χαμογελάει, παρόλο που ο αντίκτυπος της θαρραλέας επιλογής του είναι σημαντικός.
Το να κάνει τη σωστή κίνηση θα του κοστίσει ακριβά, αλλά το να αγνοήσει το ηθικό πρόταγμα μπορεί απλώς να τον καταστρέψει ψυχικά.
Βέβαια και πάλι στο ίδιο πλαίσιο εάν μια γυναίκα παραπονεθεί, απαξιώνεται ή αγνοείται, αλλά ένας άντρας έχει μεγαλύτερη βαρύτητα και θεωρείται αντικειμενικός.
Στα απομνημονεύματά του, ο μεγάλος Ιρλανδός μυθιστοριογράφος John McGahern (1934 – 2006 )περιέγραψε μεγαλώνοντας στις δεκαετίες 1940-50 Ιρλανδία: "Μέχρι το 1950, ενάντια σε όλο το πνεύμα της Διακήρυξης της Δημοκρατίας του 1916, το Κράτος είχε γίνει θεοκρατία σε όλα εκτός από το όνομα. Η παπική Εκκλησία έλεγχε σχεδόν όλη την εκπαίδευση, τα νοσοκομεία, τα ορφανοτροφεία, τα σωφρονιστικά συστήματα ανηλίκων, τις ενοριακές αίθουσες. Παπική Εκκλησία και αστικό Κράτος δούλεψαν χέρι-χέρι."
Η ταινία εξετάζει πώς μια κοινωνία άφησε να συμβεί αυτό και για το πώς η διαφθορά του αστικού κράτους και η εξουσία φίμωσαν και παραπλάνησαν ένα ολόκληρο λαό να πιστεύει ότι η αιχμαλωσία και τα βασανιστήρια γυναικών ήταν προς το συμφέρον τους.
Η ταινία "Small Things Like These" ξεκινά και τελειώνει με τον ήχο των καμπάνων της εκκλησίας να χτυπούν στην ατμόσφαιρα της ψυχρής, ταπεινής ιρλανδικής πόλης, με τους κατοίκους της απασχολημένους με την προετοιμασία των Χριστουγέννων.
Αλλά όταν ακούμε αυτές τις καμπάνες στο τέλος, ακούγονται πολύ διαφορετικές.. Δεν ακούγονται σαν κάλεσμα για προσευχή ή ως χαρούμενη έκφραση πίστης.
Αντίθετα, ακούγονται σαν ειδοποίηση: "Θυμήσου. Πάντα σε παρακολουθούμε."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου