Καθώς
είμαστε πλέον στη Σαρακοστή, πολλοί –
χριστιανοί και μη – αναρωτιούνται για
το νόημα της νηστείας.
Θα είχε άραγε περισσότερη σημασία αν τη θεωρούσαμε όχι ως μια ηθική υποχρέωση ή μια αξιομισθία, αλλά ως έκφραση εγγύτητας με τον Θεό;
Αν έχουμε έναν καλό φίλο, δεν του τηλεφωνούμε απλώς μια φορά τον χρόνο για να του υπενθυμίσουμε ότι γνωρίζουμε την ύπαρξή του. Ένα ετήσιο τηλεφώνημα δεν θα συνέβαλε ιδιαίτερα στην ανάπτυξη της σχέσης μας. Όπως κάθε σημαντικός δεσμός, έτσι και μια φιλία ή ένας γάμος απαιτεί συνεχή φροντίδα για να βελτιωθεί και να προκόψει.
Υπάρχουν σχέσεις που διαρκούν δεκαετίες, περνώντας από σκαμπανεβάσματα, προδοσίες και συγχώρηση, καθώς εξελίσσονται μέσα από αυτές τις εμπειρίες. Η αγάπη που υπήρχε στην αρχή δεν είναι η ίδια με την αγάπη που υπάρχει μετά από πενήντα χρόνια – γιατί; Επειδή τα εμπλεκόμενα πρόσωπα επένδυσαν στην σχέση τους, αντί να περιοριστούν σε περιστασιακές επαφές ώστε απλώς να διαβεβαιώσουν την ύπαρξη τους ο ένας στον άλλον.
Αν αυτό ισχύει για τις ανθρώπινες σχέσεις, γιατί να μην ισχύει και για τη σχέση μας με τον Θεό;
Και πώς μπορεί η νηστεία να μας βοηθήσει να έρθουμε πιο κοντά σ’ Εκείνον; Πώς συμβάλλει στην εμβάθυνση και την ανάπτυξη της αγάπης μας για τον Θεό; Με την πρώτη ματιά, ίσως δεν είναι προφανές τι σχέση έχει η τροφή με την αγάπη.
Αεκετοί από 'μας ίσως θα πρέπει να ξανασκεφτούν τους παππούδες μας, οι οποίοι έζησαν έναν γάμο που κράτησε για πολλούς επίσης πάνω από πενήντα χρόνια. Ωστόσο, στις αρχές του γάμου τους, αντιμετώπισαν μια μεγάλη πρόκληση: πολλοί άνδρες βρισκόταν στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, δουλεύοντας σκληρά για να στέλνουν χρήματα στις συζύγους τους που ζούσαν σε κάποιο μικρό χωριό στη Ελλάδα.
Τους χώριζαν σχεδόν 13.000 χιλιόμετρα, χωρίς τηλέφωνο (τα χωριά δεν είχαν καν τηλεφωνική σύνδεση μέχρι το 1970) και ασφαλώς χωρίς τις πολλαπλές δυνατότητες για επικοινωνία που διαθέτουμε σήμερα. Δεν μπορούσαν να ειδωθούν, να αγγίξουν ο ένας τον άλλον, να μιλήσουν ή να έχουν κάποια εμπειρία στο φυσιολογικό πλαίσιο μιας σχέσης.
Μια τέτοια απουσία προσωπικής παρουσίας αποτελεί μια μοναδική πρόκληση για κάθε σχέση. Παρόλα αυτά, επικοινωνούσαν συχνά μέσα από γράμματα. Αν η γυναίκα είχε την τύχη να έχει πρόσβαση στον δάσκαλο του χωριού, που ήξερε να διαβάζει και να γράφει , θα τη βοηθούσε στην αλληλογραφία της.
Στη σημερινή εποχή της άμεσης ηλεκτρονικής επικοινωνίας, είναι εύκολο να ξεχάσουμε πώς ήταν να λαμβάνει κανείς ένα χειρόγραφο γράμμα. Το χαρτί είχε τη δική του υφή, τη μοναδική γραφή του αποστολέα, το ιδιαίτερο χρώμα του μελανιού. Ακόμα και πριν φτάσει η επιστολή, το ίδιο το γραμματοκιβώτιο γινόταν σημάδι της πιθανής παρουσίας του αγαπημένου προσώπου.
Η άφιξη της επιστολής προκαλούσε αυθόρμητα συναισθήματα. Ο παραλήπτης μπορούσε να ανοίξει το γράμμα αμέσως ή να περιμένει την κατάλληλη στιγμή και το σωστό μέρος. Και όταν τελικά το διάβαζε, δεν το πετούσε.
Αντίθετα, το φύλαγε σαν θησαυρό, το ξαναδιάβαζε, το κρατούσε κοντά του. Και, ενώ ετοίμαζε τη δική του απάντηση, ανυπομονούσε ήδη για την επόμενη επιστολή. Με 13.000 χιλιόμετρα να τους χωρίζουν, αυτή η επιστολογραφία επαναλαμβανόταν κάθε λίγες εβδομάδες.
Το μικρό αυτό ιστόρημα δείχνει ξεκάθαρα ότι μια επιστολή δεν είναι απλώς ένα κομμάτι χαρτί με λέξεις—είναι παρουσία μέσα στην απουσία. Κάθε λεπτομέρεια—το χαρτί, το μελάνι, ο γραφικός χαρακτήρας, ακόμη και η μυρωδιά—καθιστά τον συγγραφέα παρόντα, έστω και από μακριά.
Αυτά τα γράμματα επέτρεπαν στους παππούδες μας να διατηρούν ο ένας τον άλλον στη συνείδησή τους, αποτρέποντας τη λήθη. Η παρουσία που διατηρούνταν παρά την απόσταση παρείχε το έδαφος ώστε η σχέση τους να συνεχίσει να αναπτύσσεται και να βαθαίνει, ακόμα και χωρίς τη φυσική παρουσία του άλλου.
Αν δεν αντάλλασσαν γράμματα, σιγά-σιγά, με τον χρόνο, η λήθη θα μπορούσε να παρεισφρήσει στη σχέση τους. Και με την αργή, ανεπαίσθητη εισβολή της λήθης, η προσοχή τους θα μπορούσε να στραφεί αλλού, προς μια νέα πραγματικότητα ή ακόμη και προς μια άλλη σχέση.
Η απουσία εμπνέει πάντα περισσότερη αγάπη στην καρδιά.
Ο μεγαλύτερος πειρασμός στη σχέση μας με τον Θεό δεν είναι η απιστία, αλλά η λήθη. Δεν βλέπουμε μετά την Ανάσταση και την Ανάληψη τον Θεό πρόσωπο με πρόσωπο—η σχέση μας μαζί Του χαρακτηρίζεται από μια παρουσία μέσα στην απουσία.
Σε έναν κόσμο γεμάτο απερίγραπτους περισπασμούς, είναι εύκολο να στραφεί η προσοχή μας αλλού. Η νηστεία μοιάζει με τη συγγραφή επιστολών: είναι μια πρακτική που μας βοηθά να κρατάμε τον Θεό στον νου μας. Και καθώς Τον διατηρούμε στην επίγνωσή μας, δίνουμε στη σχέση μας την ευκαιρία να αναπτυχθεί και να εμβαθύνει.
Ένα ακόμη παράδειγμα: όλοι στις πόλεις έχουμε μια πρωινή ή απογευματινή ρουτίνα. Σταματάμε στο σουπερμάρκετ, πηγαίνουμε στον διάδρομο που παρέχουν μη νηστίσιμα φαγητά.
Τις ημέρες νηστείας, όμως, δεν τα ψωνίζουμε, και εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο Θεός έρχεταιν στη συνείδησή μας—εκείνη τη στιγμή, ακόμη και το σουπερμάρκετ θα μπορεί να γίνει ένας ιερός χώρος. Σημαίνει αυτό ότι αυτομάτως ήμαστε πιο κοντά στον Θεό; Ότι αγαπούμε τον Θεό περισσότερο;
Όχι απαραίτητα.
Αλλά το γεγονός ότι Τον φέρνουμε στο νου μου σε έναν τόσο συνηθισμένο χώρο δημιούργησε τις προϋποθέσεις για να αναπτυχθεί αυτή η αγάπη. Η πράξη αυτή δίνει μια ευκαιρία στη σχέση, ακόμη και στην φυσική απουσία του Θεού, ακόμη και όταν δεν μπορούμε να αγγίξουμε το «σώμα» Του.
Αν η απάντηση στο ερώτημα «Γιατί να νηστέψω;» είναι απλώς ένα σύνολο κανόνων που οι Χριστιανοί πρέπει να ακολουθήσουν για να κερδίσουν τον Παράδεισο, τότε η νηστεία καθίσταται παράλογη.
Τέτοια προσέγγιση αντιμετωπίζει τη σχέση μας με τον Θεό σαν ένα συμβόλαιο: Αν κάνω το Α, το Β και το Γ, τότε έχω εκπληρώσει τους όρους της συμφωνίας και εξασφάλισα τον Παράδεισο· αν όχι, τότε πάω στην κόλαση.
Αλλά ο Θεός δεν θέλει μια σχέση αξιομισθίας. Δεν μπορούμε να αντιμετωπίζουμε την σχέση μας με τον Θεό ως μια συναλλαγή.
Ο Παράδεισος δεν είναι ένα μέρος· είναι η ίδια η ζωή του Θεού. Είναι η κοινωνία με τον Θεό.
Η επιζήσασα του Άουσβιτς Γαλλίδα φιλόσοφος Simone Veil (1909-43) είπε κάποτε ότι «Το να δίνεις προσοχή στον άλλο είναι η πιο σπάνια και πιο αγνή μορφή γενναιοδωρίας».
Η νηστεία έχει να κάνει ακριβώς με αυτό: την προσήλωση-προσοχή. Βοηθά να καταπολεμήσουμε τη λήθη και τους ατελείωτους περισπασμούς που θολώνουν τη συνείδησή μας.
Παρέχει επίγνωση του Θεού δημιουργώντας τις προϋποθέσεις, ώστε η σχέση μας μαζί Του να αναπτυχθεί και να εμβαθύνει.
Η νηστεία είναι επίσης μια πράξη μνήμης: μας καλεί να θυμηθούμε όλα όσα ο Θεός έκανε για εμάς εν Χριστώ.
Γι’ αυτό και στην Ορθόδοξη παράδοση, η νηστεία συνδέεται με τον εορτασμό σημαντικών στιγμών της ζωής του Χριστού—τη Μεγάλη Σαρακοστή, τα Χριστούγεννα, την Τετάρτη και την Παρασκευή. Καθώς θυμόμαστε όλα όσα έχει κάνει ο Χριστός για εμάς, υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας ότι μια σχέση αγάπης με τον Θεό είναι εφικτή.
Ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, πάντα μας αγαπά και περιμένει να βρούμε τον τρόπο να Τον αγαπήσουμε κι εμείς.
Ένα πράγμα είναι σίγουρο: η αγάπη δεν μπορεί να αναπτυχθεί ή να γίνει βαθύτερη, αν ξεχνάμε τον Άλλον και αν δεν δίνουμε σημασία ο ένας στον άλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου