Η δόξα μεγάλη, η αλαζονεία μεγαλύτερη. Τα επιτεύγματα περίτρανα, τ’ αποτελέσματα αμφιλεγόμενα. Η υλοφροσύνη κυρίαρχος, η παραφροσύνη αντίπαλος: «Τὴν δέησιν ἐκχεῶ πρὸς Κύριον, καὶ αὐτῷ ἀπαγγελῶ μου τάς θλίψεις, ὅτι κακῶν ἡ ψυχή μου ἐπλήσθη, καὶ ἡ ζωή μου τῷ ᾍδῃ προσήγγισε, καὶ δέομαι ὡς Ἰωνᾶς· Ἐκ φθορᾶς, ὁ Θεός με ἀνάγαγε ».
«Κατακυριεύσας τήν γην» κυριεύτηκε απ' αυτήν ο κύριος καί τύραννος της άνθρωπος. Η χοϊκή του σύσταση τόν συνδέει άρρηκτα μαζί της. Εκείνος όμως γέμισε ακόμα καί τήν ψυχή του μέ τό χώμα της καί ο ουρανός έμεινε μακριά: «Ἵνα τί με ἀπώσω, ἀπὸ τοῦ προσώπου σου τὸ φῶς τὸ ἄδυτον, καὶ ἐκάλυψέ με, τὸ ἀλλότριον σκότος τὸν δείλαιον».
Ο Θεός, ο Πατέρας του, του φάνηκε ενοχλητικός στή δική του κυριαρχία. Ο υπερφίαλος υιός άφησε τόν στοργικό Πατέρα απόμακρα, δέν τόν χρειάζεται. Ή δύναμή του, τό χρήμα του, η σάρκα του είναι οι μέριμνές του καί οι θεοί του, τόσο κοντινοί, τόσο γήινοι, τόσο ψεύτικοι. «Απορήσας εκ πάντων» ο επηρμένος άνθρωπος καταλήγει στό αδιέξοδο: «Καταιγὶς με χειμάζει, τῶν συμφορῶν Δέσποινα, καί τῶν λυπηρῶν τρικυμίαι, καταποντίζουσιν».