Ἁγία Μαρίνα ἡ μεγαλομάρτυς
Ἡ Ἁγία Μαρίνα κατήγετο ἀπό τήν Ἀντιόχεια
τῆς Πισιδίας, ἀπό γονεῖς ἐπιφανεῖς. Ὁ πατέρας τῆς Αἰδέσιος ἦταν ἐπίσημος ἱερέας
τῶν εἰδώλων, γνωστός σέ ὅλους. Ἡ μητέρα τῆς πέθανε λίγες μέρες μετά τή γέννηση
τῆς μονάκριβης κόρης τῆς Μαρίνας.
Ὁ πατέρας ἀναγκάσθηκε νά ἐμπιστευθεῖ τό
βρέφος σέ μία γυναίκα πού κατοικοῦσε περί τά τρία χιλιόμετρα ἔξω ἀπό τήν πόλη,
γιά νά τό θηλάζει. Τοῦτο ἦταν οἰκονομία Θεοῦ, γιατί μακρυᾶ ἀπό τό εἰδωλολατρικό
περιβάλλον τοῦ πατέρα της, καθώς μεγάλωνε ἄκουγε οἱ γύρω της νά μιλοῦν γιά τό
Χριστό, νά διηγοῦνται τά θαύματά Του, τά παθήματά Του, τόν σταυρικό θάνατο πού ὑπέστη
καί τή θαυμαστή Ἀνάσταση καί Ἀνάληψή Του στόν οὐρανό. Ἡ παιδική ψυχή της
συγκινεῖτο ἀπό ὅλα αὐτά καί ρωτοῦσε καί προσπαθοῦσε νά μάθει ὅλο καί περισσότερα
γιά τή νέα πίστη. Ἄκουγε ὅτι οἱ εἰδωλολάτρες κατεδίωκαν τούς χριστιανούς καί
τούς βασάνιζαν γιά νά τούς ἀναγκάζουν νά θυσιάσουν στά εἴδωλα, ἀλλά ἐκεῖνοι ἀντιμετώπιζαν
μέ θάρρος τά μαρτύρια καί ἔμεναν πιστοί στόν ἀληθινό Θεό. Μέσα της ἄρχισε νά αὐξάνει
ὁ θαυμασμός της γι' αὐτούς τούς Μάρτυρες καί ὅταν μεγάλωσε καί ἔφθασε στά 15 της
χρόνια, δέν δίσταζε νά φανερώνει τήν πίστη της στόν Χριστό καί νά μιλᾶ γιά τόν ἀληθινό
Θεό, πού ἔγινε ἄνθρωπος καί πέθανε γιά τή σωτηρία μας. Ὁ εἰδωλολάτρης πατέρας της
ὅταν τά πληροφορήθηκε αὐτά, δέν ἤθελε κάν νά ἀντικρύσει τό πρόσωπο τῆς κόρης
του καί τήν ἀπεκλήρωσε. Λυπόταν ἡ εὐλαβής κόρη τό κατάντημα τοῦ πατέρα της νά ὑπηρετεῖ
ψεύτικους θεούς καί νά μή θέλει νά ἀνοίξει τά μάτια τοῦ στό ἀληθινό Φῶς, στόν
Χριστό. Μέ τόν καιρό γιγάντωσε ὁ πόθος της, ἄν χρειασθεῖ νά μαρτυρήσει κι αὐτή
γιά τόν Χριστό, ὅπως τόσοι ἄλλοι.
Ἔπαρχος τό ἔτος 270 στά μέρη ἐκεῖνα ἦταν
ὁ Ὀλύβριος, πού ἦταν γνωστός γιά τήν ἀγριότητά του καί τό μίσος τοῦ ἐναντίον τῶν
χριστιανῶν, πού τούς θεωροῦσε ἐπικίνδυνους γιά τήν αὐτοκρατορία. Ὅταν ἐπισκέφθηκε
τήν Ἀντιόχεια καί ἔμαθε ὅτι ἡ κόρη τοῦ ἐπισήμου ἱερέα τῶν εἰδώλων ἦταν
χριστιανή καί παρασύρει καί ἄλλους στήν πίστη της, διέταξε νά τήν συλλάβουν καί
νά τήν ὁδηγήσουν μπροστά τοῦ νά δικαστεῖ. Ἡ ἁγνή κόρη προσευχόταν στό δρόμο νά
τῆς δώσει ὁ Κύριος δύναμη καί σοφία νά κρατήσει τήν πίστη τῆς μέχρι τέλους καί
νά ἀντέξει τά βασανιστήρια. Ὅταν ἔφθασαν στό παλάτι, ὁ Ἔπαρχος τή ρώτησε νά εἰπεῖ
τό ὄνομά της καί ποιόν θεόν πιστεύει. Ἡ χριστιανή κόρη μέ θάρρος τοῦ ἀπάντησε: «Μαρίναν
μέ λέγουσιν, τῆς Πισιδίας γέννημα καί θρέμμα, ἐλευθέρων γονέων τέκνον καί εὔχομαι
νά γίνω δούλη τοῦ Θεοῦ καί Σωτῆρος μου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅστις ἔκαμεν ὄλον τόν
κόσμον». Ὁ Ἔπαρχος ὅταν εἶδε ὅτι μέ τίς συμβουλές καί τίς ὑποσχέσεις δέν μποροῦσε
νά τῆς ἀλλάξει τίς πεποιθήσεις της, ἄρχισε τίς ἀπειλές καί τά μαρτύρια.
Ἐπί ἡμέρες βασάνιζαν τήν ἀφοσιωμένη στόν
Χριστό ἁγνή κόρη. Κατά τή διάρκεια τῆς ἡμέρας ὑπέφερε τά ἀπάνθρωπα βασανιστήρια
καί τή νύχτα τήν ἔκλειναν στή φυλακή χωρίς τροφή. Ἐκεῖ στό σκοτεινό κελλί ἀντιμετώπιζε
μέ θάρρος τίς ἐπιθέσεις τοῦ σατανᾶ, πού ἐπεδίωκε «ὡς λέων ὠρυόμενος» νά τήν ἐκφοβίσει.
Ἀλλά εἶχε καί τήν παρηγορία καί τήν ἐνίσχυση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, πού ἀκτινοβολοῦσε
οὐράνιο φῶς καί ἰαματική χάρη.
Ἡ Μάρτυς ὑπέφερε μέ γενναιότητα τούς ραβδισμούς
μέ ἀγκαθωτά ραβδιά, τό ξέσχισμα τοῦ σώματός της μέ σιδερένια νύχια, τό κρέμασμα
στό ξύλο, τά καψίματα στίς πλευρές καί στό στῆθος της μέ μεγάλες ἀναμμένες
λαμπάδες, τό βούτηγμα στό μεγάλο καζάνι καί τόσα ἄλλα, πού μετάτρεψαν τό ἐφηβικό
της σῶμα σέ μία αἱμορροοῦσα πληγή. Πλήθη ἀνθρώπων παρακολουθοῦσαν τά μαρτύριά
της μέ ποικίλα αἰσθήματα. Ποῦ εὕρισκε τή δύναμη τό δεκαπεντάχρονο αὐτό κορίτσι
νά τά ἀντιμετωπίζει μέ τόση ἠρεμία καί καρτερία ὅλα αὐτά καί ἐπί πλέον νά εὐχαριστεῖ
τό Θεό πού τήν ἀξιώνει γιά τήν ἀγάπη Του νά ὑποφέρει! Τήν ἀπάντηση τήν πῆραν
τήν τελευταία ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου της. Ὅταν τήν ἔφεραν ἀπό τή φυλακή καί τήν ἔστησαν
καί πάλι μπροστά στόν Ἔπαρχο, δέν πίστευαν στά μάτια τους. Μά εἶναι αὐτή ἡ ἴδια
πού μέχρι τήν προηγούμενη ἡμέρα τῆς ξέσχιζαν τό πρόσωπό της καί ὁλόκληρο τό σῶμα
της; Πῶς δέν βλέπουν οὔτε ἴχνη ἀπό τίς πληγές της; Κατάπληκτοι ἀκοῦν σέ λίγο μέ
παρρησία νά ἀποκαλύπτει στόν ἡγεμόνα τό τί συνέβη. «Μάθε ὅτι ὁ ἀληθινός καί
μόνος Θεός, πού θεραπεύει ψυχές καί σώματα, μέ θεράπευσε». Καί σάν ἐπιβεβαίωση
τῶν λόγων της, φοβερός σεισμός ἔσεισε τόν τόπο καί ἀκούστηκε φωνή ἀπό τόν οὐρανό,
πού καλοῦσε τή μάρτυρα νά ἀπολαύσει τόν στέφανον τῆς ἀφθαρσίας στά οὐράνια
σκηνώματα. Τό πλῆθος συγκλονίστηκε ἀπ' ὅσα ἔβλεπε καί ἄκουγε καί πίστεψαν στόν
Χριστό χιλιάδες, πού τόν ὁμολογοῦσαν ὡς Θεόν τους καί διεκήρυτταν ὅτι ἤσαν καί
αὐτοί ἕτοιμοι νά θυσιαστοῦν γιά τόν Χριστό.
Ὁ Ἔπαρχος πανικοβλήθηκε καί πῆρε τήν πιό
ἀπάνθρωπη ἀπόφαση. Διέταξε τόν στρατόν του νά φονεύει χωρίς ἄλλη διαδικασία ὅποιον
λέγει ὅτι πιστεύει τόν Χριστό ὡς Θεό καί δέν δέχεται νά θυσιάζει στά εἴδωλα.
Στόν γενικό αὐτό διωγμό, στήν Ἐπαρχία τῆς Πισιδίας, μαρτύρησαν δέκα πέντε καί
πλέον χιλιάδες.
Ἡ Ἐκκλησία μας δέχθηκε τό εἰδικό αὐτό
Βάπτισμα τοῦ αἵματός τους, τούς κατέταξε στή χορεία τῶν Ἁγίων Μαρτύρων καί τούς
ἑορτάζει τήν 16ην Ἰουλίου, παραμονή τῆς ἑορτῆς τῆς Ἁγίας Μαρίνας.
Ἐπί πλέον, ὁ Ἔπαρχος πρόσθεσε καί ἕνα ἀκόμη
κακούργημά του. Ἀπό φόβο μήπως ἄν παραταθεῖ ἡ ζωή τῆς Μαρίνας αὐξηθεῖ ἀκόμη
περισσότερο ὁ ἀριθμός τῶν χριστιανῶν, ἔδωσε διαταγή νά ἀποκεφαλισθεῖ. Ἔτσι ἡ
Μεγαλομάρτυς παρέδωκε τήν ψυχή της στόν Νυμφίον της Χριστόν, τό δέ μαρτυρικό
πάναγνο σῶμα της τό ἐνταφίασαν κρυφά οἱ χριστιανοί μέ βαθειά εὐλάβεια. Ἀργότερα
τά ἱερά Λείψανά της μεταφέρθηκαν στήν Κωνσταντινούπολη καί ἐφυλάσσοντο στόν
ναόν τοῦ Χριστοῦ Παντεπόπτου μέχρι τήν κατάληψη τῆς Πόλης ἀπό τούς
σταυροφόρους.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή Μεγαλομάρτυρα Ἁγία
Μαρίνα τήν 17ην Ἰουλίου.