Κυριακή 9 Αυγούστου 2020

ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ

Το έργο του Χριστού, και συνακόλουθα της Εκκλησίας, δεν είναι η σωτηρία από τον κόσμο, αλλά η σωτηρία του κόσμου. Η Μεταμόρφωση δεν ήταν τέρμα, ούτε καὶ σύμβολο οιουδήποτε ενδοϊστορικού τέρματος, αλλά σημείον του μελλοντικού Τέρματος.

Προτύπωσε, δηλαδή, δύο πράγματα: αφενός, την Ανάσταση του Χριστού. Καθ΄ αυτὴ η διήγηση της Μεταμόρφωσης εμφανίζεται στα ευαγγέλια ως ένα είδος διευκρίνισης της αποκάλυψης που είχε κάνει λίγες μέρες πρωτύτερα ο Χριστός στους μαθητές περί του επικείμενου Πάθους και της Αναστάσεώς Του (Ματθ. 16:21- 23, Μάρκ. 8:31-33, Λουκ. 9:21-22).

 Επί πλέον, ο Λουκάς σημειώνει ότι αυτό για το οποίο συζητούσαν με τὸ Χριστό ο Μωυσής καὶ ο Ηλίας, ήταν ακριβώς το εγγίζον πάθος και η εκπλήρωση της αποστολής Του (Λουκ.9:30).

Ἡ υμνολογία[1] σπεύδει πολύ ωραία να τονίσει: «Πρὸ τοῦ σταυροῦ σου Κύριε, παραλαβὼντοὺς μαθητὰς εἰς ὄρος ὑψηλόν, μετεμορφώθης[...] δεῖξαι βουλόμενος της Ἀναστάσεως την λαμπρότητα»...«Προτυπῶν την ἀνάστασιν την σήν, Χριστὲ ὁ Θεός, τότε παραλαμβάνεις τοὺς τρεῖς σου μαθητάς».

Αφετέρου[2], η Μεταμόρφωση προτύπωσε αυτὸ που προτυπώνει ἡ ίδια ἡ Ανάσταση του Χριστού, ήτοι την τελική, καθολική Ανάσταση: «τήν τῶν βροτῶν ἐναλλαγὴν την μετὰ δόξης σου, Σωτήρ, ἐν τῇ δευτέρᾳ καὶ φρικτῇ της σῆς ἐλεύσεως δεικνύς, ἐπὶ του ὄρους Θαβὼρ μετεμορφώθης»...«Βουλόμενος [...] δεῖξαι τίς ποτέ ἐστιν ἡ δόξα ἐκείνη, μεθ’ ἧς μέλλει παραγενέσθαι, ἀναφέρει αὐτοὺς εἰς ὄρος ὑψηλόν».

Πολύ όμορφα το δηλώνει αυτό και ένα κείμενο που αποδίδεται στον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο[3]: «Μετεμορφώθη γὰρ Χριστός, οὒχ ἁπλῶς, ἀλλ’ ἴνα ἡμῖν ἀποδείξῃ την μέλλουσαν της φύσεως μεταμόρφωσιν, καὶ την ἐσομένην ἐπὶ τῶν νεφελῶν ἐν φωνὶ ἀρχαγγέλων δευτέραν σωτήριον ἔλευσιν».

 Μέσα στην προεκτεθείσα εσχατολογική προοπτική, έχουν ιδιαίτερη αξία οι υμνολογικές νύξεις ότι το γεγονός της Μεταμόρφωσης αφορά και την άψυχη κτίση. Υπενθυμίζουν ότι σκοπός της εκκλησιαστικής ζωής δεν είναι η μυστική ανάβαση της ψυχής προς ασώματα επίπεδα ύπαρξης, αλλά ἡ μελλούμενη, τελική λύτρωση της κτίσης σύμπασας.

Οιαδήποτε, λοιπόν, θεωτική εμπειρία οιουδήποτε προσώπου μέσα στην ιστορία - ακόμα κι η υψηλότερη-, ενέχει μια εγγενή έλλειψη.

Τελεί σ΄ εκκρεμότητα, μέχρις ότου όλη ἡ δημιουργία μεταμορφωθεί σὲ γαμήλιο εσχατολογικό γλέντι της Βασιλείας.

 Θα είναι λάθος να νομιστεί ότι τα προεκτεθέντα εξοβελίζουν τὸ αίτημα για «φωτισμό του νοὸς» στο παρόν. Απλώς, ο φωτισμός αυτός πρέπει να τοποθετηθεί σὲ εκκλησιολογικό πλαίσιο καὶ να κατανοηθεί ως άσκηση στην οδοιπορία (ή μάλλον στη συνοδοιπορία με τον Χριστό) προς τὴ Βασιλεία.

Αυτή τη διαλεκτική παρόντος καὶ μέλλοντος δηλώνει εύστοχα άλλος ένας ύμνος[4] της εορτής: «Οἱ τῷ ὕψει τῶν ἀρετῶν διαπρέψαντες, καὶ της ἐνθέου δόξης ἀξιωθήσονται».

Έτσι, λοιπόν, είναι εκκλησιολογικώς χωλό να κραδαίνονται πατερικά αποσπάσματα προκειμένου να εμφανιστεί η Μεταμόρφωση ως σύμβολο ενός ενδοϊστορικού τέρματος ή μιας αδιαφορίας για την ιστορία, ἐν ονόματι της «ορθόδοξης πνευματικότητας», – με μία θεολογία ἡ οποία προσδιορίζει την αλήθεια ως την απόσυρση του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά στο εσωτερικό του, καὶ στερείται εσχατολογίας.

Διότι  αν οι μαθητές έμεναν «ὧδε», τότε δεν θα πραγματωνόταν τὸ παγκόσμιο λυτρωτικό έργο του Χριστού, τ΄ οποίο και δεν αφορά μονάχα μια δράκα εκλεκτών (τους τρεις συναναβάντες μαθητές), αλλά την οικουμένη άπασα.

 Η πρόταση του Πέτρου, εκλαμβάνοντας τ’ο όρος ως τέρμα, συνιστούσε άρνηση της πόρευσης προς τὸ αληθές τέρμα και συνάμα άρνηση της πόρευσης προς τον κόσμο. Αντιθέτως, στη λογική του Χριστού δεν υπήρχε το «ὧδε είναι».

 Άρνηση της πόρευσης προς τον κόσμο σημαίνει άρνηση της αποστολής προς τον κόσμο. Ενώ ο Χριστός μετὰ τη Μεταμόρφωση παρήγγειλε στους τρεις αυτόπτες μαθητές να μὴν πουν τίποτα σὲ κανέναν μέχρι ο Υιός του ανθρώπου ν΄ αναστηθεί απ΄ τους νεκρούς (Ματθ. 17:9, Μάρκ. 9:9), μετά την Ανάσταση (μετά, δηλαδή, την πραγμάτωση του υπό της Μεταμορφώσεως προτυπωθέντος) εντέλλεται στους μαθητές του να πορευτούν προς όλη την κτίση, ευαγγελιζόμενοι ασταμάτητα όσο η ιστορία ακόμα διαρκεί (Ματθ. 24:14, 28:19). Προ της Αναστάσεως δεν υπήρχε περιεχόμενο ιεραποστολής, καθόσον δεν είχε ακόμα ανατείλει η νέα υπαρξιακή δυνατότητα του κόσμου.

 Τούτο μαρτυρεί ο κύριος της εορτής ύμνος[5], κατά τὸν οποίο η πίστη στο σωτηριώδες Πάθος του Χριστού είναι αλληλένδετη με την κήρυξή του: «Ἐπὶ του ὄρους μετεμορφώθης καὶ ὡς ἐχώρουν οἱ Μαθηταί σου τήν δόξαν σου, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐθεάσαντο· ἴνα ὅταν σὲ ἴδωσι σταυρούμενον, τὸ μεν πάθος νοήσωσιν ἑκούσιον, τῷ δὲ κόσμῳ κηρύξωσιν, ότι σὺ ὑπάρχεις ἀληθῶς του Πατρὸς τὸ ἀπαύγασμα».

Μία εκκλησία που θ΄ αποδεχτεί τὸ «ἐμεῖς μόνο» και το «ὧδε είναι», θα υποκύψει στον πειρασμό να θεωρήσει τελεσίδικα τα μη τελεσίδικα και να εκκοσμικευθεί μεταλλασσόμενη σε κατεστημένο του αιώνος τούτου. είναι ευάλωτη στον πειρασμό να θεωρήσει ιερό κέντρο τον τόπο ο οποίος προσδιορίστηκε ως «ὧδε» και, μοιραία, να τον καταστήσει ενδοκοσμικὸ κέντρο νοηματοδότησης του κόσμου, υποκαθιστώντας με αυτόν τη Βασιλεία.



[1] Μηναῖον Αὐγούστου, Ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἐν Ἀθήναις (1993), σ. 82, 88,95,103.

[2]     βλ. Μηναῖον, ὅ.π.

[3]     βλ. ΠαπαθανασίουΘανάσης Ν., (2007), με την ψυχὴ στα πόδια. Ἀπὸ τὸ μνῆμα τὸ κενὸ στους δρόμους του κόσμου, Ἐκδ. Ἐν Πλῶ, Ἀθήνα 2, σσ. 61-93.

[4]     βλ. Μηναῖον, ὅ.π., σ. 82.

[5]     βλ. Μηναῖον, ὅ.π., σ. 94.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου