H ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ.
Ο αμερικανικός λαός είναι βαθιά διχασμένος και πολωμένος στις πολιτικές στάσεις και επιλογές του. Ο διχασμός και η πόλωση στον αμερικανικό πολιτικό χώρο επηρέασαν επίσης τις χριστιανικές εκκλησίες και κοινότητες, παρόλο που ορισμένοι από τις χριστιανικές εκκλησίες επέλεξαν να μην αντιμετωπίσουν επισήμως τις προκλήσεις που θέτει η πολιτική για την προσωπική και κοινοτική ζωή τους. Η σχέση της πολιτικής και της χριστιανικής πίστης είναι ένα πολύ περίπλοκο ζήτημα που χρήζει προσεκτικής προσοχής, καθώς η χριστιανική πίστη και η πολιτική καθορίζουν, σε μεγάλο βαθμό, την προσωπική και συλλογική ζωή των ανθρώπων. Καθώς εξετάζουμε τη σχέση της θρησκείας με την πολιτική, είναι επιτακτική ανάγκη να μην είμαστε προσεκτικοί για να μην μειώσουμε ή να υποτάξουμε το ένα στο άλλο ή το αντίστροφο. Επιπλέον, λόγω της περίπλοκης φύσης της σχέσης μεταξύ θρησκείας και πολιτικής, πρέπει να αντισταθούμε στον πειρασμό να θεωρήσουμε τις σκέψεις μας σχετικά με αυτό το θέμα ως την τελική συνταγή για το πώς οι θρησκευτικές κοινότητες και οι χριστιανικές εκκλησίες πρέπει να εντοπίζουν τις βασικές αιτίες των πολιτικών προκλήσεων και να επιλέγουν τα ζητήματα που αξίζουν τη στοχαστική συμβολή της θεολογίας τους.
Στους χριστιανικούς κύκλους, η μαρτυρία της Εκκλησίας στον κόσμο συχνά έρχεται σε αντίθεση με την ιερή παράδοσή της. Μέσα από πολιτικές ενέργειες και εμπλοκές συχνά παρέχεται η οπτική ότι η Εκκλησία απομακρύνεται από την πρωταρχική ιερή ευθύνη της. Υποκαθιστά την ενσάρκωση με την υπερβατικότητα. Αντικαθιστά το Ευαγγέλιο της αγάπης και της συγχώρεσης με κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, νομοθετικές αλλαγές, πολιτικά προγράμματα και δράσεις. Έτσι, εστιάζοντας τόσο πολύ σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, οι εκκλησίες αποτυγχάνουν όλο και περισσότερο στην ιερή τους αποστολή να ενώσουν τον κόσμο με τον Θεό. Γίνονται μη αυθεντικά σύνολα. Εάν επικρατήσει μια τέτοια στάση, οι εκκλησίες επιλέγουν συνειδητά να αγνοήσουν τις πολιτικές προκλήσεις ή να είναι αδιάφορες στη βία, την αδικία, τον ρατσισμό, την έλλειψη στέγης, τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τις επιθέσεις στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Το όραμα της Εκκλησίας διασπάται σε ιερό και ανίερο-βέβηλο, αφού ο εκχριστιανισμός ως ευαγγελισμός και ο πολιτισμός, η υπερβατικότητα και η ενσάρκωσηη, το Ευαγγέλιο και ο πολιτισμός, η θρησκεία και η πολιτική νοούνται ως ξεχωριστές και συχνά ασυμβίβαστες οντότητες. Αυτή η στάση ελαχιστοποιεί τις ευκαιρίες να υπάρξει τρόπος με τον οποίο να λειτουργεί η χάρη του Θεού πέρα από τα κανονικά όρια της θεσμικής Εκκλησίας και υπονομεύει τη δημόσια μαρτυρία της Εκκλησίας μέσα σε μια πλουραλιστική και δημοκρατική κοινωνία. Έτσι, εξατομικεύεται το Ευαγγέλιο, η ερχόμενη πραγματικότητα της βασιλείας του Θεού, η οποία επηρεάζει όλες τις ανθρώπινες πτυχές της ζωής στον παρόντα κόσμο. Για αυτούς τους λόγους, ένας αυξανόμενος αριθμός θεολόγων πιστεύει ότι η πολιτική ως ενσάρκωση των αξιών και των αρχών που διέπουν τη συλλογική ζωή των ανθρώπων δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Η πολιτική, είτε μας αρέσει είτε όχι, επηρεάζει τον τρόπο και την ποιότητα της ζωής των ανθρώπων. Ως αποτέλεσμα, η ουδετερότητα σε πολιτικά θέματα δεν μπορεί να είναι μια βιώσιμη επιλογή για τους Χριστιανούς που έχουν ένα συγκεκριμένο θεολογικό όραμα για το πώς πρέπει να είναι ο κόσμος και για το πώς οι άνθρωποι πρέπει να σχετίζονται μεταξύ τους. Υπάρχει μια στενή σχέση χωρίς να επισυμβαίνει σύγχυση μεταξύ της χριστιανικής πίστης και της πολιτικής. Ενώ ο ευαγγελισμός είναι η ουσιαστική αποστολή της Εκκλησίας, είναι η διακριτική κλίση της Εκκλησίας, όμως οι δράσεις για δικαιοσύνη που προάγουν έναν πολιτισμό ειρήνης αποτελούν συστατικές διαστάσεις της αποστολής της. Όλες οι πτυχές της ζωής στον σημερινό κόσμο έχουν θεολογική και πολιτική σημασία. Ωστόσο, προκύπτουν τεράστιες δυσκολίες όταν προσπαθούμε να την μεταφράσουμε με πρακτικούς πολιτικούς όρους και να επιλέξουμε το όντως νόημα της χριστιανικής πίστης.
Η πολιτικοποίηση της χριστιανικής πίστης από συντηρητικούς και φιλελεύθερους χριστιανούς δίνει την εντύπωση ότι η χριστιανική πίστη υποστηρίζει τις δικές τους συχνά αντιφατικές πολιτικές ατζέντες και επιλογές. Ως αποτέλεσμα αυτού, η μαρτυρία της Εκκλησίας στον κόσμο αποδυναμώνεται. Ανεξάρτητα από την πολιτική στάση, οι Χριστιανοί μπορούν όλοι να τηρούν τις βασικές αρχές της χριστιανικής πίστης, αλλά πολιτικά ερμηνεύουν την πίστη τους διαφορετικά. Γιατί οι Χριστιανοί δεν συμφωνούν μεταξύ τους για τις πολιτικές επιπτώσεις της πίστης; Δεν αμφιβάλλω για την ειλικρίνεια των προθέσεων και των πεποιθήσεών τους, που περιστασιακά μπορεί να τις υποστηρίξουν με βιβλικές αναφορές και θεολογικά επιχειρήματα. Η πόλωση της πολιτικής τους ερμηνείας για το Χριστιανικό Ευαγγέλιο μας οδηγεί στο ερώτημα, εάν η χριστιανική πίστη είναι η βάση πάνω στην οποία οι Χριστιανοί χτίζουν την πολιτική τους ταυτότητα στον κόσμο ή εάν η ταυτότητά τους διαμορφώνεται από το στενά καθορισμένο προσωπικό τους συμφέρον, τους φόβους και τις ανασφάλειες. Είναι οι Χριστιανοί ‘’κρατούμενοι’’ του κόσμου ή η πίστη τους μεταμορφώνει το όραμά τους για τον κόσμο και σχηματοποιεί τις πολιτικές τους επιλογές;
Υπάρχει ένας κίνδυνος, ήδη εμφανής στην κοινωνία μας, ότι οι θρησκευόμενοι άνθρωποι στις πολιτικές τους επιλογές έχουν υπερβολική αυτοπεποίθηση και απορρίπτουν τους άλλους, καθώς πιστεύουν ότι οι πολιτικές αποφάσεις τους δεν αντικατοπτρίζουν μόνο τις απόψεις τους αλλά και το θέλημα του Θεού. Μια τέτοια στάση μπορεί να γίνει η βάση της βίαιης απόρριψης των άλλων που διέπονται από διαφορετικές κοσμοθεωρίες. Ένας ορισμένος βαθμός εγρήγορσης είναι αναγκαίος επειδή οι πολιτικές απόψεις των σύγχρονων κοινωνιών είναι εξαιρετικά ασαφείς και περίπλοκες. Ως αποτέλεσμα, σπάνια μπορούν να κατανοηθούν από την άποψη απλών επιφανειακών συμπερασμάτων. Γενικά, οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν ποτέ αρκετά την κοινωνική κατάσταση ή τις πολιτικές επιπτώσεις των επιλογών τους. Αυτό είναι σημαντικό γιατί όταν οι ευσεβείς άνθρωποι εμπλέκονται στα πολιτικά, υπάρχει ο πειρασμός να υποστηρίξουν απόλυτες λύσεις και ριζοσπαστικές δράσεις για κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές προκλήσεις. Σε μια τέτοια στάση, οι Χριστιανοί ξεχνούν το βασικό θεολογικό γεγονός ότι οι λύσεις στα κοινωνικά προβλήματα πρέπει να συνδέονται με τα «Έσχατα», το οποίο έρχεται με πρωτοβουλία του Θεού και ως δώρο για τον λαό Του και όχι ως ανθρώπινο επίτευγμα. Σε αυτό το πλαίσιο, το βασικό καθήκον της συμμετοχής της Εκκλησίας στην πολιτική είναι να απομυθοποιήσει την επικρατούσα ψευδή απολυτοποίηση της πολιτικής δύναμης να αλλάξει τον κόσμο, παρόλο που, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να βελτιώσει τη ζωή του κόσμου. Η θρησκεία πρέπει να βοηθήσει την πολιτική να είναι πιο ρομαντικά προσεκτική, στοχαστική και με λιγότερη αυτοπεποίθηση. Οποιαδήποτε πολιτική κατανοεί το παρόν ως την ανθρώπινη πραγματικότητα πρέπει να συμπληρώνεται από την υπερβατική σωτηριολογική διάσταση της παρουσίας του Θεού στην ιστορία την οποία η Εκκλησία ‘’μαρτυρεί’’ μέσω της ζωής και της αποστολής της. Εάν αυτό δεν γίνει, η Εκκλησία χάνει τον εαυτό της καθιστώντας εαυτήν μια άλλη πολιτική και ανθρώπινη οργάνωση.
Το βασικό καθήκον της Εκκλησίας είναι να διακηρύξει στον κόσμο την επικείμενη βασιλεία του Θεού, που σημαίνει τον απόλυτο εξανθρωπισμό του κόσμου. Από αυτή την προοπτική, όλες οι πολιτικές ιδεολογίες και ενέργειες ως ανθρώπινα προϊόντα είναι προσωρινές. Περιέχουν από μόνες τους ουσιαστικές ατέλειες, οι οποίες δημιουργούν κοινωνική αποξένωση και ταλαιπωρία παρά τη δήθεν καλοπροαίρετη πρόθεσή τους. Το καθήκον της Εκκλησίας, σε αυτό το πλαίσιο, είναι να αποκαλύψει την απελπισία και την διάσταση / διχόνοια που έχουν προκαλέσει οι ανθρώπινες πολιτικές ιδεολογίες στον κόσμο και ταυτόχρονα να παροτρύνει τον κόσμο να προχωρήσει πέρα από αυτές, προσφέροντας τον εαυτό της ως πρότυπο για το πώς πρέπει να είναι ο κόσμος στην αληθινή του φύση.
Αυτό προϋποθέτει ότι η Εκκλησία, πριν γίνει ένας πομπός κοινωνικής κριτικής μέσα στο χώρο της πολιτικής σφαίρας, πρέπει να αποκαλύψει τη νέα δημιουργία του Θεού στη δική της ζωή . Έτσι, κατά την άσκηση των κρίσιμων λειτουργιών της μέσα στον πολιτικό τομέα- δημόσιο χώρο, η Εκκλησία γίνεται μια δύναμη ανθρωπιστικής προόδου που ωθείτον κόσμο προς ένα καλύτερο μέλλον.
Αυτό αναγκάζει την Εκκλησία να μην παραμείνει σιωπηλή ενόψει σοβαρής αδικίας και βίας. Εάν η Εκκλησία δεν γίνει η φωνή των αφώνων και υποστηρικτής των φτωχών, προδίδει το προφητικό της καθήκον και φαλκιδεύει επικίνδυνα την αξιοπιστία της. Ωστόσο, αυτό απέχει πολύ από το να υποθέσουμε ότι η Εκκλησία πρέπει να προτείνει συγκεκριμένα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά προγράμματα κάτι που είναι πέρα από τη φύση και τις αρμοδιότητές της.
Οι ηγέτες της Εκκλησίας δεν πρέπει να προσπαθούν να ταυτιστούν ειδολογικά με τους πολιτικούς ηγέτες ως μια ένδειξη της εξουσίας τους στον κόσμο. Πρέπει να αποφύγουν μια στενή κομματική στάση σε πολιτικά θέματα. Ο ρόλος των ηγετών της Εκκλησίας δεν είναι να εισπηδήσουν οι ίδιοι στην πολιτική αρένα, αλλά να κάνουν τους ανθρώπους ευαίσθητους σε ό,τι ενισχύει ή απομειώνει την ανθρώπινη ζωή.
Οι πρακτικές πολιτικές που έχουν σχεδιαστεί για την επίτευξη τέτοιων σκοπών πρέπει να είναι έργο των λαϊκών. Η διοικούσα Εκκλησία πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι το λαϊκό στοιχείο δεν είναι απλώς μια υποτονική, ερασιτεχνική απομίμηση της διακονίας των κληρικών, αλλά είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό.
Είναι να μαρτυρεί το Ευαγγέλιο στη δημόσια ζωή. Η Εκκλησία πρέπει να συμμετέχει στην πολιτική κυρίως μέσω των λαϊκών που, ελπίζουν, και παλεύουν να μεταφράσουν τη χριστιανική τους πίστη σε συγκεκριμένες ενέργειες. Σε αυτήν τη διαδικασία, είναι επιθυμητός ένας αμοιβαία εμπλουτισμένος διάλογος μεταξύ των πολιτικών και των πιστών Χριστιανών. Σε έναν τέτοιο διάλογο, οι πιστοί γίνονται η φωνή των μη εχόντων φωνή όπως αυτοί που, στο όνομα του Ιησού Χριστού, υποστηρίζουν την ειρήνη, τη δικαιοσύνη και την αγάπη για ολόκληρο τον κόσμο.
Αυτός ο διάλογος μπορεί να έχει διάφορες μορφές. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η Εκκλησία μπορεί επίσης να οδηγήσει σε εμπνευσμένα ριζοσπαστικές ενέργειες ενάντια στο κακό και τον ανθρώπινο πόνο που όμως μόνον η πολιτική μπορεί να θεσμοθετήσει μέσω της εκτελεστικής της εξουσίας. Η Εκκλησία γίνεται αξιόπιστη μαρτυρία του Ευαγγελίου καθώς βρίσκεται σε μια διαρκή διαδικασία να γίνει, μέσα από το Πνεύμα του Θεού, μια κοινότητα προσώπων που συνδέονται μεταξύ τους με αγάπη, ειρήνη και δικαιοσύνη κατά την εικόνα των σχέσεων των τριών προσώπων της αγ. Τριάδας.
Είναι η ύπαρξη μιας τέτοιας κοινότητας που επιτρέπει στον κόσμο να κινείται ‘όλο και πιο κοντά στην πραγματική του φύση. Η Εκκλησία πρέπει να γίνει η ίδια αυτή η Τριαδική κοινότητα, αν επιθυμεί να ληφθεί σοβαρά υπόψη η φωνή της από εκείνους που αρνούνται να αποδεχτούν τον κόσμο με την παρούσα απάνθρωπη μορφή του. Η αξιοπιστία του μηνύματος της Εκκλησίας στην πολιτική αρένα δεν εξαρτάται από το τι δηλώνει ότι είναι, αλλά από το τι κάνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου