Ο Μιθριδάτης είχε πάντα καυστικό λόγο, ήταν πνεύμα αμφισβήτησης και δεν μασούσε τα λόγια του. Μέσα σε 12 λεπτά που διαρκεί το κομμάτι το οποίο ο ίδιος το παρουσιάζει ως «μικρού μήκους μουσική ταινία», ξεδιπλώνει μια εύστοχη, στοχευμένη και ανελέητη κριτική.
Η σάτιρα ήταν ένα είδος λόγου που ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία του, γι’ αυτό και αβίαστα προέκυπτε στα λεγόμενα και τα γραφόμενά του.
Είχε μια ευκολία να παρωδεί αλλά και να αυτοσαρκάζεται, κάποιες φορές σχεδόν ανελέητα και γι΄αυτό επιστρατεύονται, όπως διαπιστώνει ο ακροατής, τα όπλα της σάτιρας, της παρωδίας, της ειρωνείας, της έξοχης ειρωνείας της νοηματικής αντίθεσης, του (αυτο)σαρκασμού, του σοβαρού γέλιου, στο οποίο παραπέμπει έμμεσα η καβαφική γραφή : «Οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν. / Στα σοβαρά πράγματα ήμουν πάντοτε επιμελέστατος».
Ο σατιρικός ποιητής, και γενικά ο σατιριστής, είναι σαφώς ένα ξεχωριστό πρόσωπο στον χώρο των εντύπων και ψηφιακών γραμμάτων μας και διακρίνεται για την ειδική έμφαση στην καυστική κριτική με την οποία προσεγγίζει τα πολιτικοκοινωνικά φαινόμενα, καθώς και τα πρόσωπα που εμπλέκονται και καθορίζουν με τη στάση τους συλλογικά ηθικά ή βιοηθικά ζητήματα κυρίως.
Εκφραστικό όργανο της οργής του είναι η ειρωνεία, η παρωδία, η σάτιρα και ο σαρκασμός ως «a postmodern bricolage of genres and forms».Υιοθετεί την αρχή της διαλογικότητας με την έννοια της εσωτερικής πρόβλεψης της απάντησης του άλλου, της, ανατρεπτικής και υπονομευτικής συχνά, ενσωμάτωσης της οπτικής, της ιδεολογίας και του λόγου του άλλου, αλλά και της διαλογικής συγκατοίκησης ειδών και λόγων, η οποία χαρακτηρίζει και τη Μενίππεια σάτιρα και λειτουργεί ακόμη πιο πέρα ως κατεξοχήν για μια εν πολλοίς συγκρουσιακή διαλογική σχέση, η οποία εκκινεί από την ιδεολογική διάσταση των λόγων και το εξουσιαστικό τους εκτόπισμα.
Η απάντηση στο ερώτημα, “Σε τί βοηθά λοιπόν” ο Μιθριδάτης, κατά τη γνώμη μου, έγκειται στην υφολογική και ειδολογική συγκρότηση του προφορικού κειμένου, μέσω τις οποίας επιχειρείται μια σκληρή κριτική απέναντι σε μια παθητική, επιπόλαια κοινωνία η οποία, ανίκανη να βρει το θάρρος και να εστιάσει στα πραγματικά της προβλήματα, προσπαθεί να αποφύγει με κάθε κόστος τον πόνο που η συνείδηση αυτών των προβλημάτων προκαλεί.
Η δύναμη της προφορικότητας και η ανάγκη της επικοινωνίας εξ αρχής μετέφεραν τη σάτιρα στα καφενεία και στα μπαρ, στα γκράφιτι στους τοίχους και στο διαδίκτυο, στα συνθήματα των διαδηλώσεων, στα γήπεδα εκεί που η Ελλάδα αναστενάζει, κατά πως λέει κι ο Σαββόπουλος ,ο οποίος καθόρισε με τα τραγούδια του ένα νέο σατιρικό ύφος, που ακούγεται παραδειγματικά στο τραγούδι του «Ο Πολιτευτής»!
Γιατί, ο σατιριστής κουβαλάει παντού τον θυμό και τους πόθους του και αν - όπως εδώ- είναι ποιητής εκ του προχείρου, αυτό συμβαίνει γιατί κουβαλά μαζί του την απελπισία και τα αδιέξοδά του. Και η σάτιρα σίγουρα είναι το έσχατο καταφύγιο των απελπισμένων.
Η δύναμη της προφορικότητας παραμένει ένας χώρος έκφρασης με μεγάλη διαβάθμιση αισθημάτων και νοημάτων: από την αγάπη στο μίσος, από τη λύπη στον πόνο, από την καλόπιστη κριτική στον κυνισμό, από την ηθική πρόταση στην πολεμική.
Πρόκειται για ένα κείμενο που αυτοπαρουσιάζεται με διττό τρόπο σε περικειμενικό επίπεδο, ως συλλογική βιογραφία, από τη μια μεριά, και ως κριτικό δοκίμιο, από την άλλη· τόσο οι παρακειμενικές ενδείξεις, οι περιγραφικοί υπότιτλοι και το γκροτέσκο «σκηνικό / μεσαίο κάδρο», μαζί με το «μικρό απάνθισμα από κριτικές, μελέτες και γνώμες δημοσιευμένες στα ΜΜΕ», που αποτελείται από κείμενα είτε αυτοδημιουργημένα είτε ειρωνικά, δηλαδή διαλογοποιημένα –, όσο και κειμενικές ενδείξεις, όπως το ύφος (: μίμηση επιστημονικού λόγου ή του παραδοσιακού, ιδεαλιστικού κριτικού, ή η «φιλολογική» μέθοδος αξιολόγησης και ανθολόγησης, συστήνουν το κείμενο ως κριτική μελέτη ή, έστω, κριτικό δοκίμιο και Μενίππεια σάτιρα, την πρόδρομο του μυθιστορήματος και κατεξοχήν φορέα της καρναβαλικής κοσμοθεωρίας(Μπαχτίν).
Διαποτίζεται από τη διαλογικότητα της ειρωνείας, της σάτιρας και της παρωδίας, την υπονομευτική δύναμη του χιούμορ·
προβάλλει την καρναβαλική σχετικότητα, το τολμηρό, το ασύστολο και σκανδαλώδες, το «χυδαίο», τον ανάρμοστο λόγο, την απόκλιση από το κοινώς αποδεκτό, την απαρέσκεια απέναντι στην κρατούσα ηθική και την υπονόμευση του κριτικού μύθου που χτίστηκε γύρω από την κυρίαρχη μεταμοντέρνα ιδεολογία, συνομιλώντας με το «σπουδογελοίον» της διαλογικής συγκατοίκησης ειδών και λόγων· το ένα νήμα οδηγεί στην πολιτική σάτιρα και το άλλο προς τη σύντομη, ακαριαία ποίηση η οποία χαρακτηρίζει και τη Μενίππεια σάτιρα.
Η μορφή του κειμένου που ακούμε δεν συνιστά απλώς μια τυχαία επιλογή, καθώς στο σύγρονο πλαίσιο της πληθώρας παραγωγής σατιρικού έμμετρου λόγου η ομοιοκαταληξία και δη η εκλεπτυσμένη ο μ ο ι ο κατ α τ α λ η ξ ί α σ η μ α σ ί α ς ή ν ο ή μ α τ ο ς του Μιθριδάτη είναι αυτή που κατορθώνει το πληρέστερο ποιητικό αποτέλεσμα κι οδηγεί στην επιτυχή στόχευσή της.
Η εκλεπτυσμένη αυτή ο μ ο ι ο κατ α τ α λ η ξ ί α σ η μ α σ ί α ς / ν ο ή μ α τ ο ς ως στοιχείο επίτασης της προφορικότητας διευκολύνει την απομνημόνευση και την αναπαραγωγή του στίχου και, κατά συνέπεια, του νοήματος, διασυνδέει τον ήχο με το νόημα, τη μουσική με τη σκέψη, στοχεύει στη δημιουργία έκπληξης κατά την εκφορά της και στην ομότροπη συναισθηματική αντίδραση του ακροατή.
Η σάτιρα και όλες οι ποικίλες εκφάνσεις και διαβαθμίσεις της σε πεζό ή ποιητικό λόγο ανήκει, ούτως ή άλλως, σε μια μορφή πολιτικού λόγου με ηθικοκανονιστικό πρόκριμα. Ως πολιτική πράξη κρινόμενη η σάτιρα αποκτά τη σημασία της ως κείμενο απευθυνόμενο σε συγκεκριμένους ακροατές και κοινωνικά σύνολα.
Στη σάτιρα η έκφραση της οργής ή ακόμη και της λύπης απαιτεί τη συνεργασία με πραγματικότητες που είτε εκφράζουν επικαιρικά συμβάντα και πρόσωπα ή στοχεύουν σε γενικές κατηγορίες χαρακτήρων και νοοτροπιών. Συγχρόνως οφείλουμε να επισημάνουμε πως στόχος της σάτιρας είναι κατεξοχήν η πολιτική και η κοινωνική ζωή, ενώ τα πρόσωπα που γίνονται αντικείμενο της σάτιρας είτε εκπροσωπούν τις γενικές κατηγορίες των «χαρακτήρων» της Παλαιάς και Νέας Κωμωδίας είτε εντάσσονται στους επώνυμους εκπροσώπους της πολιτικής και της κοινωνικής ελίτ. Μέσα από την αντιπαράθεση με το ισχύον καθεστώς διαμορφώνει κείμενο προγραμματικά πολεμικό, προτείνοντας, συχνά διά του αντιθέτου, ένα «άλλο», διαφορετικό, αξιακό σύστημα.
Πολλοί ποιητές αξιοποίησαν την ομοιοκαταληξία με σατιρικό στόχο κυρίως στο πλαίσιο ιδιωτικής έκφρασης: ο μέγας θιασώτης του παράδοξου και της διαλυτικής σάτιρας, ο Παναγιώτης Τούντας, ο Μ. Αναγνωστάκης κι ο Γιάννη ς Σ κ α ρ ί μ π α ς προσφέρουν ένα ιδανικό παράδειγμα σαρκασμού των νοοτροπιών που συνέχουν άκριτα μια κοινωνία αλλά και αυτοσαρκασμού για τον ατομικό ρόλο στο παίγνιο της κοινωνικής συναλλαγής. Στο απόσπασμα από τη συλλογή ''Βοϊδάγγελοι'' (1968) του Γιάννη Σ κ α ρ ί μ π α βρίσκουν θέση στην πρώτη παρουσιαζόμενη στροφή δύο ισχυρές ομοιοκαταληξίες με προσθήκη: ''είδες/φασουλήδες'' (1 & 3) και ''άρχεις/θιασάρχης'' (2 & 4). Ακολουθεί μια ανόμοια γραμματική ομοιοκαταληξία ''στέκει/λελέκι'' (6 & 8) και η τρίτη στροφή κάνει την έκπληξη με μία ακόμη ομοιοκαταληξία με προσθήκη: ''να μοιράσουν σαν λύκοι /…/ κάθε τι ρεζιλίκι'' (10 & 12).
Ο Παναγιώτης Τούντας έγραψε και αρκετά πρωτότυπα σατιρικά τραγούδια. Ενα από αυτά, η «Βαρβάρα» (1937), έμελλε να αποδειχτεί μοιραίο, και για το δημιουργό του αλλά και γενικότερα για το λαϊκό μας τραγούδι (φημολογείται -βάσιμα- πως η «Βαρβάρα» είναι δημιουργία του Γιοβάν Τσαούς και πως ο Τούντας ανέλαβε την ευθύνη ως πιο «ευυπόληπτος» πολίτης, μήπως και γλιτώσουν την καταδίκη). Τα -ιδιαίτερα έξυπνα- σεξουαλικά υπονοούμενα του τραγουδιού θεωρήθηκαν από την ΕΟΝ του Μεταξά άκρως προσβλητικά για τη «δημόσια αιδώ» (υπάρχει και η πολύ πιθανή άποψη ότι το τραγούδι αναφερόταν στην κόρη του Μεταξά).
Ο Τούντας οδηγήθηκε στο δικαστήριο και καταδικάστηκε σε βαρύ χρηματικό πρόστιμο. Το τραγούδι απαγορεύτηκε και οι χωροφύλακες έσπασαν όλους τους δίσκους με τη «Βαρβάρα» που κυκλοφορούσαν στα μαγαζιά. Παράλληλα χρησιμοποιήθηκε σαν αφορμή (οι αιτίες ήταν βέβαια βαθύτερες και παλιότερες) να επιβληθεί η ξακουστή Επιτροπή Λογοκρισίας, που -σημειωτέον- δεν αρκέστηκε μόνο στη λογοκρισία των στίχων, αλλά έκοψε και τη μουσική πολλών τραγουδιών, σε μια προσπάθεια να εξαφανίσει οτιδήποτε θύμιζε Ανατολή.
Έτσι αποκλείστηκαν από τη δισκογραφία οι Γιώργος Μπάτης, Ανέστης Δελιάς, Γιοβάν Τσαούς και άλλοι δημιουργοί με «τολμηρό» στίχο, αλλά και ο μεγάλος Βαγγέλης Παπάζογλου, που αρνήθηκε να υποβληθεί σε οποιαδήποτε λογοκρισία, ενώ οι υπόλοιποι που συνέχισαν αναγκάστηκαν να προσαρμόσουν τα τραγούδια τους.
Η ανατροπή με πρόσωπο και ονοματεπώνυμο, ο Τζίμης Πανούσης, έγινε γνωστός για τον σπουδαίο ταλέντο του, τον ευφάνταστο στίχο του, τον σαρκαστικό τρόπο με τον οποίο σχολίαζε τα πράγματα και την καυστική του πέννα, τόσο ώστε δεν ήξερες ποτέ, πότε μιλούσε σοβαρά και πότε αυτοσαρκαζόταν ή έκανε πλάκα.
Το τραγούδι όμως που τον καθιέρωσε περισσότερο από κάθε τι άλλο ήταν ο «Νεοέλληνας», ένα τραγούδι με αιχμηρό στίχο και με έντονο κριτικό πνεύμα, αφήνοντάς μας άφωνους με την ωμότητά του: Δεν υπάρχουν μεγαλοφυείς λαοί. Υπάρχουν μόνο μεγαλοφυείς άνθρωποι. Και αν ένας λαός δημιουργεί έναν μεγαλειώδη πολιτισμό, αυτό δεν οφείλεται στο συλλογικό άθροισμα, που ονομάστηκε , “Εθνική ιδιοφυΐα”, αλλά στην ιστορική συγκυρία, καθώς και στην γεωγραφική θέση εντός της οποίας τελείται η ιστορική συγκύρια, σε μια δεδομένη στιγμή του ιστορικού χρόνου.
ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ (1925-2005)
«Η μπαλάντα της Ασπασίας (σεμνής κόρης του Ρ.Φ.)»
Αντίκρισα μια Ρήγισα
Κι από τον πόθο ρίγησα.
Απάνω σε μια σκαλωσιά
Την είδα και κοκάλωσα.
Έγραφε συνθήματα (5)
Το «Επέσατε θύματα»
Κι άλλα αντιφασιστικά.
Και τότε προφασίστικα
Πως θέλω το πινέλον της
Να πάω κι εγώ εθελοντής (10)
Να γράφουμε κοντά-κοντά.
Με σέρνει εκόντα άκοντα.
Η ΒΑΡΒΑΡΑ
(Μουσική και στίχοι: Π. Τούντας - Τραγούδι: Στελλάκης Περπινιάδης )
Η Βαρβάρα κάθε βράδυ στη Γλυφάδα ξενυχτάει
και ψαρεύει τα λαβράκια, κεφαλόπουλα, μαυράκια
Το καλάμι της στο χέρι, κι όλη νύχτα στο καρτέρι
περιμένει να τσιμπήσει το καλάμι να κουνήσει
Ένας κέφαλος βαρβάτος, όμορφος και κοτσονάτος
της Βαρβάρας το τσιμπάει, το καλάμι της κουνάει
Μα η Βαρβάρα δεν τα χάνει, τον αγκίστρωσε τον πιάνει
τον κρατά στα δυο της χέρια και λιγώνεται στα γέλια
Κοίταξε μωρή Βαρβάρα, μη σου μείνει η λαχτάρα
τέτοιος κέφαλος με νύχι, δύσκολα να σου πετύχει
Βρε Βαρβάρα μη γλιστρήσει και στη θάλασσα βουτήξει
βάστα τον απ’ το κεφάλι μη σου φύγει πίσω πάλι
Στο καλάθι της τον βάζει κι από την χαρά φωνάζει
έχω τέχνη έχω χάρη ν’ αγκιστρώνω κάθε ψάρι
Για έναν κέφαλο θρεμμένο όλη νύχτα περιμένω
που θα ’ρθεί να μου τσιμπήσει, το καλάμι να κουνήσει
ΝΕΟΕΛΛΗΝΑΣ
(Tzimis Panousis-Neoellinas)
Κάνω βουτιές σε βόθρο με εικόνες,
φουσκώνω τα βυζιά μου με ορμόνες
Θέλω να γίνω σαν Αμερικάνος,
μ' αρέσει στα κρυφά (κι) ο Μητροπάνος
Καίω τα δέντρα, χτίζω μεζονέτες,
θα κάνω τα παιδιά μου μαριονέτες
Σ' ένα κλουβί-γραφείο σαν αγρίμι
παίζω ατέλειωτο, βουβό, ταξίμι
Φάκα Αντίντας μου 'πιασε τη φτέρνα
μπερδεύω το τζουκ-μποξ με τη λατέρνα
Πάνω απ' του τάφου μου το κυπαρίσσι
μαύρη χελώνα μ' έχει κατουρήσει
Έλληνας-Νεοέλληνας
Μαράθηκε η λουλουδιασμένη ιτιά
και ψήλωσε η κοντούλα λεμονιά
Στα Σάλωνα δεν σφάζουνε αρνιά,
δεν πάει το παπάκι στη ποταμιά
Κι η Παπαλάμπραινα γυμνή
χαϊδεύει δώρο-συσκευή
σ' ένα τηλεπαιγνίδι πουλημένο
Πουλάκι ξένο, πουλί χαμένο
μου τρώει τα σπλάχνα, δε βγάζω άχνα.
ΠΗΓΑΙ
1-Κυριακή Χρυσομάλλη-Henrich, «Ιερόσυλη ιδεοληψία και σαρκασμός. Δομιστικές συνιστώσες στον Παλαιό των ημερών του Παύλου Μάτεσι», στο Γ. Λαδογιάννη, Α. Μπενάτσης και Κ. Νικολουδάκη (επιμ.), Ευτυχισμός. Τιμή στον Ερατοσθένη Καψωμένο, Ιωάννινα, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 2010, σ. 595–606.
2-Κυριακή Χρυσομάλλη-Henrich, «Σάτιρα και ειρωνεία. Στοιχεία ανατροπής της τραγικότητας στο Η μητέρα του σκύλου του Παύλου Μάτεσι», στο Javier Alonso Aldama και Olga Omatos Saenz (επιμ.), Cultura Neogriega. Traditióny Modernidad / Νεοελληνικός Πολιτισμός. Παράδοση και Νεωτερικότητα. Actas del III Congreso de Neohelenistas de Iberoamérica, Vitoria-Gasteiz, 2–5 de junio de 2005,Vitoria-Gasteiz, Servicio Editorial de la Universidad del País Vasco, 2007, σ. 329–340, και «Εξέλιξη και μεταλλαγή της γερμανικής ρομαντικής ειρωνείας (18ος αι.) στο έργο του Παύλου Μάτεσι», στο Κων. Δημάδης (επιμ.), Ο ελληνικός κόσμος ανάμεσα στην εποχή του διαφωτισμού και στον εικοστό αιώνα. Πρακτικά του Γ' Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών, Βουκουρέστι 2-4 Ιουνίου 2006, τ. Β΄, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2007, σ. 616–626.
3-Mikhail Bakhtin, Προβλήματα λογοτεχνίας και αισθητικής, μτφρ. Γιώργος Σπανός, Αθήνα, Πλέθρον, 1980.
4-Mikhail Bakhtin, Έπος και μυθιστόρημα, μτφρ. Γιάννης Κιουρτσάκης, Αθήνα, Πόλις, 1995, Mikhail Bakhtin,Μπαχτίν, Ζητήματα ποιητικής του Ντοστογιέφσκι, μτφρ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, επιμ. Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Αθήνα, Πόλις, 2000.
5-Κατερίνα Κωστίου, Εισαγωγή στην ποιητική της ανατροπής. Σάτιρα, ειρωνεία, παρωδία, χιούμορ, Αθήνα, Νεφέλη, 2005, σ. 59-61.
6- Κοκόλης Ξ. Α., «Ομοιοκαταληξία και νόημα», στο Μνήμη Λίνου Πολίτη. Πρακτικά της Α΄ Επιστημονικής Συνάντησης του Τομέα ΝΕΣ-ΑΠΘ, 20-21 Ιανουαρίου 1986, Θεσσαλονίκη, ΕΕΦΣ (Παράρτημα), 1988, σ. 251-259 (βλ. και περ. Ο Παρατηρητής, τχ. 5 (Απρίλ. 1988) 99-106).
7- Κοκόλης Ξ. Α., Η ομοιοκαταληξία. Τύποι και λειτουργικές διαστάσεις, Αθήνα, Στιγμή, 1993, σ.73-124.
8-ΔημαράςΚ. Θ. , «Από την σάτιρα στην ευθυμογραφία», στο Σάτιρα και πολιτική στη νεώτερη Ελλάδα. Από τον Σολωμό ως τον Σεφέρη, Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού & Γενικής Παιδείας, 1979 (ανατ. 1991), σ. 305-355.
9-Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Η ποιητική του παλιάτσου, Αθήνα, Έρασμος, 1999.
10-Διονύσης Σαββόπουλος, Η ρεζέρβα (δίσκος βινυλίου), Αθήνα, Lyra, 1979.
11-Φραντζή Άντεια, «Σάτιρα και ομοιοκαταληξία: Σταθμοί σον 19ο και 20ο αιώνα», ηλεκτρονική έκδοση στον τόμο Ζητήματα Νεοελληνικής Φιλολογίας: μετρικά, υφολογικά, κριτικά, μεταφραστικά, Πρακτικά 14ης Διεθνούς Επιστημονικής Συνάντησης, 27 – 30 Μαρτίου 2014, Μνήμη Ξ. Α. Κοκόλη, Θεσσαλονίκη 2016, σ. 255 – 271.
12-Αρης Νικολαϊδης. (2003, 1 Ιουνίου) ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΟΥΝΤΑΣ - Ο πρωτοπόρος της ελληνικής δισκογραφίας . ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ. Ανακτήθηκε την 1 Ιουνίου 2021, από https://www.rizospastis.gr/story.do?id=1801491.
12-Δημάδης Κων. (επιμ.), Ο ελληνικός κόσμος ανάμεσα στην εποχή του διαφωτισμού και στον εικοστό αιώνα. Πρακτικά του Γ' Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών, Βουκουρέστι 2-4 Ιουνίου 2006, τ. Β΄, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου