Κυριακή 13 Ιουνίου 2021

Διαπολιτισμική θεώρηση τῆς φτώχειας στήν Καινή Διαθήκη καί τό Κοράνιο ( Γεωργίου Καδιγιαννόπουλου, Διδάκτορος Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων ,μεταδιδακτορικού ἐρευνητή τοῦ Πανεπιστημίου Πατρῶν, στο περ. ΘΕΟΛΟΓΙΑ 91, 2 (2020) 205-227).

Τὸ φαινόμενο τῆς φτώχειαςi ἔχει ἀποκτήσει εὐρεῖα διάσταση τὶς τελευταῖες δεκαετίες μέ ἀποτέλεσμα σημαντικὸ τμῆμα τοῦ παγκόσμιου πληθυσμοῦ νά διαβιoῖ κάτω ἀπὸ τά διεθνῶς ἀποδεκτά ὅρια τῆς φτώχειας.

Ὡς ἔννοια ἡ φτώχεια εἶναι πολυδιάστατη, καθὼς περικλείει ζητήματα οἰκονομικῆς καὶ κοινωνικῆς εὐημερίας, ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας καὶ ἐλευθεριῶν, ἰσότητας κ.ἄ.ii.

Συνεπῶς, ἕνας ὁρισμὸς τῆς φτώχειας, ὁ ὁποῖος ἔχει συμπεριλάβει μόνο τήν οἰκονομική διάστασή της καὶ παραβλέπει τὶς ἄλλες σημαντικές παραμέτρους της, δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ πλήρηςiii.

Φτώχεια καλεῖται ἡ ἔλλειψη οἰκονομικῶν καὶ ὑλικῶν πόρων, ἡ

ὁποία συνδέεται ἄμεσα μέ τή μείωση τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας

καὶ τήν παραβίαση τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, καθὼς ἀποτελεῖ

κοινή πεποίθηση ὅτι οἱ φτωχοὶ ἄνθρωποι καλοῦνται νά ἐπιβιώσουν

ὑπὸ συνθῆκες, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν συχνά βάναυση παραβίαση τῶν

ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων τουςiv.

Τήν ἴδια στιγμή ὑποστηρίζεται ὅτι φτωχὸς δύναται νά θεωρηθεῖ

κάποιος ὄχι μόνον ἐξ αἰτίας τῆς ἀπουσίας ἱκανοῦ ἀριθμοῦ ὑλικῶν

ἀγαθῶν, ἀλλά καὶ λόγῳ τῆς ἀδυναμίας του νά ἐπιτύχει ἢ νά διατηρήσει:

τήν κοινωνική ἔνταξη, τὸν σεβασμό, τήν ἀξιοπρέπεια κ.ἄ.

Αὐτὸ τὸ φαινόμενο εἶναι ἰδιαίτερα ἐμφανές καὶ ἐκτενές στήν ἐποχή μας.

Σέ κοινωνικά σύνολα ποὺ μαστίζονται ἀπὸ τή φτώχεια, κατά τεκμήριο

ὑφίστανται σοβαρά προβλήματα σέ κομβικοὺς τομεῖς ὅπως: ἡ σίτιση, ἡ

στέγαση, ἡ ὑγεία, ἡ ἐκπαίδευση, ἡ ἐγκληματικότητα κ.ἄ.v.

Εἰδικώτερα, ἡ φτώχεια στήν ἀστική της μορφή ἀσκεῖ παγκοσμίως καταλυτική ἀρνητική ἐπίδραση στὸ βιοτικὸ ἐπίπεδο ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων καὶ

κυρίως τῶν παιδιῶν, τά ὁποῖα βρίσκονται στήν πλέον δυσχερῆ θέση. Διαχρονικά σημαῖνον ζήτημα ἀποτελεῖ ὁ τρόπος μέτρησης τῆς φτώχειας. 

Στήν οἰκονομική ἐπιστήμη γιά τή μέτρηση τῆς φτώχειας κατά

κύριο λόγο χρησιμοποιεῖται ὡς κριτήριο τὸ ποσοστὸ τοῦ πληθυσμοῦ

ποὺ ἔχει εἰσόδημα κάτω ἀπὸ τά διεθνῶς ἀποδεκτά οἰκονομικά ὅρια τῆς

φτώχειας, τὸ ὁποῖο ὅμως εἶναι ἀρκετά ἐπισφαλές, καθὼς δέν μπορεῖ

νά ὑπολογισθεῖ τὸ «κρυμμένο» ἀτομικὸ καὶ οἰκογενειακὸ εἰσόδημα.

Μεταβαίνοντας ἀπὸ τήν οἰκονομική στήν κοινωνιολογική προσέγγιση

τῆς φτώχειας, προκύπτει ὅτι φτωχοὶ θεωροῦνται ὅσοι ἐπιζητοῦν καὶ

λαμβάνουν οἰκονομική βοήθεια ἀπὸ κοινωνικές ὑπηρεσίες.

Ἑπομένως, ἀπὸ κοινωνιολογική σκοπιά καθίσταται ἀναμφισβήτητα ἀπαραίτητη ἡ ἄμεση ἐνίσχυση τῶν οἰκονομικά ἀσθενέστερων ὡς μέσο ἀντιμετώπισης ἢ ἄμβλυνσης τοῦ φαινομένου τῆς φτώχειαςvi.

Στὸ σύνολό τους οἱ θρησκεῖες ἑστιάζουν στήν ἀρωγή καὶ τήν ἐνίσχυση τοῦ ἀνθρώπου καὶ συγκεκριμένα τοῦ φτωχοῦ, τοῦ περιθωριοποιημένου

κ.ἄ.vii, ὁ ὁποῖος βρίσκεται ἀντιμέτωπος μέ σημαντικά προβλήματα

καὶ ἔχει αὐξημένες ἀνάγκες.

Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο, στὸ σύνολό τους οἱ θρησκεῖες ἑστίασαν στήν ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος τῆς φτώχειας ἔχοντας ξεκάθαρες θέσειςviii


Στή σύγχρονη ἐποχή, οἱ θρησκεῖες 
καλοῦνται νά προσφέρουν βοήθεια στοὺς φτωχούς, στήν πληθώρα τῶν 
σημαντικῶν προβλημάτων ποὺ ἀντιμετωπίζουν στήν καθημερινή τους ζωή στὸ διαμορφωθέν πλαίσιο τοῦ ἀχαλίνωτου καπιταλισμοῦix, τὸ ὁποῖο ἐπιδεινώνει περαιτέρω τήν ὑπάρχουσα δυσχερῆ κατάστασή τους.

Λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν τά παραπάνω, προκύπτει εὔλογα τὸ ἐρώτημα ποιά μπορεῖ νά εἶναι ἡ συνεισφορά τῶν θρησκειῶν στήν ἀντιμετώπιση καὶ τήν ἄμβλυνση τῆς φτώχειας, καθὼς στὸ σύνολό τους οἱ

πολυπληθέστερες σέ πιστοὺς θρησκεῖες ἐπιδεικνύουν τή συμπαράσταση

καὶ τήν ἀλληλεγγύη τους στοὺς φτωχοὺς ἀνθρώπους, ἐνῶ παράλληλα

προτρέπουν σέ ἐνεργὸ καὶ οὐσιαστική συνεισφορά πρὸς τοὺς οἰκονομικά

ἀσθενέστερους ὅπως τά ὀρφανά παιδιά, τὶς χῆρες, τοὺς ἀσθενεῖς κ.ἄ.x.

Συνοψίζοντας, ἡ φτώχεια ἀποτελεῖ ἕνα ἰδιαίτερα σύνθετο καὶ

πολυδιάστατο φαινόμενο. Στήν κατεύθυνση τῆς ἀντιμετώπισης τοῦ

φαινομένου τῆς φτώχειας οἱ θρησκεῖες τάσσονται ὑπέρ τῶν φτωχῶν

καὶ ἑστιάζουν τὶς προσπάθειές τους στήν ἄμβλυνση τοῦ φαινομένου

τῆς φτώχειας, συνδράμοντας στήν ὑλοποίηση ἐνεργειῶν σέ κοινωνικὸ

ἐπίπεδο, οἱ ὁποῖες ἐπιδιώκουν τήν ἀνακούφιση τῶν φτωχῶν καὶ τήν

ἀντιμετώπιση τῆς φτώχειας.

Συμπεράσματα

1- Ἀπὸ τή μελέτη τῶν εὐαγγελικῶν κειμένων καθίσταται εὐκρινῶς

ἀντιληπτὸ ὅτι οἱ φτωχοὶ συνιστοῦν τὸ προνομιακὸ ἀκροατήριο τοῦ Ἰησοῦ,

καθὼς ἡ φτώχεια καὶ ἡ πεῖνα ἀποτελοῦν φαινόμενα ποὺ προσβάλλουν

τὸν ἴδιο τὸν Θεό, καθὼς ὁ Θεὸς ταυτίζεται ξεκάθαρα μέ τὸν οἰκονομικά

ἀδύναμοxi. Ὑπὸ αὐτὸ τὸ πρῖσμα, διατυπώνεται ἡ ἄποψη ὅτι εἶναι καλύτερο

γιά τὸν ἄνθρωπο νά εἶναι φτωχὸς καὶ περιφρονημένος συντασσόμενος μέ

τὸν Χριστό, παρά νά εἶναι πλούσιος καὶ ἔνδοξος μακριά ἀπὸ Αὐτόν

οἱ φτωχοὶ ἄνθρωποι καὶ ἡ φτώχεια ὡς φαινόμενο προσεγγίζονται μέ ἰδιαιτέρως

θετικὸ τρόπο στὸ κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκηςxii, ἐνῶ μέσῳ τῶν ἀντίστοιχων

ἀναφορῶν ἐνυπάρχουν καὶ προβάλλονται–ἄμεσα ἢ ἔμμεσα–

ἀρχές τῆς διαπολιτισμικῆς ἐκπαίδευσης.

Παράλληλα ἀποδοκιμάζονται ἐμφατικά στὸ σύνολό τους συμπεριφορές,

οἱ ὁποῖες ὑποβαθμίζουν τοὺς φτωχοὺς ὡς ἀνθρώπινη ὀντότητα καὶ

προσωπικότητα… (Και) ὑφίσταται ἡ παρότρυνση γιά τήν ὑλοποίηση

ἐλεημοσύνης καὶ ἐράνων ὑπέρ τῶν φτωχῶν, καθὼς ὡς πράξεις

συνεισφέρουν στήν πνευματική καὶ ἠθική τελείωση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ

τὶς πραγματοποιεῖ, ἀλλά καὶ στήν ἀνακούφιση ὅσων λαμβάνουν τήν

οἰκονομική ἐνίσχυση. Ἐμφατικά τονίζεται ὅτι ἡ παροχή οἰκονομικῆς

ἐνίσχυσης πρὸς τοὺς φτωχοὺς πρέπει νά ὑλοποιεῖται μέ σεβασμὸ στήν

ἀξιοπρέπειά τους καὶ χωρὶς διάθεση ὑπερηφάνειας ἀπὸ τὸν ἐλεήμονα,

καθὼς τότε ὑποβαθμίζεται ἡ ἀξία τῆς πράξεως.

2- Ἀπὸ τή διερεύνηση τῶν κειμένων τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ τοῦ Κορανίου

ἀναφορικά μέ τὸ μεῖζον ζήτημα τῆς φτώχειας, προέκυψαν ξεκάθαρα

σημεῖα σύγκλισης καὶ ἀπόκλισης μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, τά ὑπὸ

μελέτη κείμενα συγκλίνουν στήν παροχή οἰκονομικῆς ἐνίσχυσης πρὸς τοὺς

οἰκονομικά ἀσθενεστέρους, ἡ ὁποία θά πρέπει νά πραγματοποιεῖται μέ

σεβασμὸ πρὸς αὐτὸν ποὺ τή λαμβάνει καὶ χωρὶς ὑπερηφάνεια, ἐπίδειξη

καὶ ἔπαρση ἀπὸ αὐτὸν ποὺ τήν πράττει.

3-Τά δύο κείμενα ἐπίσης συγκλίνουν στὸ ὅτι τὸ μέγεθος τῆς οἰκονομικῆς

ἐνίσχυσης θά πρέπει νά κινεῖται ἐντὸς τοῦ πλαισίου τῶν πραγματικῶν

οἰκονομικῶν δυνατοτήτων τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἐνῶ παράλληλα ἐπι-

δοκιμάζεται ἔντονα ἀκόμη καὶ ἡ μικρή οἰκονομική συνεισφορά, ἡ ὁποία

πραγματοποιεῖται μέ ἀγαθά καὶ ἀνθρωπιστικά κίνητρα.

Τὸ σημαντικώτερο σημεῖο ἀπόκλισης ἀποτελεῖ ἡ ὑποχρεωτικότητα στήν

παροχή ἐλεημοσύνης ποὺ προτάσσει τὸ Κοράνιο, ἐνῶ δέν συμβαίνει τὸ

ἴδιο στὸ κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης, τὸ ὁποῖο παρέχει τὸ αὐτεξούσιο

στὸν πιστὸ γιά τὸ πῶς θά λειτουργήσει σέ αὐτὸ τὸ ζήτημα.

4-Χρήζει ἰδιαίτερης ἀναφορᾶς τὸ ὅτι τὸ κορανικὸ κείμενο συνδέει τήν

οἰκονομική ἐνίσχυση τῶν φτωχῶν μέ τήν ἀπουσία λύπης, φόβου καὶ

τήν ἐξασφάλιση τοῦ παραδείσου, ἐνῶ στήν Καινή Διαθήκη ἐπαινεῖται

ἡ ἐλεημοσύνη ὡς πράξη, ἀλλά δέν ἀναδεικνύεται σέ ἀναγκαία προ-

ϋπόθεση καὶ μέσο γιά τήν ἐξασφάλιση τῆς σωτηρίας.

5-Ἀξιομνημόνευτο εἶναι ἐπίσης τὸ γεγονὸς ὅτι στὸ κείμενο τοῦ Κορανίου

ἡ ἐλεημοσύνη καθίσταται ἀντιληπτή σέ ὁρισμένες περιπτώσεις ὡς

μέσο ἐξιλέωσης γιά τή διάπραξη καταδικαστέων πράξεων, ἐνῶ δέν

ὑφίσταται καμμία ἀντίστοιχη ἀναφορά, ἀλλά οὔτε ἀποχρῶσα ἔνδειξη

τέτοιου εἴδους σύνδεσης στὸ κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης.

6-Ἐν κατακλεῖδι, ὑφίστανται ὁρισμένα σημεῖα σύγκλισης, ἀλλά καὶ

ἀπόκλισης στὸ ζήτημα τῆς φτώχειας ἀνάμεσα στά κείμενα τῆς Καινῆς

Διαθήκης καὶ τοῦ Κορανίου, τά ὁποῖα θά μποροῦσαν νά ἀποτελέσουν

ἕνα ἐφαλτήριο γιά τή διενέργεια ἑνὸς διαπολιτισμικοῦ διαλόγου μέ

τὸ ἀντίστοιχο θέμα ἀνάμεσα στὸν χριστιανισμὸ καὶ στὸν ἰσλαμισμό,

τὸ ὁποῖο εἶναι μεῖζον στήν ἐποχή μας. Σκοπὸς τοῦ διαλόγου ὀφείλει

νά εἶναι ἡ λήψη μέτρων γιά τήν ἀντιμετώπιση καὶ τήν ἀνακούφιση τῆς

φτώχειας σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

ii C. Harper, H. Alder, P. Pereznieto, “Escaping Poverty Traps – Children and Chronic

Poverty” στό: I. Ortiz, L. Moreira Daniels, S. Engilbertsdottir (ἐπιμ.), Child poverty and

inequality new perspectives, ἐκδ. Unicef, New York 2012, σσ. 48-56.


iii Δ. Μπαλοῦρδος, «Ἐπιπτώσεις τῆς κρίσης στή φτώχεια καὶ στὸν οἰκονομικὸ

ἀποκλεισμό: Ἀρχικές μετρήσεις καὶ προσαρμοστικές πολιτικές», Ἐπιθεώρηση

Κοινωνικῶν Ἐρευνῶν 134-135 Α΄-Β΄ (2011), σσ. 165-192.


iv Χρ. Βαρουξῆ, «Φτώχεια καὶ ἀνθρώπινα δικαιώματα. Ἡ παραβίαση τῆς ἀνθρώπινης

ἀξιοπρέπειας», στό: Πρακτικά Συνεδρίου τοῦ ΕΚΚΕ, Ἀθήνα 2006, σσ. 263-270.


v B. Kerry, E. Kate, K. E. Pickett, R. Wilkinson, The Spirit Level: Why Greater Equality

Makes Societies Stronger” στό: I. Ortiz, L. Moreira Daniels, S. Engilbertsdottir (ἐπιμ.),

Child poverty…, ὅ.π., σσ. 205-210. H. Hazlitt, The Conquest of Poverty, Cataloguing in

Publication, United States of America 1996.


vi S. Bartlett, “Children in Urban Poverty: Can They Get More than Small Change?” στό:

I. Ortiz, L. Moreira Daniels, S. Engilbertsdottir (ἐπιμ.), Child poverty…, ὅ.π., σσ. 139-148.

A. B. Atkinson, Poverty in Europe, Blackwell Publishers, Oxford 1998. A. K. Sen,

Poverty: An Ordinal Approach to Measurement”, Econometrica 44 (1976), σσ. 219-231.

J. D. Jones, Poverty and the Human Condition; A Philosophical Inquiry, The Edwin Meller

Press, United Kingdom 1990.

A. Barrientos, “Just Give Money to the Poor – and Children Will Benefit” στό: I. Ortiz,

L. Moreira Daniels, S. Engilbertsdottir (ἐπιμ.), Child poverty…, ὅ.π., σσ. 97-102.


vii Ἰω. Πέτρου, Θρησκεία καὶ κοινωνία. Κοινωνιολογική ἀνάλυση τῶν σχέσεων

θρησκείας καὶ κοινωνίας στή σύγχρονη πραγματικότητα, ἐκδ. Μπαρμπουνάκης,

Θεσσαλονίκη 2015

viii Ἀν. Γιαννουλᾶτος, Συνύπαρξη: Εἰρήνη, φύση, φτώχεια, τρομοκρατία καὶ ἀξίες,

ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 2015.

ix Ρ. Φόκ, «Θρησκεία καὶ παγκοσμιοποίηση» στό: Ἐμμ. Κλάψης (ἐπιμ.), Ὀρθόδοξες

ἐκκλησίες σέ ἕναν πλουραλιστικὸ κόσμο. Ἕνας οἰκουμενικὸς διάλογος, ἐκδ.

Καστανιώτης, Ἀθήνα 2006, σσ. 135-148.

x Ἀν. Γιαννουλᾶτος, Συνύπαρξη…, ὅ.π.

xi Π. Βασιλειάδης, Ἑνότητα καὶ Μαρτυρία, ἐκδ. Ἐπίκεντρο, Ἀθήνα 2007.

xii Σ. Ἀγουρίδης, Εἰσαγωγή εἰς τήν καινήν διαθήκην, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 1991.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου