Σύμφωνα με τον William Leach (βλ.William Leach (1993). Land of Desire: Merchants: Power and the Rise of a New American Culture. New York: Vintage Books (Random House), ISBN 0-394-54350-5), οι θρησκευτικές κοινότητες που έχουν έρθει στη Βόρεια Αμερική δεν μπόρεσαν να αντέξουν τη ζημιογόνο επιρροή της κοινωνίας της με γνώμονα τον καταναλωτή, η οποία έχει μεταλλάξει τα εκκλησιαστικά έθιμα, τις αξίες και τις πρακτικές.
Αντί να αντισταθούν, οι περισσότερες από αυτές τις ομάδες προσπάθησαν να ενσωματώσουν τον Χριστιανισμό στη νέα κουλτούρα.
Με αυτόν τον τρόπο, διατρέχουν τον κίνδυνο να περιθωριοποιήσουν ή να οριοθετήσουν την εκκλησία και να αλλάξουν ριζικά τις διδασκαλίες και τις πρακτικές της.
Φυσικά, ο πραγματικός κίνδυνος δεν έγκειται στην περιστασιακή χρήση μεμονωμένων στοιχείων του πολιτισμού μας, στην απρόσκοπτη εφαρμογή οποιασδήποτε διαθέσιμης τεχνολογίας, στην αντικατάσταση των παραδοσιακών εκκλησιαστικών πρακτικών με τις τεχνικές του επιχειρηματικού κόσμου ή ακόμη και στην αναμόρφωση των εκκλησιαστικών θεσμών αυθεντίας.
Μάλλον, ο κίνδυνος έγκειται σε ένα σύνολο θεμελιωδών αρχών που ορίζουν μαζί έναν βασικό προσανατολισμό που προσελκύεται φυσικά και σχεδόν χωρίς σκέψη από αυτές τις κοσμικές συσκευές, δεν βλέπει καμία βλάβη σε αυτές, δικαιολογεί και ενισχύει τα αποτελέσματά τους, και υποκαθιστά καίρια το πνεύμα του Χριστού που υποτίθεται ότι κυβερνά η Εκκλησία. Αυτή η μελέτη αναλύει και τεκμηριώνει τα αποτελέσματα αυτής της νοοτροπίας και μας καλεί να δούμε πίσω εκεί στις βιβλικές και παραδοσιακές εναλλακτικές λύσεις που μόνες τους μπορούν να φέρουν θεραπεία και ανάκαμψη στην εκκλησία.
Ο π. Edward Rommen αντιμετωπίζει αυτά τα ζητήματα ειλικρινά, επισημαίνοντας ταυτόχρονα τα κρίσιμα θεμέλια της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως έκκληση για μια πνευματική ανανέωση ατομικά και εντός της Εκκλησίας. Αυτές οι απειλές δεν είναι νέες αλλά μεγεθύνονται στον σημερινό διχαστικό κόσμο.
Η προφητική του φωνή είναι κρίσιμη για όλους όσους προσπαθούν σοβαρά να διατηρήσουν τη δική τους πνευματική ζωή εν μέσω της σύγχυσης ενώ εξακολουθούν να εκπροσωπούν την Ορθόδοξη Εκκλησία σε έναν διψασμένο κόσμο.
π. Edward Rommen |
Από τη μία πλευρά, πολλοί ιερείς και ενορίες έχουν κάνει ηρωική δουλειά χρησιμοποιώντας διάφορα μέσα για να διατηρήσουν τους «πιστούς» αφοσιωμένους στη λειτουργική και κοινοτική ζωή της ενορίας.
Από την άλλη πλευρά, γνωρίζουμε ότι διάφορες πλατφόρμες και τεχνολογίες δεν είναι ουδέτερα εργαλεία, αλλά μάλλον φέρουν, στο δικό τους σχεδιασμό, πολλαπλές και σκόπιμα κατασκευασμένες επιρροές στο πώς αλληλοεπιδρούμε μεταξύ μας και με πράγματα που έχουν σημασία.
Σύμφωνα με τον π. Edward Rommen, αυτή η τελευταία επιτάχυνση της πρόσληψης εκ μέρους της εκκλησίας αυτών και άλλων εργαλείων - π.χ. ως στρατηγικός σχεδιασμός, ως διαδικτυακές πλατφόρμες «παροχής βοήθειας ή δωρεών ''λογείας''»(Α' Κορινθίους επιστολή 16,1-2.), ως κοινωνικά μέσα, ως χώρος για επαγγελματικές συμβουλές ανέργων κ.λπ. - αποτελεί μέρος ενός μακρύτερου και πιο δύσκολου κύκλου που απαιτεί τόσο ποιμαντική όσο και θεολογική προσοχή.
Στο παρόν βιβλίο, «Η Εκκλησία στη χώρα της επιθυμίας», π. Edward Rommen, ένας πετυχημένος καθηγητής «Ιεραποστολικής» και ενοριακός ιερέας που διδάσκει επίσης στο Duke Divinity School, επιδιώκει να καταθέσει ακριβώς αυτό το είδος ποιμαντικής και θεολογικής προσοχής και τα αποτελέσματα που μας προσφέρει είναι προκλητικά χωρίς να είναι υπερβολικά απαισιόδοξα.
Ως πρώην Ευαγγελικός που είναι βαθιά εξοικειωμένος με τη βιβλιογραφία και τις στρατηγικές για την «ποσοτική και ποιοτική ανάπτυξη της εκκλησίας» όπως χρησιμοποιείται τόσο από τους κύριους όσο και από τους λοιπούς ευαγγελικούς Προτεστάντες, ο π. Rommen επιδιώκει να αποκαλύψει τις συχνά σιωπηλές θεολογικές και εκκλησιαστικές αξιωματικές παραδοχές που συνοδεύουν την εισαγωγή εντός της εκκλησίας των μετανεωτερικών εργαλείων διαχείρισης, διάδοσης και επικοινωνίας στη ζωή των ενοριών και των επισκοπών/ μητροπολιτικών περιφερειών.
Προς τιμή του, δεν αναδεικνύει μια απλή διχοτομία ανάμεσα στις υποτιθέμενες διαχρονικές ορθόδοξες πρακτικές και σε μια δαιμονιώδη «κοσμική» εργαλειοθήκη.
Αντίθετα, επιδιώκει να προσφέρει μια πιο ισορροπημένη και ποιμαντικά ισορροπημένη αξιολόγηση του πώς η «επένθεση» ορισμένων στρατηγικών και εργαλείων στην ζωή της εκκλησίας σημαίνει αναπόφευκτα και το να αντιμετωπίσει τις πτυχές του σύγχρονου περιβάλλοντος που και είτε δημιουργούν αυτά τα εργαλεία, είτε μπορεί επίσης να λειτουργού άβολα ή ακόμα και να συγκρούονται βαθιά με την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία.
Η μέθοδος του π.Rommen είναι η πρώτη που προσφέρει μια γενεαλογία της διαβρωτικής επίδρασης της νεωτερικότητας στην διαχρονική έκταση της πίστης στην αιώνια αλήθεια και στις αναγνωρισμένες εκκλησιαστικές ιεραρχίες, θέματα που είναι γνωστά στους αναγνώστες του Alisdair MacIntyre (Αμερικανοσκωτσέζου καθηγητού ηθικής και πολιτικής φιλόσοφος) και του Charles Taylor (Καναδού φιλόσοφου γνωστού για την διερεύνηση του σύγχρονου εαυτού), και στη συνέχεια να εισέλθει σε εξειδικευμένη (μερικές φορές άβολα στενή) ανάλυση του τρέχοντος εκκλησιαστικού λόγου - π.χ. τις επίσημες δηλώσεις από την Ορθόδοξη Εκκλησία στην Αμερική (OCA) και την Ελληνική Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Αμερικής (GOA), ενοριακούς ιστότοπους, διαφημίσεις για ενοριακά εργαλεία λογισμικού κ.λπ.
Πράγματι, λίγοι τομείς της εκκλησιαστικής διακονίας και της θεσμικής λειτουργίας της εκκλησίας δεν έχουν ληφθεί υπόψη στην ανάλυση του π.Rommen.
Για παράδειγμα, σχετικά με τις διαδικτυακές πλατφόρμες δωρεών και χορηγιών, ανησυχεί ότι τα σύγχρονα προνόμια αμεσότητας κι ευκολίας, διαχωρίζουν τη δέκατη και τις προσφορές από ένα σωστά λειτουργικό και λατρευτικό πλαίσιο μέσα στη κοινοτική λατρεία.
Όσον αφορά την εκπαίδευση των κληρικών, αναγνωρίζει την αξία των Σχολών που λαμβάνουν διαπίστευση από φορείς όπως ο Σύνδεσμος Θεολογικών Σχολών(Association of Theological Schools), αλλά παράλληλα αναρωτάται εάν η συμμόρφωση των Θεολογικών Σχολών με τα ευρέως αποδεκτά εκπαιδευτικά πρότυπα ενδέχεται να υπονομεύσει τον διακριτικό χαρακτήρα του ορθόδοξου ποιμένα και ίσως να εισαγάγει τους φοιτητές κληρικούς στην θέση των ''καταναλωτών'' ενός εκπαιδευτικού προϊόντος που αναμένουν συνακόλουθα και την οικονομική απόδοση της επένδυσής τους (για παράδειγμα, με τη μορφή ενοριών συνδεδεμένων με υψηλότερες αμοιβές).
Όσον αφορά τη χρήση του Facebook και άλλων πλατφορμών κοινωνικών μέσων, ο π.Rommen ανησυχεί ότι αυτές οι πλατφόρμες αντιπροσωπεύουν τη συνέχεια της βαθμιαίας επιτάχυνσης αρχών του Διαφωτισμού, «όλοι πρέπει να χρησιμοποιούν τον δικό τους ορθό λόγο» ή το ότι «η συλλογιστική του καθενός είναι εξίσου έγκυρη» και, επομένως, η καθολική αυτή και αδιάκριτη μεθοδολογία υπονομεύει όχι μόνο την ιεραρχική αυθεντία, αλλά και την ικανότητα συνομιλίας των ανθρώπων μαζί με καλή πίστη και όχι κατατεμαχισμένους σε όλο και πιο μικρές ομάδες απόψεων (μια ανησυχία που, ασφαλώς, δικαιολογείται εν μέρει με βάση ακόμη και τις πιο γρήγορες ματιές στον ορθόδοξο κυβερνοχώρο). Εν τω μεταξύ, το γεγονός ότι αυτές οι ίδιες πλατφόρμες κοινωνικών μέσων ενημέρωσης έχουν, σε πολλές περιπτώσεις, καθοριστική σημασία για τη διάδοση '' live-stream videos'' της Θ. Λειτουργίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας, κινδυνεύει να εισαγάγει σταδιακά τους πιστούς στην συνήθεια να «παρακολουθήσουν» εξατομικευμένα τη Θ. Λειτουργία παρά να συμμετέχουν ως κοινοτικό Σώμα Χριστού σε αυτήν, δηλαδή να εισαγάγει σταδιακά τους πιστούς σε τρόπους που μοιάζουν με την αυξανόμενη σε έκταση πρακτική των Προτεσταντών των ΗΠΑ να χρησιμοποιούν οθόνες κατά τη διάρκεια της λατρείας.
Ο π.Rommen είναι ιδιαίτερα σκληρός όταν αναφέρεται την υιοθέτηση της μεθοδολογίας «στρατηγικού σχεδιασμού» τόσο σε επίπεδο διοικητικό της εκκλησίας όσο και της ενοριακής κοινότητας, τόσο για μεθοδολογικούς λόγους (π.χ. η χρήση συγκριτικών σημείων αναφοράς και μετρήσεων του στρατηγικού σχεδιασμού συχνά υποβιβάζει τις πολύπλοκες πραγματικότητες της μαθητείας στην πίστη και της πνευματικής ανάπτυξης σε «σκληρά» ποσοτικά δεδομένα όπως η παρακολούθηση, παροχές προσφορών, δωρεών, κ.λπ.) και για πιο συγκεκριμένα θεολογικούς λόγους:
Η λογική του ''στρατηγικού σχεδιασμού'' έχει, στη βάση, την επιθυμία να προβλέψει η κοινότητα πίστης και σε κάποιο βαθμό να ελέγξει το μέλλον με τρόπους που είναι δύσκολα συμβιβάσιμα με την Ορθόδοξη εσχατολογική εμπιστοσύνη στην υπόσχεση του Θεού.
Ενώ ο π. Rommen αναγνωρίζει και εκτιμά, ότι τόσο η OCA όσο και η GOA συζητούν για τις διαδικασίες στρατηγικού σχεδιασμού τους και αναγνωρίζουν την ανάγκη να χρησιμοποιηθούν αυτές οι διαδικασίες με τρόπους που είναι συμβατοί στην ορθόδοξη θεολογία και πρακτική, όμως είναι δύσπιστος στό ότι η μεθοδολογία είναι αρκετά ευέλικτη για να αναπτυχθεί έτσι χωρίς σταδιακά να διαμορφώσει τους εκκλησιαστικούς θεσμούς που την χρησιμοποιούν προς μια περισσότερο «bottom-line» σκέψη (δηλ. έχοντας το μεγαλύτερο βάρος ή την κύρια προτεραιότητα στα τελικά κέρδη ή στα καθαρά μετά φόρων κέρδη της ''εταιρείας'').
Μία από τις πιο επιτυχημένες πτυχές της μελέτης του π. Rommen είναι ότι, καθώς ισχυρίζεται ότι διάφορες τεχνολογίες και μέθοδοι επηρεάζουν την αντίληψη αυτών που τα χρησιμοποιούν, το βιβλίο του έχει τη δυνατότητα να «εκπαιδεύσει» τους αναγνώστες να παρατηρήσουν πτυχές της ρητορικής της εκκλησίας και τη δέσμευσή της με πολιτιστικές εργαλειοθήκες που μπορεί να είχαν θεωρηθεί στο παρελθόν δεδομένες λόγω της πανταχού παρουσίας τους στη Βόρεια Αμερική.
Είμαι σίγουρος, θα υπάρξουν στιγμές όπου οι αναγνώστες είναι λιγότερο πιθανό να συμμεριστούν τις δικές του υποψίες από ό, τι σε άλλους - όπως για παράδειγμα, στην περίπτωση πλατφορμών διαδικτυακής παροχής δωρεών αλληλεγγύης, όμως είμαι λιγότερο πεπεισμένος από ό, τι φαίνεται ο π. Rommen, ότι η περίπτωση πλατφορμών διαδικτυακής παροχής - εκ μέρους των πιστών- δωρεών απειλεί να δημιουργήσει μια ανεπαρκή / ελαττωματική σχέση μεταξύ προσφορών ''λογίας'' και λειτουργικής ζωής, ειδικά εάν, όπως έχουν υποστηρίξει πολλοί Ορθόδοξοι θεολόγοι και ποιμένες, το μέλλον της ζωτικότητας της ενορίας μπορεί κάλλιστα να στηρίζεται σε μια ανανέωση της εμπλοκής του οίκου ως ένας πρωταρχικός τόπος αφοσίωσης, προσευχής και οικογενειακής λατρείας (και τα σπίτια είναι γενικά όπου το «καρνέ επιταγών τραπέζης», για να το πω, είναι ισορροπημένο εισοδηματικά!).
Αλλά ακόμη και η διαφωνία μ' ένα δεδομένο ή συμπέρασμα του π. Rommen πρέπει να παρακινηθεί να εξετάσει προσεκτικά εάν μια δεδομένη πρακτική, τεχνολογία, κ.λπ. είναι σύμφωνη με την Ορθόδοξη ζωή, και εντός της τροχιάς του έργου του βιβλίου που είναι ήδη ένα βιβλιογραφικό μας κέρδος.
Εν τω μεταξύ, σύμφωνα με το γενικό εύρος επιχειρημάτων του κειμένου του π. Rommen, αλλά ίσως σε κάποια διαφωνία με τη γενική υποψία του για επίσημα μέτρα αξιολόγησης, θα πρότεινα ότι η απάντηση στην αρνητική αξιολόγηση (π.χ. την απομείωση των ''πνευματικών'' ζητημάτων που είναι δύσκολο να μετρηθούν, όπως η μαθητεία στον κατηχητικό και η πνευματική ωριμότητα, σε αδέξια ποσοτικές μετρήσεις) δεν είναι η απομειωμένη εμπλοκή μας με το πεδίο της αξιολόγησης. Αντίθετα, η απάντηση είναι μια πιο σκόπιμη εμπλοκή από τους ασκούμενους στην πίστη που είναι ενήμεροι και ευαίσθητοι απέναντι στις Ορθόδοξες εκκλησιαστικές και θεολογικές παραδόσεις.
Οργανισμοί όπως η Αμερικανική Ένωση Αξιολόγησης (ΑΕΑ) υπάρχουν ακριβώς για να υποστηρίξουν αξιολογητές που εργάζονται σε εξειδικευμένα περιβάλλοντα όπου η αποτελεσματικότητα δεν μπορεί εύκολα να εντοπιστεί ή να καταγραφεί με μετρήσεις «κατώτατης γραμμής» και που μπορούν έτσι να συνεργαστούν με ενδιαφερόμενους φορείς (π.χ. ιερείς, επίσκοποι, λαϊκοί) για να προσδιοριστεί η επιτυχία της μαθητείας στην ορθόδοξη πίστη από θεολογική άποψη και πώς τα σημάδια της θα έχουν ήδη εντοπιστεί πριν ξεκινήσει μια πιο αυστηρή διαδικασία σχεδιασμού για να προσδιοριστεί πού και πώς ν' αφιερωθούν πεπερασμένοι χρονικά και υλικά πόροι προκειμένου να παραχθούν τα πιο αξιόπιστά αποτελέσματα.
Με λίγα λόγια το γεγονός, ότι πολλές ενορίες και ακόμη και επισκοπές στην Ορθοδοξία των Η.Π.Α. λειτουργούν με μικρά περιθώρια και, συνεπώς, επιδιώκουν να προσδιορίσουν καλύτερα ποια είδη κατανομής πόρων είναι πιο αποτελεσματικά για να επιτευχθεί αυτό που ενδιαφέρονται οι ενορίες, είναι θέμα αξιοπιστίας.
Ένας καλός αξιολογητής, που λειτουργεί με μια ευαίσθητη ισορροπία ποιοτικών και ποσοτικών τρόπων διερεύνησης που καθορίζεται από το δοθέν πλαίσιο, δεν θα αντικαταστήσει την ποιμαντική και θεολογική σοφία ενός ιερέα ή επισκόπου, αλλά μπορεί να φέρει την «σοφία σχεδιασμού αξιολόγησης» με τρόπο που συνεργάζεται και ενισχύει την επισκοποκεντρική ηγεσία.
Ο π. Rommen έγραψε από ένα χώρο βαθιάς αγάπης για την εκκλησία και δαψιλής γνώσης ότι τα εργαλεία διαμορφώνουν τον εργάτη, τόσο ώστε αυτό το βιβλίο πρόκειται να διαβαστεί προς μεγάλο όφελος από τους προεξάρχοντες της ενορίας, τους κληρικούς και τους επισκόπους.
Εν τω μεταξύ, οι Ορθόδοξοι θεολόγοι θα είναι ευγνώμονες για τη συνεχή και συχνά ωραία επίδειξη του βιβλίου για το πώς μπορεί η θεολογική αυστηρότητα να στηρίξει την διακονία του ευαγγελίου και την αποστολή της εκκλησίας σε μια ολοένα και πιο ασαφή τεχνολογική εποχή ή περίοδο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου