Ο Joachim Trier βρέθηκε στις Κάννες το 2021 με τον διαγωνιστικό τίτλο The Worst Person In The World , τη τελευταία ταινία στην τριλογία του «Oslo » που ξεκίνησε με το Reprise και συνεχίστηκε με το Oslo , στις 31 Αυγούστου 2021.
Είναι ένα παιχνιδιάρικο ερωτικό γράμμα προς την αβεβαιότητα, μια droll comedy (Baskervill, C. R. "Mummers' Wooing Plays in England." Modern Philology, Vol. 21 No. 3 (February 1924), σ. 225–272i. ) περήφανο για τους ελλειμματικούς χαρακτήρες του, με ανυπολόγιστα μεγέθη ενσυναίσθησης, ατημέλητο, ξεκαρδιστικό και πάνω απ' όλα επιβεβαιωτικό του απροσδιόριστου θαύματος της ψυχοσωματικής ζωής.
Η νορβηγική ταινία ξεκινά με μια νεαρή γυναίκα μόνη σε ένα μπαλκόνι με βραδινό φόρεμα, βηματίζοντας με αγωνία και καπνίζοντας ένα τσιγάρο. Από εκεί πηγαίνουμε πίσω στο χρόνο.
Η ταινία έχει κερδίσει δύο υποψηφιότητες για Όσκαρ της καλύτερης διεθνούς μεγάλου μήκους και καλύτερου πρωτότυπου σεναρίου για τον Trier και τον 2ο σεναριογράφο Eskil Vogt, καθώς και δύο υποψηφιότητες Bafta (the British Academy of Film and Television Arts ) για ταινία όχι στην αγγλική γλώσσα και για την πρωταγωνίστρια R.Reinsve στην κατηγορία της καλύτερης ηθοποιού.
Kέρδισε επίσης βραβείο καλύτερης ηθοποιού για την ταινία στις Κάννες, όπου η ταινία έκανε πρεμιέρα το 2021.
Το χειρότερο πρόσωπο στον κόσμο είναι ένα υπαρξιακό δράμα με στοιχεία μιούζικαλ κωμωδίας του 1930-40 που εξετάζει τα προβλήματα στις σχέσεις μιας γυναίκας, της Julie (που ενσαρκώνεται από τη Renate Reinsve) που αμφισβητεί τις επιλογές της ζωής της στις αρχές των 30 της καθώς, όπως τα 30 πολλών ανθρώπων, ξεκινάνε σαν φασαρία και γίνονται πιο θλιβερά όσο συνεχίζονται καθώς κάθε μετανεωτερική ταυτότητα που δοκιμάζουν αποδεικνύεται ότι δεν ταιριάζει απόλυτα.Το καστ περιλαμβάνει επίσης τον Anders Danielsen Lie ως το επιτυχημένο επαγγελματικά σαρανταπεντάχρονο επί δεκαετία αγαπημένο της και τον Herbert Nordrum ως τον νεότερο από εκείνη συνακόλουθο χρονικά μη επιτυχημένο επαγγελματικά εραστή της.
Αυτή η ταινία έχει μια δομή με κεφάλαια —είναι σχεδόν σύντομες ιστορίες μέσα στη μεγαλύτερη ιστορία, όπως τα κομμάτια ενός εκλεκτικού άλμπουμ, που ακόμα κι αν ποικίλλουν σε τόνους αποτελούν ένα συνεκτικό σύνολο — έτσι ο Anders Danielsen Lie είχε την ελευθερία να εξερευνήσει κάθε σκηνή.Μερικές σκηνές είναι γρήγορες, κάποιες είναι αργές. Ο ρυθμός είναι λίγο πιο χαλαρός από πολλές πιο mainstream ρομαντικές κωμωδίες. Περιηγείται επιδέξια μεταξύ της κωμωδίας και του πάθους, παρακολουθώντας το πετρώδες ταξίδι της Julie προς την αυτογνωσία μέσα από «δώδεκα κεφάλαια, έναν πρόλογο και έναν επίλογο».
Υπάρχει μια παράδοση στον κινηματογράφο να ασχολείται με την αγάπη και τα υπαρξιακά ερωτήματα. Αν κοιτάξετε πίσω στις ταινίες του George Cukor ή τις ταινίες του Eric Rohmer, υπάρχει μια παράδοση να χρησιμοποιείται η ερωτική αγάπη ως θέμα σε υπέροχες σύγχρονες, όπως το When Harry Met Sally ή το Notting Hill .
Γυρίζεται στα 35mm στο Όσλο σε πολύ συγκεκριμένες στιγμές το πρωί και το βράδυ το καλοκαίρι του 2020. Στα 35mm, σημασία έχει ο αισθησιασμός της εικόνας. Ο Joachim Trier έφτιαξε μια ταινία όπου είναι σχεδόν σαν ένα μεγάλο, οπτικό μιούζικαλ. Δεν τραγουδούν και χορεύουν, αλλά υπάρχουν σεκάνς στην ταινία που είναι δομημένες εννοιολογικά σαν μιούζικαλ.
Ο Trier χρησιμοποιεί τη μουσική εκτενώς σε ένα soundtrack που μπορεί να φαίνεται βομβαρδιστικά επιβλητικό, ότι προκαλεί την αισθητηριακή επίθεση και την υπερφόρτωση των πληροφοριών της ενηλικίωσης στην εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Ακόμη και οι αλλαγές του ρυθμού της ταινίας έχουν νόημα, όταν τις δούμε μέσα από το πρίσμα της ζωής του Trier.
Συνδυάζοντας τη μελαγχολική θλίψη με την απείθαρχη ενέργεια και το διαπεραστικό χιούμορ, συνεισφέρει στον στόχο ότι είναι μια προσγειωμένη ιστορία, αγάπης και θανάτου, ενισχυμένη από μια έξοχα αληθοφανή κεντρική αναπαράσταση και ανυψωμένη από φανταστικές στιγμές παραισθησιογόνου τρόμου και εκστατικής χαράς.
Οι αιχμές ενέργειας / δρἀσης στα πρώτα κεφάλαια της ταινίας αρχίζουν να χαλαρώνουν και να επιβραδύνουν σε κάτι πιο συλλογιστικό και μελαγχολικό, καθώς η Julie, καθυστερημένα, μεγαλώνει σε ηλικία αλλά όχι και σε ανάλογη ψυχική απαρτίωση.
Η κινηματογράφηση του Kasper Tuxen είναι ιδιαίτερα ικανή να απεικονίζει τις διαθέσεις της Julie: εμποτίζει τα αυθεντικά όψη των χαρακτήρων με τον πιο απαλό, κομψό φωτισμό των σκανδιναβικών ουρανών ενώ ο σκυθρωπός, χαμηλός φωτισμός προβάλει τις αμφιβολίες της, ταραγμένες απότομες κινήσεις αποτυπώνουν στιγμές εσωτερικής σύγκρουσης, το γιατί μια ολόκληρη γενιά μπορεί να φαίνεται τόσο άσκοπη και αναποφάσιστη .
Μερικές φορές αυτές οι ταινίες δεν λαμβάνονται τόσο σοβαρά υπόψη, αλλά υπάρχει ένα υπαρξιακό στοιχείο σε μια ιστορία αγάπης.
Η αγάπη είναι η μεγαλύτερη επιλογή ζωής… γι' αυτό μας ιντριγκάρουν ξανά και ξανά οι ιστορίες ερωτικής αγάπης. Και τι συμβαίνει όταν οι δρόμοι δύο ανθρώπων που ταιριάζουν απόλυτα διασταυρώνονται ακριβώς τη στιγμή που τα αντίστοιχα επαγγελματικά χρονοδιαγράμματα τους διαφέρουν;
Η ερωτική αγάπη μας προκαλεί όταν πρόκειται να ορίσουμε τον εαυτό μας και νομίζω ότι οι ταινίες που έχει κάνει ο Joachim Trier ασχολούνται με την ταυτότητα και την απώλεια και το ποιοι είμαστε σε ένα συγκεκριμένο στάδιο της ζωής.
Μας κάνει να θυμηθούμε αν ποιος από εμάς δεν έχει δεσμευτεί σε κάτι και είχε μια στιγμιαία λύπη για όλες τις εναλλακτικές που έπρεπε να παραλείψει σε αντάλλαγμα του παρόντος!
Εδώ ο Joachim Trier προσπαθεί να πει μια ιστορία για έναν νεαρό άτομο που είναι έτοιμο να κλείσει τα 30 και έχει χαθεί ή δεν έχει την κατάλληλη κουλτούρα να βιώσει αυτήν την κατάσταση, δεν ξέρει πώς να εκτιμήσει τον εαυτό της ή πώς να καταλάβει την ερωτική της ζωή.
Η Renate Reinsve δυναμικά ή σαγηνευτικά ελκυστική ενδιαφέρθηκε πολύ για έναν χαρακτήρα που αισθάνεται σαν ένας ελάχιστος αποσπασματικός εαυτός, έχει την αίσθηση ότι δεν είναι επιτυχημένη στον έρωτα και ότι ο χρόνος της ζωής τελειώνει γρήγορα.
Γίνεται η Julie ένα χαοτικό, απρόβλεπτο πορτρέτο ενός χαοτικού, απρόβλεπτου ατόμου στην αναζήτηση της ευτυχίας και της δικής της ταυτότητας.
Το ταξίδι της είναι χρωματισμένο από ευφορία και αδρεναλίνη όσο και τύψεις και ενοχές – όλα εκείνα τα ηλεκτρικά συναισθήματα που συνοδεύουν το τόλμημα να δεσμευτεί σε ένα άλλο άτομο.
Ανάμεσα στις φαινομενικά ατελείωτες δυνατότητες του σύγχρονου κόσμου, η Julie αμφιταλαντεύεται μέσα στα καλλιτεχνικά πάθη και τα επαγγέλματα, το ζήτημα της μητρότητας και τις σχέσεις με δύο πολύ διαφορετικούς άντρες. Θα ήταν πολύ εύκολο να χαρακτηρίσουμε τη Τζούλι – στα πάντα για άντρες, τέχνη, εμπειρίες - μια «ακατάστατη γυναίκα».
Όπως ο Prufrock, ο μεσήλικας του ποιήματος του TS Eliot το 1915 που έφτασε στη μέση μιας σκάλας και δεν μπορούσε να αποφασίσει, αν θα συνεχίσει να ανεβαίνει προς τα πάνω ή να ακολουθήσει τα βήματά του, έτσι και η Julie έχει παραλύσει από την αναποφασιστικότητα.
Ένα μοντάζ προσθέτει την αίσθηση ότι έχει μείνει πίσω στο δυτικό πρόγραμμα της ζωής, δείχνοντας πώς οι γυναίκες της Νορβηγίας ανά γενεές μεγάλωναν ήδη παιδιά στην ηλικία της.
Πλησιάζοντας τα τριάντα και υποφέροντας μέσα σε μια αλληλοπεριχωρούμενη διελκυστίνδα μεταξύ έλλειψης εστίασης και αυξανόμενης αυτοαμφισβήτηση, η Julie σκίζει την ασφάλεια της σχέσης της για να εισέλθει σε μια κραυγαλέα σχέση που δημιουργήθηκε όταν εισήλθε λαθραία σ΄ένα νυκτερινό γλέντι γάμου.
Υπάρχει κι ένας εξωϊστορικός αφηγητής ( voice-over ) μέσα από μια φωνή που εμφανίζεται σποραδικά (και μερικές φορές περιττά) σε όλη την ταινία, υπομνηματίζοντας την εικόνα. Για παράδειγμα, ο πρόλογος εκθέτει με ειρωνικό τρόπο την μέχρι στιγμής ιστορία ζωής της Julie. Είναι ακαδημαϊκός με υψηλά επιτεύγματα, αλλά παραιτήθηκε για μια ακόμη φορά, ακολούθως έκανε αίτηση στην ιατρική γιατί της φαινόταν η καλύτερη χρήση των υψηλώ βαθμών της.
Μετά στράφηκε στην ψυχολογία όταν συνειδητοποίησε ότι τα μυαλά και όχι τα σώματα την ενδιέφεραν. Μετά άλλαξε ξανά, στη σπουδή της φωτογραφίας. Μέχρι το τέλος του προλόγου, έχει δημιουργήσει πολλές περιστασιακές σχέσεις και εργάζεται σε ένα βιβλιοπωλείο ενώ περιμένει τη ζωή της να απογειωθεί.
Και μετά γνωρίζει τον Aksel (Anders Danielsen Lie).
Anders Danielsen Lie |
Εκεί συναντά τον Eivind (Herbert Nordrum).
Η ένταση είναι άμεση. Μπορούμε πρακτικά να νιώσουμε τον ενθουσιασμό και τη διέγερση της Julie.
Αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε, ωστόσο, ότι το πρόβλημα είναι ότι η Julie δεν μπορεί ποτέ να ελπίζει ότι θα προχωρήσει σε πλήρη δεσμό, μέχρι να ξεπεράσει το συναισθηματικό μπλοκάρισμα που προκαλείται από τον αναξιόπιστο, αδιάφορο πατέρα της (Vidar Sandem).
Η Reinsve είναι συναρπαστική ως μια γυναίκα σε σύγκρουση που δεν μπορείς να τη λυπηθείς σε καμμία περίπτωση, ακόμη και όταν λυπάται τους άλλους που τη γνώρισαν, αλλά είναι ο Aksel (Anders Danielsen Lie) η πρώην δεκάχρονη σχέση της που δίνει στην ταινία τον ψυχικό της πυρήνα ως ο καλλιτέχνης που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε παιδιάστικες επιδιώξεις, αλλά ανατρέπει τις προσδοκίες μας αποτελώντας τη φωνή της σταθερής ωριμότητας προς το τέλος, λίγο πρίν τον θάνατο από καρκίνο του παγκρέατος.
Υπάρχει μια άλλη, μεταγενέστερη στιγμή, μια εκπληκτική σεκάνς - ένα τεχνικό κατόρθωμα και ένα αφηγηματικό θαύμα - όταν η Julie πατάει έναν διακόπτη και σταματάει το χρόνο, περνά μέσα από σιωπηλούς δρόμους γεμάτους παγωμένες στιγμές της ζωής του Όσλο μέχρι που φτάνει στο καφέ, όπου εργάζεται ο δεύτερος αγαπημένος και ανακαλύπτει ότι και αυτός μπορεί να κινείται ελεύθερα.
Είναι μια φωτισμένη από χρώμα σκηνή με τον τρόπο που απεικονίζει πώς ο υπόλοιπος κόσμος παύει να έχει σημασία για δύο ερωτευμένους ανθρώπους, που καταγράφει εκείνη την καταναλωτική στιγμή στην αρχή μιας σχέσης, όταν το μόνο πράγμα που έχει σημασία είναι ο ένας κι ο άλλος , μια λαμπρή πινελιά μαγικού ρεαλισμού της λαχτάρας για αυτό που θα έρθει ενώ είμαστε παγιδευμένοι σε ένα περίπλοκο παρόν.
Αλλά λειτουργεί και ως διάμεσος στην αντίληψή μας για την απερισκεψία της που την τοποθετεί σε ένα μεταίχμιο χώρο μεταξύ του νεανικού ηδονισμού και της αναμενόμενης ωριμότητας ως μητρότητα, η απόλυτη φαντασίωση σε έναν κόσμο που κατακλύζεται από το στοιχείο της επιλογής να μην διεκδικήσω όρους υγιούς και πλήρους ενηλικίωσης.
Όμως υπάρχει μια ανησυχία που προκύπτει όταν, σύμφωνα με τα καταναλωτικά πρότυπα της κοινωνίας, η νιότη κάποιου αρχίζει αναπόφευκτα να ξεθωριάζει, και το γήρας ποινικοποιείται.
Καθώς εκτελείται η δυσάρεστη παρωδία της ενηλικίωσης με τις παρωπίδες του εγωκεντρισμού, με τα είκοσί μας να έχουν προ πολλού κλείσει και τα τριάντα να ξεπέφτουν, η επείγουσα ανάγκη να γίνουμε κάτι μοντέρνα αποδεκτό, να επιτύχομε, να ερωτευτούμε ‘’περνώντας για πάντα καλά’’, όλα για να αποδείξουμε ότι έχουμε κάτι να κάνουμε στον χρόνο που ζούμε βιολογικά στη γη, αυτή εν τέλει καταλαγιάζει σε απογοήτευση από την αίσθηση ότι το φως της υπόσχεσης του διαφημιστικού κόσμου σβήνει γρήγορα, καταναλώνεται από τα ορόσημα που επιβάλλονται από το status quo, στο οποίο δεν έχει κανείς άλλη επιλογή από το να ζήσει: χωρίς δισκοπωλεία και βιντεοπωλεία, αλλά όπου ένα άτομο πρέπει ακόμα να ορίσει τον εαυτό του — και να ισχυριστεί ότι η ιστορία του είναι δική του.
Και μόνο ίσως μπροστά στον ερχομό του θανάτου δύο άνθρωποι που αγαπούν ο ένας τον άλλον, που μπορούν να συμβιβαστούν με την αδυναμία ένωσής τους αυτή τη στιγμή αντιλαμβάνονται ότι κάποια στιγμή το μόνο που μας μένει είναι να κοιτάξουμε πίσω στο ποιοι ήμασταν, στα τεχνουργήματα της νιότης, και τούτο είναι μια εντυπωσιακή γροθιά στην συνείδησή μας.
Το μόνο που μπορεί να επιβεβαιώσει είναι ότι πιθανότατα δεν υπάρχει σημείο καμπής στο οποίο η ζωή υποτίθεται ότι ξεκινά για τα καλά.
Η αξία έγκειται στη γενναιότητα να δει κανείς τις καταρρεύσεις ενός πρώην ονείρου ή μιας προηγούμενης σχέσης και να προσπαθήσει ξανά σοβαρά από την αρχή.
Να γνωρίζει ότι μπορεί να συμβούν τα ίδια λάθη και ότι οι αυξανόμενοι πόνοι της βιοτής μπορεί να μην εξαφανιστούν ποτέ, να εναγκαλιστεί το γεγονός, ότι δεν είμαστε ρυθμιστές στο χρονοδιάγραμμα κανενός παρά μόνο στο δικό μας.
Επιπλέον καμία κακή απόφαση δεν κάνει κανέναν τον χειρότερο άνθρωπο στον κόσμο, πώς μερικές φορές το καλύτερο είναι κι ακατάστατο .
Η ταινία φροντίζει απίστευτα να αποδίδει ισομερώς το πόσο καταστροφικό μπορεί να γίνει, άν το αισθάνεται, πώς η ευχαρίστηση μπορεί να μετατραπεί σε πόνο σε έναν και μόνο καρδιακό παλμό και πώς οι αστραπιαίες επιλογές μπορούν να μείνουν για όσο ζει κανείς.
Κι ότι το να φτάσεις στο τέλος σημαίνει οπισθοδρόμηση στην αρχή, στα πράγματα που κάποτε αγάπησες.
Βλέποντας την ιστορία της Julie - όχι μια ιδιαίτερα εντυπωσιακή προσωπικότητα, και αυτό είναι στην πραγματικότητα που την κάνει τόσο συγκινητική- επαναπροσδιορίζουμε όλες τις αφηγηματικές και ρομαντικές μας προσδοκίες.
Μας δίνεται η ελπίδα ότι, τελικά, όλο αυτό - η συγκίνηση και ο πόνος στην καρδιά, η επιπόλαιη αγάπη και η απαίσια θλίψη – δεν είναι για πέταμα. Δεν είναι τίποτα λιγότερο από ένα θαύμα.
Τελικά, ίσως δεν έχει να κάνει τόσο με το πώς σε θυμάται ο κόσμος, αλλά με τις αναμνήσεις που επιλέγεις να κρατάς όταν ο συσσώρευση χωρισμών, ανακαλύψεων, επιτευγμάτων και πεποιθήσεων έχει αρχίσει να φαίνεται μεγάλος .
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
i<< ''Drolls, or Droll-humours'', στις μέρες της Κοινοπολιτείας, όταν τα θεατρικά έργα ήταν απαγορευμένα, ήταν φάρσες ή κωμικές σκηνές προσαρμοσμένες από υπάρχοντα έργα ή εφευρεμένες από τους ηθοποιούς, που παράγονταν γενικά σε εκθέσεις ή σε ταβέρνες. Μερικά ''drolls'', τα οποία υποτίθεται ότι έχουν διασκευαστεί και ερμηνευτεί από έναν ηθοποιό ονόματι Robert Cox, δημοσιεύτηκαν το 1655, αλλά τα περισσότερα δημοσιεύτηκαν μετά την Αποκατάσταση από τον Francis Kirkman στο ''The Wits, or Sport on Sport ( δύο μέρη, 1662, 1673)''.
Το «Bottom the Weaver», το οποίο δημοσιεύτηκε ξεχωριστά το 1661, περιγράφεται στη σελίδα του τίτλου ως «συχνά δημοσίως ερμηνευμένο από μερικούς κωμικούς της μεγαλειότητας Του και πρόσφατα, ιδιωτικά, παρουσιάστηκε από αρκετούς μαθητευόμενους για την «ακίνδυνη αναψυχή» τους. Δεν είναι γνωστό πόσα από τα άλλα ''drolls'' πέτυχαν δημόσια απόδοση>>.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου