( ΑΠΟ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ του ιατρού Αντώνη Λιάσκου στον Σπύρο Ζωνάκη, περ. ΣΧΕΔΙΑ, τ.106/2022 σελ.35-8).
Μένοντας μαζί με τους απλούς ανθρώπους και γνωρίζοντας περισσότερο τις συνήθειές τους, καταλαβαίνεις εύκολα γιατί η τόση διάδοση κάθε ομάδας του πεντηκοστιανού χώρου.
Η επανεύρεση στοιχείων της αφρικανικής ταυτότητας, όπως η κίνηση και η μελωδία, η ανεμελιά και ο ρυθμός, η χαρά και η ελπίδα, η δυσκολία παρακολούθησης κανόνων και περιορισμών, ο έρωτας για ζωή, βρίσκουν έκφραση στις λατρευτικές εκφράσεις του ''πεντηκοστιανισμού''.
Ένας γιατρός μάς μεταφέρει στην αφρικανική πραγματικότητα της ιερότητας και της αίσθησης του μυστηρίου του κόσμου, θεωρεί στρέβλωση τον ελληνοκεντρισμό που επιμένει ώς τις μέρες μας στην ορθόδοξη ιεραποστολή, ενώ διατρανώνει την πίστη του για την ανάγκη συνδυασμού περίθαλψης των ανθρώπων με τη συμβίωση μαζί τους.
Ο δρ. Αντώνης Λιάσκος, γενικός χειρουργός, επί είκοσι πέντε χρόνια, επισκεπτόταν την υποσαχάρια ανατολική Αφρική, προσφέροντας τις ιατρικές του υπηρεσίες και συνάμα ιεραποστολικό έργο, στο πλαίσιο των τοπικών ορθόδοξων εκκλησιών.
Το βιβλίο του «Σκεύη πήλινα» (Μάρτιος 2022 από τις εκδόσεις «Μαΐστρος») είναι καρπός τούτου του προσωπικού βιώματος και μαρτυρίας.
(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου): έζησε για πολύ μεγάλα διαστήματα στα βάθη της Αφρικής και προσέφερε τις υπηρεσίες του στον τομέα της ιατρικής αλλά και της εκπαίδευσης, καθώς και σε γενικότερα έργα υποδομής και ανάπτυξης. Έζησε ανάμεσα στους Αφρικανούς, καταλύοντας στις καλύβες τους και μοιραζόμενος το φαγητό τους.
Η δράση του συνδυάστηκε με το έργο των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Το βιβλίο "Σκεύη Πήλινα" είναι μια καταγραφή του χωμάτινου, ραγισμένου ανθρώπου. Και συνάμα είναι μια καταγραφή του μόχθου, των επιτυχιών και απογοητεύσεων ενός ανηφορικού δρόμου. Μια αλληγορία για το εύθραυστο σκεύος με το οποίο μεταφέρονται νοήματα, ιδέες, αλήθειες, αισθήματα. Καρπός προσωπικού βιώματος και μαρτυρίας...
Το βιβλίο αυτό είναι καθρέφτης αδυσώπητης ακρίβειας και καθαρότητας. Από την άποψη αυτή συνιστά μια πολύ σημαντική συμβολή τόσο στην ιστορία των ιεραποστόλων όσο και στην ιστορία της Αφρικής.
Ο συγγραφέας παρατηρεί και σχολιάζει, παραδίδοντάς μας μια γνώση για την αφρικανική πραγματικότητα που είναι μοναδικά και αφοπλιστικά ειλικρινής, μαγευτική αλλά όχι ειδυλλιακή.
« (...) Εκείνο που πολύ νωρίς αντιλήφθηκα στους Αφρικανούς ήταν μια θαυμαστή αναζήτησή τους για τον Θεό, η απόλυτη βεβαιότητα ότι όλοι και όλα στον κόσμο εξαρτώνται από Εκείνον.
Αυτοί οι άνθρωποι διαθέτουν μιαν αδιαμφισβήτητη πεποίθηση ότι ο κόσμος είναι ένα μυστήριο, ότι όλοι εμείς ζούμε στην αχλή που τον καλύπτει, ότι ανάμεσα στα φαινόμενα και ορώμενα συνυπάρχουν και τα άδηλα και τα αόρατα και όλα μαζί συνέχονται από ένα αόρατο νήμα, που μόνο ο Θεός γνωρίζει και ορίζει.
Μένοντας μαζί με τους απλούς ανθρώπους και γνωρίζοντας περισσότερο τις συνήθειές τους, καταλαβαίνεις εύκολα γιατί η τόση διάδοση κάθε ομάδας του πεντηκοστιανού χώρου.
Η επανεύρεση στοιχείων της αφρικανικής ταυτότητας, όπως η κίνηση και η μελωδία, η ανεμελιά και ο ρυθμός, η χαρά και η ελπίδα, η δυσκολία παρακολούθησης κανόνων και περιορισμών, ο έρωτας για ζωή, βρίσκουν έκφραση στις λατρευτικές εκφράσεις του ''πεντηκοστιανισμού''.
Άλλα στοιχεία της ταυτότητάς τους βρίσκουν και στην ορθόδοξη λατρευτική σύναξη. Η θεατρικότητα, οι συμβολισμοί των άρρητων μυστηρίων, ο δοξολογικός χαρακτήρας και οι ξένοι σε συναισθηματισμούς ύμνοι, το αποφατικό των προσευχών, η μυστική και συνάμα απεικονισμένη παρουσία των Πατέρων και αγίων, η μυστική πορεία των Δώρων προς τη Βασιλεία και το υπερουράνιο Θυσιαστήριο, όλα αυτά μαγεύουν τον Αφρικανό.
Εκφράζουν αυτό που ο ίδιος και οι πατέρες του έχουν και είχαν μέσα τους και προσπαθούσαν να το αποκαλύψουν με τον δικό τους τρόπο, αλλά δυσκολεύονταν, δεν είχαν βρει τον τρόπο να το δώσουν ως όλον.
Την ώρα του κοινωνικού και του αντίδωρου είναι σαν να πετιέται πάνω το καπάκι της κατσαρόλας από πίεση του σωρευμένου ατμού.
Ξεκινάει ένα ελαφρό κλαπ των χεριών, υψωμένων στους ρυθμούς ενός ψαλμού ή ενός θρησκευτικού τραγουδιού, μετά αρχίζει το ήπιο λίκνισμα του σώματος και με το αντίδωρο όλα μετατρέπονται σε μια πανήγυρη χαράς και ευτυχίας, και αν χτυπούν και τα τύμπανα και τα ταμπούρλα, τότε, με το «Αμήν» στο «Δι' ευχών», φωνές αγαλλιάσεως και εξομολογήσεως, μελωδικές και ουρανομήκεις, αναγγέλλουν θεία συμφωνία».
« (...) Διψούν να μάθουν, θέλουν να ακούσουν, έχουν απορίες. Ωστόσο, ένιωθα να λείπει αυτό που είναι ο πυρήνας της ορθόδοξης πίστης, το βίωμα, η έφεση και η αναζήτηση της προσωπικής εμπειρίας. Κι όμως, ακριβώς σ' αυτό φαίνεται να εντοπίζεται το βασικό πρόβλημά μας.
Οι άνθρωποι, συνηθισμένοι στη δυτική παράδοση, έχουν σαφή τη ροπή όχι στο να βιώσουν το πιστευόμενο και διδασκόμενο, αλλά πώς να γεμίσουν με γνώσεις το νου, να σταθούν σε δόγματα και κανόνες, να συγκρίνουν και να επιμείνουν σε εξωτερικά σημεία και κανονιστικές ρυθμίσεις.
Είναι σημαντικό να γνωρίζει κανείς ότι στον Αφρικανό περισσότερο μετράει το πρόσωπο που κατηχεί και δευτερευόντως αυτά που διδάσκει.
Θα μετρήσει το ήθος και η εν Χριστώ αγάπη του προς τους άλλους, παρά ο θεολογικός λόγος του κατηχητή.
Σε κατηχητικές συναντήσεις όπου η επικοινωνία γίνεται με το λόγο, συμβαίνει το ακόλουθο, φαινομενικά, παράδοξο: στην πρώτη ή και στη δεύτερη σύναξη θα έρθει αρκετός κόσμος.
Μετά, θα αρχίσει το φυλλορρόημα. Οι άνθρωποι, μαθημένοι από τους ''δυτικούς ιεραποστόλους'', το πρώτο που σιωπηλά περιμένουν ή ευθαρσώς ζητούν είναι, όχι τα πνευματικά, αλλά τα αγαθά που θα ακολουθήσουν, κάποιο σχολείο, ιατρείο, μεμονωμένα αντικείμενα κ.λπ.
Θυμάμαι, σε μια τέτοια πρώτη παρουσία μας σε μια κοινότητα που μας είχαν καλέσει οι προεστώτες, ήταν παρόντες περίπου εξήντα χωριανοί, όλοι ενήλικες.
Ο κατηχητής τούς μίλησε αρκετή ώρα περί της Εκκλησίας και, όταν ζητήθηκε να μιλήσει όποιος είχε απορίες, σηκώθηκαν κάμποσοι.
Όλων οι ερωτήσεις αφορούσαν σε τυχόν σχέδιά μας για ίδρυση σχολείου και άλλων ιδρυμάτων.
Αφού τους εξηγήθηκε πώς η Εκκλησία βλέπει τα πράγματα, έδειξαν πολύ δυσαρεστημένοι.
Μετά, σήκωσε κάποιος το χέρι και ρώτησε: «Δηλαδή, ούτε ένα σαπούνι δεν θα μας δώσετε;». Στην επόμενη συνάντησή μας, εμφανίστηκαν πέντε άτομα και σε δύο μήνες κανείς. Για αυτό και είναι πάρα πολύ σημαντικό το πώς θα συνδυαστεί η φιλανθρωπική υπηρεσία με την εκκλησιαστική και χριστιανική πίστη».
Ο κ. Λιάσκος στηλιτεύει στη συνέντευξή του τον ελληνοκεντρισμό που επιμένει ώς σήμερα στην ιεραποστολική πραγματικότητα, ενώ δεν κρύβει το θαυμασμό του για το πόσο πολύ οι Αφρικανοί διακατέχονται από την αίσθηση του ιερού και μυστηρίου του κόσμου
« (...) Ο ελληνοκεντρισμός αυτός είναι έξω από κάθε εκκλησιολογικό και θεολογικό έρεισμα. Ορισμένοι εμπλεκόμενοι περί τα ιεραποστολικά θεωρούν αξιωματικά ότι κάθε χριστιανική παράδοση και συνήθεια των Ελλήνων είναι πρότυπο της ορθόδοξης πίστης και άρα, υποχρεωτικώς, προς μίμηση.
Επί παραδείγματα είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα η εμμονή ορισμένων να μαθαίνουν Αφρικανούς χριστιανούς να ψάλλουν ύμνους στα ελληνικά, παρά το ότι κανείς τους δεν καταλαβαίνει τίποτε, συχνά μηδέ οι διδάσκοντες.
Θυμάμαι έναν Αφρικανό εφημέριο, ο οποίος προς τέρψη των Ελλήνων φιλοξενουμένων του, είχε την ιδέα να βάλει τους μαθητές του σχολείου της ενορίας του να ψάλουν τον εθνικό ύμνο της Ελλάδας, μάλιστα έχοντας ντύσει κάποιους μαθητές τσολιάδες. Παρόμοια, επισκεπτόμενος έναν εκκλησιαστικό χώρο στην αφρικανική επαρχία, είχα μείνει έκπληκτος αντικρύζοντας στο προαύλιο στον υψηλό ιστό, αντί να κυματίζει η σημαία του τόπου, να έχει υψωθεί η ελληνική σημαία.
Ένα νεαρός Αφρικανός που βοηθούσε σε μια επισκοπή τον δεσπότη με ρώτησε: «Μα γιατί πρέπει όλα να βάφονται μπλε και άσπρο εδώ;
Καταρχάς, το άσπρο δεν είναι χρώμα». Και πάλι: «Γιατί πρέπει να βάζουμε λουλούδια σε ένα ποτήρι; Έτσι τα σκοτώνουμε και σκοτώνουμε τη φύση». Ο δεσπότης, ελληνοπρεπέστατα, μετέφερε τη δική του αισθητική και δεν φαινόταν να τον προβληματίζει η αισθητική του λαού που είχε κληθεί να υπηρετήσει.
Πολλοί από εμάς αισθάνονται υπερήφανοι για τις ελληνοπρέπειες αυτές.
Αρκετοί δε Αφρικανοί τις αποδέχονται σαν δείγματα ευγνωμοσύνης προς τη Μητέρα Εκκλησία της Ελλάδας και τους Έλληνες. Πρόκειται για στρεβλώσεις.
Η κάθε Εκκλησία ας ακολουθούσε τις συνήθειες του λαού του τόπου εστιάζοντας στον ευαγγελικό λόγο και βασισμένη στον τρόπο του δικού της λαού και μόνο.
Η Εκκλησία είναι Ορθόδοξη και όχι ελληνορθόδοξη».
Οι μαυρούληδες έχουν δείξει πολύ καλύτερο κι εδώ στην Ελλάδα συγκριτικά με άλλους μετανάστες. Μου έχει κάνει εντύπωση.
ΑπάντησηΔιαγραφή