«Τή έλπίδι χαίροντες»
(Ρωμ. ιβ, 12).
Στην τόσο σκληρή εποχή μας, όπου o άνθρωπος καί τά ανθρώπινα επικίνδυνα χειμάζονται καί τόσο βάναυσα σύρονται σε μιά διαβρωτική αιχμαλωσία· όπου οι καρδιές των ανθρώπων, περίτρομες καί διχασμένες, ραγισμένες καί ναρκωμένες από την μόλυνση, πού διοχετεύει μέσα στο ανθρώπινο κορμί o μετανεωτερικός πολιτισμός της ύλης ,στράγγιξαν από την ζωηφόρο καί δυναμογόνο ελπίδα πού λειτουργούσε σάν μοχλός πνευματικής αντίστασης στο σταθερό καί προκλητικό ροκάνισμα της φθοράς, αλλά καί σωσίβιο ελευθερίας από τά ακέφαλα καί εκβιαστικά χτυπήματα της πολυκέφαλης πρόκλησης · όπου o Θεός αποτελεί τό μακρυνό παρελθόν για την ζωή της ψυχής καί γι’ αυτό o «αναβάτης πάνω στο χάος της καθημερινότητας» καί δραπέτης από τον αγιασμένο- λυτρωτικό καί αναγεννητικό χώρο της Ορθόδοξης ζωής άνθρωπος αισθάνεται άτονος· άτολμος· δίψυχος · παραδομένος στήν «έρημη χώρα» μιας κίβδηλης ελευθερίας, η οποία προσφέρεται καί διακινείται από τούς ποικίλους «πράκτορες» της πνευματικής νοθείας· ηθικής μυωπίας καί αξιολογικής νέκρωσης, σ΄αυτήν την ερημιά o «Υιός καί Λόγος του Θεού» αφήνει τά Ουράνια σκηνώματά του καί έρχεται στόν δικό μας, μικρό καί τόσο ανήσυχο, κόσμο.