«Μήτηρ Θεού Παναγία, τό τείχος τών Χριστιανών,
ρύσαι λαόν σου συνήθως, κραυγάζοντά σοι εκτενώς,
Αντιτάχθητι αισχροίς, καί αλαζόσι λογισμοίς,
ίνα βοώμέν σοι, Χαίρε αειπάρθενε».
(Θεοτοκίο, εις τό τέλος τού Όρθρου, Ήχος πλ. α').
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Φαραντάτου, πρ.ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ & ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑΣ, (1999), ΑΝΘΗΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ, ΕΚΔΟΣΙΣ I. ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ – ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑΣ, Αθήνα, σσ.12-15.]
Είναι τόλμημα πράγματι, κατά τήν έκφρασιν τού ιερού της Εκκλησίας μας υμνωδού, νά αποπειραθεί τις νά σκιαγράφηση, μέ ολίγους μάλιστα λόγους, τήν Παναγίαν μορφήν της Θεομήτορος. Είναι τόσον πτωχή ή ανθρώπινη γλώσσα, ώστε νά ή μπόρεση νά ύμνήση πρεπόντως τήν μορφήν εκείνην, τήν οποίαν Άγγελοι ακαταπαύστως μεγαλύνουν καί δοξάζουν.
Παναγία! Μία λέξις, πού περικλείει τόσον μέγα περιεχόμενον. Έάν τό στερέωμα της Εκκλησίας μας περικοσμούν απαστράπτουσαι αί άγιαι μορφαί των 'Αγίων καί Δικαίων, των Όσιων καί Ασκητών, των Μαρτύρων τά νέφη, των Προφητών καί Προφητίδων, καί των Αγγέλων αί απειροπληθείς τάξεις, ύπεράνω πασών των άγιων αύτών μορφών ίσταται, «ύψηλοτέρα των ουρανών καί των Χερουβείμ ένδοξοτέρα καί πάσης κτίσεως τιμιωτέρα» η ευλογημένη μορφή της Παναγίας Παρθένου.
Έγεννήθη εις ένα πτωχόν περιβάλλον, τό όποιον όμως άπέπνεε τό άρωμα της άγιότητος καί της εύλαβείας. Οί γηραιοί γονείς της, ο ’Ιωακείμ καί ή Άννα, προσηύχοντο νυχθημερόν, διά ν’ άφαιρέσει άπ’ αύτών ό Κύριος τ’ όνειδος της ατεκνίας. Καί όταν αι προσευχαί των είσηκούσθησαν ο Θεός τούς έδώρησε εκείνην, πού έμεινεν άσπιλος καί άμώμητος καθ' όλον τόν επίγειον βίον της.
«Τριετίζουσα δάμαλις1» άφιερώθη ύπό των γονέων της εις τόν Ναόν τού Θεοϋ, διά νά ανατραφεί εκεί έν «παιδεία καί νουθεσία Κυρίου»2, καί διά νά μάθη νά φυλάττει εις τήν καρδίαν της τά θεία λόγια. Νεαρά κόρη εύηγγελίσθη υπό τοϋ 'Αγγέλου, ότι «εύρε χάριν παρά τω Θεώ»3 καί έξελέγη, διά νά υπηρέτησει εις τό μυστήριον της Θείας οικονομίας.
Παρ’ ότι δέ τά εΰαγγελιζόμενα ήσαν «υπέρ φύσιν», ή Παναγία ταπεινά υπετάχθη· «ιδού ή δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρήμά σου»4.
Κατά τήν γέννησιν τοϋ υιού της, του Σωτήρος του κόσμου Άγγελοι προσεκύνουν τό τεχθέν παιδίον καί έδοξολόγουν τήν «Κεχαριτωμένην» μητέρα του, καί άργότερον, όταν έγίνετο γνωστή εις τόν κόσμον ή Θεία διδασκαλία του, άπλαίγυναίκες του λαού έμακάριζον τήν κοιλίαν, πού έβάστασε τόν «Άχώρητον».
Έγεύθη με καρτερίαν τήν οδύνην του θανάτου του μονογενούς της, καί έπληρώθη χαράς, όταν αί γυναίκες άνήγγειλον τήν έκ του μνημείου έγερσίν Του, διά νά όλοκληρωθει ή χαρά της, όταν 'Εκείνος τήν έκάλεσε πλησίον του, «πεποικιλμένην τή Θεία δόξη»5 της.
Ή Παναγία, ή ταπεινή κόρη της Ναζαρέτ, ήξιώθη νά γίνη βασίλισσα των ούρανών, μητέρα του αιωνίου Βασιλέως. Εις τήν τιμήν αύτήν ύπερυψώθη ύπό τού Κυρίου, διά νά τιμάται εις γενεάς γενεών, όχι μόνου εν ούρανοίς, άλλά καί επί της γης, όπου, «Αί γενεαί πάσαι μακαρίζουν τήν μόνην Θεοτόκον». Όντως! Δεν υπάρχει ανθρώπινον χείλος, τό όποιου νά μή προφέρη τό γλυκύτατου όνομα της Παναγίας εις τάς ώρας τού πόνου ή της χαράς του.
Τά πλήθη των πιστών εορτάζουν μέ ευφροσύνην τάς μνήμας του Άγιου ονόματος της, καί εις τιμήν της είναι αφιερωμένοι χιλιάδες ναών, εντός των όποιων προσφεύγουν οί οδίτες της γης, διά νά δοξάσουν τόν «Όντα καί τόν ’Ερχόμενον», καί διά νά ικετεύσουν τή Παναγίαν μητέρα Του, νά πρεσβεύη θερμώς, διά τάς άνάγκας καί τάς θλίψεις της ζωής των.
Ή Παναγία έζησε μέσα εις ένα αμαρτωλόν κόσμον. Όμως τούτο δέν τήν ήμπόδισε νά μείνη «κρίνον εύοσμου», διά νά χρησιμεύση ώς «παλάτιον τού Παμβασιλέως».
Έπεζήτησε καί έκαλλιέργησε τήν αγιότητα, καθ’ όλου τόν βίου της, χωρίς νά ένδιαφέρεται, δι’ όσα συνέβαινον εν τώ κόσμω ύπό τού κόσμου. Πόσον, αλήθεια, απουσιάζει κατά τάς ήμέρας μας ή άφοσίωσις αύτή πρός τά θεία!
Καί όμως, η άπόκτησις της αιωνίου ζωής θά πρέπη νά είναι η μοναδική επιδίωξις τού ανθρώπου. Νοσταλγός αυτός της μακαριότητος καί της εύτυχίας, πού έγνώρισεν εις τόν άπωλεσθέντα παράδεισο, θά ήμπορέση νά άποκτήση καί πάλιν αύτήν, μόνου έάν τά βήματά του ακολουθήσουν τήν οδό της άγιότητος καί της εύσεβείας.
Εις τούτο ας διδαχθώμεν άπό τόν βίου της Παναγίας Παρθένου, μέ τάς πρεσβείας της οποίας είθε κάποτε ν’ άποκτήσωμεν τό μόνον άληθινόν αγαθόν, τήν Αιωνιότητα.
1Έκ της υμνολογίας της εορτής των Εισοδίων
2Έφεσ. 6, 4.
3Λουκ. I. 30.
4Λουκ. I. 38
5Έκ της υμνολογίας της εορτής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου