Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2021

ΑΝΘΟΔΕΣΜΗ

(Νίκος Τσιφόρος (1955), Χρονογραφήματα, περ. ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ)

Το συμβούλιο των υφισταμένων συνεδρίασε δυο ολόκληρες ώρες. Οι κύριοι επέμεναν στην τούρτα.                   Μια καλή τούρτα είναι ό,τι χρειάζεται για να ευχηθεί κανείς «χρόνια πολλά και ευτυχή». 

Οι κυρίες, όμως, φύσεις αισθηματικές, θέλανε, καλά και σώνει. να στείλουνε ανθοδέσμη. Μαζί τους τάχτηκε κι ο μικρός αλλήθωρος υπάλληλος, που τα ’βλεπε όλα στραβά. Τελικά, αγοράστηκε μια υπέροχη ανθοδέσμη, δώδεκα άσπρα τριαντάφυλλα.

Η κάρτα γράφτηκε, ύστερα από σοβαρές διαφωνίες, από τον κύριο γραμματέα, που είχε κάποιο φιλολογικό ταλέντο. Τρεις φορές του είχαν δημοσιεύσει διήγημα στην τοπική εφημερίδα, «Ο Φρουρός του Καρατζόβλαχου».

Ο μικρός του γραφείου την κουβάλησε στο σπίτι του εορτάζοντος. Όλα έγιναν υπέροχα.

Ο κύριος Σταύρος ξύπνησε το πρωί της εορτής του,14 του Σεπτέμβρη, μάλλον ευδιάθετος. Ξυρίστηκε με καινούργια λάμα, έπλυνε και τα πόδια του, παρόλο που δεν ήτανε Σάββατο. Ύστερα δέχτηκε τους ασπασμούς της συζύγου του, της μεγάλης του κόρης, που τον ευχήθηκε γελαστή, και της μικρής, που του ζήτησε χαρτζιλίκι. 

Για το επίσημον της ημέρας, έφαγε κι ένα αμυγδαλωτό με τον καφέ του.

Μια μεγάλη ευτυχία κυλούσε στις φλέβες του, φούσκωνε την αορτή του και έβγαινε από το παράθυρο, για να ξαπλωθεί στη συνοικία.

Έβαλε καθαρό πουκάμισο, σιδερωμένο πανταλόνι, και χαμογέλασε στην υπηρέτρια, που τις άλλες μέρες του ήτανε πολύ αντιπαθητική. Δεν πρόλαβε να δει την ανθοδέσμη. Πριν την φέρουνε, είχε ξεκινήσει για το καφενείο.

Η ανθοδέσμη ήρθε με την ηρωική κάρτα του κ. γραμματέως. Είχε και υπογεγραμμένες: «Τω-ι διευθυντή-ι μας, με τας θερμοτέρας των ευχών του προσωπικού του. Έτη πολλά και πλήρη ευδαιμονίας, χαράς και υγείας. Το προσωπικόν».

Ο μικρός πήρε ένα τάλιρο πουρμπουάρ και τράβηξε να νοικιάσει ποδήλατο.

Η μεγάλη κόρη λεγόταν Νίνα, και ήτανε ρομαντική. Έπαιζε και πιάνο. Μύρισε τα λουλούδια, που δεν βγάζανε καμιά μυρωδιά, τα τοποθέτησε σ’ ένα κρυστάλλινο βάζο και δεν τους έδωσε πια καμιά σημασία. Αργότερα, μόλις χτενίστηκε, σκέφτηκε ότι θα μπορούσε πολύ ωραία να στολίσει τα μαλλιά της με δύο τριαντάφυλλα. Θα της πηγαίνανε μούρλια. Βγήκε λοιπόν, κι έκοψε δυο τριαντάφυλλα από την ανθοδέσμη. Τα έβαλε δεξιά κι αριστερά κι έμοιαζε ίδια γκέισα. Πολύ της πηγαίνανε.

Τώρα θα μπορούσε να παρουσιαστεί στον Αριστομένη, που θα ’ρχόταν οπωσδήποτε να επισκεφθεί τον πατέρα της. Η μεγάλη κόρη αισθανόταν μέσα της φλογερό το ταλέντο να γίνει ‘’κυρία Αριστομένους’’, να έχει δικό της σπιτικό και να φτιάνει κέικς, που θα ’τρωγε μαζί με τις φίλες της.

Απ’ τον ενθουσιασμό της κάθισε στο πιάνο και τράβηξε μια «Σονάτα υπό το σεληνόφως». Μ’ όλα τα φάλτσα, η σονάτα είλκυσε τη μαμά στο σαλόνι. Ήρθε στολισμένη, σαν εορταστικό τρεχαντήρι, μ’ όλα τα χρώματα.

Αγκάλιασε την κόρη της, «μπράβο, αγάπη μου, έκτακτο», είδε και τα τριαντάφυλλα.

-Πού τα βρήκες αυτά;

Η Νίνα έδειξε το βάζο. Η μαμά, διάλεξε ένα μεγάλο, το μεγαλύτερο τριαντάφυλλο και το κοτσάρισε στο κορσάζ της. Ήτανε πολύ ωραιότερο παρά να ’χει εκείνη την καρφίτσα που έμοιαζε με τενεκεδένια. Καμάρωσε με τη σειρά της στον καθρέφτη, βρήκε να είναι υπέροχη, κι αναστέναξε.

Θυμήθηκε που ήτανε νέα και την κορτάριζε ένας διπλωματικός.              

Αν είχε πάρει τον διπλωματικό, σήμερα θα ’κάνε πάταγο στις πρεσβείες. Η μαμά αναστέναξε άλλη μια φορά, και πήγε στην κουζίνα.

Η μικρή κόρη, ένα προκλητικό πλασματάκι γεμάτο χυμούς αγουράδας, καθότανε στο δωμάτιό της και ξεφύλλιζε τα άλμπουμ της.

Εκεί μέσα βρισκόντουσαν οι πιο περίεργες ερωτήσεις. «Τι όνομα προτιμάτε;» «Τι εστί έρως;», «Αγαπάτε και ανταγαπάσθε; Είσθε ευτυχείς». Η μικρή κόρη ‘’ηγάπα και αντηγαπάτο’’. Στο Γυμνάσιο είχε γνωρίσει τον Αντρέα που έπαιζε μπάσκετ κι είχε τα μαλλιά του κοκοράκι. Τον ηγάπα, λοιπόν, κατακοκκίνιζε μόλις τον έβλεπε κι έκανε τα σχέδιά της να βρεθεί μόνη μαζί του σ’ ένα ερημονήσι, όπως ο Ροβινσών Κρούσος.

Το άλμπουμ τής το ’χε δώσει προσωπικώς ο Αντρέας, να γράψει τις εντυπώσεις της από τη ζωή. Η μικρή ήθελε να του δώσει κάτι σημαδιακό. Δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαδιακό από ένα πατικωμένο λουλούδι. Η μικρή ήρθε στο σαλόνι πατώντας στις μύτες, έκλεψε απ’ το βάζο ένα άσπρο τριαντάφυλλο, το ’βάλε μέσα στο άλμπουμ και κάθισε απάνω για να το πατικώσει καλύτερα.

Έγινε μια σιγή στο σαλόνι. Κανένας δεν βρισκότανε μέσα τη στιγμή που μπήκε η υπηρέτρια, μια γερή νταρντάνα, έκλεψε ένα φρουί-γκλασέ και είδε τα τριαντάφυλλα. Τότε θυμήθηκε το αγόρι της, έναν ‘’τσικ-λεβέντη’’ που πουλούσε ζαρζαβατικά στο μαγαζάκι της συνοικίας. Σούφρωσε με τρόπο δυο τριαντάφυλλα και τα ’κρύψε μαζί με το φρουί-γκλασέ, να του τα προσφέρει όταν θα ’βγαίνε ν’ αγοράσει ντομάτα και πιπεριές για τη σαλάτα.

Όταν έφτασε με το βυσσινί της φόρεμα η κυρία Καραμελαδοπούλου, όλα ήταν στη θέση τους. Η κυρία Καραμελαδοπούλου, ήπιε κουαντρό, μίλησε για τις υπηρέτριες, τις μοδίστρες και τον καιρό, κατάπιε λαίμαργα ένα κομμάτι γλυκό, ζήτησε τη συνταγή και μαρτύρησε ότι ο άντρας της έχει πέτρα στα νεφρά.

Την ώρα που -πήγανε να της φέρουνε τη συνταγή, είδε τα τριαντάφυλλα. Τα βρήκε υπέροχα και με τρόπο έκοψε ένα και το έβαλε στην τσάντα της, να το φορέσει κι εκείνη στο κορσάζ της και να κάνει φιγούρα στις καινούργιες επισκέψεις. Ύστερα, είπε χρόνια πολλά κι έφυγε μαζί με την συνταγή.

Ο κύριος Αριστομένης ήρθε μυρωδάτος, σαν συνοικιακό μπαρμπέρικο. Η Νίνα γέμισε ρομαντικές λαχτάρες μόλις τον είδε. Η μαμά προφασίστηκε το φαγητό κι έφυγε στην κουζίνα να τους αφήσει μόνους τους.

Τότε η Νίνα χαμογέλασε δειλά και σημαδιακά, σηκώθηκε, πήρε ένα τριαντάφυλλο και το πέρασε στην ‘’μπουτουνιέρα’’ του κυρίου Αριστομένη. Εκείνος ευχαριστήθηκε πολύ και έπιασε το χέρι της με διαθέσεις να επεκτείνει την χειρονομία.

Η Νίνα τραβήχτηκε ξαφνικά. «Η μαμά!». Η κυρία μπήκε στο σαλόνι στην πιο ακατάλληλη στιγμή, για να παρακαλέσει τον κύριο Αριστομένη να φάει το μεσημέρι μαζί τους.

Ο κύριος Αριστομένης κατασυγκινήθηκε, είπε «μα πώς... ευχαρίστως... δεν ήταν ανάγκη...», τέτοια που λέγονται. Κατά βάθος είχε θυμώσει ελαφρώς, ήτανε ανάγκη δηλαδή να έρθει η μαμά πάνω στην ώρα; Ύστερα έφυγε, με την υπόσχεση ότι θα είν’ εδώ στη μία ακριβώς. Στον χαιρετισμό, έσφιξε σημαδιακά το χέρι της Νίνας.

Η μεγάλη κόρη θα έκλαιγε, αλλά εκείνη τη στιγμή μπήκε η φίλη της η Έλλη. Τα κορίτσια φιληθήκανε, είπανε τα μυστικά τους και φάγανε γλυκό. Η Έλλη είδε τα τριαντάφυλλα στο κεφάλι της.

-Αχ, έκτακτα! Δώσ’ μου κι εμένα!

Η Νίνα της έδωσε δυο τριαντάφυλλα. Αλλά δεν πετύχανε, και της έδωσε τα άλλα δυο. Η Έλλη στολίστηκε υπέροχα και τράβηξε να βρει το φλερτάκι της.

Όλα έγιναν πολύ ομαλά μέχρι τις επτά το βράδυ. Φάγανε, ήπιανε μπύρα, τραγουδήσανε, κοιμηθήκανε, ο κύριος Αριστομένης βρήκε την ευκαιρία και φίλησε τη Νίνα στο δεξί μάγουλο, η μικρή αδελφή το ’σκάσε κατά τις τέσσερις να πάει στο μπάσκετ, η υπηρέτρια έκλεψε κι άλλο φρουί-γκλασέ.

επτά ήρθε η επιτροπή των υπαλλήλων να υποβάλει τις ευχές της.

Ο κύριος Γραμματεύς έψαχνε με το μάτι να βρει την ανθοδέσμη.

Φρικτές σκέψεις τού περνούσαν απ’ το μυαλό. Μήπως δεν την αγοράσανε καν οι άλλοι; Μήπως δεν άρεσε στον κύριο διευθυντή και την πέταξε; 

Έβλεπε και τον κ.Σταύρο σοβαρόν και δεν τ’ άρεσε καθόλου αυτό.

Σηκώθηκε λοιπόν με τρόπο κι έκανε αναγνώριση στο σαλόνι.

Εντελώς τυχαία ανακάλυψε την κάρτα του μέσα σ’ ένα μπουκέτο από κοτσάνια και πρασινάδα. «Τω-ι κυρίω-ι διευθυντή-ι...». Ο κύριος γραμματεύς απόρησε. Τι γίνανε τα τριαντάφυλλα; Τράβηξε με τρόπο την κάρτα, προφασίστηκε δουλειά, πήγε βιαστικά σ’ ένα ζαχαροπλαστείο κι έστειλε μια τούρτα με καινούργιο μπιλιέτο. «Τω-ι κυρίω-ι διευθυντή-ι... Ο γραμματεύς». Δεν έβγαλε λέξη για το προσωπικό.

Κι ήταν ευτυχής που αυτός τουλάχιστον είχε κάνει το καθήκον του και που ο κύριος Σταύρος θα τον έπαιρνε από καλό μάτι...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου