Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2021

Γιάννης Καρπούζης, Συνέντευξη: Τάσος Στεργίου

Ο καταραμένος ποιητής Νίκος Καρούζος είναι το κεντρικό πρόσωπο του οπτικού δοκιμίου του Γιάννη Καρπούζη που ακολουθεί τη διαδρομή του απ’ το αθηναϊκό αστικό τοπίο μέχρι την εξορία στη Μακρόνησο και απ’ τη Στοκχόλμη μέχρι την Κρονστάνδη - προς μια άνοιξη που ακόμα εκκρεμεί. 
[Ο Γιάννης Καρπούζης είναι ένας νέος σκηνοθέτης και καλλιτέχνης, αναγνωρισμένος διεθνώς για το εικαστικό έργο και τη φωτογραφία του. Το «Νίκος Καρούζος – Ο Δρόμος για το Έαρ» είναι το πρώτο μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ του, έκανε την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2020, όπου και απέσπασε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη.].

**********

C;: Γιατί ο Καρούζος σήμερα - γιατί ξανά Καρούζος;

Γ.Κ.: Γιατί ο Καρούζος δεν ήτανε γνωστός μέχρι σήμερα. Η εικόνα που έχει η νέα γενιά αναγνωστών, συγγραφέων και μελετητών για τον Καρούζο πιστεύω πως είναι πολύ δικαιότερη σε σχέση με αυτήν του παρελθόντος. Όπως λέει στην ταινία ο Θάνος Σταθόπουλος, τη δεκαετία του '80 τον Καρούζο τον γνώρισε η μισή Ελλάδα.

Τη θέση, λοιπόν, μιας συνολικής διαδρομής -που περιλαμβάνει εξορία, πολιτικούς αγώνες, τη δημιουργία οικογένειας, την ιδιαίτερη σχέση με το Ναύπλιο, υπαρξιακές αγωνίες, χαρές, ισχυρές φιλίες, αρρώστιες και την τεράστια παρακαταθήκη για τη νέα γενιά δημιουργών- έχουν πάρει ανεκδοτολογικές ιστορίες για μπαρ, φλερτ και καβγάδες, παρουσιάζοντας τον Καρούζο σαν τον Έλληνα Μπουκόφσκι.

Το ίδιο το έργο του Καρούζου δεν έχει καμία σχέση με αυτό το, κατά τα άλλα, αγαπημένο ύφος, ενώ, αντίθετα, είναι υπαρξιακό και γλωσσικό και, σε κορυφαίες στιγμές, όπως στη «Νεολιθική Νυχτωδία στην Κρονστάνδη», πολιτικό-μαρξιστικό.

C; Η προσέγγισή σου μοιάζει να προσπαθεί να ακολουθήσει και να προσαρμοστεί στο θέμα της ταινίας και όχι να το προσαρμόσει. Πώς το σκέφτεσαι αυτό;

Γ.Κ.: Υπήρχε εξαρχής η σκέψη ότι οι φορμαλιστικές επιλογές ενός έργου πρέπει να βρίσκονται σε διάλογο με το αντίστοιχο θέμα (και όχι με το περιεχόμενο, όπως συχνά αναφέρεται λανθασμένα, αφού το περιεχόμενο θα προκόψει από την παραπάνω σχέση). Ακολουθήσαμε μαζί με τον Αντρέα (σ.σ.; Βακαλιό) και τον Ηλία (σ.σ.: Λιατσόπουλο) μια γραμμική χρονικά αφήγηση για να ξεδιπλώσουμε το νήμα της ζωής του ποιητή παράλληλα με την έντονη πολιτική ιστορία της Ελλάδας.

Όμως, όπως το έργο του Καρούζου έχει πάντα ως κύριο θέμα και την επιστροφή στο μέσο (τη γλώσσα), έτσι και στην ταινία μας προσπαθούν να «βγουν προς τα έξω» τα εκφραστικά μέσα τής κινούμενης εικόνας.

C: Αν το σύμπαν είναι ξεκάθαρα γλωσσικό, γιατί να είναι μόνο η συμφορά μας, που λέει ο Καρούζος, και όχι, ταυτόχρονα, και η σωτηρία μας;

Γ.Κ.: Αυτή είναι μια πολύ καλή ερώτηση και χρειάζεται μια εκτενή διαθεματική προσέγγιση ώστε να απαντηθεί ολοκληρωμένα, κάτι που ο χώρος και οι γνώσεις μου δεν το επιτρέπουν. Στο μέτρο που το καταλαβαίνω, στις ανθρωπιστικές επιστήμες του 20ού αιώνα υπάρχει μεγάλη δυσπιστία απέναντι στη γλώσσα, σε σημείο να θεωρείται «πηγή δυστυχίας» ή «ατύχημα».

Ως γλώσσα δεν πρέπει να σκεφτόμαστε μόνο μια μορφή επικοινωνίας, όπως, για παράδειγμα, τα ελληνικά ή τη φωτογραφία. Η γλώσσα είναι το σύστημα που μας οργανώνει ως ανθρώπους μέσα από τη λειτουργία της σήμανσης και της τοποθέτησής μας εντός ενός δομικού καταστατικού χάρτη.

 Ας θυμηθούμε τους πρώτους στίχους της Βίβλου, «Εν αρχήν ην ο λόγος [...]. και θεός ην ο λόγος.»

Χτιζόμαστε εντός της λειτουργίας της γλώσσας και πριν μάθουμε τη λειτουργία της συμβολοποίησης και οργανωθούμε ως σημαίνοντα είμαστε σαν χυμένο αυγό που δεν είναι ακόμα τίποτα. Το σύμπαν είναι όντως «γλωσσικό» για το ψυχο-αισθητηριακό sensorium του ανθρώπου. Οπότε όλες μας οι συμφορές κατάγονται από τη γλώσσα. Για το αν υπάρχει σωτηρία είμαι, πάντως, σκεπτικός.

C: Στον Καρούζο η γλώσσα δεν χρη­σιμοποιείται για να αναπαραστήσει, αλλά για να μιλήσει για τον εαυτό της. Τι θα σήμαινε η υιοθέτηση μιας τέτοιας στάσης;

Γ.Κ.: Στην ιστορία του μοντερνισμού και, άρα, σε πολλές μετέπειτα τάσεις, υπάρχει η ανάγκη της απομάκρυνσης του έργου τέχνης από την αναπαραστατική του διάσταση. Αυτό ήδη μπαίνει με ιδιαίτερα εμπρόθετο τρόπο με τη σπουδαία εφεύρεση του Μονέ, μια σειρά με πίνακες που αναπαριστούν τον καθεδρικό ναό της Ρουέν.

Σε αυτήν τη σειρά, ενώ το ανάφορο θέμα και η γωνία αποτύπωσής του παραμένουν οι ίδιες, οι πίνακες είναι πολύ διαφο­ρετικοί μεταξύ τους γιατί ο ζωγράφος χρησιμοποιεί με διαφορετικό τρόπο τα ζωγραφικά «εργαλεία». Η τυπολογία αυτή παύει να αναφέρεται κυρίως σε αντικείμενα του πραγματικού κόσμου -όπως είναι ο καθεδρικός της Ρουέν- και στρέφεται στην ίδια την τέχνη της ζωγραφικής.

Αυτό το σκεπτικό εντοπίζεται πολύ έντονα εντός του έργου του Καρούζου και επιδιώξαμε από την αρχή να υπαγορεύσει και τη λογική της οργάνωσης του φιλμ μας.

[…] Στην ταινία «Ο Δρόμος για το Έαρ» ο αφηγητής παρακολουθεί με το κοινό της ταινίας τη σφυρηλάτηση του πορτρέτου του ποιητή, μές’ από εκατοντάδες θραύσματα διάσπαρτα σε κασέτες(…).

ΠΗΓΗ

Τάσος Στεργίου. (2021). Γιάννης Καρπούζης. Συνέντευξη. Cinematek016, 18-19.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου