Παρακμή
και πτώση: το τέλος τής επίγειας Βασιλείας
του Θεού.
(Steven Runcirnan (1977),The Byzantine Theocracy, Εκδόσεις Δόμος (20052), σελ.14,133-149)
Ο δωδέκατος αιώνας ήταν ή τελευταία περίοδος πού το Βυζάντιο λογαριαζόταν ακόμη ως αυτοκρατορική δύναμη.
Αλλά και τότε το μεγαλείο του ήταν περισσότερο φαινομενικό παρά πραγματικό. [..]. Ο αυτοκρατορικός στρατός ήταν ακόμη μια φοβερή μαχητική δύναμη, αλλά τον αποτελούσαν κυρίως ξένοι μισθοφόροι με υψηλό κόστος συντήρησης και αβέβαιοι ως προς τη νομιμοφροσύνη τους.
Τα κοινωνικά προβλήματα των μέσων του ενδέκατου αιώνα και τα πολιτικά προβλήματα πού ακολούθησαν τη Μακεδονική δυναστεία, είχαν συνδυαστεί με την ανόητη ανευθυνότητα των Αυτοκρατόρων και των συμβούλων τους να επιτρέψουν στους Τούρκους εισβολείς να σαρώσουν την Ανατολία και να εγκατασταθούν σε περιοχές πού στο παρελθόν είχαν εφοδιάσει το στρατό με τούς περισσότερους στρατιώτες και την πρωτεύουσα με τα περισσότερα τρόφιμα.
Την ’ίδια εποχή νεόπλουτοι Νορμανδοί επιτέθηκαν εναντίον τής Αυτοκρατορίας από τη Δύση. […] Οι ίδιοι οι Βυζαντινοί αισθάνονταν ότι ζούσαν σ ’ ένα μεταβαλλόμενο και αβέβαιο κόσμο. Το αίσθημά τους αυτό γίνεται φανερό στην τέχνη του δωδέκατου αιώνα.
Ή τέχνη του δέκατου και των αρχών του ενδέκατου αιώνα είναι μια σίγουρη και γαλήνια τέχνη, με κλασικές αναλογίες και περιορισμούς, υπεράνθρωπη όμως στη χρήση των μορφών και του φωτός. Είναι μια τέχνη πού αρμόζει στην επίγεια Βασιλεία του Θεού.
Αλλά στο δωδέκατο αιώνα αυτή ή βεβαιότητα και ή γαλήνη έχουν κλονισθεί. Εισέρχεται πλέον το στοιχείο του πάθους. 'Υπάρχει μια συναισθηματική υπερβολή στις αναλογίες και αποκαλύπτει τις ανθρώπινες ανησυχίες και τις θλίψεις.
Ο Παντοκράτορας κυριαρχεί ακόμη στους θόλους των εκκλησιών, αλλά είναι ένας αυστηρότερος Θεός.
Οι καλλιτέχνες εμμένουν, όσο ποτέ πριν, στον πάσχοντα Χριστό. Ή Θεομήτωρ δεν είναι πλέον ήρεμη και περήφανη. Συχνότερα είναι ή mater dolorosa. Πράγματι, ή Αυτοκρατορία δεν αισθάνεται πλέον ευχαριστημένη και ασφαλής. ’Έχει χάσει την ενδοχώρα της Ανατολίας.
Πριν τελειώσει ο 11ος αιώνας, είχε πλέον χάσει τον έλεγχο πάνω στη χερσόνησο τής Βαλκανικής, όπου τα βασίλεια των Σέρβων και των Βουλγάρων είχαν κερδίσει την ανεξαρτησία τους. Δεν μπορούσε πλέον να περιφρονήσει τις χώρες τής Δυτικής Χριστιανοσύνης. Είχε αρχίσει να κατανοεί ότι στη Δύση υπήρχαν πολιτείες με δυνατότερους στρατούς και ναυτικό και φιλόδοξους άρχοντες πού δεν τούς εντυπωσίαζε το αυτοκρατορικό μεγαλείο .
[...] Σ ’ αυτή την εποχή τής κρίσης, Αυτοκράτορας και Πατριάρχης έπρεπε να συνεργάζονται. Ή ’ Εκκλησία δεν ήταν αρκετά ισχυρή για να διαπληκτίζεται με τις πολιτικές εξουσίες. Πράγματι, οτιδήποτε κι αν σκέπτονταν οι μοναχοί, ή επίσημη Ιεραρχία είχε φτάσει στο σημείο να αποδεχτεί τα κυριαρχικά δικαιώματα του Αυτοκράτορα.
Ο μεγάλος κανονολόγος Θεόδωρος Βαλσαμών, πού γράφει περί το 1180 μ.Χ, αναφέρει σαφώς ότι ο Αυτοκράτορας βρίσκεται πάνω από το νόμο, κοσμικό και θρησκευτικό, και ότι μόνον αυτός μπορεί να εισάγει τη θρησκευτική και την κοσμική νομοθεσία. Δική του υπόθεση ήταν να φροντίζει για τις ψυχές και τα σώματα των υπηκόων του.
Steven Runcirnan (1977) |
[...] Ή Αυτοκρατορία τής Νικαίας υπό το Θεόδωρο Λάσκαρη και τον ακόμη ικανότερο γαμπρό του ’ Ιωάννη Βατάτζη, παρά τις πολλές δυσκολίες της, ήταν μια καλοκυβέρνητη και ευημερούσα πολιτεία... Στη διακυβέρνησή τους οι Αυτοκράτορες τής Νικαίας είχαν την πλήρη συνεργασία τής 'Ιεραρχίας. Είναι αλήθεια ότι οι Πατριάρχες δεν αισθάνονταν και τόσο ικανοποιημένοι από την αυτοκρατορική πολιτική και τη σύναψη διαπραγματεύσεων με τη Ρώμη για την ένωση των ’Εκκλησιών.
Αλλά μάλλον η Ρωμαϊκή αδιαλλαξία ήταν αυτή πού οδήγησε το διάλογο σε αδιέξοδο παρά κάποια αντίδραση των ' Ελλήνων. Ή ιεραρχία δεν ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένη όταν ο Θεόδωρος Λάσκαρης παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την κόρη του Λατίνου Αυτοκράτορα.
Αλλά όταν σχεδίαζε να παντρέψει τη θυγατέρα του με τον αδελφό τής καινούριας γυναίκας του, το Λατίνο Αυτοκράτορα Ροβέρτο, τότε αρκέστηκε μόνο σε μια ανοικτή διαμαρτυρία. Αυτό ήταν αντίθετο στους νόμους τής εξ αίματος συγγενείας10. Και δεν υπήρξε καμιά αντίρρηση όταν ο ’ Ιωάννης Βατάτζης παντρεύτηκε για δεύτερη φορά τη νόθο αλλά νομιμοποιημένη κόρη του Φρειδερίκου Β ', Κωνσταντία, πού για να γίνει ’ Ορθόδοξη ξαναβαπτίατηκε και πήρε το όνομα Άννα .
[...] Παρόλα αυτά όμως, ο ίδιος ο Αυτοκράτορας πρέπει πρώτος να υπακούει στον κώδικα ηθικής. Ή ξεδιάντροπη παραμέληση αυτής τής αρχής, ήταν πού προκάλεσε την επόμενη και τελευταία μεγάλη διαμάχη μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας στο Βυζάντιο.
[…] Πρέπει εδώ να παρεμβάλουμε με προσοχή ένα σχόλιο για τη λέξη «Εκκλησία». Οι Χριστιανοί τής ’Ανατολής με την ελληνική λέξη ’Εκκλησία εννοούσαν πάντοτε ολόκληρο το σώμα των πιστών, «ζώντων και τεθνεώτων». Αυτή είναι ή Εκκλησία στην οποία αναφέρεται το Πιστεύω.
Αλλά στην πράξη, ιδιαίτερα στη Δύση, χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο ή λέξη « ’ Εκκλησία» για να περιγράφει την ιερατική ιεραρχία σε αντίθεση προς την πολιτική εξουσία. Πράγματι, εξαιτίας των ελλείψεων τής αγγλικής γλώσσας, δεν υπάρχει καμιά άλλη κατάλληλη λέξη πού θα μπορούσε να εκφράσει την ιεραρχία. ’Αλλά στην αντιπαράθεση Εκκλησίας και Πολιτείας κάνουμε μια διάκριση, ή οποία ασφαλώς δεν είχε κανένα νόημα για τούς Βυζαντινούς.
Και υιοθετώντας αυτή τη διάκριση διαπράττουμε ένα ιστορικό και φιλοσοφικό λάθος. Πράγματι, ή έλλειψη αυτής τής διάκρισης ήταν αυτή πού προκάλεσε τα κύρια προβλήματα στη Βυζαντινή Θεοκρατία.[…].
Ο Θεόδωρος Β ' πέθανε τον Αύγουστο του 1268, αφήνοντας κληρονόμο το γιό του Ιωάννη Δ ', ηλικίας τότε οκτώ χρονών. Καθώς ή μητέρα του παιδιού είχε πεθάνει, ο Θεόδωρος είχε κανονίσει να τοποθετήσει ως αντιβασιλέα τον πρωθυπουργό του, Γεώργιο Μουζάλονα, και στο έργο αυτό θα τον βοηθούσε ο Πατριάρχης ’Αρσένιος.
Αλλά ο Μουζάλων, ένας γραφειοκράτης ταπεινής καταγωγής, προκαλούσε την περιφρόνηση του στρατού και των ευγενών τής Αυλής. Ενώ ο Πατριάρχης, άν και ήταν λαϊκός μέχρι την εκλογή του, αποδείχθηκε αυστηρός ασκητής πού τον θαύμαζαν οι μοναχοί και ο φτωχότερος κλήρος και τον απεχθάνονταν οι επίσκοποί του.
Μέσα σε λίγες μέρες ο Μουζάλων δολοφονήθηκε, και ο πρώτος στρατηγός τής Αυτοκρατορίας Μιχαήλ Παλαιολόγος ένας μακρινός εξάδελφος του Αυτοκράτορα, τοποθετήθηκε ως Μέγας Δούκας και αντιβασιλέας και με τη συναίνεση του Πατριάρχη, πήρε τον τίτλο του Δεσπότη. Κατόπιν, το Δεκέμβριο, απαίτησε από τον Πατριάρχη να τον στέψει Αυτοκράτορα..
Φαίνεται ότι ο ’Αρσένιος με δυσαρέσκεια παραδέχθηκε ότι αυτή θα ήταν ή καλύτερη λύση... Έτσι ο ’Αρσένιος επέμενε να στέψει Αυτοκράτορα, ταυτόχρονα με αυτόν, και το νεαρό ’ Ιωάννη. Κατά την τελετή όμως ο Μιχαήλ προχώρησε μπροστά από το αγόρι σαν να επρόκειτο να στεφθεί πρώτος, όπως αρμόζει σε άνθρωπο πού επρόκειτο να γίνει απόλυτος μονάρχης. 'Ο Αρσένιος ικανοποιήθηκε υποχρεώνοντας το Μιχαήλ να ορκιστεί επίσημα ότι δεν επρόκειτο να κάνει κάτι πού θα στρεφόταν εναντίον των συμφερόντων ή του προσώπου του συναδέλφου του…
Πριν κλείσει ο χρόνος(1261), ο Πατριάρχης Κων/πολεως Αρσένιος ανακάλυψε ότι ο Μιχαήλ είχε τυφλώσει τον ’ Ιωάννη, για να τον καταστήσει έτσι για πάντα ανίκανο να καθίσει στο θρόνο. Αυτό παραήταν πολύ. 'Ο Αρσένιος αφόρισε το Μιχαήλ και του απαγόρεψε να εισέρχεται στο Ναό τής Άγιας Σοφίας 17.
Η κοινή γνώμη στην Αυτοκρατορία διχάστηκε. 'Ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ είχε διαπράξει μια τερατώδη πράξη απανθρωπιάς εναντίον ενός παιδιού πού του είχε ανατεθεί ή φροντίδα του, και με αυτή την πράξη του είχε καταλύσει έναν επίσημο όρκο.
Ο ευσεβής λαός καταθορυβήθηκε. Ή δυσαρέσκεια υπήρξε ιδιαίτερα έντονη στις ασιατικές επαρχίες, οπού θυμόνταν με αγάπη την παλιά δυναστεία.
Πράγματι, δυο άκαρπες εξεγέρσεις έγιναν εκεί στο όνομα του τυφλού και φυλακισμένου νεαρού Αυτοκράτορα. Από την άλλη μεριά όμως, ο Μιχαήλ ήταν ένας εστεμμένος Αυτοκράτορας.
Μπορούσε ένας Πατριάρχης να αφορίσει τον Αυτοκράτορα ;[...] Επί πλέον, οσοδήποτε μεγάλη κι εάν ήταν ή αμαρτία του, ο Μιχαήλ παρουσιαζόταν ως ένας ένδοξος και επιτυχημένος Αυτοκράτορας, πού οι προσπάθειές του φαίνονταν σαφώς ευλογημένες από το Θεό. Κανείς, ούτε από την Κωνσταντινούπολη ούτε από τις ευρωπαϊκές επαρχίες, δεν είχε δει ποτέ το νεαρό θύμα, του οποίου ελάχιστα είχε γίνει αντιληπτή ή ύπαρξή του. Τα αισθήματα, οξύνονταν.
Στη μια πλευρά βρισκόταν ή μοναχική μερίδα, με ηγέτη τώρα τον ’ίδιο τον Πατριάρχη, μια μερίδα πού πάντοτε απαιτούσε έναν υψηλό βαθμό ηθικότητας πού έπρεπε ακόμη κι ο Αυτοκράτορας να τον σέβεται, και η οποία ποτέ δεν είχε διστάσει να κατακρίνει τα χαλαρά και πολυτελή ήθη τής Αυλής και τούς νωχελείς διανοούμενους πού τώρα κατείχαν τόσες πολλές επισκοπικές έδρες.
Στην άλλη πλευρά βρισκόταν η μερίδα τής Αυλής, πού ήταν λιγότερο ευσεβής και αυστηρή, αλλά όχι και λιγότερο θρησκευόμενη, η οποία πίστευε ότι ο Αυτοκράτορας είναι Αντιπρόσωπος του Θεού, και ένας Αντιπρόσωπος μάλιστα που είχε κάνει μεγάλα πράγματα για την Εκκλησία του Θεού. Ίσως είχε αμαρτήσει, αλλά ως Αυτοκράτορας θα έπρεπε να τύχει μιας εξαιρέσεως.
Οι μοναχοί δεν μπορούσαν να ανεχθούν το γεγονός ότι ένας αμαρτωλός, οποιοδήποτε αξίωμα κι αν κατείχε, μπορούσε να θεωρεί τον εαυτό του ότι βρίσκεται πάνω από τούς νόμους του Θεού.
Η Αυλή όμως νόμιζε ότι οι μοναχοί δεν αναγνώριζαν το θεμελιώδη και ιερό θεσμό τής Χριστιανικής Αυτοκρατορίας .
Αυτό το ρήγμα επρόκειτο να διαρκέσει για πολλά χρόνια. Το 1265 ήταν ο χρόνος πού ο Μιχαήλ τόλμησε να καθαιρέσει τον ’Αρσένιο, με την κατηγορία τής συμμετοχής σε συνωμοσία εναντίον του θρόνου. 'Η κατηγορία αυτή ήταν μια σχεδόν ολοφάνερη απάτη, αφού ο ’Αρσένιος, αν και μισούσε βαθιά το Μιχαήλ, δεν ήταν ένας πολιτικός συνωμότης…
Προς το τέλος του 1266, ο Μιχαήλ τοποθέτησε στη θέση του έναν μοναχό, τον Ιωσήφ[...]. Με την υποστήριξη του Πατριάρχη Αλεξάνδρειας, πολλοί επίσκοποι, πού θα προτιμούσαν να ζουν μάλλον μια άνετη ζωή στην Κωνσταντινούπολη παρά να βρίσκονται υπό μουσουλμανική κατοχή στην Αίγυπτο, αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τον Ιωσήφ ως Πατριάρχη. Μεγάλος αριθμός μοναχών ακολούθησε το παράδειγμά τους.
Τα μοναστήρια πήραν εντολή να αποβάλουν τέτοιους επαναστάτες, με αποτέλεσμα οι μοναχοί αυτοί να περιπλανιούνται άστεγοι στην Αυτοκρατορία, κερδίζοντας τη συμπάθεια για τα παθήματά τους. Μερικοί aπ’ αυτούς κήρυσσαν εξέγερση όχι μόνον εναντίον του Πατριαρχείου αλλά και εναντίον τής Κυβερνήσεως. Δημιούργησαν σημαντική αμηχανία στις αρχές, ιδίως επειδή τούς υποστήριζαν γείτονες πού φθονούσαν το Μιχαήλ[..].
Το 1274 ο Μιχαήλ προσεκλήθη να στείλει απεσταλμένους στη Σύνοδο τής Λυών, για να προσφέρει την υποταγή τής Εκκλησίας του.
Η αποδοχή αυτής τής πρόσκλησης κάθε άλλο παρά δημοφιλής ήταν στο Βυζάντιο. Μόνο λίγοι ήταν οι κληρικοί, όπως ο Ιωάννης Βέκκος, Μέγας Χαρτοφύλαξ τής Αγίας Σοφίας, πού πίστευαν ότι ήταν νόμιμη αυτή η υπόθεση με τη Ρώμη. Αλλά από ολόκληρο τό λαό μόνο μεταξύ των λαϊκών πού υπηρετούσαν στην Αυλή θα μπορούσαν να βρεθούν υποστηρικτές τής ενώσεως· και τα κίνητρά τους ήσαν μάλλον πολιτικά παρά θρησκευτικά.
Ο γιος και διάδοχός του Μιχαήλ , ο Ανδρόνικος Β ', βασίλεψε επί τριάντα εννιά χρόνια, μέχρι το 1321.
Ήταν από πολιτική άποψη μια καταστροφική για το Βυζάντιο περίοδος, κατά τη διάρκεια τής οποίας σχεδόν όλες οι ’Ασιατικές επαρχίες χάθηκαν...
Η εντός μικρού χρονικού διαστήματος απώλεια επαρχιών, και ιδιαίτερα εξαιτίας, τών άπιστων Τούρκων, και οι συνακόλουθες μετακινήσεις του πληθυσμού, κατέστησαν τελείως άχρηστα τα όρια των παλαιών επισκοπών... Ήταν ανάγκη να υπάρχουν αποτελεσματικές επισκοπές. Καθώς προωθείτο ο εχθρός, οι πολιτικοί αυτοκρατορικοί αξιωματούχοι αναγκαστικά αποσύρονταν.
Ο επίσκοπος ήταν αυτός πού παρέμεινε να φροντίζει το χριστιανικό πληθυσμό. Αυτός έπρεπε να έρθει σε διαπραγματεύσεις με τούς κατακτητές για των ευημερία του ποιμνίου του. Αυτός προσπαθούσε να διατηρήσει τα εκκλησιαστικά κτίσματα και τις δωρεές, και αυτός θεωρείτο υπεύθυνος από τούς καινούριους κυρίους για την καλή συμπεριφορά των Χριστιανών και την πληρωμή των φόρων. Δηλαδή, θα μπορούσαμε να πούμε, έγινε ό αντιπρόσωπος του Αυτοκράτορα στις περιοχές όπου κυριαρχούσαν οι άπιστοι. Ή τα ν λοιπόν σπουδαίο πράγμα για τον Αυτοκράτορα να ελέγχει τις τοποθετήσεις των επισκόπων και να φροντίζει ώστε οι επίσκοποι να μην εγκαταλείπουν τις επισκοπές τους όταν τις σάρωναν οι άπιστοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου