(ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΛΕΦΑΝΤΗΣ, περ.ΣΧΕΔΙΑ, Τεύχος 92 — Σεπτεμβρίου 2021, σ.6)
Χρόνια μετανάστρια στο Ζανκτ Πάουλι, η Μαργαρίτα επιστρέφει κάθε χρόνο να χαρεί τη μαμά της, ρουφώντας αχόρταγα κάθε στιγμή από τη μονότονη ζωή του ορεινού χωριού της κάπου στη δυτική Μακεδονία. Τα έφερε η μοίρα και η φετινή επιστροφή επιφύλασσε νέες εκπλήξεις για τη λεβέντισσα μάνα. Η Μαργαρίτα, βλέπετε, είναι επιτέλους σφόδρα ερωτευμένη και αυτή τη φορά είχε το αμόρε στο πλάι της.
Αστεφάνωτη στο χωριό η πρωτοκόρη, πώς να το διαχειριστεί η περήφανη γυναίκα που είναι μαθημένη -και αυτή και οι γύρω της- αλλιώς;
Αμ, το χειρότερο είναι άλλο. Η Μαργαρίτα τον τελευταίο χρόνο το γύρισε στη χορτοφαγία. «Μαμά, σε παρακαλώ, μην αγοράζεις έξτρα κρέας για μας. Πάρε για σένα μόνο, εμείς δεν θέλουμε», ήταν από τα πρώτα πράγματα που της είπε, μετά τις αγκαλιές, τα φιλιά, τα καλωσορίσματα. «Και πώς ζεις, παιδάκι μου», αντέδρασε με τα μάτια ορθάνοιχτα από την αγωνία. Φαρμακώθηκε, μα δεν είπε τίποτα άλλο. Πόσα να αντέξει η δύσμοιρη Ελληνίδα μάνα;
Την άλλη μέρα, σαν να μην έγινε ποτέ αυτή η συζήτηση, κατά το μεσημεράκι, η κυρά Μάρθα επέστρεφε καμαρωτή-καμαρωτή από τη βόλτα της στο κεφαλοχώρι. Ανάμεσα στο σωρό πλαστικών σακουλών, προεξείχε μία, λόγω όγκου και οσμής. Είχε μισό ζυγούρι μέσα. «Καλέ μαμά, δεν σου είπα ότι δεν τρώμε, δεν θέλουμε κρέας;» «Ε, εντάξει, δεν έχει πολύ κρέας πάνω του», ήταν αφοπλιστικός ο αντίλογος. Αν το καλοσκεφτείς, δεν έχει άδικο.
Πόσο κρέας δα να έχει πάνω του μισό ζυγούρι; Επτά; Δέκα κιλά;
Μου θύμισε τη μανούλα μου, που όταν, πριν από πολλά χρόνια, είχα κάνει μια στροφή προς τη χορτοφαγία, σχεδόν παρακλητικά, με ρωτούσε: «Μα, ούτε κοτόπουλο;» «Ούτε κοτόπουλο, ρε μάνα. Θα με τρελάνεις; Τι είναι το κοτόπουλο, δεν είναι κρέας;» Η κυρά Λέλα πάντα έβρισκε τον τρόπο, ωστόσο. Δυσφορούσε με τα χιλιοσκισμένα μου τζιν, στα χρόνια της πρώτης επαναστατικής ηλικίας. «Φόρα, βρε παιδάκι μου, ένα παντελόνι της προκοπής», έλεγε και ξανάλεγε, μα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα μπροστά στις εμμονές μου. Ή, μάλλον, σχεδόν τίποτα. Μια μέρα είδα τα ‘’τζινάκια’[ μου όλα ροζ. «Παιδάκι μου, τα έβαλα κατά λάθος με τα χρωματιστά, στο πλυντήριο...» Πάνε τα τζινάκια μου.
Τον Ιούλιο πέρασε ένα ελαφρύ εγκεφαλικό, ευτυχώς χωρίς ιδιαίτερες επιπτώσεις. Σοκαρίστηκε, αλλά μάλλον περισσότερο σοκαρίστηκα εγώ. Ήρθα κατάφατσα με το πεπερασμένο της ζωής, με το θάνατο. Τον δικό της και τον δικό μου.
«Τα γηρατειά είναι μια διαρκής ταπείνωση», είχε πει κάποτε, στα βαθιά του γεράματα, ένας σπουδαίος άνδρας, που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αυστραλία. Πόσο πολύ με είχαν θορυβήσει τα λόγια του, πόσο πολύ στις σχεδίες μας, στις ζωές μας, από την πολιτεία μέχρι το καφέ και το γυμναστήριο της γειτονιάς, οφείλουμε να αγωνιστούμε να μην είναι έτσι. Δεν μπορεί να είναι έτσι(…).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου