(Νίκος Τσιφόρος (1955), Χρονογραφήματα, περ. ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ.)
Θυμόταν ακόμα το τετράγωνο της υποτεινούσης, τη ναυμαχία του Ακτίου και την κοσμογονική θεωρία του Λαπλάς, όλα κείνα τα άχρηστα πράγματα που προσφέρει η γυμνασιακή μόρφωση.
Έδειχνε όμως ενδιαφέρον στις γούνες από Τσιντσιλά και στα μονόπετρα, πήγαινε και στις εκθέσεις μόδας. Τα δειλινά έπινε Μαρτίνι έξτρα ντράϊ και συζητούσε για τις τελευταίες φιλολογικές εκδόσεις. Γενικά ήταν ένα τέλειο κοσμικό θηλυκό. Τη λέγανε Άρτεμι, το ’βρίσκε όμως πολύ πιο βολικό να την φωνάζουνε Ντιάνα...
Η Ντιάνα προσπαθούσε να ισορροπήσει ανάμεσα σε δυο διαφορετικούς κυρίους.
Ο πρώτος είχε κοιλιά, περιουσία και πονηρά γαλανά μάτια. Ήταν ένας μεσόκοπος με φωνή γεμάτη γελαστές υποσχέσεις. Δε θα του στοίχιζε τίποτα να προσφέρει μιαν επίπλωση της τελευταίας μόδας ή ένα χαριτωμένο μικρό αυτοκίνητο. Είχε καταθέσει κιόλας την καρδιά του, λιγάκι φουσκωμένη στην αορτή και λιγάκι ταλαιπωρημένη από τη μονοτονία ενός νομίμου γάμου.
Ο πρώτος κύριος την αγαπούσε με τον πρακτικό τρόπο που αγαπούν οι μεσόκοποι άντρες.
Ο δεύτερος κύριος ήταν αδύνατος σαν παστό ψάρι και ανεπανόρθωτα ποιητής. Δεν διέθετε τίποτ’ άλλο από ομοιοκαταληξίες και άφθονα ακατάστατα μαύρα μαλλιά. Κάτω από ένα στενό και κομμάτι λιγδωμένο σακάκι, χτυπούσε μια νεανική καρδιά, γεμάτη από Ντιάνα και από πόθους για την κατάκτηση της παγκόσμιας δόξας, έκλαιγε με το τίποτα και περνούσε συνεχώς με δανεικά.
Ο δεύτερος κύριος την αγαπούσε άυλα, όπως ακριβώς οι ηλίθιοι.
Η κοπέλα κολακευόταν κι από τους δύο. Ο πλούτος και η διανόηση παρουσίαζαν αντιθέσεις που την διασκεδάζανε πάρα πολύ. Δεν αγαπούσε φυσικά, ούτε τον ένα ούτε τον άλλον. Αγαπούσε τον εαυτό της.
Πολλές φορές όταν δεν είχε τι να κάνει, σκεφτόταν και τους δύο μαζί. Τον χοντρό κύριο που αποτελούσε μιαν εξασφάλιση και μια ζωή γεμάτη κότερα, μεγάλα χολ ξενοδοχείων, κολιέ από αληθινές πέρλες και νύχτες γεμάτες φώτα. Τον αδύνατο κύριο που θα της έδινε ωραία λόγια, εμπνευσμένες στιγμές και αισθητικήν συγκίνηση. Θα της έδινε ακόμα και τους ενθουσιασμούς του και ένα μερίδιο από μελλοντική δόξα.
Ο ιδανικότερος συνδυασμός θα ήταν ένα κοκτέϊλ από τους δύο μαζί. Όταν έφτανε στο σημείο αυτό, ήταν ακριβώς η στιγμή που ένιωθε την απόλυτη ανάγκη να χασμουρηθεί.
Ο χοντρός κύριος κορόιδευε τον ποιητή.
-Τι θέλεις κι απασχολείσαι μ’ αυτή τη λαδιά; Στοιχηματίζω ότι οι τσέπες του είναι γεμάτες ψίχουλα από κουλούρια. Οι άνθρωποι που γράφουνε στίχους τρέφονται αξιολύπητα με ξερές τροφές. Αν τρώγανε σάλτσες θα παύανε να γράφουνε στίχους. Νομίζω ότι θα ’κάνες μιαν αξιέπαινη πράξη αν του προσέφερες ένα αποχαιρετιστήριο γεύμα με άφθονη σάλτσα.
-Είναι φίλος μου. γελούσε η Ντιάνα. Και είμαι η μούσα του. Πώς γίνεται να τον απογοητεύσω; Εκείνος με βλέπει άυλη, κι εγώ να τον πασαλείφω με ντομάτα και βούτυρο;
Και πήγαινε στον αδύνατο κύριο που την περίμενε με μία τραγική γκριμάτσα.
-Πώς μπορείς και κάνεις παρέα σ’ έναν άνθρωπο με τέτοια κοιλιά ; της παραπονιότανε. Δεν μπορεί να σου δώσει τίποτ’ άλλο από την βαρβαρότητα της ύλης. Στοιχηματίζω ότι είναι γεμάτος δροτσίλες. Το κεφάλι του είναι γεμάτο χυδαίους εμπορικούς αριθμούς. Γιατί δεν κάνεις μιαν αφαίρεση να τον διώξεις απ’ τη ζωή σου.
-Είναι πολύ καλός κύριος, τον δικαιολογούσε η Ντιάνα. Κι ύστερα οι θυσίες του αποδεικνύουν ότι μ’ αγαπάει. Πώς μπορώ ν’ απογοητεύσω έναν κύριο που μ’ αγαπάει;
-Ναι, αλλά είναι παντρεμένος.
-Τόσο το χειρότερο για τη γυναίκα του!
Όταν έμενε μόνη, έβαζε σε μια παράλληλη γραμμή τα επιχειρήματά τους και ξεκαρδιζόταν στα γέλια.
Θα προτιμούσε χωρίς άλλο έναν άντρα με δυνατά μούσκουλα και κυνικήν αδιαφορία. Είχε γνωρίσει ακριβώς έναν τέτοιον, που της έκανε κόρτε από καθαρή υποχρέωση, που είχε πολύ λίγη συνείδηση και καμιά σιγουριά από κείνες που αποτελούν την συνισταμένη των γυναικείων βλέψεων. Επρόκειτο για έναν γελαστόν τύπο, ελαφρά ασυνείδητον και πολύ ελκυστικόν.
Είχε όλες τις ιδιότητες ενός κινηματογραφικού ζεν πρεμιέ.
- Μ’ αρέσεις, της είχε δηλώσει, αλλά αυτός δεν είναι λόγος να σέρνομαι πίσω από τα φουστάνια σου. ούτε να σου λέω αηδίες. Κι ούτε είναι λόγος να ξοδεύω τα λεπτά μου για χάρη σου. Τα λεπτά μου τα κερδίζω δυσκολότερα από κάθε είδους Ντιάνα.
Ερχόντουσαν στιγμές που μισούσε αυτόν τον τρίτον άνθρωπο. Τότε ξαναγύριζε στον μεσόκοπο θαυμαστή της ή στον λιπόσαρκο ερωτευμένο της.
Επειδή ήτανε πολύ πρακτική, όπως όλες οι κοπέλες που μπήκανε στο νόημα της ζωής, έκανε την αποδοτικότερη σκέψη.
-Οι άνθρωποι αυτοί με λατρεύουνε. Θα ’ταν αχάριστο από μέρους μου αν δεν έπαιρνα ό,τι μπορούν να μου προσφέρουν. Θα ’τανε χειρότερο από αχάριστο.
Θα ’ταν ανόητο.
Πήγε στον κύριο με την κοιλιά.
-Ώστε αποφάσισες να δεχθείς από μένα δώρο; γέλασε αυτός. Και τι ζητάς;
Τα ζήτησε όλα. Ο μεσόκοπος πλήρωσε ένα θαυμάσιο διαμέρισμα, την επίπλωσή του και του κόσμου τα μπιζού, στου κόσμου τους κοσμηματοπώλες.
Η Ντιάνα εγκαταστάθηκε μέσα σ’ ένα ντεκόρ κούκλας, κοιμόταν πάνω σε στρώματα από λάστιχο, κυκλοφορούσε μέσα σε ακριβά μπιμπελό. Ο ποιητής πήγαινε να τρελαθεί από απελπισία.
-Πουλήθηκες! Είναι η μοίρα των ωραίων γυναικών, κλαψούρισε σε ρυθμό τραγωδίας.
-Μπα! έκαν’ η Ντιάνα. Δεν του ’δωσα τίποτ’ άλλο από ελπίδες.
-Αδύνατον. Ο άνθρωπός σου είναι ένας έμπορος.
-Σε βεβαιώ. γελούσε η Ντιάνα. Βαρέθηκε να τοποθετεί τα λεπτά του σε ασφαλισμένες επιχειρήσεις. Ακριβώς αυτό τον συγκινεί. Να περιμένει με την αβεβαιότητα ότι θα του ανταποδώσω τις θυσίες του.
-Κι εγώ, αναστέναζε, ο ποιητής. Εγώ δεν μπορώ να σου δώσω τίποτα πια. Χτες έγραψα σε ίαμβο και ανάπαιστο, ένα θαυμάσιο ποίημα για σένα. Σήμερα ανακαλύπτω ότι πρέπει να το κάψω.
-Εσένα σε θαυμάζω, έκανε η Ντιάνα. Εσύ ’σαι το λουλούδι της ζωής μου. Κοίταξε γύρω της. Όλα τα βάζα που της πρόσφερε ο κοιλαράς της βρισκόντουσαν άδεια από λουλούδια. Ο χοντρός σκέφτηκε τα βάζα που είχανε κάποια αξία, αλλά δε θ’ αποφάσιζε να ξοδέψει για κάτι που αύριο θα μαραινόταν και θα πετιότανε στα σκουπίδια.
-Ξέρεις, είπε στον ποιητή της. Ξέρεις τι θα με γέμιζε χαρά;
-Τι;
- Πολλά, πάρα πολλά κόκκινα τριαντάφυλλα. Θα τα στόλιζα όλα δω μέσα κι έτσι όπως θα μυρίζανε θα νόμιζα ότι ανασαίνει η ψυχή σου.
Ο ποιητής συγκινήθηκε. Τσακίστηκε να φύγει και κανείς δεν ξέρει αν έκανε κλοπή ή δάνειο. Το βέβαιο είναι ότι γύρισε με την αγκαλιά γεμάτη κόκκινα τριαντάφυλλα.
Η Ντιάνα δάκρυσε από συγκίνηση. Κατάλαβε ότι αυτό αποτελούσε μιαν ένδοξη θυσία, ακόμα κι αν τα τριαντάφυλλα τα ’χε κλέψει από το νεκροταφείο.
Στολίσανε μαζί όλο το σπίτι που πήρε τον τόνο μιας αρωματικής πορφύρας. 0 ποιητής φίλησε την άκρη των χεριών της. Ύστερα έφυγε γεμάτος υπερηφάνεια σα να ’χε συμβάλει στον τονισμό της ουράνιας αρμονίας. 0 κοιλαράς τής τηλεφώνησε.
-Να ’ρθω να κάνουμε συντροφιά απόψε; Θα φέρω κι ένα μπουκάλι Μαρτίνι.
Η Ντιάνα κοίταξε τα τριαντάφυλλά της. Της φάνηκε ότι θα ήταν ιεροσυλία να εγκαταστήσει εκεί μέσα τον κοιλαρά κύριο. Ας περίμενε τουλάχιστο μέχρις ότου μαραθούν.
-Είμαι πολύ κουρασμένη χρυσέ μου, του είπε. Αύριο βράδυ. Μεθαύριο.
Στο βάθος τον λυπότανε. Ένας τύπος που πλήρωσε τόσα για τα ωραία της έπιπλα. Τα στολισμένα με κόκκινα τριαντάφυλλα. Αν τον καλούσε θα ’τανε σαν να πρόδινε τον ποιητή. Κι αν κρατούσε τον ποιητή θα ’τανε σαν να πρόδινε τον βιομήχανο.
Στο βάθος λυπόταν τρομερά που δεν θα βρισκόταν κανείς να θαυμάσει όλα κείνα τα υπέροχα. Και τότε της γεννήθηκε μια χαριτωμένη μικρή σκέψη που της έφερε ένα χαμόγελο ικανοποιήσεως. Πήρε το τηλέφωνο και ζήτησε τον τρίτο κύριο, εκείνον τον αντιπαθητικό κυνικό τύπο.
-Θέλετε να ’ρθετε σπίτι μου απόψε;
Αρωματίστηκε και τον περίμενε.
Ο τύπος βρήκε πολύ χαριτωμένα τα έπιπλα και με πολύ γούστο τα τριαντάφυλλα. Κανονικά έπρεπε να βρει χαριτωμένα τα τριαντάφυλλα και με πολύ γούστο τα έπιπλα.
Η Ντιάνα όμως δεν πρόσεξε τις φραστικές του λεπτομέρειες. Το πρωί όταν την άφησε, γι’ αυτήν ήτανε ανόητα και τα έπιπλα και τα τριαντάφυλλα. Αντίθετα λάτρεψε τις στάχτες από το τσιγάρο του που είχε αφήσει με κτηνώδη απάθεια να πέσουνε στο παρκέ της.
Και κατάλαβε πόσο ευτυχισμένη είναι μια γυναίκα όταν την στεφανώνουν ΔΥΟ διαφορετικοί φλογεροί έρωτες.
Τους κράτησε και τους ΤΡΕΙΣ.
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
ΑπάντησηΔιαγραφή