Τέτοιες μέρες πριν από 58 χρόνια ετοιμαζόμουν να φύγω για τη Γερμανία. Είχε προηγηθεί ο αδερφός μου τρία χρόνια πριν, ''επιλεγμένος'' από τη γερμανική επιτροπή που προσλάμβανε εργάτες για να δουλέψουν σε γερμανικά εργοστάσια.
«Επιλεγμένος» σήμαινε νέος, δυνατός και εντελώς υγιής. Ο πατέρας μου, που θέλησε να τον ακολουθήσει ένα χρόνο αργότερα, απορρίφθηκε από την επιτροπή, επειδή «του έλειπε ένα δόντι και ήταν πολύ μεγάλος», είχε ξεπεράσει τα σαράντα.
Κι όμως, πήγε. Πώς τα κατάφερε ;
Γρήγορα ανακάλυψαν οι υποψήφιοι μετανάστες ότι στη Γερμανία μπορούσε να πάει κανείς και ως τουρίστας. Το μόνο «γραφειοκρατικό εμπόδιο» ήταν να έχει τουλάχιστον 400 μάρκα, για να τα επιδείξει στα σύνορα, αν του το ζητούσαν.
Έτσι, ο αδερφός μου έστειλε ενσωματωμένα σε γράμμα τέσσερα εκατοστάρικα, και μ' αυτά, τον φοβερό Δεκέμβριο του 1962, που σταματούσαν τα τρένα από τα χιόνια στη Γιουγκοσλαβία, έφυγε ο πατέρας μας «για τουρισμό» στη Γερμανία, έπιασε δουλειά και γύρισε 24 χρόνια αργότερα συνταξιούχος στην πατρίδα.
Τα τέσσερα εκατοστάρικα δεν ξοδεύτηκαν, όταν χρειάστηκε, τα πήρα εγώ από τον ταχυδρόμο και τα γύρισα με το τρένο πίσω, μετά το ίδιο έκανε η μητέρα μου, μετά ο άνδρας της ξαδέρφης μου, ο Μήτσος, και μετά τόσοι συγγενείς και φίλοι, που μας έδιναν άνετα την πλειοψηφία στις εκλογές της ελληνικής κοινότητας.
Τα συγκεκριμένα 400 μάρκα έμεναν εκεί, ήταν «τα 400 του μπάρμπα Σταύρου και της κυρίας Βάσως», που τα δανειζόταν για λίγο όποιος/α τα χρειαζόταν για να φέρει δικό του άνθρωπο. Κι επέστρεφαν στο κόκκινο κουτί τους, όπου φυλάγονταν μέχρι το επόμενο ταξίδι.
Τα σκέφτομαι συχνά, όταν ακούω να λένε: «εμείς πηγαίναμε νόμιμα μετανάστες, όχι λάθρα, όπως όσοι έρχονται τελευταία στη χώρα μας». Η αλήθεια είναι ότι εμείς πηγαίναμε εκμεταλλευόμενοι κάποιες τρύπες του συστήματος των ευρωπαϊκών χωρών εκείνης της εποχής, αλλά για τους σημερινούς ξεριζωμένους του κόσμου δεν υπάρχουν τρύπες στο σύστημα...
Κι όμως, το τέχνασμα αναβιώνει σήμερα από πολλούς/ές, που παίρνουν άσυλο στη δική μας χώρα: φεύγουν τουρίστες στη Γερμανία και παραμένουν εκεί, χάρη στα διοικητικά δικαστήρια, που απαγορεύουν την απέλασή τους, επειδή σ' εμάς δεν έχουν στον ήλιο μοίρα.
Έτσι, ενώ ο αδερφός, ο πατέρας και η μητέρα μου δεν είναι πια στη ζωή, στο σπίτι μας υπάρχει και πάλι ένα κόκκινο κουτί για όσους/ες το έχουν ανάγκη.
ΠΗΓΗ
Γιώργος Τσιάκαλος (ομότιμος καθηγητής Παιδαγωγικής στο ΑΠΘ). (2022, November). TO KOKKINO KOYTI. περ.ΣΧΕΔΙΑ, τ.105.
Όλο θέλω να μην είμαι ρατσιστής κι όλο κάτι κάνουν οι μετανάστες και με απογοητεύουν. Δεν υπερβάλω.
ΑπάντησηΔιαγραφή