Μια φορά τουλάχιστον στη διάρκεια του χειμώνα, στην Κρανιά Ελασσόνας, αποκλειόμασταν από τον έξω κόσμο για μέρες με το πολύ χιόνι που έκλεινε τις πόρτες, με τα ανεμοσούρια που συσσωρεύονταν σε μεγάλο ύψος μπροστά τους. Ένα πρωινό θυμάμαι πως ανοίξαμε την πόρτα και είδαμε έναν άσπρο τοίχο να φράζει την έξοδο. Τότε, με φτυάρια και άλλα εργαλεία, ανοίξαμε ένα τούνελ για να φτάσουμε ώς την αυλή που ήταν η ξυλαποθήκη, για να πάρουμε ξύλα για το τζάκι. Το χιόνι το κουβαλήσαμε με τσίγκινους τενεκέδες, τροβάδες και μπακράτσια μέσα από το σπίτι και το ρίχναμε έξω, από την πίσω πόρτα, όπου είχε λιγότερο χιόνι, γιατί ο τοίχος του γειτονικού αχυρώνα έκοβε τον βορειοδυτικό ελατίσιο αέρα και δεν μαζευόταν ανεμοσούρι.
Οι μεγάλοι, όμως, σε παλιότερες εποχές, ήταν εξοικειωμένοι με τον χιονιά. Έγκαιρα αποθήκευαν μεγάλες ποσότητες με τα αναγκαία για τη διαβίωση της οικογένειας: αλεύρι για το ψωμί που ψήναμε στη γάστρα στο τζάκι, όταν ο φούρνος της αυλής σκεπαζόταν με χιόνι, τραχανά, το τονωτικό πρωινό μας, τυρί φέτα σε κάδες, λίπος (λίγδα) από το γουρούνι που έσφαζαν τα Χριστούγεννα, κρέας μέσα σε παγωμένη λίγδα, λουκάνικα κρεμασμένα στο κατώι, φασόλια, φακές και ρεβίθια, ξεραμένες τσουκνίδες για τις τσουκνιδόπιτες, κρασί και τσίπουρο, λίγο λάδι για εξαιρετικές περιπτώσεις.
Οι κότες, που ήταν προστατευμένες στον ζεστό αχυρώνα, συνέχιζαν να γεννούν και μας προμήθευαν αυγά για τις συχνές ομελέτες, ανακατωμένες με τηγανισμένα πράσα και λουκάνικα.
Για θέρμανση είχαμε τα ξύλα, βελανιδιές, κέδρα και πουρνάρια, στο τζάκι που έκαιγε μέρα νύχτα. Το τζάκι χρησίμευε και για μαγειρείο, όπου οι νοικοκυρές ετοίμαζαν το μεσημεριάτικο φαγητό σε μεγάλες κατσαρόλες πάνω σε πυροστιές και τηγάνιζαν κρέατα, λουκάνικα και αυγά, συνήθως τα βράδια.
Για φωτισμό τις νύχτες έφτανε το φως που έδιναν οι φλόγες από το τζάκι, βοηθητικά οι γκαζόλαμπες με λαμπογυάλι και οι απλές τσίγκινες με φιτίλι, όταν σωνόταν το γκάζι, το φωτιστικό πετρέλαιο και σε ώρα ανάγκης το δαδί, που ήταν σκίζες από κορμό πεύκου.
Η μέρα περνούσε δύσκολα στο αποκλεισμένο σπίτι, που δεν χωρούσε μια πολύτεκνη οικογένεια με ζωηρά παιδιά. Επτά αδέρφια σε ένα ισόγειο δωμάτιο, που ήταν το μοναδικό ζεστό, ήταν φρίκη. Τα δύο δωμάτια του ορόφου ήταν παγωμένα και οι μεγάλοι δεν μας εμπιστεύονταν να ανάψουμε
μόνοι μας εκεί τζάκι σε ξύλινο πάτωμα. Τρωγόμασταν, μαλώναμε, ησυχάζαμε λίγο με τις φοβέρες και πάλι από την αρχή.
Ηρεμούσε το σπίτι μόλις έπεφτε το σκοτάδι κι όλοι μαζί κατά σειρά κοιμόμασταν στρωματσάδα, σκεπασμένοι με βαριές μάλλινες βελέντζες.
ΠΗΓΗ
1-ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΑΦΕΙΡΗΣ. (2023, January). Τ' ΑΝΕΜΟΣΟΥΡΙΑ. περιοδικό δρόμου Σχεδία, (107), 12.
2-torba < περσική: σάκος.
3-μπακράτσι< τουρκικό barkaç: χάλκινο σκεύος με κρεμαστή λαβή.
4-valènza / valència < (coperta da) Valenza / Valenzia < ισπανική Valencia < λατινική Valentia < valentia < valens < valeo/ βελέντζα θηλυκό, μάλλινο χειροποίητο (σε παραδοσιακό αργαλειό) κλινοσκέπασμα, φτιαγμένο από μαλλί προβάτου (κυρίως) αλλά και γίδας.
5-Παύλου Α. Μουρουζίδη. (2017, January 15). Το ανεμοσούρι (διήγημα). Ερανιστής. Retrieved January 16, 2023, from https://eranistis.net/wordpress/2017/01/15/%CF%84%CE%BF-%CE%B1%CE%BD%CE%B5%CE%BC%CE%BF%CF%83%CE%BF%CF%8D%CF%81%CE%B9-%CE%B4%CE%B9%CE%AE%CE%B3%CE%B7%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%80%CE%B1%CF%8D%CE%BB%CE%BF%CF%85-%CE%B1-%CE%BC%CE%BF%CF%85/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου