«Στους νεοαφιχθέντες δίνονταν κονκάρδες διαφορετικού χρώματος.
Το χρώμα τους πρόδιδε τον προορισμό του καθενός.
Το μπλε σήμαινε ότι στο λιμάνι τον νεομετανάστη περίμεναν συγγενείς ή φίλοι.
Το ροζ σήμαινε προορισμός Νότια Αυστραλία, το μοβ Τασμανία.
Το κίτρινο σήμαινε Μπονεγκίλα. Για τις ανύπαντρες γυναίκες οι αρχές είχαν επιλέξει λευκές κονκάρδες. Το τρένο περίμενε στο Station Pier, στο λιμάνι της Μελβούρνης. Το σιδηροδρομικό ταξίδι κρατούσε κάπου οκτώ ώρες, συμπεριλαμβανομένης και μία στάσης στο Σίμορ ή στην Μπενάλα, για ένα αναψυκτικό, λίγο φαγητό. Μέσα από τα ξύλινα, ταλαιπωρημένα βαγόνια, οι ακόμη πιο ταλαιπωρημένοι νεομετανάστες έπαιρναν μια πρώτη γεύση της αυστραλιανής υπαίθρου». Πριν από 20 χρόνια, το Νοέμβριο του 2002, η ιστορική εφημερίδα της ομογένειας της Αυστραλίας «Ελληνικός Κήρυκας» γιόρταζε τα 75 της χρόνια με μια μεγάλη, σε σχήμα και σε ποιότητα, επετειακή έκδοση(...)
«Η Bonegillaτης νιότης μας» ήταν μια από τις συναρπαστικές ιστορίες που κλήθηκα να αφηγηθώ. Πρόκειται για το Κέντρο Υποδοχής και Εκπαίδευσης Μεταναστών, ένα από τα πιο σημαντικά τοπόσημα της μεταναστευτικής ιστορίας του τόπου.
Έψαξα την έκδοση (όχι δα πως δυσκολεύτηκα να τη βρω αφού καταλαμβάνει περίοπτη θέση στη μικρή μου βιβλιοθήκη), με αφορμή ένα πρόσφατο ρεπορτάζ του «ABC» για τον εορτασμό των 75 χρόνων από την έναρξη της λειτουργίας του.
Έψαξα την έκδοση (όχι δα πως δυσκολεύτηκα να τη βρω αφού καταλαμβάνει περίοπτη θέση στη μικρή μου βιβλιοθήκη), με αφορμή ένα πρόσφατο ρεπορτάζ του «ABC» για τον εορτασμό των 75 χρόνων από την έναρξη της λειτουργίας του.
Στις εκδηλώσεις εορτασμού των 50 χρόνων, ήμουν και εγώ εκεί, λίγο νότια του θρυλικού ποταμού Μάρεϊ, και μεταξύ των ποταμών Κίβα και Μίτα Μίτα, κάπου 335 χιλιόμετρα από τη μητρόπολη του Νότου, τη Μελβούρνη και το Γιάρα του Νίκου Καββαδία.
Να περπατώ ανάμεσα στο κτίρια του Block 17, να εισπνέω όσο πιο βαθιά μπορούσα μέσα μου τις μυρωδιές, να χαϊδεύω τις χωμάτινες διαδρομές που οδηγούσαν στο ποτάμι, εκεί όπου τα μεταναστόπουλα έβρισκαν καταφύγιο για ψάρεμα, για έρωτα ή έστω λίγη ησυχία, λίγη ιδιωτικότητα.
Να περπατώ ανάμεσα στο κτίρια του Block 17, να εισπνέω όσο πιο βαθιά μπορούσα μέσα μου τις μυρωδιές, να χαϊδεύω τις χωμάτινες διαδρομές που οδηγούσαν στο ποτάμι, εκεί όπου τα μεταναστόπουλα έβρισκαν καταφύγιο για ψάρεμα, για έρωτα ή έστω λίγη ησυχία, λίγη ιδιωτικότητα.
«Φώτα του Melbourne βαρετά κυλάει ο Yara Yara
ανάμεσα σε φορτηγά πελώρια και βουβά /
φέρνοντας προς το πέλαγος χωρίς να δίνει δυάρα
του κοριτσιού το φίλημα του στοίχισε ακριβά»
Bonegilla στη γλώσσα των ιθαγενών σημαίνει «Μεγάλο Νερό».
Από το Νοέμβριο του 1947 ώς το 1971, οπότε και έπαψε οριστικά η λειτουργία του, κάπου 320.000 άνθρωποι πέρασαν από εκεί. «Στο αποκορύφωμα της λειτουργίας του, το 1950, φιλοξενούσε 7.700 άτομα, τα οποία κοιμόντουσαν σε θαλάμους και 1.600 σκηνές.
Από το Νοέμβριο του 1947 ώς το 1971, οπότε και έπαψε οριστικά η λειτουργία του, κάπου 320.000 άνθρωποι πέρασαν από εκεί. «Στο αποκορύφωμα της λειτουργίας του, το 1950, φιλοξενούσε 7.700 άτομα, τα οποία κοιμόντουσαν σε θαλάμους και 1.600 σκηνές.
Ήταν μια πολυπολιτισμική πόλη σε ένα περιβάλλον αγροτικό».
Στέκομαι σε μία από τις δεκάδες φωτογραφίες του αφιερώματος.
«Κάτω: 1959-1960. Η ελληνική ομάδα μπάσκετ της Bonegilla. Με κάθε επιφύλαξη, από το Μουσείο του Albury μας έδωσαν και τα ονόματα των εικονιζόμενων αθλητών. Από αριστερά προς τα δεξιά, Θίο Κατσαμπακίδης, Νάκης Ηλιάδης, Άλεκ Λύρας, Φώτης Μυλωνάς».
Στέκομαι σε μία από τις δεκάδες φωτογραφίες του αφιερώματος.
«Κάτω: 1959-1960. Η ελληνική ομάδα μπάσκετ της Bonegilla. Με κάθε επιφύλαξη, από το Μουσείο του Albury μας έδωσαν και τα ονόματα των εικονιζόμενων αθλητών. Από αριστερά προς τα δεξιά, Θίο Κατσαμπακίδης, Νάκης Ηλιάδης, Άλεκ Λύρας, Φώτης Μυλωνάς».
Φοράω σβέλτα τα αθλητικά μου και συμπληρώνω νοερά την πεντάδα, λαχταρώντας να είμαι εγώ εκείνος που θα δώσει την «μπακ ντορ» πάσα στον ψηλό της παρέας, τον Άλεκ, για το νικητήριο κάρφωμα.
Θα είναι και «μπάζερ μπίτερ». Στην εκπνοή του χρόνου.
«Πόσοι, όμως, θυμούνται στοργικά την Bonegilla; Οι περισσότερες αφηγήσεις των συμπαροίκων μιλούν για την αφόρητη ζέστη το καλοκαίρι, το ανυπόφορο κρύο το χειμώνα, τα κουνούπια που "ήταν μεγάλα σαν σπουργίτια", το απαίσιο φαγητό.
«Πόσοι, όμως, θυμούνται στοργικά την Bonegilla; Οι περισσότερες αφηγήσεις των συμπαροίκων μιλούν για την αφόρητη ζέστη το καλοκαίρι, το ανυπόφορο κρύο το χειμώνα, τα κουνούπια που "ήταν μεγάλα σαν σπουργίτια", το απαίσιο φαγητό.
Πολλοί δεν άντεξαν ούτε μία μέρα. Το 'σκασαν, προς άγνωστη κατεύθυνση»(...) .
''(...)επιστάτες και φύλακες, οι οποίοι επιλέγονταν μεταξύ των διαμενόντων, ήταν στην πραγματικότητα φύλακες και υπάλληλοι πρώην ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης, όπως επιβεβαιώθηκε από τον Bob Greenwood(1941 - 2001), τον επι κεφαλής της Μονάδας Ειδικών Ερευνών Εγκληματιών Πολέμου που διορίστηκε από την κυβέρνηση Χόουκ το 1987''.
ΠΗΓΕΣ
1-ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΛΕΦΑΝΤΗΣ. (2022). H Bonegilla της Νιότης μας , περιοδικό δρόμου 'Σχεδία', (107), 6.
2-ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΑΓΚΑΛΗΣ. (2013, April 5). H ωμή αλήθεια για την Μπονεγκίλα. εφ. ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ. Retrieved January 16, 2023, from https://neoskosmos.com/el/2013/04/05/features/h-omi-alitheia-gia-tin-mponegkila/
3-Μπονεγκίλα: Ήταν κέντρο φιλοξενίας ή στρατόπεδο συγκέντρωσης μεταναστών;. (2019, February 1). εφ. ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ. https://neoskosmos.com/el/2019/02/01/news/mponegkila-itan-kentro-filoksenias-i-stratopedo-sygkentrosis-metanaston/
4-Australasian Legal Scholarship Library. (2021). R o b e rt Francis Greenwood Q.C. 1941 - 2001,(NSWBarAssocNews), (104). https://classic.austlii.edu.au/au/journals/NSWBarAssocNews/2001/104.pdf.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου