Παρασκευή 20 Αυγούστου 2021

'' Τα έξι ΝΑΙ για τον Ν.ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ ''.

     Αν με ρωτούσε ο γιος ή η κόρη μου ή όποιος αγαπώ από πού να αρχίσει να διαβάζει, θα τους έλεγα πως -παρά τα φαινόμενα- η ανάγνωση μπορεί να είναι μία κατ’ εξοχήν αντάρτικη, πατροκτονική και βασιλοκτονική πράξη. 

    Και πως αυτή την υβριστική των πάντων ανταρσία η ανάγνωση του Καζαντζάκη τη δυναμώνει, την εγκαθιδρύει ως μέτρο μέσα μας και την κάνει να ακούγεται τόσο γερή και αποφασισμένη, όσο και το «άι σικτίρι» του αγοριού, όταν βροντάει πίσω την πόρτα του σπιτιού του.

                                             Ή του σχολειού του.

Γι’ αυτόν τον αναγκαίο ‘’σικτιρισμό’’ έγραφε και ήθελε να διαβάζεται ο Καζαντζάκης.

Ηράκλειο Κρήτης, 1957 Ενετικός προμαχώνας Μαρτινέγκο. Και ένας μοναχικός, σκέτη πέτρα, τάφος. Με έπαρση ανδρός αποφασισμένου γι' αυτή ακριβώς την πέτρα και αυτόν τον αυθάδη πελώριο σταυρό από ξύλο. Με τέτοιου ανδρός τη διδάσκουσα έπαρση, ο τάφος του Νίκου Καζαντζάκη αρνείται την ευλογούσα τους καθημερινούς νεκρούς φλυαρία των χριστιανών ιερέων. Και λέει απλά «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι λεύτερος», θέλω δε θέλω, για μένα τουλάχιστον, τον επταετή τότε Μεραμπελλιώτη, τα σαράντα χρόνια από το θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη είναι κατ' ουσίαν σαράντα χρόνια από την κηδεία του Νίκου Καζαντζάκη. 69 χιλιόμετρα μόνο μακριά από τον Άγιο Νικόλαο, όπου μου δόθηκε το πρώτο σπίτι μου, η γλώσσα μου και το σχολειό μου.

Ο νεκρός να βηματίζει θεϊκά ακουμπισμένος -ο ίδιος- στο φέρετρό του (1957). Με τα βιβλία του πίσω ν' ακολουθούν στα χέρια αγοριών, κοριτσιών και δασκάλων. Με τον απείθαρχο στην επίσημη εκκλησία παπά Σταύρο Σκαρπαθιωτάκη να σκέφτεται πως και μόνο γι’ αυτό το εξαίσιο ξόδι τού αφορεσμένου άξιζε τον κόπο να φορέσει το ράσο1

π. Σταύρος Σκαρπαθιωτάκης
Με το θεόρατο Μανούσακα, τον σιδηροφορούντα, να αρπάζει την κάσα από τους νεκροθάφτες και φωνάζοντας «Τέτοιου αντρούς νεκροθά­φτης δεν του πρέπει» να κατεβάζει -παράξενη, αλήθεια, Πιετά- τον Καζαντζάκη στο μνήμα. Με τις αρχές και τις εξουσίες να καμαρώνουν που τιμούνε το νεκρό. Και με την Κρήτη ολόκληρη να νιώθει πως χάνει το γραμματιζούμενο «απ' το Μεγάλο Κάστρο» και τον ντελικανή της.

Και τη διανοούμενη Αθήνα -αυτό μετά από πολλά χρόνια το κατάλαβα- να προσπαθεί να χωνέψει το θάνατο του αχόρταγου στο διάβασμα, στο γράψιμο και στη φιλοδοξία Κρητικού, που, πρώτος και καλύτερος στα νεοελληνικά γράμματα, κατάφερε να κερδίσει το αναγνωστικό κοινό Ευρώπης, Ασίας και Αμερικής, πριν κατακτήσει-κυριολεκτικά- τους Έλληνες αναγνώστες. Δεν είναι στην πρόθεσή μου να κάνω εδώ τίποτα άλλο από το να σημειώσω, σχεδόν με αφόρητη συντομία, κάποιες σκέψεις. Υπόσχομαι, βέβαια, οι σκέψεις μου αυτές να είναι για κάποιους λογίους ενοχλητικές. Για όσους όμως αγαπούν τα ελληνικά και τη γραφή με τον ειλικρινή τρόπο τού βέβηλου και παράνομου εραστή, και όχι εκ θεσμικής ανάγκης ή από έλλειψη λοιπών βιώσιμων ιδιοτήτων, θα είναι γόνιμες.

ΛΟΙΠΟΝ, ΤΟ ΠΡΏΤΟ που μου κάνει εμένα πυκνή σε σημασίες και νοήματα αίσθηση είναι που ο Καζαντζάκης δε συμμετέχει -με το έργο του- στο πανηγύρι της Ελληνικότητας και των ποικίλων εθνοκεντρικών φιλοσοφιών που ταλάνισαν, και γόνιμα και -κυρίως- ρηχά, τη λογοτεχνία μας. Θέματα ιστορικά, όπως ο Νικηφόρος Φωκάς ή ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ή ο Καποδίστριας, που για ένα μικρό της λογοτεχνίας, όπως ο Σπόρος Μελάς, θα αποτελούσαν έδαφος γαλανόλευκων τροπαίων και θρηνωδιών, ο Καζαντζάκης τα τοποθετεί στη δύσκολη, και ταυτόχρονα ειλικρινώς λαϊκή περιοχή του τραγικού είδους και, επομένως, του παγκοσμίως ανθρώπινου. Είναι γι' αυτόν το λόγο που η Ελλάδα και ό,τι ελληνικό στο έργο του Καζαντζάκη δε στενεύονται από κανένα κορσέ «βαλκανικής Ρωμιοσύνης», μα αναπνέουν το φυσικό τους αέρα. Τον αέρα του κόσμου. Ολόκληρου.

ΔΕΎΤΕΡΟ που σημειώνω, 0 Καζαντζάκης, ως πράγματι ιδιοφυής, έχει απόλυτη επίγνωση της προσωπικής του ιθαγένειας. Ξέρει την σε σχέση με τη λεγάμενη «παλιά Ελλάδα» κληροδοτημένη ξενιτιά και ιδιαιτερότητά του. Ξέρει ότι ανήκει στο μεγάλο τοπίο της ελληνικής γλώσσας μεν, ως Κρητικός όμως. Ως μέλος μιας γλωσσικής και πολιτισμικής κοινότητας που η γεωγραφική της τοποθέτηση της επέβαλε εν πολλοίς διαφορετική ιστορική μοίρα από τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο. Με την κοσμοπολίτικη κουλτούρα των Ενετών επί εκατονταετίες να ετοιμάζει Κορνάρο και Χορτάτζη ή να ξενιτεύει «προς τ' άστρα» τον Θεοτοκόπουλο. Κι ακόμα, με το αυτοκαταστροφικό συχνά πείσμα των Αράβων εποίκων της να στερεώνει τα πιο κρυφά και αρχαία χαρακτηριστικά της. Ιδιαίτερα αυτό το τελευταίο ο Καζαντζάκης όχι μόνο το γνωρίζει, μα το έχει τιμή του και καμάρι του. Αυτή, λοιπόν, την ιδιάζουσα ιθαγένεια του Κρητικού ο Καζαντζάκης την αισθάνεται καθορισμό του και πηγή της ελευθερίας του ως συγκεκριμένης ατομικής μονάδας. Και συχνά αναφέρεται σ' αυτήν με παιδικά αλαζονικό τρόπο, που σίγουρα κάποιους δυσαρεστούσε. Και, ίσως, δυσαρεστεί.

ΤΡΊΤΟ. Τη συνείδηση της ταυτότητας του, κατακτητικά και γνησίως πειρατικά, την απλώνει στα μεγάλα μέτρα των ρωμαλέων διανοητικών ρευμάτων της εποχής του. Ουσιώδης, χαλκέντερος και ευλαβικός αναγνώστης παντός γενναίου ευρωπαϊκού, σπρώχνει με ένα θαυμάσιο «έτσι θέλω» τη δημοτική γλώσσα των εντόπιων καυγάδων και παλικαρισμών στη μοναδική -μέχρι και σήμερα- περιπέτεια να διαγουμίσει προσεκτικά και σαν δικαιούχος κληρονόμος κι αυτή -όχι φτωχός ‘’συγγενούλης’’- τον ανατρεπτικό μηδενισμό του Νίτσε, τη φιλοσοφία του Μπερξόν και τή μαρξιστική κοσμοθεωρία. 

Ό,τι πιο πλούσιο, και γόνιμο, και περιπετειώδες αναδείκνυε η Ευρώπη. Και, επιπλέον, να ταξιδέψει την αγωνία του παντού όπου οι ειδήσεις, που του έρχονταν, υπόσχονταν κίνηση της ιστορίας προς το ανασφαλές, το ριψοκίνδυνο, το καινούργιο που διαπραγματεύεται τη ζωή με το θάνατο. Και ή χάνει ή κερδίζει, πάντως αξίζει να είσαι μαζί του. Ρώσικη επανάσταση, Ισπανικός Εμφύλιος και Κίνα. Όπου αναταραχή, ο Καζαντζάκης αισθανόταν δικός της.

ΤΈΤΑΡΤΟ, Όλα αυτά επιτυγχάνει να τα καταστρώσει σε ένα δικό του τρόπο βλέμματος. Σ' ό,τι θα ονομάσει «Κρητική ματιά». Έναν τρόπο να περιεργάζεται και να βλέπει ανθρώπους, πράγματα και συμβάντα, που δυστυχώς ακόμα και ιδιαιτέρως ευφυείς φίλοι μου επιμένουν να αποκόπτουν από το «Δεν ελπίζω τίποτα», για να κρατήσουν το ούτως ή άλλως αχαμνό από μόνο του «Δεν φοβάμαι».

ΚΑΙ ΙΔΟΎ ΤΟ ΠΈΜΠΤΟ. Με την έμφυτα δρώσα εντός του σιγουριά τού ‘’ντεσπεράντο’’. Με την κουζουλάδα τού απελπισμένου και του αποφασισμένου μοναχικού, που τροφοδοτεί τη μεγαλοφυΐα, το πείσμα και τη φιλόδοξη εργατικότητά του, ο Καζαντζάκης επιχειρεί το αδύνατο. Καθιστά στόχο του, σε εποχή πέραν του έπους, να συνθέσει «το μεγαλύτερο έπος της λευκής φυλής». Καθορίζει την έκτασή τού στους 33.333 δεκαεπτασύλλαβους στίχους. Αναγκάζει τον ομηρικό Οδυσσέα να εγκαταλείψει τη νοικοκυρίστικη ησυχία της Ιθάκης, της Πηνελόπης και του Τηλεμάχου και να εξορμήσει στη χαίνουσα σαν την άβυσσο ιστορία του σύμπαντος κόσμου. Η «Οδύσσεια» του Καζαντζάκη κατατίθεται στην παγκόσμια ποίηση ολομόναχη. Αυτό το μεγαλιθικό ποιητικό μνημείο θα είναι το μόνο έργο της γλώσσας, από τον αιώνα ετούτον, που θα κινεί ταυτόχρονα το δέος, το θαυμασμό, την περιέργεια και την αμηχανία εκτίμησης.

ΈΚΤΟ. Κάποτε, πεισματωμένος σίγουρα από τους ανόητους, που του καταλογίζουν αναχρονισμό ή στενά διανοούμενο και προφητικό πεζό λόγο, στρέφεται στο μυθιστόρημα. Όχι γενικά και αόριστα αλλά στην υψηλών απαιτήσεων και ανταγωνισμών περιοχή του ευρωπαϊκού και αμερικανικού, ιδιαίτερα, μυθιστορήματος. Και τότε, δυναμωμένος με τη μελέτη των πάντων, ξαναβρίσκει εντός του το μεγάλο Άραβα παραμυθά. Στην καρδιά και στο κέντρο του παγκόσμιου αναγνωστικού κοινού.

Σπάει τα ταμεία βιβλιοπωλείων, θεάτρων και κινηματογράφων με «Καπετάν Μιχάλη», «Αλέξη Ζορμπά», «Χριστός Ξανασταυρώνεται» και «Τελευταίο Πειρασμό». Αποδεικνύει, σ' όσους βιάζονταν να τον καταχωνιάσουν στους παράξενους του λογοτεχνικού περιθωρίου πως και την πλοκή ξέρει να στήνει με τρόπον απλό, παμπόνηρο και αποτελεσματικά συναρπαστικό, όπως κανένας άλλος. Πως και την αφήγηση ξέρει, ίσαμε την ελάχιστη φράση να καταστρώνει με λογοτεχνικό οπλισμό μεγάλου στυλίστα, χωρίς να χάνει τη σπάνια ικανότητά του να γοητεύει και να μαγεύει το ‘’μεγάλο κοινό’’. Και πως επίσης μπορεί τα καθημερινά προβλήματα τού κάθε ανθρώπου να τα βγάζει απ’ τη μιζέρια της λογοτεχνικής μουρμούρας και να τα καθιστά ελκυστικό παιγνίδι εξιστόρησης, που συντελείται, πάμφωτη και σκοτεινή μαζί, στα ακραία άρια του ανθρώπου.

Notes

1‘’ υπομένοντας τις συνέπειες που είχε γι’ αυτόν η τολμηρή αυτή πράξη του. ‘’(βλ.https://www.cretalive.gr/kriti/anthropos-protypo-o-papa-stayros , 20/8/2021).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου