Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΣΤΟ ΝΑΟ ΜΑΣ

Με μεγαλοπρέπεια και με τη πρέπουσα τάξη, εορτάστηκε στον Ιερό μας Ναό Μεταμορφώσεως Σωτήρος Καλλιθέας, η Α’ Κυριακή των Νηστειών, ημέρα κατά την οποία εορτάζεται η αναστήλωση των Ιερών Εικόνων.
Στη Θεία Λειτουργία Ιερούργησε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Νιγηρίας κ. Αλέξανδρος πλαισιούμενος από τον Αρχιμ. Ειρηναίο Νάκο, προιστάμενο του Ναού, Αρχιμ. Βενιαμίν Εζιέμε από την Νιγηρία, Αρχιμ. Σισώση Σκάρκο και Πρωτ. Βασίλειο Χριστοδούλου καθώς και τον Διάκονο Κύριλλο.
Μετά το πέρας της Θ. Λειτουργίας, τελέσθηκε η περιφορά των Ιερών Εικόνων πέριξ του Ναού με αθρόα συμμετοχή ενοριτών κρατώντας ευλαβικά εικόνες από τις οικίες τους.
Προ του «Δι ‘ευχών», ο κ. Αλέξανδρος τόνισε πως πρέπει να αναστηλώσουμε μέσα μας την πραγματική εικόνα του Χριστού, γιατί μόνο όταν πραγματικά πιστέψουμε και νοιώσουμε ότι ο Χριστός είναι Θεός και Άνθρωπος θα μπορούμε να αμειφθούμε για την σωτηρία μας και να επιβιώσουμε.
Ο Προϊστάμενος του Ναού π. Ειρηναίος, ευχαρίστησε τον Σεβασμιώτατο για την παρουσία του επισημαίνοντας στους ενορίτες το μεγάλο έργο της Ιεραποστολής που πραγματώνεται στη Μητρόπολη Νιγηρίας.
Εκ του Ναού



























Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2018

ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ


Κατάκριση
Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Ροστὼφ


Λύτρωση ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες σου ποτὲ δὲν θὰ βρεῖς, ὅσο δὲν ἐφαρμόζεις τὴν ἐντολὴ καὶ τὴν προειδοποίηση τοῦ Κυρίου: "Μὴ κρίνετε ἴνα μὴ κριθεῖτε ἐν ὢ γὰρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καὶ ἐν ὢ μέτρω μετρᾶτε μετρηθήσεται ὑμίν" (Ματθαῖος 7. 1-2). Ποτὲ νὰ μὴν κρίνεις, Γιατί ἕνας εἶναι μόνο ὁ Κριτής, ποὺ θὰ κρίνει ζώντας καὶ νεκρούς. Κοίτα μόνο τὸν ἑαυτό σου καὶ τὰ ἔργα σου, γιὰ τὰ ὁποία θὰ κριθῆς. Δὲν βλέπεις πόσες ἁμαρτίες ἔχεις; Πῶς τολμᾶς λοιπὸν νὰ κατακρίνεις τὸν ἄλλον; Μὴν κρίνεις ἂν δὲν θέλεις νὰ κατακριθεῖς. Μὴν κρίνεις, Γιατί εἶσαι κι ἐσὺ ἔνοχός της ἴδιας ἁμαρτίας. "Ἀναπολόγητος εἰ, ὢ ἄνθρωπε, πᾶς ὁ κρίνων ἐν ὢ γὰρ κρίνεις τὸν ἕτερον, σεαυτὸν κατακρίνεις τὰ γὰρ αὐτὰ πράσσεις ὁ κρίνων" (Ρωμαίους 2. 1).
Ἐρεύνησε καὶ καλλιέργησε τὸν ἑαυτό σου, καὶ μὴν ἀσχολεῖσαι μὲ τὰ ξένα ἁμαρτήματα. Δὲν θὰ δώσεις λόγο στὸν Θεὸ γι' αὐτά, ἀλλὰ γιὰ τὰ δικά σου. Σοῦ ζήτησε κανεὶς νὰ παρατηρεῖς καὶ νὰ καταγραφῆς τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων; ἀντίθετα, ἔχεις ὑποχρέωση νὰ παρακολουθεῖς τὴ δική σου πνευματικὴ πορεία: εὐαρεστεῖς τὸν Κύριο; Ἐκτελεῖς τὶς ἐντολές Του; Ἀκολουθεῖς τὰ ἴχνη Του; Μιμεῖσαι τὴ ζωὴ τῶν Ἁγίων; Εἶναι κάθε πράξις, κάθε λόγος, κάθε σκέψις σου ἀρεστὰ στὸν Θεό;

Ποιός, ἀλήθεια, εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία;

Ποιὸς θὰ βρεθεῖ ἀνένοχος; Μήπως ἐσύ; Προφήτης τοῦ Θεοῦ ἦταν ὁ βασιλιὰς Δαβίδ, κι ὅμως ἐβόησε: "Ἐν ἀνομίες συνελήφθην καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησε μὲ ἡ μήτηρ μου" (Ψαλμοὶ 50. 7). Ὁ ἕνας εἶναι ἔνοχος σὲ τοῦτο, ὁ ἄλλος σ' ἐκεῖνο. Ὁ ἕνας στὸ μεγάλο, ὁ ἄλλος στὸ μικρότερο. Ὅλοι ἁμαρτωλοί, ὅλοι ἔνοχοι, ὅλοι ἄνομοι, ὅλοι ἀναπολόγητοι. Ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὅλοι ἐλπίζουμε στὴ φιλανθρωπία Του. Διότι "οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιον τοῦ Κυρίου πᾶς ζῶν" (Ψαλμοὶ 142. 2). Γι' αὐτὸ μὴν κατακρίνεις αὐτοὺς ποὺ σφάλλουν. Μὴ σφετερίζεσαι τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ. Μὴ γίνεσαι ἀντίπαλός του Κυρίου, ἀρπάζοντας τὸ ἀξίωμα ποὺ κράτησε γιὰ τὸν ἑαυτό Του. Καὶ μὲ τὰ ἴδια σου τὰ μάτια ἂν δεῖς κάποιον νὰ ἁμαρτάνει, μὴν τὸν καταδικάσεις, μὴν τὸν κακολογήσεις, μὴν τὸν διασύρεις, μὴν τὸν ἐξουθενώσεις. Καταδίκασε τὸν διάβολο ποὺ τὸν ἐξαπάτησε καὶ τὸν ἔριξε στὴν ἁμαρτία. Ἂν ὅμως καταδικάσεις τὸν ἀδελφό σου, θὰ ἐπιβεβαιώσεις τὸν μεγάλο καὶ ἄλογο ἐγωισμό σου. Καὶ πρόσεξε, γιατί θὰ πέσεις κι ἐσὺ στὸ ἴδιο ἁμάρτημα. Κατὰ κανόνα, ὅποιος κρίνει τὸν ἄλλον γιὰ κάτι, πέφτει κατόπιν στὸ ἴδιο. Κάλυψε λοιπὸν σπλαχνικὰ μὲ τὴ σιωπὴ τὸ σφάλμα τοῦ ἀδελφοῦ σου. Κι ἂν μπορεῖς διόρθωσε τὸν μὲ ἀγάπη καὶ ταπείνωση.  Ἂν δὲν μπορεῖς, μεῖνε στὴ σιωπή σου καὶ καταδίκασε τὸν ἑαυτό σου γιὰ τὰ δικά σου ἁμαρτήματα.  Σοῦ ἀρκοῦν αὐτά.

Σοῦ θυμίζω ἕνα περιστατικὸ ἀπὸ τὸ Γεροντικό, καὶ κράτησε τὸ στὴ μνήμη σου: Πῆγε κάποτε ὁ ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Θηβαῖος σὲ κάποιο μοναστήρι. Ἐκεῖ εἶδε ἕναν ἀδελφὸ νὰ σφάλλει καὶ τὸν κατέκρινε. Μόλις ὅμως ἔφυγε καὶ βγῆκε στὴν ἔρημο, παρουσιάσθηκε ἕνας Ἄγγελος Κυρίου, στάθηκε μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ κελιοῦ του καὶ δὲν τὸν ἄφηνε νὰ μπεῖ. Ἐκεῖνος τότε τὸν παρακαλοῦσε νὰ τοῦ ἐξήγηση τὴν αἰτία. Καὶ ὁ Ἄγγελος τοῦ ἀποκρίθηκε: "Ὁ Θεὸς μὲ ἔστειλε νὰ σὲ ρωτήσω: Ποῦ προστάζεις νὰ βάλω τὸν ἀδελφὸ ποῦ ἔκρινες;" Ἀμέσως ὁ ἀββᾶς Ἰσαὰκ κατάλαβε τὸ νόημα τῶν λόγων τοῦ Ἀγγέλου καὶ τοῦ ἔβαλε μετάνοια λέγοντας: "Ἁμάρτησα, συγχώρησε μέ". Ὁ Ἄγγελος τότε τοῦ εἶπε: "Σήκω, σὲ συγχώρησε ὁ Θεός. Καὶ φυλάξου ἀπὸ δῶ καὶ πέρα, νὰ μὴν κρίνεις κανένα πρὶν τὸν κρίνει ὁ Θεός".

Ε.Ν.



Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2018

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΟΛΛΥΒΟΥ

Κόλλυβα ἑτοιμάζουμε τὰ Ψυχοσάββατα  καθὼς καὶ κάθε φορὰ ποὺ θέλουμε νὰ τελέσουμε στὸ Ναὸ ἐπιμνημόσυνη δέηση γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῶν κεκοιμημένων μας προσώπων.  Τὰ κόλλυβα συμβολίζουν τὴν κοινὴ ἀνάσταση τῶν ἀνθρώπων. Δηλαδὴ ὅπως ὁ σπόρος τοῦ σιταριοῦ πέφτει στὴ γῆ, θάβεται καὶ χωνεύεται καὶ σαπίζει χωρὶς ὅμως νὰ φθαρεῖ καὶ στὴ συνέχεια φυτρώνει καλύτερος καὶ ὡραιότερος, ἔτσι καὶ τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου θάβεται στὴ γῆ καὶ σαπίζει, γιὰ νὰ ἀναστηθεῖ καὶ πάλι ἄφθαρτο καὶ ἔνδοξο καὶ αἰώνιο. Τὴν ὡραία αὐτὴ εἰκόνα μας δίδει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν Ἅ΄ πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολὴ (κέφ. 12, στίχοι 35-44). Τὴν ἴδια εἰκόνα γιὰ τὴν Ἀνάστασή Του χρησιμοποίησε καὶ ὁ Χριστὸς (εὐαγγέλιο Ἰωάννη, κέφ. 12, στίχ. 24).
Τὸ κόλλυβο εἶναι βρασμένο σιτάρι καὶ καθιερώνεται ὡς σύμβολο τοῦ ἀνθρώπινου σώματος, ἐπειδὴ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα τρέφεται καὶ αὐξάνει μὲ τὸ σιτάρι καὶ ὅπως μας λέει ὁ μακάριος Παῦλος στὴν πρὸς Κορινθίους Ἀἐπιστολὴ (κεφάλαιο 16): «Ἐκεῖνο ποὺ ἐσὺ σπέρνεις δὲν ζωογονεῖται, ἐὰν πρῶτα δὲν πεθάνει», καὶ τοῦτο, γιατί θάβεται στὴ γῆ τὸ νεκρὸ σῶμα καὶ σαπίζει, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τὸ σπυρὶ τοῦ σιταριοῦ. Ἀπ’ αὐτή, λοιπόν, τὴν παρομοίωση πῆρε τὴν ἀφορμὴ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ τελεῖ τὰ ἀποκαλούμενα κόλλυβα, τόσο αὐτὰ ποὺ προσφέρονται στὶς ἑορτὲς τῶν ἁγίων, ὅσο καὶ αὐτὰ ποὺ προσφέρονται στὰ μνημόσυνα τῶν κεκοιμημένων ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν μας.
Ὁ δεύτερος λόγος γιὰ τὸν ὅποιο βράζουμε τὸ σιτάρι εἶναι, γιὰ νὰ φανερώνεται μὲ τὸ βράσιμο ἡ διάλυση καὶ ἡ φθορὰ τῶν σωμάτων τῶν κεκοιμημένων, τῶν ὁποίων σύμβολα εἶναι τὰ κόλλυβα. Καὶ ὅπως τὸ βρασμένο σιτάρι δὲν μπορεῖ βέβαια νὰ βλαστήσει μὲ φυσικὸ τρόπο, μπορεῖ μὲ ὑπερφυσικό, δηλαδὴ μὲ τὴν ἄπειρη δύναμη τοῦ Θεοῦ, ὁ ὅποιος μπορεῖ νὰ πραγματοποιήσει τὰ πάντα, ἔτσι παρομοίως καὶ τὰ νεκρὰ σώματα, τὰ ὅποια ἔχουν διαλυθεῖ στὰ μέρη ἀπὸ τὰ ὅποια συναρμόσθηκαν, δὲν μποροῦν βέβαια μ’ φυσικὸ τρόπο νὰ ἀναστηθοῦν καὶ νὰ ξαναζωντανέψουν, μὲ ὑπερφυσικὸ ὅμως τρόπο, δηλαδὴ μὲ τὴν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, μποροῦν.  Γί΄ αὐτὸ ὅλοι ὁμολογοῦμε ὅτι ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν εἶναι ἔργο ποὺ ξεπερνᾶ ὅλους τους ὅρους τῆς φύσεως.
Ἡ καθιέρωση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία εἰδικῶν τελετῶν καὶ προσευχῶν ὑπὲρ «μακαρίας μνήμης καὶ ἀναπαύσεως τῶν ψυχῶν» τῶν ἐν Χριστῷ κοιμηθέντων, ἐκ μέρους τῶν ζώντων ἀκόμη ἀδελφῶν τους, ὀφείλεται σὲ δογματικοὺς λόγους, ἀλλὰ καὶ λόγω κληρονομιᾶς προχριστιανικῶν θρησκευμάτων. Μὲ αὐτὰ ὑποβάλουμε αἴτηση χάριτος γιὰ τοὺς κεκοιμημένους μας στὸν δίκαιο Κριτή, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς εἶναι φιλάνθρωπος καὶ ἡ τελικὴ κρίση ἀκόμη δὲν ἔγινε. Κατὰ τὴν τελετὴ τῆς σχετικῆς ἱεροπραξίας ὁ ἱερέας εὔχεται ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων (προσευχές), ἐνῶ οἱ συγγενεῖς, τρώγοντας τὰ κόλλυβα μὲ τὸ σχετικὸ κέρασμα ἢ τὸ γεῦμα ποὺ συνήθως προσφέρεται (ἐλεημοσύνες), εὔχονται· «Ὁ Θεὸς νὰ τὸν ἀναπαύσει».

 Συγκεκριμένα τοὺς κεκοιμημένους μας τοὺς βοηθᾶμε·
 Πρώτον μὲ προσευχές·
(ἅ) μὲ τὴν εὐχή, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἀνάπαυσε τὸν ἣ τοὺς δούλους σου…,
(β) μὲ τὸ πρόσφορο -ἕτοιμο ἢ ζυμωτό- ποὺ τὸ πᾶμε στὸν ναὸ μὲ τὰ ὀνόματα τῶν ζώντων καὶ κεκοιμημένων
(γ) μὲ τὰ κόλλυβα –τὰ τρισάγια ἢ τὰ μνημόσυνα,
(δ) μὲ τὴ συμμετοχή μας σὲ σαρανταλείτουργα καὶ
(ἔ) μὲ ἰδιαίτερες (ὄχι ἰδιωτικές) Θεῖες Λειτουργίες καὶ σωστὴ συμμετοχή μας σ’ αὐτές.
Δεύτερον τοὺς βοηθᾶμε μὲ ἐλεημοσύνες· Πρόκειται γιὰ τὴν βοήθεια ποὺ προσφέρει ὁ πιστὸς στὸν Θεὸ (στὸ παγκάρι τοῦ ναοῦ γιὰ τὸ κερί, χρήματα γιὰ τὸ κτίσιμο τοῦ ναοῦ, συμμετοχὴ στὴν ἁγιογράφηση τοῦ ναοῦ κλπ.) καὶ στὸν ἄνθρωπο (σὲ πτωχούς, ἱδρύματα, φιλανθρωπικοὺς συλλόγους, γραφεῖα ἐξωτερικῆς ἱεραποστολῆς, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους μας).


Χρόνος τῶν μνημοσύνων·
Ἡ διάκριση τῶν Μνημόσυνων σὲ «τρίτα», «ἔνατα» κτλ εἶναι παλαιότατη καὶ ἀπαντᾶ στὶς Ἀποστολικὲς Διαταγές. Τὰ «τριήμερα» ποὺ κάνουμε μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ἀνθρώπου μας, τελοῦνται κατὰ τὸν τύπο τῆς Ἁγίας Τριάδας καὶ διὰ τὸν τριημέρως ἐγερθέντα Χριστό, τὸν ὁποῖο παρακαλοῦμε νὰ ἀναπαύσει τὸν κοιμηθέντα μετὰ δικαίων. Τὰ ἐννιάμερα μνημόσυνα τελοῦνται ἐπειδὴ στὶς ἐννέα ἡμέρες ἀρχίζει νὰ διαλύεται ὁ κοιμηθεῖς «εἰς τὰ ἐξ ὢν συνετέθη» καὶ παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ νὰ τὸν συγκαταριθμήσει μὲ τὰ ἐννέα ἄυλα τάγματα τῶν Ἀγγέλων. Τὰ σαραντάμερα ἢ τεσσαρακονθήμερα τελοῦνται ἐπειδὴ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα λαμβάνεται ἡ ἀπόφαση γιὰ τὸν κοιμηθέντα καὶ ἀπέρχεται ὅπου κρίνει ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς (ἐκ δεξιῶν ἢ ἐξ ἀριστερῶν) ἀνάλογα μὲ τὴ ζωή του. Ἐκτὸς αὐτῶν τῶν μνημόσυνων κάνουμε τὰ τρίμηνα, ἑξάμηνα, ἐννιάμηνα καὶ τὰ ἐτήσια. Μποροῦμε ὅμως καὶ ὅποτε θέλουμε νὰ κάνουμε κόλλυβα, ὁποιαδήποτε ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας, ἐφ’ ὅσον θέλουμε νὰ φροντίσουμε συχνότερα τὰ προσφιλῆ μας κεκοιμημένα πρόσωπα.  Τὰ μνημόσυνα τελοῦνται κανονικὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου ποὺ εἶναι ἡμέρα τῶν κεκοιμημένων, ἐνῶ τὶς καθημερινὲς τελοῦνται τρισάγια.
Τὶς Κυριακές, κανονικά, δὲν τελοῦνται μνημόσυνα ἐπειδὴ εἶναι ἡμέρα ἀναστάσεως. Καὶ ἂν γίνονται κάποια γίνονται κὰτ  οἰκονομίαν
Ἐπειδή παρατηροῦνται συγχύσεις, διευκρινίζεται ὅτι τά Ψυχοσάββατα εἶναι δύο. Τῆς Ἀπόκρεω καί τῆς Πεντηκοστῆς.

Μνημόσυνα τελοῦνταν καθὅλο τό ἔτος, ἐκτός τῶν ἑξῆς ἡμερῶν :

Ἀπό τοῦ Σαββάτου τοῦ Λαζάρου μέχρι καί τῆς Κυριακῆς τοῦ Θωμᾶ

Ἀπό τῆς 25ης Δεκεμβρίου μέχρι καί τῆς 6ης Ἰανουαρίου

Τήν Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς καί τήν 15η Αὐγούστου .
Μνημόσυνα δέν τελοῦνται, ἐπίσης, κατά τίς ἡμέρες ὅπου δέν τελεῖται τελεία Θεία Λειτουργία.  Τέτοιες περιπτώσεις εἶναι οἱ ἡμέρες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς (πλήν Σαββάτου, Κυριακῆς καί τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου).
 Ἐπίσης, Θεία Λειτουργία δέν τελεῖται κατά τήν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή τῆς Ἑβδομάδος τῆς Τυροφάγου.  Ἐπίσης, καλόν εἶναι νά ἀποφεύγωνται, γιά πρακτικούς λόγους, κατά τίς Δεσποτικές καί Θεομητορικές ἑορτές καί κατά τήν πανήγυρι τοῦ Ναοῦ.

Ἀρχιμ. Εἰρηναῖος




Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2018

Ο ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΑΠΑΝΤΗ

Λόγος του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
στην Υπαπαντή του Ιησού Χριστού

Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
Δεν φορεί μόνο σάρκα ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, αλλά και περιτέμνεται σύμφωνα με τον Μωσαϊκό νόμο, για να μην έχη πρόφαση η απιστία των Ιουδαίων. Γιατί έρχεται προς τον νόμο για χάρη του ίδιου του νόμου, για να ελευθερώσει τους μαθητές του μέσω της πίστεως που βασιζόταν στον νόμο. Και παίρνει σάρκα και περιτέμνεται κι αυτός μαζί με τους Ιουδαίους. Πήρε το ίδιο με αυτούς σώμα, πήρε και την ίδια περιτομή.
Έκανε αναντίρρητη την συγγένειά Του με αυτούς, ώστε να μη τον αρνηθούν, Αυτόν, ο οποίος ήταν ο Χριστός που έρχεται από την γενιά του Δαυίδ, και που αυτοί προσδοκούσαν. Έδειξε το γνώρισμα της συγγενείας Του με αυτούς. Γιατί, αν ακόμη και μετά την περιτομή Του έλεγαν «δεν ξέρουμε από πού είναι»[1], εάν δεν είχε περιτμηθή κατά σάρκα, η άρνησίς τους θα είχε κάποια εύλογη πρόφαση.
«Όταν συμπληρώθηκαν οι οκτώ ημέρες»: Γιατί ο νόμος ορίζει την ογδόη ημέρα να γίνεται η περιτομή, και όταν φθάση η ογδόη, έρχεται μέσα ο γιατρός και πιάνει το μαχαιράκι και κάνει τα της τέχνης του. Δεν ισχύει δε τότε η αργία του Σαββάτου λόγω της περιτομής.
Ας ρωτήσουμε λοιπόν τους Ιουδαίους: Ανάπαυσις το Σάββατο· τέλεια αργία αυτή την ημέρα… Για ποια λοιπόν αιτία η ογδόη εκτοπίζει την εβδόμη; Γιατί η ογδόη γίνεται ανώτερη από την εβδόμη; Όμως οι Ιουδαίοι δεν γνωρίζουν τα των Ιουδαίων. Ενώ η Εκκλησία του Χριστού και τον Χριστό γνωρίζει και τις Ιουδαϊκές διδασκαλίες. Περιτέμνεται λοιπόν το παιδί την ογδόη ημέρα, επειδή κατά την ογδόη η Ανάστασις, δηλαδή η Κυριακή, έμελλε να αποβή η περιτομή[2] όλου του κόσμου. Γιατί άλλωστε δεν διέταξε ο Μωυσής να γίνεται η περιτομή την έκτη ημέρα; Γιατί όχι την εννάτη ή την δεκάτη; Είναι λοιπόν προφανής η σημασία της ογδόης ημέρας, κατά την οποία γίνεται η Ανάστασις του Κυρίου. Όποιος λοιπόν δεν πιστεύει στην Ανάστασι είναι απερίτμητος στην καρδιά, αφού με την απιστία του αποξενώνεται από τον Θεό. Ενώ η περιτομή της πίστεως είναι αληθινή γνώσις και αίσθησις. Γι’ αυτό, αγαπητέ μου, η περιτομή δίδεται θεωρητικά στους πιστούς υπό την έννοια του αγίου βαπτίσματος. Το δε άγιο βάπτισμα είναι τύπος της Αναστάσεως του Χριστού. Να περάσης λοιπόν από την σάρκα στο πνεύμα και από τα σωματικά στο μεγαλείο του πνεύματος και θα βρης εκεί μεν περιτομή σαρκική, εδώ δε περιτομή πνευματική και κάθαρσι από τις αμαρτίες. Ογδόη ημέρα είναι η περιτομή· η δε ογδόη ημέρα είναι και η ανάστασις· της δε αναστάσεως τύπος είναι το βάπτισμα. Δέστε πώς από τα μικρά προοδεύουμε στα μεγαλύτερα, από τα σωματικά στα πνευματικώτερα. Να έλθουν λοιπόν οι Ιουδαίοι κι αυτοί και να προοδεύσουν. Γιατί πρέπει να προοδεύσουν από τα σαρκικά και να μην αρκεστούν σ’ αυτά.
Λοιπόν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο οποίος δεν ήλθε να καταλύση τον νόμο, αλλά να τον εκπληρώση, περιετμήθη κι αυτός μαζί με τους Ιουδαίους. Λέγει λοιπόν ο Ευαγγελιστής: «Συμπληρώθηκαν οκτώ ημέρες για την περιτομή του και του δόθηκε το όνομα Ιησούς, όπως ωνομάστηκε από τον άγγελο προτού να συλληφθή στην κοιλιά της μητέρας του». Εμείς δηλαδή παίρνουμε το όνομα μετά την γέννησί μας, ενώ ο Ιησούς παίρνει το όνομά του προτού να γεννηθή. Γιατί υπήρχε και προτού να συλληφθή. Ωνομάστηκε δε Ιησούς, επειδή το έργο του ήταν έργο Σωτήρος.

«Και όταν συμπληρώθηκαν, λέει, οι ημέρες του καθαρισμού τους σύμφωνα με τον νόμο του Μωυσέως». Τίνος καθαρισμού; Της Μαρίας και του Ιωσήφ. Διέταζε δηλαδή ο νόμος, η γυναίκα που μόλις είχε γεννήσει να καθαρίζεται και να φυλάγη τις ημέρες και να μην βγαίνει έξω.
«Όταν λοιπόν συμπληρώθηκαν οι ημέρες του καθαρισμού σύμφωνα με τον νόμο του Μωυσέως» — καίτοι δεν υφίστατο τέτοια ανάγκη για την Παρθένο, αλλ’ όμως εκπληρωνόταν ετσι ο νόμος — «τον ανέβασαν στα Ιεροσόλυμα, για να τον προσφέρουν στον Κύριο, όπως έχει γραφή στον νόμο του Κυρίου». Όπου ο λόγος είναι για σωματικό καθαρισμό, λέει «σύμφωνα με τον νόμο του Μωυσέως»· όπου για προσφορά του Αγίου, «όπως έχει γραφτή, λέει, στον νόμο του Κυρίου». Όχι ότι ο νόμος του Μωυσέως δεν ήταν νόμος του Κυρίου· διότι, όσα λέει ένας προφήτης κινούμενος από το Άγιο Πνεύμα, δεν τα λέει μόνος, αλλά ο Κύριος του τα υπαγορεύει. Επειδή όμως και ο καθαρισμός είχε χαρακτήρα σωματικό, γι’ αυτό λέει «νόμο του Μωυσέως». Όταν όμως προσφερόταν το πρωτότοκο, λέει «κατά τον νόμο του Κυρίου» τιμώντας έτσι το νεογέννητο.
«Όπως είναι γραμμένο στον νόμο του Κυρίου: κάθε αρσενικό που διανοίγει μήτρα να ονομασθή άγιο και αφιερωμένο στον Κύριο». Αυτή λοιπόν η φράσις και η διάταξις ολόκληρη και η αφορμή της διατάξεως βάλθηκε γι’ αυτόν που επρόκειτο να διανοίξη μήτρα. Γιατί όλα τα πρωτότοκα των ζώων και των ανθρώπων ουδέποτε διήνοιξαν μήτρα, αλλά ήταν απλώς και μόνο πρωτότοκα. Εκείνος όμως που γεννήθηκε από μητέρα παρθένο, αυτός μόνο διήνοιξε μήτρα. Κάνε μου λοιπόν την χάρι και πρόσεξε ότι η διατύπωσις όλου αυτού του νόμου έγινε για εκείνον μόνο που επρόκειτο να γεννηθή από μητέρα παρθένο. Πώς όμως να την κατανοούσαν οι Ιουδαίοι; Γιατί σαν σαρκικοί που είναι απέχουν πολύ από του να καταλάβουν τα νοήματα της πνευματικής διδασκαλίας.
Έπειτα ανεβαίνουν «για να προσφέρουν θυσία, σύμφωνα με αυτό που λέει ο νόμος του Κυρίου, ένα ζευγάρι από τρυγόνια ή δύο νεοσσούς από περιστέρια»[3]. Έγιναν δε και αυτά τυπικά, κατά τον νόμο, ώστε να μην υπάρχη καμμιά έλλειψις στην πιστή εκτέλεσι του νόμου. Αυτά είναι συγκεκαλυμμένα νοήματα του Μωσαϊκού νόμου. Ας έλθουμε όμως στην εξήγησι του Ευαγγελίου.
«Και να, υπήρχε ένας άνθρωπος στην Ιερουσαλήμ που ωνομαζόταν Συμεών. Και ο άνθρωπος αυτός ήταν δίκαιος και ευλαβής και το Πνεύμα του Θεού ήταν επάνω του. Αυτός είχε λάβει αποκάλυψη από το Άγιο Πνεύμα ότι δεν θα τελείωνε την ζωή του προτού δη τον Χριστό τον Κυρίου». Γέροντας ήταν ο Συμεών και περίμενε την εκπλήρωση της υποσχέσεως. Έμενε στον ναό μέσα και μονολογούσε: Όπου και να γεννηθεί, οπωσδήποτε εδώ θα παρουσιαστή.
«Αυτός ήλθε κατ’ έμπνευσιν του Πνεύματος στον ναό» εκείνη την ώρα που οι γονείς έφερναν εκεί το παιδί. Διότι βέβαια πολλές φορές ερχόταν, αλλά με δική του πρόθεση. Τότε όμως οδηγημένος από το Άγιο Πνεύμα στην κατάλληλη στιγμή, έρχεται, για να λάβει την εκπλήρωση της υποσχέσεως.
«Αυτός δέχτηκε στην αγκαλιά του τον Ιησού και ευλόγησε τον Θεό και είπε: Σήμερα αφήνεις ελεύθερο τον δούλο σου, Δέσποτα, να πεθάνη κατά τον λόγο σου με ειρήνη». Από πού τον αφήνεις ελεύθερο; Από τον στίβο της ζωής. Γιατί είναι γεμάτα λύπη τα βιοτικά πράγματα. Η ζωή είναι φυλακή. Εκείνος λοιπόν ήθελε να ελευθερωθή. Εάν όμως κάποιος την αναχώρησι από την εδώ ζωή την θεωρή ζημία αυτός δεν είναι ακόμη τέλειος στην πίστη.
Εκείνος όμως έλεγε: «Σήμερα αφήνεις ελεύθερο τον δούλο σου, Δέσποτα, να πεθάνη κατά τον λόγο σου με ειρήνη». Διότι αυτός που πρόκειται να κάμη ειρήνη με τον κόσμο έφθασε· ο ειρηνοποιός έχει έλθει- εκείνος που συνδέει τον ουρανό με την γη και μετατρέπει την γη σε ουρανό με την ευαγγελική διδασκαλία έχει καταφθάσει.


Ο Συμεών φωνάζει: «Σήμερα αφήνεις ελεύθερο τον δούλο σου, Δέσποτα, να πεθάνει κατά τον λόγο σου με ειρήνη, γιατί είδαν τα μάτια μου την σωτηρία σου», λέει. Τι είναι αυτό που λέει; Προηγουμένως δηλαδή πίστευα με την διάνοιά μου και γνώριζα με τον λογισμό μου. Τώρα όμως είδαν και τα μάτια μου. Και εκείνο που προσδοκούσα με την καρδιά μου, να που το είδαν τα μάτια μου εκπληρωμένο. Και ποιο είναι αυτό; «Είδα, λέει, την σωτηρία σου». Ποια σωτηρία; «Αυτήν που ετοίμασες ενώπιον όλων των λαών». Όχι του λαού του ενός ούτε του λαού του Ισραήλ μόνο, αλλά «ενώπιον όλων των λαών». Γιατί αυτός που γεννήθηκε είναι διδάσκαλος όλων των ανθρώπων.
«Φως που θα είναι αποκάλυψις για τους εθνικούς και δόξα για τον λαό σου τον Ισραήλ». Γιατί φως; Επειδή ακριβώς οι εθνικοί βρίσκονταν στο σκοτάδι. Επειδή τα σκοτισμένα ειδωλολατρικά έθνη φωτίζονταν.
«Φως που θα είναι αποκάλυψις για τους εθνικούς και δόξα για τον λαό σου τον Ισραήλ». Εδώ η δόξα και εκεί η αποκάλυψις. Εκεί η αρχή της διδασκαλίας, εδώ η πρόοδος της μαθήσεως.
«Δόξα για τον λαό σου τον Ισραήλ». Αλλά εδώ σίγουρα θα ρωτήσει κάποιος: Και πού είναι οι Ισραηλίτες; Έχεις τον Πέτρο, έχεις τον Παύλο, έχεις τον Ιωάννη, έχεις τις τρεις χιλιάδες, έχεις τις πέντε χιλιάδες, έχεις την Εκκλησία της Ιερουσαλήμ, έχεις αυτούς που πίστεψαν από τις τάξεις των Ιουδαίων. Γιατί μέσα στους πιστούς βρισκόταν το έθνος. «Εάν ο Κύριος των Δυνάμεων δεν άφηνε για σπόρο μια μικρή μερίδα πιστού λαού ανάμεσά μας, θα είχαμε γίνει σαν τα Σόδομα και θα είχαμε όμοια τύχη με τα Γόμορρα»[4]. Διότι λέει επίσης ο Θεός: «Κράτησα για τον εαυτό μου επτά χιλιάδες άνδρες, οι οποίοι δεν γονάτισαν να προσκυνήσουν τον Βάαλ»[5]. Έτσι μέσα στον λαό φυλαγόταν το σπέρμα της πίστεως και δεν χάθηκε ο λαός — μη γένοιτο — ούτε εξαχρειώθηκαν όλοι οι Ιουδαίοι. Αφού και τώρα, σ’ αυτή την μακάρια κατάστασι και κλήσι των Χριστιανών πολλοί είναι οι καλεσμένοι, λίγοι όμως οι εκλεκτοί. Ο Χριστός δηλαδή κάλεσε όλη την οικουμένη και ετοίμασε το άγιο τραπέζι του Ευαγγελίου. Αλλά όταν έλθη στη Δευτέρα Παρουσία, μπαίνει μέσα και κάνει ξεδιάλεγμα και εξετάζει με προσοχή τους συνδαιτυμόνες. Κι αν βρη κανένα να μη έχη ένδυμα κατάλληλο για γάμο του λέει: «Φίλε, πώς μπήκες εδώ μέσα χωρίς γαμήλιο ένδυμα;»[6] Και θα τον βγάλη έξω καθώς ακούσαμε στα Ευαγγέλια. Ώστε, όπως και εκεί έγινε εκλογή, έτσι και εδώ θα γίνη εκλογή. Μήπως δηλαδή, επειδή έχουμε κληθή, πρέπει στο εξής να αλαζονευώμαστε, σαν να έχουμε, αλήθεια, εξασφαλίσει την τελειότητα; Λοιπόν, η πτώσις εκείνων ας γίνη δική μας ασφάλεια. Έτσι, αγαπητέ, ούτε ο λαός χάθηκε ολόκληρος, ούτε όλος εξαχρειώθηκε, ούτε όλος απίστησε, ούτε όλος κατεδίωξε τους Αποστόλους, αλλά με το κήρυγμα των Αποστόλων πίστευσαν αμέσως τρεις χιλιάδες, χωρίς τις γυναίκες και τα παιδιά. Και έγινε στην Ιερουσαλήμ Εκκλησία αναρίθμητη, ενώ ακόμη δεν είχε καταστραφή ο Ναός, ενώ ακόμη δεν είχαν εκδιωχθή oι Ιουδαίοι, ενώ ακόμη δεν είχε γκρεμισθή η Ιερουσαλήμ. Οικοδομήθηκε Εκκλησία και τα λόγια του Ιωάννη έγιναν ξεκάθαρη αλήθεια: «Εκείνος πρέπει να μεγαλώνη, εγώ δε να μικραίνω»[7].
Ο Συμεών λοιπόν που είναι προφήτης λέγει: «Δόξα για τον λαό σου τον Ισραήλ». Γιατί ήταν δόξα γι’ αυτούς που προσδοκούσαν η συνάντησις εκείνου τον οποίο προσδοκούσαν.
Και αναλογίζονταν ο Ιωσήφ και η Μαρία αυτά που άκουγαν: Ο άγγελος έφερε την ευχάριστη είδηση, οι μάγοι τον γνώρισαν, οι ποιμένες τον έμαθαν, οι στρατιές των αγγέλων χόρευαν, το αστέρι από πάνω τον ανήγγειλε, ο Συμεών προφητεύει, η Άννα η κόρη του Φανουήλ προφητεύει, η γη αγαλλόταν, ο ουρανός μίλησε με το αστέρι, οι μάγοι αρνήθηκαν τον τύραννο, οι ποιμένες προσκύνησαν τον αρχιποιμένα, όλα τον γνώρισαν, η μητέρα ήξερε, ο Ιωσήφ πληροφορήθηκε, έτρεμαν για όσα έγιναν, όμως κατάλαβαν την έκβαση των γεγονότων. «Και ο Συμεών τους ευλόγησε και είπε στην Μαριάμ την μητέρα του: Αυτός πρόκειται να γίνει πτώσις και έγερσις για πολλούς μέσα στον Ισραήλ και σημείο αντιλεγόμενο». Πτώσις για ποιους; Σαφώς γι’ αυτούς που απιστούν, αυτούς που αντιλέγουν, αυτούς που τον σταυρώνουν. Και έγερσις για ποιους; Αυτούς που τον αναγνωρίζουν και τον ομολογούν με ευγνωμοσύνη. «Και σημείο αντιλεγόμενο». Ποιο σημείο αντιλεγόμενο; Το σημείο του Σταυρού, που η Εκκλησία το θεωρεί σωτηρία του κόσμου, που οι Ιουδαίοι το εχθρεύονται και που πολλές φορές και ο ουρανός το διεκήρυξε. Αμφισβητείται το σημείο, για να νικήσει η αλήθεια. Γιατί χωρίς αντίλογο δεν μπορεί να γίνη ολοκληρωμένη νίκη. Έπρεπε λοιπόν να εμφανισθεί η αντιλογία, για να εκδώσει την απόφασή του ο δικαστής, αφού μακροθυμήσει μέχρι το τέλος των αιώνων. Γι’ αυτό λέει «και σημείο αντιλεγόμενο». Αντιλέγουν δε εκείνοι που απιστούν.
Και συ, λέει, θεωρείσαι μητέρα. Άραγε λοιπόν εσύ θα μείνεις εκτός πειρασμού, επειδή συμφώνησες να γίνεις μητέρα, επειδή τον εγέννησες, επειδή έκρινες καλό να του δανείσεις την μήτρα σου; (Διότι η κοιλιά σου έγινε δοχείο της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος). Άραγε λοιπόν θα μείνεις εκτός πειρασμού, επειδή έγινες Θεοτόκος, επειδή συνέλαβες χωρίς πείρα γάμου, επειδή καταστάθηκες Μητέρα του Δημιουργού σου; Άραγε εσύ θα μείνηεις εκτός πειρασμού; Ούτε κι εσύ θα μείνεις εκτός πειρασμού, αλλά «κι εσένα την ίδια μια ρομφαία θα σου διαπεράσει την ψυχή». Γιατί, Κύριε μου; Σε τι αμάρτησα; Σε τίποτε δεν αμάρτησες βέβαια. Όταν όμως Τον δεις κρεμασμένο στον Σταυρό, όταν Τον δεις να υποφέρει για όλο τον κόσμο, όταν δης στον Σταυρό τα χέρια Του τρυπημένα και καρφωμένα στο ξύλο, τότε θα αρχίσεις να αμφιβάλλεις και να λες: Αυτός είναι εκείνος για τον οποίο μου μίλησε ο άγγελος; Αυτός είναι εκείνος στον οποίο έγινε το θαύμα της συλλήψεως; Παρθένος ήμουν και γέννησα και έμεινα πάλι παρθένος. Γιατί λοιπόν αυτός σταυρώνεται;
«Κι εσένα την ίδια μια ρομφαία θα σου διαπεράσει την ψυχή». Ώστε, σύμφωνα με την προφητεία του δικαίου Συμεών, κανένας δεν έμεινε εκτός πειρασμού. Ο Πέτρος, ο κορυφαίος από τους μαθητές, τον αρνήθηκε τρεις φορές. Οι άλλοι μαθητές τον εγκατέλειψαν και έφυγαν. Ούτε είχε άλλωστε ο τσομπάνος ανάγκη από τα πρόβατα για να τον προστατεύσουν, ενόσω αυτός έδιωχνε τους λύκους, ούτε ο αγωνιστής είχε ανάγκη από βοηθούς, αλλά όλοι τους έφυγαν. Και ο Χριστός έμεινε μόνος κρεμασμένος στον Σταυρό σαν κριάρι έτοιμο για θυσία. Λοιπόν και αυτής την ψυχή την διαπέρασε η ρομφαία: ο πειρασμός δηλαδή και η αμφιβολία.
«Κι εσένα την ίδια μια ρομφαία θα σου διαπεράσει την ψυχή, ώστε να αποκαλυφθούν από πολλές καρδιές οι λογισμοί». Πάσχει λοιπόν ο Ιησούς, για να ελέγξει την απιστία και για να γεμίσει από ευγνωμοσύνη τις καρδιές αυτών που Τον πιστεύουν. Αντιλέγεται το σημείο, για να ελεγχθούν αυτοί που αντιλέγουν από κακία. Γιατί, αν η αλήθεια ήταν από κάθε άποψη αναντίρρητη για τους ανθρώπους, τότε η ευσέβεια θα έμενε αδοκίμαστη. Όμως με το να γίνεται παραχώρησις στην αντιλογία, δοκιμάζεται η ελεύθερη εκλογή της αλήθειας. Αντιλέγεται το σημείο. Γιατί πώς αλλιώς θα δοκιμάζονταν οι μάρτυρες στους διωγμούς; Πώς θα αγωνίζονταν και θα αναδεικνύονταν νικητές με την καρτερία τους; Δες πόσο ωφέλησε η αντιλογία, αφού έφτιαξε όχι πιστούς απλώς, όπως θα λεγε κανείς, αλλά και μάρτυρες που έφθασαν μέχρι τα βασανιστήρια και τον θάνατο και παρουσίασαν μια απόδειξη της χάριτος του Χριστού με την καρτερία τους.
Όταν λοιπόν ο Συμεών λέει «ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών εν τω Ισραήλ και εις σημείον αντιλεγόμενον», εννοείται ότι ούτε την πτώση την προξενεί αυτός, ούτε την ανάσταση την προσφέρει με την βία, αλλά «κείται εις πτώσιν» αυτών που σκοντάφτουν στον λίθο του προσκόμματος και «εις ανάστασιν» εκείνων που πιστεύουν με την αγαθή τους προαίρεση. Διότι λέει «κείται». Σαν να έλεγε κανείς: Το φως ανατέλλει για να βλέπουν οι υγιείς, ενώ αυτοί που τους πονούν τα μάτια να απομακρυνθούν ακόμη περισσότερο από την λάμψη του φωτός. Γιατί πώς αλλιώς θα ήταν δυνατόν οι πρώτοι να πέσουν και να είναι αξιοκατάκριτοι, ενώ οι δεύτεροι να σηκωθούν με χρηστές ελπίδες που προέρχονται από την καλή τους προαίρεση, αν δεν υπήρχε το «αντιλεγόμενο σημείο»; Γιατί λέει ο Συμεών «και εις σημείον αντιλεγόμενον»; Για να μη προξενήσει η αντιλογία απορία στους πιστούς. Το να αμφισβητείται δε και η αλήθεια του Θεού, είναι φανερό ότι αυτό γίνεται, επειδή το επιτρέπει ο Θεός. Κανένας δηλαδή δεν μπορεί να προβάλει καμμιά αντίρρηση, αν δεν το επιτρέψει αυτό ο Θεός. Είναι όντως αναγκαία η παραχώρηση αυτή εκ μέρους του Θεού, για να φανερωθούν οι άξιοι.
Θα έλθει όμως εποχή που δεν θα υπάρχει πια καμμιά αντίρρησις. Όταν δηλαδή το σημείο του Σταύρου θα λάμψη σαν προάγγελος του Κυρίου από τον ουρανό, «τότε θα κλίνη κάθε γόνυ στα επουράνια και στα επίγεια και στα καταχθόνια και κάθε γλώσσα θα ομολογήσει ότι ο Χριστός είναι Κύριος προς δόξαν του Θεού Πατρός»[8]. Όσο δηλαδή το σημείο αυτό φαίνεται μόνο του και είναι απλό σημείο και δεν φαίνεται πουθενά ο σημαινόμενος, το σημείο θα αντιλέγεται. Όταν όμως ο ίδιος ο σημαινόμενος αποκαλύψει τον εαυτό του κατά την Δευτέρα Παρουσία, τότε πια κανείς δεν θα τολμά να αντιλογήσει στο σημείο, γιατί ο σημαινόμενος θα έχη καταφθάσει με ολοφάνερη την θεότητά του εναντίον εκείνων που Τον αρνούνται. Τότε εκείνοι που προηγουμένως είχαν δεχθεἰ το σημείο θα δοξασθούν από αυτόν που εκείνο υποδήλωνε, ενώ εκείνοι που αμφισβήτησαν το σημείο θα καταδικασθούν από τον υποδηλωθέντα. Και αυτό θα είναι τότε το τέλος της αντιλογίας, το τέλος της πλάνης, το τέλος της αμφιβολίας, το τέλος της απιστίας, η αρχή δε των βραβείων και των στεφάνων. Αυτά μακάρι όλοι μας να τα επιτύχουμε με την χάρη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και το κράτος στους ατελεύτητους αιώνες. Αμήν.
[1] πρβλ. Ιωάν. ζ’ 41-43
[2] Η ανάστασις των νεκρών κατά την δευτέρα παρουσία θα αποτελέση την «περιτομή» δηλ. την οριστική απομάκρυνσι του κακού και της αμαρτίας από ολόκληρη την κτίσι.
[3] Λευϊτ. ε’ 11, ιβ’ 8
[4] Ησ. α’ 9
[5] Ρωμ. ια’ 4· πρβλ. Γ’ Βασ. ιθ’ 18
[6] Ματθ. κβ’ 12
[7] Ιωάν. γ’ 30
[8] Φιλιπ. β’ 10-11