Κυριακή 23 Ιουλίου 2017

ΕΠΙΣΚΕΨΗ...ΑΠΟ ΜΑΚΡΙΑ

Σήμερα Κυριακή 23/7/2017 είχαμε την χαρά να έχουμε κοντά μας τον Αιδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο και αδελφό, π. Δημήτριο Ντόβα ο οποίος είχε χρηματίσει για τέσσερα και πλέον έτη, ως διάκονος και πρεσβύτερος στην ενορία μας, ερχόμενος για τις θερινές διακοπές από την Αμερική στην οποία διαμένει επί μονίμου βάσεως μαζί με την οικογένεια του. Ο προϊστάμενος του Ναού πανοσιολογιώτατος Αρχιμ. Ειρηναίος Νάκος τον καλωσόρισε και του ευχήθηκε καλή διαμονή στην πατρίδα. Ο π. Δημήτριος διακρίνεται για την ευλάβεια και ταπεινότητά του καθώς και για την αγάπη του προς την Εκκλησία. Εμείς ως ενορία του ευχόμαστε κάθε ευλογία παρά Θεού, υγεία και δύναμη τόσο προσωπικά όσο και οικογενειακά.


















Παρασκευή 14 Ιουλίου 2017

ΔΕΝ ΕΙΧΕ...ΑΛΛΑ ΕΙΧΕ

Αναδημοσίευση από ιστοσελίδα  "ROMFEA"

nikodimos
ὑπό μοναχοῦ ἀμονάχου, τάχα καί ἱερομονάχου

Δέν εἶχε προορατικό χάρισμα,
οὔτε ἔλεγε τά μέλλοντα συμβαίνειν.
Δέν ἔκανε θαύματα,
οὔτε τάιζε τσακάλια καί ἀλεποῦδες.
Δέν εἶχε φήμη «καθώς πρέπει» μοναχοῦ,
οὔτε ἐγκώμια καί ἐπισκέπτες περίεργους καί εὐσεβεῖς.
Δέν εἶχε κατά νοῦ νά σώσει τόν κόσμο,
οὔτε ἔκανε κηρύγματα και ὁμιλίες γιά ὑψηλές,
θεωρίες καί φῶτα κτιστά καί ἄκτιστα.
Δέν εἶχε γνώση καί γνώμη γιά τά πάντα,
οὔτε ἔκρινε καί κατέκρινε κανέναν.
Δέν ἔκανε χρήση τοῦ εὐσεβισμοῦ,
οὔτε γνώριζε τί ἦταν.
Δέν ἐφημίζετο,
οὔτε αὐτοδιαφημίζετο.
Δέν…
Δέν…
Δέν…
Οὔτε…
Οὔτε…
Οὔτε…
Εἶχε ὅμως κάτι ὁλοκληρωτικά ἀπαραίτητο, σωτήριο καί ἐκ τῶν ὦν οὐκ ἄνευ.
ΕΙΧΕ ΜΕΤΑΝΟΙΑ
Γνώριζε τήν «ἀνομία του καί ἡ ἁμαρτία του ἦταν ἐνώπιόν του διά παντός».
Ἦταν ἁπλούς, ἀνεπιτήδευτος, προσηνῆς, γλυκύς, ἐξυπηρετικός, παρηγορητικός, ἀμνησίκακος, δέν κρατοῦσε κακία σέ κανέναν, οὔτε σ’ αὐτούς πού τόν χρησιμοποίησαν καί ἐκμεταλλεύτηκαν τήν ἁπλότητα καί ἀγαθότητά του ἔσωθεν(!!!) καί ἔξωθεν τοῦ Ὄρους γιά νά πλήξουν τόν μοναχισμό, εἶχε πάνω του κάτι τοῦ μετανοοῦντος Ὁσίου καί τήν ἀκακία τοῦ νηπίου.
Μιλοῦσε μόνον ὅταν τόν ρωτοῦσες, γιά τήν ζωή του καί τά λάθη του, γιά τίς ἀστοχίες καί τίς ἀποτυχίες του.
Ἔλεγε χαρακτηριστικά:
«Λύπησα πολύ τό Χριστό καί τήν Παναγία μας, μά δέν ἀπελπίζομαι. Πιστεύω στή μεσιτεία της. Μεγάλη ἡ μετάνοια. Θά μέ λυπηθεῖ ή μάνα μου ἡ Παναγιά, τό κουμάντο τοῦ τόπου μας, θά μέ περάσει γιά γουρούνι τοῦ περιβολιοῦ της καί θά μέ ὑποστηρίξει στό κριτήριο τοῦ Υἱοῦ της».
Τόλμησα καί τόν ρώτησα ἐνώπιον μιᾶς ὁμάδας φοιτητῶν καί μοναχῶν, πού μέ ἀκολουθοῦσαν στήν ἐπίσκεψή μου στόν Γέροντα:
«Γιατί γουρούνι Γέροντα;»
«Ἄ, δέν τό ξέρεις; Στό Ἰβήρων, μιά φορά στά κτητορικά κάποιοι πατέρες τό παράκαναν καί ἤπιαν λίγο παραπάνω στήν Τράπεζα καί φεύγοντας στή συνέχεια γιά τά Κελλιά τους μπερδεύτηκαν στό δρόμο καί ἔπεσαν στό ρέμα ἀπό ὅπου δέν μποροῦσαν νά βγοῦν μέσα ἀπό τό βοῦρκο καί ἑπόμενο ἦταν νά πνιγοῦν. Ὅμως ἡ Κυρία τοῦ τόπου ἐμφανίζεται στόν Πορτάρη λέγοντάς του· “σήκω γρήγορα καί στεῖλε ἀνθρώπους πιό πάνω στό ρέμα, διότι τά γουρουνάκια μου ἔχουν πέσει μέσα καί κοντεύουν νά πνιγοῦν”.
Αὐτοῦ ἐλπίζω καί ἐγώ γιά τή σωτηρία μου.
Ἀνεπανάληπτος ὁ παππούς, γνήσιος μοναχός, παραδοσιακός, φέρων στούς ὤμους του γνήσια τήν σήμερα κακοποιημένη παράδοση τῆς ὀρθοδοξίας μας.
Τά λόγια του θύμιζαν Γεροντικό. Γι’ αὐτό πάντοτε, ὅταν ἔμπαινα στό Ὄρος μέ φοιτητάς καί νέους ἀνθρώπους τόν ἐπισκεπτόμεθα καί μετά τήν προσκύνησή μας στά σεβάσματα τοῦ Ἱεροῦ Κελλίου του, καθόμασταν στήν καταπληκτική σέ θέα ἀπλωταριά καί προκαλώντας την συζήτηση μᾶς ἄρχιζε τίς διηγήσεις του γιά τόν ἱερό τόπο, γιά τήν Παναγία Μητέρα μας, γιά τούς ὁσίους Πατέρες, γιά τούς παλιούς γεροντάδες, γιά τήν μετάνοια, γιά ὅσα ἔζησε 70 χρόνια στό Περιβόλι Της, τόν κατεξοχήν αὐτόν ἱερό τόπο τῆς προσευχῆς καί τῆς μετανοίας.
Οἱ ἀκροατές του ἔμεναν κατάπληκτοι γιά τό ἀφτιασίδωτο τῶν λόγων του καθώς δέν εἴχε σαβουάρ βίβρ.
Καί ὅταν τελειώναμε τοῦ φιλούσαμε τό χέρι καί μᾶς κατευόδωνε μέ εὐχές ἀτέλειωτες.
Φεύγαμε πολύ ἀναπαυμένοι, αἰσιόδοξοι καί θαροῦντες. Φθάνοντες στόν κατάλυμά μας ἀνοίγε ὅποιος εἶχε κάποιο βιβλίο ἀπό τούς Πατέρες καί διαβάζαμε τά ἀνεπανάληπτα κείμενά τους, πεπνυμένα διά τῆς πνοῆς τοῦ Παρακλήτου, τῆς θεωρίας καί τῆς πράξεως καί ἀναπαυόμασταν διπλά ὅταν αὐτά πού διαβάζαμε τά εἴχαμε πρίν λίγο δεῖ καί ἀκούσει στήν πράξη.
*******************
Διαβάζουμε στούς Πατέρας.
Ἀββᾶς Ἀπολλώς
Ἤτανε κάποιος ἀδελφός πολύ φημισμένος, πού τον πείραξε δυνατά ὁ δαίμονας τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας. Πήγε λοιπόν σέ ἕνα Γέροντα Πνευματικό καί τοῦ ἐξαγορεύθηκε τούς λογισμούς του.
Ἐκεῖνος μόλις τόν ἄκουσε, μη ξέροντας καλά τό ἔργο του, ἀγρίεψε καί ἔλεγε τό μοναχό ἄθλιο καί ἀνάξιο γιά τό μοναχικό σχῆμα ἀφοῦ δέχτηκε τέτοιους λογισμούς.
Ὅταν ἄκουσε αὐτά ο αδελφός ἀπελπίστηκε, ἄφησε τόν τόπο του καί πήρε τόν δρόμο νά ἐπιστρέψει στόν κόσμο.
Κατ’ οἰκονομία τοῦ Θεοῦ τόν συναντᾶ ὁ ἀββᾶς Ἀπολλώς, ὁ πιό σεβάσμιος μεταξύ τῶν Γερόντων. Ὅταν τόν εἶδε ταραγμένο καί πάρα πολύ σκυθρωπό, τόν ρώτησε:
“Παιδί μου, ποιά εἶναι ἡ αἰτία τῆς τόσης λύπης;”.
Αὐτός στήν ἀρχή ἀπό τήν πολλή ἀπογοήτευση δέν ἀποκρίθηκε.
Κατόπιν ὅμως, ἀφού τόν παρακάλεσε πολύ ὁ Ἀπολλώς, εἶπε τά βάσανα του:
“Τί νά σοῦ πῶ, Γέροντα μου. Μέ πειράζουν λογισμοί πολλές φορές σιχαμεροί καί ἐπιθυμίες κακές. Πῆγα λοιπόν καί τούς εἶπα στόν τάδε Γέροντα, και ὅπως μοῦ εἶπε, δέν ἔχω ἐλπίδα σωτηρίας. Ἀπελπίστηκα λοιπόν και πηγαίνω στον κόσμο. Ὅταν τ’ άκουσε αὐτά ὁ πατήρ Ἀπολλώς, τοῦ εἶπε πολλά παρηγορητικά λόγια καί συμβούλευε τόν ἀδελφό λέγοντας: “Μή σοῦ φαίνεται παράξενο, παιδί μου, καί μήν ἀπελπίζεσαι. Γιατί κί ἐγῶ σέ τέτοια ἡλικία πού βρίσκομαι μέ ἄσπρα μαλλιά, πολύ ἐνοχλοῦμαι ἀπό αὐτούς τούς λογισμούς . Μή χάνεις τό θᾶρρος σου γιά τό πύρωμα αὐτό τοῦ σώματος, αὐτό δέ θεραπεύεται τόσο μέ τήν ἀνθρώπινη ἐπιμέλεια, ὅσο μέ τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Κάνε μου λοιπόν τη χάρη, γιά μίαν ἡμέρα μονάχα, νά ξαναγυρίσεις στό Κελλί σου”.
Ἔτσι ἔκανε ὁ ἀδελφός.
Ἔφυγε κί ὁ ἀββᾶς Ἀπολλώς καί πῆγε στό κελλί τοῦ Γέροντα πού εἴχε ἀπελπίσει τὀν ἀδελφό.
Καί ἀφοῦ στάθηκε ἔξω, παρακάλεσε μέ δάκρυα τό Θεό, λέγοντας: “Κύριε, Σύ πού στέλνεις τούς πειρασμούς γιά τό συμφέρον μας, γύρισε τόν πόλεμο πού δοκίμασε ὁ ἀδελφός, σ’ αὐτόν τόν Γέροντα, γιά νά μάθει τώρα στά γηρατειά του μέ τήν πείρα, ὅσα δέν ἔμαθε τόσα χρόνια, γιά νά συμπάσχει καί νά συμπονᾶ ἐκείνους πού πολεμοῦνται”.
Μόλις τελείωσε τήν προσευχή, βλέπει ἕναν μαύρο νά στέκεται κοντά στό κελλί καί νά ρίχνει βέλη ἐναντίον τοῦ Γέροντα, ἀπό τά ὀποία αὐτός χτυπήθηκε καί ἀμέσως ἄρχισε νά στριφογυρνᾶ μέσα στό κελλί του.
Κί ἐπειδή δέν μποροῦσε πλέον νά ὑποφέρει μέσα στό κελλί του, βγήκε ἔξω καί τράβηξε κατά τόν κόσμο πάνω στόν ἴδιο δρόμο πού εἴχε πάει νωρίτερα καί ὁ ἄλλος αδελφός.
Ὁ ἀββάς Ἀπολλώς ἐννόησε τό συμβᾶν καί τόν συνάντησε καί τοῦ εἶπε:
“Ποῦ πηγαίνεις; Καί ποιά εἶναι ἡ αἰτία τῆς ταραχῆς πού σέ κατέχει;”.
Ἐννόησε αὐτός ὅτι φανερώθηκε τό πράγμα στόν ἁγιο ἀββᾶ, ἀλλά ἀπό τήν ντροπή του δέν ἔλεγε τίποτε. Καί τοῦ εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀπολλώς:
“Γύρισε στό κελλί σου καί στό ἐξής νά γνωρίζεις καλά τήν ἀσθένειά σου. Καί νά πιστεύεις ἤ ὅτι σέ ξέχασε ὁ διάβολος ἤ ὅτι σέ περιφρόνησε καί γι’ αὐτό δέν ἀξιώθηκες νά παλέψεις μαζί του. Τί λέω νά παλέψεις; Δέν μπόρεσες νά ὑποφέρεις ἐπίθεση τοῦ διαβόλου οὔτε γιά μιά ἡμέρα. Αὐτό σοῦ συνέβη ἐπειδή ὅταν δέχτηκες ἕνα νεώτερο ἀδελφό πού τόν πολεμοῦσε ὁ κοινός ἐχθρός, ἀντί νά τόν ἐνισχύσεις στόν ἀγώνα, ἐσύ τόν ἔριξες στήν ἀπελπισία, χωρίς νά λάβεις ὑπόψιν σου τό σοφό παράγγελμα πού λέει: “Γλύτωσε ἐκείνους πού ὁδηγούνται γιά νά θανατωθοῦν, καί μή λυπάσαι νά ἐξαγοράζεις ὅσους πηγαίνουν νά φονευθοῦν”.
Ἀλλά οὔτε τήν παραβολή τοῦ Σωτήρα μας πού λέει νά μήν συντρίβομε τό τσακισμένο καλάμι καί νά μή σβήνουμε τό φυτίλι πού καπνίζει ἀκόμη.
Ἐπειδή κανεῖς δέν θά μποροῦσε νά ὑπομείνει τίς ἐπιθέσεις τοῦ ἐχθροῦ, οὔτε καί νά σβήσει τό βρασμό τῆς φύσεως πού ζεματάει, ἄν ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ δέ φύλαγε τήν ἀνθρώπινη ἀσθένεια.
Λοιπόν ἀφοῦ ὁλοκληρώθηκε ἡ οἰκονομία αὐτή γιά τή σωτηρία σου, ἄς παρακαλέσουμε μαζί τό Θεό νά ἀποτραβήξει τή μάστιγα πού σοῦ ἦρθε.
Γιατί Αὐτός μᾶς κάνει νά πονοῦμε καί Αὐτός μᾶς θεραπεύει. Χτυπά καί μέ τά χέρια Του μᾶς γιατρεύει πάλι.
Ταπεινῶνει καί ἀνυψῶνει. Θανατῶνει καί δίνει ζωή. Κατεβάζει στόν Ἄδη καί ἀνεβάζει.
Ἀφοῦ εἶπε αὐτά ὁ ἀββᾶς Ἀπολλώς, προσευχήθηκε καί ἀμέσως τόν ἀπάλλαξε ἀπό τόν πόλεμο τῆς πορνείας καί τόν συμβούλεψε νά ζητᾶ ἀπό τόν Θεό νά τού δοθεῖ γλώσσα φωτισμένη πού νά λέει τά κατάλληλα λόγια ὅταν χρειαστεῖ.
Ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς
«Πῆγε κάποτε ὁ ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς σ᾿ ἕνα τόπο γιά νά γευματίση. Ἐκεῖ κατοικοῦσε κάποιος ἀδελφός μέ φήμη κακή. Συνέβη μάλιστα νά ἔλθη ἡ γυναίκα γιά τήν ὁποία τόν κατηγοροῦσαν καί νά μπῆ στό κελλί του. Τό ἔμαθαν αὐτό ὅσοι κατοικοῦσαν στήν περιοχή ἐκείνη, ταράχθηκαν καί συγκεντρώθηκαν γιά νά τόν διώξουν ἀπό τό κελλί. Καί ὅταν πληροφορήθηκαν ὅτι ὁ ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς βρίσκεται ἐκεῖ, πῆγαν καί τόν παρακάλεσαν νά ἔλθη μαζί τους. Μόλις τό ἔμαθε ὁ ἀδελφός πῆρε τήν γυναῖκα καί τήν ἔκρυψε μέσα σ᾿ ἕνα μεγάλο πιθάρι.Ὅταν ἔφθασε τό πλῆθος, ὁ Ἀββᾶς κατάλαβε τί συνέβη, ἀλλά γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σκέπασε τό πρᾶγμα. Μπῆκε μέσα, κάθησε ἐπάνω στό πιθάρι καί διέταξε νά ψάξουν τό κελλί.
Ἀφοῦ ἔψαξαν καί δέν βρῆκαν τήν γυναῖκα, τούς εἶπε:
«Τί ἔχετε νά πῆτε τώρα; Ὁ Θεός νά σᾶς συγχωρήση».
Καί ἀφοῦ προσευχήθηκε, τούς ἀπομάκρυνε ὅλους, ἔπιασε ἀπό τό χέρι τόν ἀδελφό καί τοῦ εἶπε:
«Ἀδελφέ, πρόσεχε τήν ψυχή σου».
Μετά ἀπό αὐτό ἀναχώρησε.
Ἀββᾶς Ποιμήν
Ἦλθε κάποτε ἀδελφός πρός τόν ἀββᾶ Ποιμένα καί τοῦ λέγει:
«Τί νά κάνω, πάτερ, πού θλίβομαι από τό λογισμό τῆς πορνείας; Πῆγα στόν ἀββᾶ Ἰβιστίωνα, καί μοῦ λέγει, δέν πρέπει νά τήν ἀφήσεις νά χρονίσει πάνω σου»
Τοῦ λέγει ὁ ἀββᾶς Ποιμήν:
«Ὁ ἀββᾶς Ἰβιστίων ἔχει πράξεις πού τόν άνεβάζουν ἐπάνω μέ τούς ἀγγέλους καί τοῦ ξεφεύγει ὅτι ἐγῶ κί ἐσύ εἴμαστε μέσα στήν πορνεία. Ἐάν κρατήσει ὁ μοναχός τήν κοιλιά καί τή γλώσσα καί τήν ἀναχώρηση, ἔχε θάρρος, δέν ἀποθνήσκει.
Δύο ἀδελφοί πήγαιναν στήν πόλη νά πουλήσουν τό ἐργόχειρο τους καί ὅταν ἔφθασαν ἐκεῖ πῆραν διαφορετικούς δρόμους, χωρίσθηκαν ὁ ἕνας ἀπό τόν ἅλλο καί ὁ ἕνας ἀπό αὐτούς ἔπεσε σέ πορνεία.
Μετά ἀπό λίγο ἦλθε ὁ ἀδελφός καί τοῦ εἶπε «ἀδελφέ, ἄς πᾶμε πίσω στό κελλί μας».
Ἀλλά αὐτός ἀπάντησε: «Δέν θά ἔλθω», καί ὁ ἄλλος ρώτησε: «Γιατί ἀδελφέ;» «Γιατί;» ἀπάντησε ἐκεῖνος, «ὅταν ἔφυγες ἐσύ, ἔπεσα σε πειρασμό καί ἁμάρτησα σαρκικά».
Ὅμως ὁ ἄλλος, πού ἤθελε νά τόν βοηθήσει πολύ ἄρχισε νά τοῦ λέει: «Τό ἴδιο συνέβη καί σέ ἐμένα, ὅταν χώρισα ἀπό ἐσένα ἔπεσα καί ἐγώ στήν πορνεία. Ἀλλά ἔλα νά πᾶμε καί νά προσπαθήσουμε νά μετανοήσουμε μέ ὅλη μας τή δύναμη καί ὁ Θεός θά μᾶς συγχωρήσει». Καί ἦλθαν πίσω στό μοναστήρι καί εἶπαν στούς Γέροντες τί τούς συνέβη καί ἐκείνοι τούς ἔβαλαν ἐπιτίμιο. Ἀλλά ὁ ἕνας ἔκανε τό ἐπιτίμιο ὄχι γιά τόν ἑαυτό του ἀλλά γιά τόν ἀδελφό του, σάν νά εἶχε ἁμαρτήσει αὐτός ὁ ἴδιος, καί ὁ Θεός, βλέποντας τήν ἀγάπη του καί τόν μόχθο του, ἀπεκάλυψε σέ ἕναν ἀπό τούς γέροντες ὅτι χάριν τῆς μεγάλης ἀγάπης αὐτοῦ τοῦ μοναχοῦ πού δέν εἶχε ἁμαρτήσει συγχώρησε καί ἐκεῖνον ποῦ ἁμάρτησε».
*******************
Τό τέλος τοῦ Γέροντα ὅσιακό, χαρούμενο, ἀναμενόμενο ἀπ’ αὐτόν.
Ἐφοδιασμένος μέ τά μυστήρια τῆς διά βίου μετανοίας, τοῦ ἱεροῦ εὐχελαῖου καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἄρχισε νά βλέπει φῶς καί τούς ἁγίους ἀγγέλους.
Αὐτή ἡ θεωρία τόν ἔκανε ἔμπλεο χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως.
Φώναξε τόν ὑποτακτικό του καί τόν εὐχήθηκε καί παρέδοσε τήν ὁσία ψυχή του εἰς Ἐκεῖνον, πού ἐκ νεανικῆς ἡλικίας ἀφιερώθηκε.
Ἡ κηδεία του ἁπλή, ἀπέρριτος, ἀθόρυβος, ὅπως συνηθίζεται στόν ἱερό τόπο τοῦ Ἄθωνος.
Ὁ ἐνταφιασμός του πίσω ἀπό τό ἱερό τοῦ νεοανεγερθέντος ναοῦ, τοῦ εἰς τό αὐτό κελλίον τελευτήσαντος ἱεροῦ διδασκάλου καί ὁσίου πατρός Νικοδήμου τοῦ Ναξίου. Ἀπό τήν πάγκαλον αὐτήν θέαν τοῦ τάφου του ἀτενίζει τήν ἀνατολή, ἀναμένων τήν κοινή ἀνάσταση, μιάς καί ὁ Κύριος κατά τίς ἀψευδεῖς ἐπαγγελίες Του, ἐξ ἀνατολῶν θά ἔλθη κατά τήν Δευτέραν Παρουσίαν του.
Αἰωνία σου ἡ μνήμη Γέροντα Νικόδημε.
Νά λές καί γιά μᾶς καμιά λέξη ἱκεσίας στόν Κύριο καί τήν Κυρία Θεοτόκο.
Καλήν ἀντάμωσιν εἰς τήν χώραν τῶν ζώντων.

Δευτέρα 12 Ιουνίου 2017

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΕΡΙΕΡΓΟ;;;

1. Δεν είναι περίεργο πώς ένα ποσό των 20 Ευρώ σας φαίνεται πολύ μεγάλο όταν το δίνετε στην εκκλησία, αλλά είναι μικρό όταν πηγαίνετε για ψώνια;

2. Δεν είναι περίεργο που 2 ώρες σας φαίνονται πολλές όταν είστε στην εκκλησία, ενώ σας φαίνονται λίγες όταν παρακολουθείτε μια καλή ταινία;

3. Δεν είναι περίεργο το ότι δεν βρίσκετε λόγια να πείτε όταν προσεύχεστε, αλλά δεν έχετε κανένα πρόβλημα όταν σκέφτεστε για ποιο πράγμα θα μιλήσετε με έναν φίλο;

4. Δεν είναι περίεργο το πόσο «δύσκολο» και «βαρετό» είναι να διαβαστεί ένα κεφάλαιο της Αγίας Γραφής, ενώ πόσο εύκολα διαβάζονται 100 σελίδες ενός δημοφιλούς μυθιστορήματος;

5. Δεν είναι περίεργο το ότι ο καθένας θέλει εισιτήρια για μπροστινές θέσεις σε συναυλίες και αγώνες, αλλά προτιμά να κάθεται στα τελευταία καθίσματα της εκκλησίας;

6. Δεν είναι περίεργο το ότι πρέπει να ξέρετε για μια εκδήλωση της εκκλησίας 2-3 εβδομάδες πριν από την ημέρα που θα γίνει, ώστε να μπορέσετε να την βάλετε στον προγραμματισμό σας, αλλά μπορείτε για άλλα γεγονότα να αποφασίσετε και την τελευταία στιγμή;

 7. Δεν είναι περίεργο το πόσο δύσκολο είναι να μάθετε κάτι που σχετίζεται με το Θεό, ώστε να το μοιραστείτε με άλλους, αλλά το πόσο εύκολο είναι να μάθετε, να καταλάβετε και να διαδώσετε ένα κουτσομπολιό;

 8. Δεν είναι περίεργο το ότι εύκολα πιστεύετε αυτά που γράφονται στα περιοδικά και στις εφημερίδες, αλλά από την άλλη αμφιβάλλετε για τα λόγια της Αγίας Γραφής;

9. Δεν είναι περίεργο πώς ο καθένας θέλει μια θέση στον ουρανό, αλλά δεν θέλει να πιστέψει, να κάνει ή να πει κάτι για να φθάσει εκεί;

10. Δεν είναι περίεργο το πως μπορείς να δυσανασχετείς για τα 15-20 λεπτά του κηρύγματος στην Θ.Λ. όταν μπορείς να κάθεσαι και να ακούς με αμείωτο ενδιαφέρον ανόητες ομιλίες πολιτικών και τηλεσαχλαμάρες για ώρες πολλές;

11. Δεν είναι περίεργο το πόσο εύκολα στέλνετε ανέκδοτα σε e-mails τα οποία προωθούνται δεξιά κι αριστερά, ενώ το σκέφτεστε διπλά όταν πρόκειται να στείλετε ένα μήνυμα για το Θεό;

Μήπως πρέπει να αναθεωρήσουμε κάποια πράγματα στη ζωή μας;
π.Ε.

Τρίτη 23 Μαΐου 2017

Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ

Ἐάν ἔχουμε ζήσει τή χαρά τῆς Πασχαλινῆς περιόδου, εἶναι σπάνιο νά μήν νιώσουμε ἕνα σφίξιμο στήν καρδιά, ὅταν ἔρχεται ἡ μέρα τῆς Ἀναλήψεως. Ξέρουμε πολύ καλά ὅτι εἶναι μία ἀπό τίς μεναλύτερες γιορτές τῆς Χριστιανοσύνης.  Κι ὅμως , μᾶς φαίνεται σάν ἀναχώρηση, σάν χωρισμός, ὅτι ὁ Κύριός μας δέν εἶναι πιά παρών μέ τόν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο. Οἱ μαθητές δέν ἀντέδρασαν ἔτσι. Θά μποροῦσε n λύπη νά τούς ἔχει καταβάλει, αὐτοί ὅμως ἀντιθέτως» ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ μετά χαρᾶς μεγάλnς» (Λούκ. 24:36-53).

Γιατί ἡ Ἀνάληψη χαροποιεῖ τούς χριστιανούς ;
Καταρχᾶς, διότι ἡ δόξα τοῦ Κυρίου μας εἶναι πολύτιμη γιά μᾶς. Ἡ Ἀνάληψη ὁλοκληρώνει τήν ἐπίγεια ἀποστολή Του.  Ὁλοκλήρωσε τό ἔργο πού Τοῦ ἀνάθεσε ὁ Πατήρ, καί πρός Αὐτόν τείνει τώρα μέ ὅλο τό εἶναι Του.  Σέ λίγο ὁ Πατέρας θά Τόν ὑποδεχθεῖ, ὅπως ἁρμόζει στή νίκη πού κέρδισε κατά τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου, μιά νίκη πού κατακτήθηκε μέ τόσο πόνο. Σέ λίγο θά δοξαστεῖ στόν οὐρανό. Ἡ δόξα καί ἡ ἐπιθυμία τοῦ Κυρίου μας πρέπει νά εἶναι σημαντικότερες γιά μᾶς ἀπό τήν «αἰσθητή παρηγοριᾶς» πού ἀντλοῦμε ἀπό τήν παρουσία Του. Ἅς μάθουμε νά ἀγαποῦμε τόσο τόν Κύριό μας, ὥστε νά χαιρόμαστε μέ τή δική Του χαρά.



Στή συνέχεια, ἡ Ἀνάληψη σηματοδοτεῖ τό γεγονός ὅτι ὁ Πατήρ ἀποδέχεται ὅλο τό λυτρωτικό ἔργο τοῦ Υἱοῦ. Ἡ Ἀνάσταση ἦταν τό πρῶτο ἐκτυφλωτικό σημεῖο αὐτῆς τῆς ἀποδοχῆς.  Ἡ Πεντηκοστή θά εἶναι τό τελικό. Ἡ νεφέλη πού σήμερα περιβάλλει τόν Ἰησοῦ καί ἀνεβαίνει μαζί Του στόν οὐρανό ἀντιπροσωπεύει τόν καπνό τοῦ ὁλοκαυτώματος πού ἀνεβαίνει ἀπό τό θυσιαστήριο πρός τόν Θεό. Ἡ θυσία ἔγινε δεκτή. Ὁ Πατήρ ὑποδέχεται τό Θύμα, ὅπου κοντά Του θά συνεχίσει νά προσφέρει αἰωνίως τή θυσία Του. Τό ἔργο τῆς σωτηρίας μας ὁλοκληρώθηκε.
Ὁ Ἰησοῦς δέν ἐπιστρέφει μόνος στόν Πατέρα. Εἶναι ὁ ἀσώματος Λόγος πού κατέβηκε καί ἔζησε μετά τῶν ἀνθρώπων.  Σήμερα εἶναι ὁ Λόγος πού ἐγένετο Σάρξ, ἀληθινός Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, πού εἰσέρχεται στή βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Φέρνει μαζί Του τήν ἀνθρώπινη φύση τήν ὁποία εἶχε ἐνδυθεῖ. Ἀνοίγει τίς πύλες τῆς Βασιλείας γιά τήν ἀνθρωπότητα . Κατακτοῦμε « μέσω πληρεξουσίου» τά ἐπουράνια ἀγαθά: «Ὄντας ἡμᾶς νεκρούς τοίς παραπτώμασι ... συνήγειρε καί συνεκάθισεν ἐν τοίs ἔπουρανιοις ἐν Χριστῷ 'Ιησού» . Ἐάν εἴμαστε πιστοί, προόρισε γιά μᾶς θέση στή Βασιλεία. Ἡ παρουσία μας ἐκεῖ εἶναι αὐτό πού ἐπιθυμεῖ καί περιμένει.
Ἡ Ἀνάληψη καθιστᾶ γιά μᾶς τή σκέψη τοῦ οὐρανοῦ περισσότερο παροῦσα καί ἐπίκαιρη. Σκεπτόμαστε ἄραγε ἀρκετά τή μόνιμη κατοικία μας;  Γιά τούς περισσότερους χριστιανούς, ἡ οὐράνια ζωή εἶναι κάτι σάν συμπλήρωμα τῆς ἐπίγειας. Κάτι σάν ὑστερόγραφο, σάν τό παράρτημα ἐνός βιβλίου, τοῦ ὁποίου τό κυρίως κείμενο ἔχει γραφτεῖ στή γῆ. Τό ἀντίθετο ὅμως εἶναι τό ἀληθινό. Ἡ ἐπίγεια ζωή μας δέν εἶναι παρά ὁ πρόλογος τοῦ βιβλίου. Ἡ ζωή στόν οὐρανό θά εἶναι τό κείμενο, καί τό κείμενο δέν θά ἔχει τέλος. Γιά νά χρησιμοποιήσουμε μία ἄλλη εἰκόνα, ἡ γήινη ζωή μας εἶναι μία σήραγγα-στενή, σκοτεινή καί πολύ σύντομη- πού ὁδηγεῖ σ΄ ἕνα ὑπέροχο καί ἡλιόλουστο τοπίο. Σκεπτόμαστε πάρα πολύ αὐτό πού εἶναι ἡ ζωή μας τώρα . Δέν σκεπτόμαστε ἀρκετά αὐτό πού θά εἶναι στό μέλλον : « Ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε... ἅ ἠτοίμασεν ὁ Θεός τοίς ἀγαπώσιν Αὐτόν».





Οἱ μαθητές, ἀφοῦ ἀποχωρίστηκαν τόν Ἰησοῦ, παρέμεναν πλήρεις ἐλπίδας, διότι ἤξεραν ὅτι θά τούς ἐδίδετο τό Πνεῦμα. Τούς παρήγγειλε «ἀπό Ἱεροσολύμων μή χωρίζεσθαι, ἀλλά περιμένειν τήν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρός...». Ἡ νεφέλη περιβάλλει τόν Ἰησοῦ ,ἀλλά δέν ἔχει πάρει ἀκόμη τό χρῶμα τῆς φλόγας τῆς Πεντηκοστῆς.  Ὁ Ἰησοῦς φεύγοντας μᾶς σταθεροποιεῖ σέ μία στάση, ὄχι λύπης ἀλλά χαρούμενης καί γεμάτης ἐμπιστοσύνη προσμονῆς .
«Καί ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογείν αὐτόν αὐτούς διέστη ἀπ' αὐτῶν καί ἀνεφέρετο εἰς τόν οὐρανόν. Καί αὐτοί προσκυνήσαντες αὐτόν ἐπέστρεψαν εἰς Ἱερoυσαλήμ μετά χαρᾶς μεγάλης.» Νά τί θά ἔπρεπε νά εἶναι γιά μᾶς ἡ γιορτή τῆς Ἀναλήψεως.  Ἐάν ὁ Ἰησούs ἀπομακρύνεται εὐλογώντας, κι ἄν ἐμεῖς Τόν προσκυνοῦμε γονατιστοί ἐνῶ ἀνεβαίνει, θά σηκωθοῦμε γεμάτοι μέ καινούργια δύναμη-καρπό τῆς εὐλογίας καί τῆς προσκύνησης- καί θά ἐπιστρέψουμε, ὅπως οἱ ἀπόστολοι, «μετά χαρᾶς μεγάλης».


Lev Gillet, (ἐνός Μοναχοῦ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας) ΠΑΣΧΑΛΙΝΗ ΚΑΤΑΝΥΞΗ, Ἔκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ, Ἀθήνα 2009, σ.124-128).

Δευτέρα 22 Μαΐου 2017

ΝΕΑΝΙΚΕΣ ΣΥΝΤΡΟΦΙΕΣ

Κάθε τέλος είναι η στιγμή μιας ολοκλήρωσης και η υπόσχεση ταυτόχρονα για κάτι καινούργιο. Έτσι βλέπουμε κάθε φορά το τέλος μιας κατηχητικής χρονιάς, γι’ αυτό και το γιορτάζουμε.
          Οι κατηχητές και οι κατηχήτριές μας ετοίμασαν μία έκπληξη για τα παιδιά και τους γονείς ως γιορτή λήξης των Νεανικών Κατηχητικών Συντροφιών μας για τη φετινή κατηχητική χρονιά.
          Δημιούργησαν ένα μεγάλο παιχνίδι με τον τίτλο ΄΄Διάλεξε έξυπνα, απάντησε σωστά΄΄, στο οποίο κανείς δεν θα ήταν απλός θεατής αλλ’ όλοι συμμετέχοντες (γονείς και παιδιά).
          Χωριστήκαμε σε ομάδες (γονείς, παιδιά και κατηχητές) και προσπαθήσαμε να μαζέψουμε πόντους πολλούς διαλέγοντας έξυπνα τα κουτιά με τους περισσότερους πόντους και απαντώντας σωστά στις ερωτήσεις που αυτά περιείχαν. Ερωτήσεις που κάλυπταν όλο το φάσμα της φετινής θεματολογίας των συνάξεών μας, αλλά και ερωτήσεις διασκεδαστικές, παντομίμας, αινιγμάτων και γρίφων και πολλές άλλες.
          Η γιορτή μάς συμπαρέσυρε και δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις τα παιδιά από τους ενήλικες· ίσως και γιατί κάθε γιορτή με ατμόσφαιρα Εκκλησίας μας βάζει όλους στην ηλικία του παιδιού μπροστά στην παρουσία της απόλαυσης του Πατέρα...
     Η νικητήρια ομάδα κέρδισε τα δώρα της, ενώ όλα τα παιδιά πήραν σαν αναμνηστικό της χρονιάς χειροποίητα σαπούνια που οι κατηχητές τους ετοίμασαν με αποτυπωμένο έμβλημα την αφίσα της φετινής μας γιορτής λήξης και άλλα μικρότερα μέσα σε χειροποίητη θήκη ποτηριού.
          Η γιορτή μας ολοκληρώθηκε με πολλή μουσική, χορό και κεράσματα για όλους και με την προσμονή της συνάντησής μας και πάλι τον Οκτώβρη...


Καλό καλοκαίρι σε όλους!!!














Παρασκευή 28 Απριλίου 2017

ΟΙ ΜΥΡΟΦΟΡΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

Το ευαγγέλιο της Κυριακής των Μυροφόρων αναφέρεται στη φροντίδα που έδειξαν για το θάνατο του Αθάνατου οι γυναίκες εκείνες που η διδασκαλία του Χριστού τους έδωσε ζωή.

Τότε «ελθών Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ευσχήμων βουλευτής, ως και αυτός ην προσδεχόμενος την βασιλείαν του Θεού, τολμήσας είσηλθεν προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού» (Μάρκ. ιε΄ 43). Υπήρχε κι άλλος ένας μεγάλος άνδρας που είχε έρθει από την Αριμαθαία στο όρος Εφραίμ. Αυτός ήταν ο προφήτης Σαμουήλ. Ο Ιωσήφ αναφέρεται κι από τους τέσσερις ευαγγελιστές, κυρίως σε όσα σχετίζονται με την ταφή του Κυρίου Ιησού. Ο Ιωάννης τον αποκαλεί κρυφό μαθητή του Ιησού (ιθ’ 38). Ο Λουκάς τον ονομάζει άνδρα «αγαθό και δίκαιο» (κγ’ 50), ο Ματθαίος πλούσιο (κζ’ 57). Ο ευαγγελιστής δεν ονομάζει πλούσιο τον Ιωσήφ από ματαιότητα, για να δείξει πως ο Κύριος ανάμεσα στους μαθητές Του είχε και πλούσιους, αλλά για να καταλάβουμε πως μπορούσε εκείνος να πάρει το σώμα του Ιησού από τον Πιλάτο. Ένας φτωχός και άσημος άνθρωπος δε θα ήταν δυνατό να πλησιάσει τον Πιλάτο, εκπρόσωπο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Ο Ιωσήφ ήταν πλούσιος ψυχικά. Είχε φόβο Θεού κι ανέμενε κι αυτός τη βασιλεία του Θεού. Εκτός όμως από τα ιδιαίτερα πνευματικά του χαρίσματα, ο Ιωσήφ ήταν και πλούσιος, άνθρωπος επιρροής. Ο Μάρκος κι ο Λουκάς τον ονομάζουν βουλευτή. Ήταν κι αυτός, όπως κι ο Νικόδημος, ένας από τους πρεσβύτερους του λαού. Όπως κι ο Νικόδημος επίσης, ήταν κι αυτός θαυμαστής και κρυφός μαθητής του Χριστού. Μπορεί οι δύο αυτοί άνδρες να ήταν κρυφοί οπαδοί της διδασκαλίας του Χριστού, ήταν έτοιμοι όμως να εκτεθούν στον κίνδυνο και να σταθούν κοντά Του. Ο Νικόδημος κάποτε ρώτησε κατά πρόσωπο τους πικρόχολους Ιουδαίους άρχοντες, όταν αναζητούσαν να σκοτώσουν τον Χριστό: «Μη ο νόμος ημών κρίνει τον άνθρωπον, εάν μη ακούση παρ’ αυτού πρότερον και γνω τί ποιεί;» (Iωάν. ζ’ 51).
Ο από Αριμαθαίας Ιωσήφ μπήκε σε μεγαλύτερο κίνδυνο όταν αποφάσισε να πάρει το σώμα του Κυρίου, την ώρα που οι στενοί μαθητές Του είχαν διασκορπιστεί, γιατί οι Ιουδαίοι λύκοι που δολοφόνησαν τον ποιμένα, ήταν έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να επιπέσουν και στο ποίμνιο. Το ότι αυτό που έκανε ο Ιωσήφ ήταν επικίνδυνο, το επισημαίνει ο ευαγγελιστής με τη λέξη «τολ¬μήσας». Ήθελε τότε κάτι παραπάνω από θάρρος. Ήθελε τόλμη το να παρουσιαστεί στον αντιπρόσωπο του Καίσαρα και να ζητήσει το σώμα του σταυρωμένου «κακούργου». Ο Ιωσήφ όμως, με τη μεγαλοσύνη της ψυχής του, απέβαλε το φόβο του κι απόδειξε πως ήταν πραγματικός μαθητής του Ιησού Χριστού.
«Ο δε Πιλάτος εθαύμασεν ει ήδη τέθνηκε, και προσκαλεσάμενος τον κεντυρίωνα επηρώτησεν αυτόν ει πά¬λαι απέθανε· και γνούς από του κεντυρίωνος εδωρήσατο το σώμα τω Ιωσήφ» (Μάρκ. ιε’ 44-45). Ο Πιλάτος ήταν καχύποπτος και επιφυλακτικός. Ήταν από τους κυβερνήτες που ασκούν την εξουσία τους με βία, όπως με βία την είχε αποσπάσει από άλλους. Δεν μπορούσε να πιστέψει ούτε λέξη ακόμα κι από ευγενείς ανθρώπους, όπως ο Ιωσήφ. Ίσως δυσκολευόταν πραγματικά να πιστέψει πως Εκείνος, που μόλις το προηγούμενο βράδυ είχε καταδικάσει σε σταυρικό θάνατο, είχε ήδη παραδώσει την τελευταία του πνοή στο σταυρό. Ο Πιλάτος αποδείχτηκε πως ήταν ένας γνήσιος αντιπρόσωπος της ρωμαϊκής τυπολατρείας. Ήταν πολύ πιο πρόθυμος να πιστέψει τον κεντυρίωνα, που τον είχε επιφορτίσει με το καθήκον να φρουρήσει το Γολγοθά, παρά έναν εξέχοντα πρεσβύτερο του λαού. Μόνο όταν ο κεντυρίων επιβεβαίωσε «επίσημα» την αναφορά του Ιωσήφ, θέλησε ο Πιλάτος να ικανοποιήσει το αίτημά του.
«Και αγοράσας σινδόνα και καθελών αυτόν ενείλησε τη σινδόνι και κατέθηκεν αυτόν εν μνημείω, ο ην λελατομημένον εκ πέτρας, και προσεκύλισε λίθον επί την θύραν του μνημείου» (Μάρκ. ιε’ 46-47). Άλλος ευαγγελιστής λέει πως αυτός ο τάφος ήταν του Ιωσήφ· «και εθηκεν αυτόν εν τω καινώ αυτού μνημείω» (Ματθ. κζ’ 60) – «εν ω ουδείς ανθρώπων ετέθη» (Ιωάν. ιθ’ 41). Όταν σταυρώνουμε το νου μας για τον κόσμο και τον ενταφιάζουμε σε μια αναγεννημένη καρδιά, σαν σε τάφο, τότε ο νους μας θα αναζωογονηθεί και θ’ αναγεννηθεί ολόκληρος ο εσωτερικός μας άνθρωπος.

Αποτέλεσμα εικόνας για Ο ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ


Ένας νέος τάφος, σφραγισμένος. Μια μεγάλη πέτρα στην είσοδο του τάφου κι ένας φύλακας να φρουρεί μπροστά στον τάφο. Τί σημαίνουν όλ’ αυτά; Όλα τους ήταν προληπτικά μέτρα, παρμένα με τη σοφία της πρόνοιας του Θεού. Έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο, θα σφραγίζονταν κι όλα τα στόματα εκείνων που θα τολμούσαν να ισχυριστούν πως ο Χριστός είτε δεν πέθανε είτε δεν αναστήθηκε είτε ότι έκλεψαν το σώμα Του. Αν ο Ιωσήφ δεν είχε ζητήσει το σώμα Του από τον Πιλάτο· αν ο κεντυρίων δεν είχε δώσει επίσημη διαβεβαίωση για το θάνατο του Χριστού· αν το σώμα δεν είχε ενταφιαστεί και σφραγιστεί με την παρουσία φίλων και εχθρών του Χριστού, ίσως να ισχυρίζονταν πολλοί πως ο Χριστός δεν είχε πεθάνει πραγματικά, αλλά είχε πέσει σε κώμα και μετά ανέκτησε τις αισθήσεις του. Κάτι τέτοιο υποστήριξαν τελευταία ο Σλαϊερμάχερ και κάποιοι προτεστάντες. Αν ο τάφος δεν είχε σφραγιστεί μ’ έναν ογκόλιθο κι αν δεν τον φύλαγαν φρουροί, ίσως παραδέχονταν πως ο Χριστός πέθανε κι ενταφιάστηκε, αλλά οι μαθητές του έκλεψαν το σώμα του από τον τάφο. Αν δεν ήταν καινούργιος ο τάφος, ίσως να υποστήριζαν πως δεν ήταν ο Χριστός αυτός που αναστήθηκε αλλά κάποιος άλλος νεκρός, που είχε ταφεί εκεί παλιότερα. Έτσι όλα τα προληπτικά μέτρα που πήραν οι Ιουδαίοι για να πνίξουν την αλήθεια, με την πρόνοια του Θεού βοήθησαν για να την καταδείξουν.
Ο Ιωσήφ πήρε το σώμα του Ιησού, «ενετύλιξεν αυτό σινδόνι καθαρά» (Ματθ. κζ’ 59) και το απόθεσε στον τάφο. Αν θέλουμε ν’ αναστηθεί μέσα μας ο Κύριος, πρέπει να τον διατηρούμε μέσα στο καθαρό και αγνό σώμα μας. Το καθαρό σεντόνι υποδηλώνει το καθαρό σώμα. Το σώμα που έχουν μολύνει οι κακίες και τα πάθη δεν είναι κατάλληλος τόπος για ν’ αναστηθεί εκ νεκρών και να ζήσει ο Κύριος.
Ό ευαγγελιστής Ιωάννης συμπληρώνει την εικόνα που δίνουν οι άλλοι ευαγγελιστές, λέγοντας πως στην ταφή του Χριστού ήρθε και ο Νικόδημος «φέρων μίγμα σμύρνης και αλόης ως λίτρας εκατόν, έλαβον ουν το σώμα του Ιησού και έδησαν αυτό εν οθονίοις μετά των αρωμάτων, καθώς έθος εστί τοις Ιουδαίοις ενταφιάζειν» (Ιωάν. ιθ’ 39-40).
Ευλογημένοι άνθρωποι! Πήραν το πανάγιο σώμα του Ιησού με τόλμη, στοργή και αγάπη και το απέθεσαν στο μνημείο. Τί υπέροχο παράδειγμα είναι αυτό σε όλους εκείνους που αγαπούν τον Κύριο! Και τί φοβερό κατηγορητήριο για τους ιερείς και τους λαϊκούς που ντρέπονται τον κόσμο και πλησιάζουν το άγιο ποτήριο απρόσεκτα, αδιάφορα και χωρίς αγάπη, για να κοινωνήσουν τα ζωοποιά τίμια δώρα, το πάντιμο σώμα και το αίμα του αναστημένου Κυρίου!
Ο Ιωσήφ κι ο Νικόδημος δεν ήταν μόνο φίλοι του Χριστού, που διαπίστωσαν με τα μάτια τους πως ο Ιησούς πέθανε κι ενταφιάστηκε. Η μέριμνα για το νεκρό Κύριο ήταν πράξη αγάπης για τον αγαπημένο τους Φίλο και Διδάσκαλο, αλλά και ανθρωπιστικό καθήκον προς Εκείνον που είχε υποφέρει για χάρη της δικαιοσύνης.

Αποτέλεσμα εικόνας για Ο ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ


Με θέα τον τάφο όμως βρίσκονταν και δύο ακόμα ψυχές που αγαπούσαν τον Κύριο και παρακολουθούσαν με μεγάλη προσοχή τις ενέργειες του Ιωσήφ και του Νικόδημου. Προετοιμάζονταν κι αυτές από την πλευρά τους για μια πράξη αγάπης προς τον Κύριο. Ήταν οι δύο μυροφόρες γυναίκες: η Μαρία η Μαγδαληνή κι η Μαρία, η μητέρα του Ιωσή.
«Η δε Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία Ιωσή εθεώρουν που τίθεται. Και διαγενομένου του σαββάτου Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου και Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα ίνα ελθούσαι αλείψωσιν αυτόν» (Μάρκ. ιε’47, ιστ’ 1).
Πρώτα αναφέρονται δύο γυναίκες κι έπειτα τρεις. Δύο ήταν οι, μάρτυρες για όλα όσα έγιναν στο Γολγοθά, που είδαν τους κρυφούς μαθητές του Χριστού να κατεβάζουν το νεκρό σώμα Του από το σταυρό. Μετά είδαν όλα όσα έκαναν στο νεκρό σώμα και, αυτό που τις ενδιέφερε περισσότερο, είδαν τον τάφο όπου τον τοποθέτησαν. Αλήθεια, πόση χαρά θα ένιωθαν αν μπορούσαν να τρέξουν και να βοηθήσουν τον Ιωσήφ και το Νικόδημο για να ξεπλύνουν το άγιο σώμα Του από τα αίματα, να καθαρίσουν τις πληγές Του, να ισιώσουν τα μαλλιά Του, να σταυρώσουν τα χέρια Του, να δέσουν το μαντήλι γύρω από το κεφάλι Του και να τυλίξουν όλο το σώμα Του με το σεντόνι! Όμως ούτε το έθιμο ούτε κι ο νόμος επέτρεπε να το κάνουν αυτό μαζί με άνδρες. Γι’ αυτό και θα πήγαιναν αργότερα να τα κάνουν όλα μόνες τους, και κυρίως για ν’ αλείψουν τον Κύριο με αρώματα. Μαζί τους αργότερα θα πήγαινε κι η τρίτη μυροφόρα, η φίλη τους. Το Πνεύμα του Χριστού τις έδεσε όλες με φιλία.
Ποιές ήταν οι γυναίκες αυτές; Τη Μαρία τη Μαγδαληνή την ξέρουμε. Ήταν η Μαρία εκείνη που ο Κύριος τη θεράπευσε, της έβγαλε επτά δαιμόνια από μέσα της. Η Μαρία του Ιωσή κι η Μαρία του Ιακώβου, όπως λένε οι πατέρες, ήταν ένα και το αυτό πρόσωπο. Η Σαλώμη ήταν σύζυγος του Ζεβεδαίου, η μητέρα των αποστόλων Ιακώβου και Ιωάννη.
Τί μεγάλη διαφορά υπάρχει ανάμεσα στις γυναίκες αυτές και στην Εύα! Αυτές έτρεξαν από αγάπη για να υπακούσουν το νεκρό Κύριο, ενώ η Εύα δεν έκανε υπακοή στον Ζώντα Κύριο! Εκείνες φάνηκαν υπάκουες στο Γολγοθά, στον τόπο του εγκλήματος, της κακίας και της αιματοχυσίας, ενώ η Εύα έκανε παρακοή μέσα στον παράδεισο!
«Και λίαν πρωί της μιας σαββάτων έρχονται επί το μνημείον, ανατείλαντος του ηλίου» (Μάρκ. ιστ’ 2). Σ’ αυτό, ότι δηλαδή ήταν η πρώτη μέρα τής εβδομάδας όταν αναστήθηκε ο Κύριος, η επόμενη μέρα του σαββά¬του, συμφωνούν όλοι οι ευαγγελιστές. Ο Μάρκος το ξεκαθαρίζει καλύτερα: «και διαγενομένου του σαββά-του…» (Μάρκ. ιστ’ 1), αφού είχε περάσει το σάββατο. Όλοι οι ευαγγελιστές συμφωνούν πως ο Κύριος αναστήθηκε πολύ πρωί την Κυριακή. Συμφωνούν επίσης πως οι γυναίκες πήγαν στον τάφο του Κυρίου πολύ νωρίς το πρωί. Ο Μάρκος στο ευαγγέλιό του φαίνεται πως το γεγονός αυτό το μεταφέρει λίγο αργότερα, γιατί λέει ανατείλαντος του ηλίου.

Αποτέλεσμα εικόνας για οι μυροφόρες γυναίκες

Είναι πολύ πιθανό οι γυναίκες να πήγαν στον τάφο αρκετές φορές, τόσο από αγάπη για το νεκρό Κύριο, όσο κι από φόβο, μήπως οι εχθροί Του έρθουν και βεβηλώσουν τον τάφο και το ίδιο Του το σώμα.   Όπως λέει ο Ιερώνυμος στο σχόλιό του στο κατά Ματθαίον, «πηγαινοέρχονταν με ανυπομονησία, δεν ήθελαν ν’ απομακρυνθούν για πολύ από τον τάφο του Κυρίου». Ίσως εδώ ο Μάρκος να μη μιλάει για τον αισθητό ήλιο αλλά για τον ίδιο τον Κύριο, σύμφωνα με τα λόγια του προφήτη, «και ανατελεί υμίν… ήλιος δικαιοσύνης» (Μαλαχ. Δ΄ 2), αναφερόμενος στο Μεσσία. Ο Ήλιος της Δικαιοσύνης είχε ήδη αναστηθεί εκ νεκρών την πρωινή ώρα που οι μυροφόρες πήγαν στον τάφο. Όπως ο Ήλιος αυτός έλαμψε πολύ προτού δημιουργηθεί ο αισθητός ήλιος, έτσι και τώρα, στη δεύτερη δημιουργία, στην αναγέννηση του κόσμου, έλαμψε στην ανθρώπινη ιστορία προτού ανατείλει στη γη ο αισθητός ήλιος.
«Καί ελεγον πρός εαυτάς· τίς αποκυλίσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου;» (Μάρκ. ιστ’ 3). Καθώς οι μυροφόρες γυναίκες ανέβαιναν προς το Γολγοθά, συζητούσαν μεταξύ τους το πρόβλημα αυτό. Ποιός θα κυλίσει τη βαριά πέτρα από τη θύρα του μνημείου; Όλα έδειχναν πως δεν περίμεναν κάτι αναπάντεχο. Τα γυναικεία χέρια δεν ήταν δυνατά για να σπρώξουν τη βαριά πέτρα και να ελευθερώσουν την είσοδο του μνημείου. Κι ο λίθος ήταν μέγας σφόδρα.

Αποτέλεσμα εικόνας για οι μυροφόρες γυναίκες


Καημένες γυναίκες! Δεν θυμήθηκαν πως το έργο που πήγαιναν με τόσο ζήλο και σπουδή να κάνουν στον τάφο, είχε ήδη συντελεστεί όσο ζούσε ο Κύριος. Στο δείπνο που παρέθεσε στον Κύριο στη Βηθανία ο Σίμων ο λεπρός, κάποια γυναίκα έχυσε στο κεφάλι του Χριστού ένα πολύτιμο μύρο. Ο παντογνώστης Κύριος είπε τότε για τη γυναίκα αυτή: «Βαλούσα γαρ αύτη το μύρον τούτο επί του σώματος μου, προς το ενταφιάσαι με εποίησεν» (Ματθ. κστ’ 12). Προγνώριζε με ακρίβεια ότι το σώμα Του δε θα δεχόταν κανένα άλλο άρωμα στο θάνατό Του. Ίσως διερωτηθείς: Γιατί τότε η πρόνοια του Θεού άφησε τις αφοσιωμένες αυτές γυναίκες ν’ απογοητευτούν τόσο πολύ; Πήγαν ν’ αγοράσουν το πολύτιμο μύρο, ήρθαν φοβισμένες μέσα στη νύχτα στο μνημείο και στο τέλος να μην εκτελέσουν το καθήκον αυτό, που με τόση αγάπη και θυσία είχαν προετοιμάσει; Μήπως όμως η θεία αυτή πρόνοια δεν αποζημίωσε τις προσπάθειές τους μ’ έναν ασύγκριτα πλουσιότερο τρόπο κι αντί να δουν νεκρό τον Κύριο τον είδαν ζωντανό;
«Και αναβλέψασαι θεωρούσιν ότι αποκεκυλισται ο λίθος· ην γαρ μέγας σφόδρα, και εισελθούσαι εις το μνημείον είδον νεανίσκον καθήμενον εν τοις δεξιοίς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, και εξεθαμβήθησαν» (Μάρκ. ιστ’ 4-5). Όταν ο Μωυσής έφτασε με το λαό του στην Ερυθρά Θάλασσα, αντιμετώπισε μια δυσκολία, ένα μεγάλο πρόβλημα. Πώς θα άνοιγε δρόμο στη θάλασσα, εκεί που δεν υπήρχε; Μόλις όμως κραύγασε για βοήθεια στο Θεό η θάλασσα χώρισε στα δύο κι ο δρόμος άνοιξε. Το ίδιο έγινε τώρα με τις Μυροφόρες. Προβληματισμένες πολύ έντονα για το ποιός θα κυλίσει τη μεγάλη πέτρα, κοίταξαν και είδαν «ότι αποκεκύλισται ο λίθος». Η πέτρα είχε μετακινηθεί κι εκείνες μπήκαν αμέσως μέσα στο μνημείο. Μα πού πήγαν οι στρατιώτες που φρουρούσαν τον τάφο; Αυτοί δεν αποτελούσαν μεγαλύτερο εμπόδιο για να μπουν στο μνημείο, από τη βαριά πέτρα; Εκείνη την ώρα οι φρουροί είτε κείτονταν στη γη μισοπεθαμένοι από το φόβο, είτε είχαν δραπετεύσει προς την πόλη για να διηγηθούν με τρεμάμενη φωνή στους ανθρώπους αυτά που από την εποχή του Αδάμ ως τότε δεν είχαν ακούσει ανθρώπινα αυτιά. Δεν υπήρχε κανένας στο μνημείο για να τις εμποδίσει, κανένας και τίποτα στην είσοδο. Υπήρχε κάποιος όμως μέσα στο μνημείο. Κάποιος που το πρόσωπό του ήταν «ως αστραπή και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών» (Ματθ. κη’ 3). Ήταν ένας νέος άνδρας. Ήταν πραγματικά άγγελος του Θεού. Οι γυναίκες φοβήθηκαν κι έπεσαν με το πρόσωπο στη γη. Είναι φοβερό να βλέπει κανείς τη μορφή ενός ουράνιου αγγελιαφόρου του Θεού, εκείνου που έφερε τις πιό υπερφυσικές και χαρμόσυνες ειδήσεις στη γη, από τότε που ο πεσμένος άνθρωπος άρχισε να περιπλανιέται μακριά από τον παράδεισο. Ο Ματθαίος λέει πως ο άγγελος καθόταν πάνω στην πέτρα που είχε κυλίσει από τη θύρα του μνημείου, ενώ ο Μάρκος πως ο άγγελος ήταν μέσα στο μνημείο. Το γεγονός αυτό όμως δεν έχει καμιά αντίθεση. Ίσως οι γυναίκες είδαν πρώτα τον άγγελο πάνω στην πέτρα κι έπειτα άκουσαν τη φωνή του μέσα στο μνημείο. Ο άγγελος δεν είναι κάτι υλικό και ακίνητο. Μπορεί να εμφανιστεί οποιαδήποτε στιγμή και οπουδήποτε. Το γεγονός ότι ο Λουκάς αναφέρει δύο αγγέλους, ενώ ο Ματθαίος κι ο Μάρκος έναν, δεν πρέπει να φέρει σε σύγχυση τους πιστούς. Όταν γεννήθηκε ο Κύριος στη Βηθλεέμ, ένας άγγελος εμφανίστηκε ξαφνικά στους ποιμένες κι εκείνοι «εφοβήθησαν φόβον μέγαν» (Λουκ. β’ 9), Πολύ σύντομα μετά, «εξαίφ¬νης εγένετο συν τω αγγέλω πλήθος στρατιάς ουρανίου αινούντων τον Θεόν» (Λουκ. β’ 13). Στην ανάσταση του Κυρίου στο Γολγοθά ίσως παρευρίσκονταν λεγεώνες αγγέλων του Θεού. Γιατί πρέπει να εκπλαγούμε αν οι Μυροφόρες είδαν τη μια φορά έναν άγγελο και την άλλη δύο;
«Ο δε λέγει αυταίς· μη εκθαμβείσθε· Ίησοϋν ζη¬τείτε τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένον ηγέρθη, ουκ εστίν ώδε· ίδε ο τόπος όπου ΄έθηκαν αυτόν, αλλ’ υπάγε¬τε, είπατε τοις μαθηταίς αυτού και τω Πέτρω ότι προ¬άγει υμάς εις την Γαλιλαίαν εκεί αυτόν οφεσθε, καθώς είπεν υμίν» (Μάρκ. ιστ’ 6-8).

Αποτέλεσμα εικόνας για αγγελοσ


Ο αστραπόμορφος άγγελος του Θεού φροντίζει πρώτα να ηρεμήσει τις γυναίκες από το φόβο και τον τρόμο τους. Ήθελε να τις προετοιμάσει για τα καταπληκτικά νέα της Ανάστασης του Κυρίου. Η πρώτη έκπληξη για τις γυναίκες ήταν όταν είδαν το μνημείο ανοιχτό. Μετά η έκπληξή τους μεταβλήθηκε σε τρόμο όταν, αντί για Εκείνον που γύρευαν, είδαν αυτόν που δεν περίμεναν.
Ο άγγελος είπε στις γυναίκες με σιγουριά: Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένον. Γιατί μίλησε έτσι; Για να τις στερήσει από κάθε αμφιβολία και σύγχυση για Εκείνον που είχε αναστηθεί. Ο άγγελος μιλάει πολύ συγκεκριμένα τόσο για τις ίδιες τις γυναίκες όσο και για τις μελλούμενες γενιές. Με την ίδια πρόθεση ο άγγελος τους δείχνει το καινό μνημείο. «Ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν». Αυτό που είπε ο άγγελος ήταν πλεονασμός. Οι γυναίκες είχαν δει οι ίδιες με τα μάτια τους αυτό που τους είπε ο άγγελος. Δε γινόταν το ίδιο όμως με τους λοιπούς ανθρώπους, γι’ αυτούς που επίσης ο Κύριος πέθανε κι αναστήθηκε. «Ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε». Ο ουράνιος αγγελιαφόρος πρόφερε με τον πιό απλό τρόπο την συγκλονιστικότερη είδηση που ακούστηκε ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία. «Ηγέρθη, ουκ εστίν ώδε». Για τις αθάνατες χορείες των αγγέλων η συγκλονιστικότερη είδηση ήταν ο θάνατος του Κυρίου, όχι η ανά¬στασή Του. Για τους ανθρώπους τα πράγματα ήταν αντίθετα.
Μετά απ’ αυτό ο άγγελος είπε στις γυναίκες να μεταφέρουν τη χαρμόσυνη είδηση «στους αποστόλους και τω Πέτρω». Γιατί και τω Πέτρω; Σίγουρα επειδή ο Πέτρος ένιωθε περισσότερο ταραγμένος από τους άλλους μαθητές. Η συνείδησή του πρέπει να τον ενοχλούσε επειδή πρόδωσε τρεις φορές τον Κύριο και στο τέλος έφυγε μακριά Του. Η αφοσίωση του ευαγγελιστή Ιωάννη, που μαζί με τον Πέτρο ήταν οι πιό στενοί μαθητές του Κυρίου, θα πρέπει να έκανε πιό ευαίσθητη τη συνείδηση του Πέτρου. Ο Ιωάννης δεν είχε φύγει. Παρέμεινε κάτω από το σταυρό του σταυρωμένου Κυρίου του. Κοντολογίς, ο Πέτρος πρέπει να ένιωθε προδότης του Κυρίου και θα αισθανόταν άβολα στη συντροφιά των αποστόλων, κυρίως μπροστά στην Παναγία Μητέρα Του. Η πίστη του Πέτρου δεν φάνηκε σταθερή σαν πέτρα. Η διστακτικότητα κι η δειλία του τον έκαναν να νιώθει περιφρονημένος στα ίδια του τα μάτια. Είχε ανάγκη να σταθεί ξανά στα πόδια του, ν’ ανακτήσει την υπόληψή του ως άνθρωπος και ως απόστολος. Ο Κύριος, που αγαπά ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, ακριβώς αυτό έκανε τώρα. Αυτός είναι ο λόγος που ο άγγελος έκανε ειδική αναφορά στον Πέτρο.

Αποτέλεσμα εικόνας για αγγελοσ

Γιατί ο άγγελος μίλησε για την εμφάνιση του Κυρίου στη Γαλιλαία κι όχι για τις άλλες εμφανίσεις Του στην Ιερουσαλήμ και στα περίχωρα, που θα γίνονταν νωρίτερα; «Εκεί αυτόν όψεσθε, καθώς είπεν υμίν». Γιατί η Γαλιλαία ήταν περισσότερο ειδωλολατρική κι όχι ισραηλιτική περιοχή. Η θέληση του Κυρίου λοιπόν ήταν να εμφανιστεί εκεί για να δείξει στους μαθητές το δρόμο του ευαγγελίου Του, το βασικό χώρο όπου έπρεπε να δραστηριοποιηθούν για να ιδρύσουν την Εκκλησία του Θεού. Κι άλλος ένας λόγος ήταν επειδή στη Γαλιλαία θα ένιωθαν ελεύθεροι, όχι όπως στην Ιερουσαλήμ που ζούσαν με φόβο. Όχι στο σκοτάδι ή στο μεσόφωτο, αλλά στο φως της ημέρας, για να μην πει κανείς πως ο φόβος έχει μεγάλα μάτια, πως οι μαθητές είδαν ζωντανό τον Κύριό τους στην Ιερουσαλήμ πάνω στον πανικό τους και με την πίεση του φόβου τους. Και τελικά ο άγγελος του Θεού μίλησε για την εμφάνιση του Κυρίου στη Γαλιλαία χωρίς ν’ αναφέρει τίποτα για τις εμφανίσεις Του στην Ιερουσαλήμ, για ν’ αφαιρέσει τα όπλα από τα χέρια των απίστων, που διαφορετικά θα ισχυρίζονταν πως οι απόστολοι είχαν δει κάποιο φάντασμα, επειδή περίμεναν με μεγάλη ψυχική αγωνία να τον δουν. Λέει ο Νικηφόρος: «Γιατί ο άγγελος μι¬λάει ειδικά για την εμφάνισή Του στη Γαλιλαία; Επειδή η εμφάνιση αυτή ήταν η πιό σπουδαία. Εκεί ο Κύριος δεν εμφανίστηκε σε κάποιο σπίτι με κλειδωμένες τις πόρτες, άλλα σ’ ένα βουνό, ορατός από όλους. Οι μαθητές με το που τον είδαν εκεί τον προσκύνησαν. Εκεί παρουσιάστηκε δυναμικά μπροστά τους και τους αποκάλυψε για την εξουσία που του έδωσε ο Πατέρας Του. «Εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης» (Ματθ. κη’ 18). «Μετά το εγερθήναί με προάξω υμάς εις τήν Γαλιλαίαν» (Μάρκ. ιδ’ 28), είχε πει ο Κύριος. Ως νικητής, δηλαδή, θα προπορευτώ στον ειδωλολατρικό κόσμο και σεις θα με ακολουθήσετε. Οπουδήποτε κι αν σας οδηγήσει το Πνεύμα για να κηρύξετε, κοιτάξτε Με, θα βρίσκομαι μπροστά σας. Θα προπορεύομαι για να σας ανοίγω το δρόμο.
«Και εξελθούσαι εφυγον από του μνημείου· είχε δε αυτάς τρόμος και έκστασις, και ουδενί ουδέν είπον εκφοβούντο γαρ» (Μάρκ. ιστ’ 8). Οι Μυροφόρες τα είχαν χάσει. Πού βρίσκονταν, στον ουρανό ή στη γη; Με ποιόν μιλούσαν; Τί άκουσαν; Τέτοια πράγματα ούτε στον ύπνο τους δεν τα βλέπουν οι άνθρωποι. Μα αυτό που βλέπουν και ακούν τώρα δεν είναι όνειρο, είναι αληθινό. Απ’ όλα όσα έγιναν, προκύπτει πως ζούσαν μια πραγματικότητα.
Τί ευλογημένος είναι ο φόβος κι ο τρόμος που νιώθει ο άνθρωπος όταν βλέπει ανοιγμένους τους ουρανούς, όταν ακούει μια χαρούμενη φωνή από την αληθινή, αθάνατη και ποθεινή πατρίδα του! Δεν είναι μικρό πράγμα να δεις έναν αθάνατο άγγελο του Θεού, ούτε ν’ ακούσεις μια φωνή που βγαίνει από αθάνατα χείλη. Πιό εύκολα αντέχεις να δεις το πρόσωπο και ν’ ακούσεις τον ορυμαγδό ολόκληρου του φθαρτού σύμπαντος, παρά να δεις το πρόσωπο και ν’ ακούσεις τη φωνή κάποιου αθάνατου όντος που δημιουργήθηκε πριν από το σύμπαν, που το κάλλος του είναι ασύγκριτα ανώτερο από την ανοιξιάτικη αυγή. Όταν ο προφήτης Δανιήλ, ο άνθρωπος του Θεού, άκουσε τη φωνή του αγγέλου, μονολόγησε: «Ουχ υπελείφθη εν εμοί ισχύς, και η δόξα μου μετεστράφη εις διαφθοράν, και ουχ εκράτησα ισχύος… ήμην κατανενυγμένος, και το πρόσωπόν μου επί την γην» (Δανιήλ, ι’ 8,9).
Πώς λοιπόν να μην τις πιάσει φόβος και τρόμος τις αδύναμες γυναίκες; Πώς να μη φύγουν γρήγορα από το μνημείο; Πώς θα μπορούσαν ν’ ανοίξουν το στόμα τους και να μιλήσουν; Με τί λόγια να πουν αυτά που είδαν; Κύριε, η δόξα Σου είναι ανέκφραστη! Εμείς οι θνητοί άνθρωποι ευκολότερα μπορούμε να την εκφράσουμε με τη σιωπή και τα δάκρυα μας παρά με λόγια.
«Και ουδενί ουδέν είπον εφοβούντο γαρ». Δεν είπαν τίποτα στο δρόμο, σε κανέναν. Δε μίλησαν σε κανέναν από τους εχθρούς του Χριστού, σ’ εκείνους που έχυσαν το αίμα Του, ούτε σ’ ολόκληρη την Ιερουσαλήμ που συμφώνησε μαζί τους. Μίλησαν όμως στους αποστόλους, ούτε τόλμησαν μα ούτε και μπορούσαν να μην τους πουν τα νέα, αφού έτσι τις πρόσταξε ο αθάνατος άγγελος. Πώς μπορούσαν να μην εκτελέσουν την εντολή του Θεού; Είναι σαφές λοιπόν, πως οι γυναίκες μίλησαν σ’ εκείνους που έπρεπε (βλ. Λουκ. κδ’ 10)· και πως δεν είπαν τίποτα σ’ αυτούς που δεν έπρεπε, τους οποίους φοβούνταν.
Έτσι τέλειωσε η επίσκεψη που έκαναν οι Μυροφόρες γυναίκες στο μνημείο του Χριστού το πρωί της Ανάστασης. Τα φτωχά τους μύρα, που σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν για να συντηρήσουν από τη φθορά Εκείνον που τηρεί τους ουρανούς από τον αφανισμό, να μυρώσουν Αυτόν που χαρίζει στους ουρανούς το άρωμά Του, έμειναν στα χέρια τους.
Κύριε, είσαι το μόνο άρωμα της ανθρώπινης ύπαρξης στην ιστορία του. Πόσο πλούσια και θαυμαστά αποζημιώνεις τις αφοσιωμένες ψυχές που δεν σε ξέχασαν νεκρό μέσα στο μνήμα Σου!
Έκανες τις Μυροφόρες γυναίκες φορείς του αγγέλματος της Ανάστασης και της δόξας Σου. Δεν έχρισαν το νεκρό Σου σώμα· Εσύ έχρισες τις ζωντανές ψυχές τους με το μύρο της χαράς. Εκείνες που θρηνούσαν το νεκρό Κύριο, έγιναν χελιδόνια της καινούργιας άνοιξης, άγιοι στην ουράνια βασιλεία Σου.
Αναστημένε Κύριε, με τις προσευχές τους ελέησέ μας, σώσε μας, ώστε να σε δοξάζουμε μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα τώρα και πάντα και τους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Αναστάσεως ημέρα», ομιλίες Γ΄, Αθήνα 2011, σ. 64-82)
Επιμέλεια άρθρου Αρχιμ. Ειρηναίος