Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2020

Το θαύμα «των λελυτρωμένων»:Ψαλμός 106ος!

<< 28 καi ἐκέκραξαν πρόςς Κύριον ἐν τῷ θλίβεσθαι αὐτούς, κα ἐκ τῶν ἀναγκῶν αὐτῶν ἐξήγαγεν αυτούς 29 καὶ ἐπέταξε τῇ καταιγίδι, καί ἔστη εἰς αὔραν, καὶ ἐσίγησαν τὰ κύματα αὐτῆς· 30 καὶ εὐφράνθησαν, ὅτι ἡσύχασαν, κα  ὡδήγησεν αὐτύς ἐπί λιμένα θελήματος αὐτοῦ>>. (Ps.106.)

Σήμερα πού ο χριστιανικός κόσμος τής Δύσης δοκιμάζει πικρούς τούς καρπούς τής δικής του αποστασίας, τώρα πού μετρά μία-μία τις πληγές τής διαφθοράς του — με τούς πρώτους τη τάξει εντός του κοινωνικού του χώρου συχνά ν'  αποστρέφονται το λόγο Του kαι ν΄ ασεβούν στον κανόνα της αγάπης πού Εκείνος όρισε — Και υψώνει αυτάρεσκα το ανάστημά του, είναι τόσο επίκαιρος ο 106ος ψαλμός, αλλά kαι οδηγητικός γιa
επιστροφή στο θείο λιμάνι!
Ο 106ος Ψαλμός, πού χαρακτηρίζεται  ως «μεγάλης ωραιότητας σύνθεσις»  έχει γραφεί μετά το τέλος της αιχμαλωσίας στους Βαβυλωνίους. Στο κείμενο του Ψαλμού κινούνται αλλεπάλληλα τα εναλλασσόμενα κύματα τής θλιβερής ζωής, στην οποία οδήγησε τον λαό του Θεού η εθελούσια απάρνηση κάθε γόνιμης σχέσης  με το θέλημά Του, και τής καινούργιας ζωής, στην οποία τον ανέστησε ή αμεταμέλητη θεία εyσπλαχνία, όταν κραύγασε προς Αυτόν.
Ο Ψαλμωδός καλεί σ΄ ευφροσύνη κι εξομολογητική δοξολογία «τούς λελυτρωμένους  ὑπό Κυρίου, οὓς ἐλυτρώσατο ἐκ χειρός ἐχθροῦ.», πού τούς σκόρπισε εδώ κι εκεί. Τώρα ο Κύριος τούς συγκεντρώνει από την ανατολή και τη δύση, από τον βορρά και τη θάλασσα.
"Ένας κόσμος ανέστιος, πού πλανιέται στην (ψηφιακή;) έρημο, σε γη άνυδρη, και αναζητάει χωρίς να βρίσκει το δρόμο του γυρισμού στη δική του χώρα. Πείνα και δίψα και απόγνωση έχει. Ή ψυχή τους αφανισμένη. 
Και ξάφνου μέσα στις μυλόπετρες πού τούς συνέθλιβαν, έβγαλαν κραυγή προς τον Κύριο. Και το θαύμα έγινε. Τούς αποδέσμευσε απ΄ τά δεινά τους Και πάνω απ΄ όλα ο ίδιος ο Κύριος τούς έδειξε τον ευθύ Και γρήγορο δρόμο γιο νά βρούνε την δική τους πόλη. Τώρα ας ψάλουν από καρδιάς τά ελέη Του Και τά θαυμαστά έργα Του στους υιούς των ανθρώπων. Γιατί είναι Αυτός πού χόρτασε την άδεια ψυχή τους Και πεινασμένη, τη γέμισε με τα αγαθά. Πριν κάθονταν στο σκοτάδι, στή σκιά του θανάτου, κυ­ριευμένοι από φτώχεια Και αιχμάλωτοι, γιατί αποστραφήκαν τά λόγια του Θεού. Και τα έβαλαν μέ το θέλημα του Υψίστου.
Το αποτέλεσμα ήταν να γονατίσει ή καρδιά τους από τον κόπο. Εξαντλήθηκαν Και δεν βρισκόταν κανένας να τούς βοηθήσει. 
Κραύγασαν τότε προς τον Κύριο Και τούς έσωσε Και έσπασε τις αλυσίδες, πού ήταν δεμένοι, Και σύντριψε τις χάλκινες πύλες τής φυλακής Και τούς σιδερένιους μοχλούς τούς θρυμμάτισε.  
Άπλωσε το χέρι Του και έπιασε το δικό τους, καθώς πορεύονταν στο δρόμο της ανομίας τους, γιατί εξαιτίας των αστοχιών τους ταπεινώθηκαν. Και έστειλε το Λόγο Του Και τούς γιάτρεψε Και τούς απάλλαξε από τα κακά πού τούς έφθειραν. Άς ομολογήσουν δοξολογικά τα ελέη Του στους υιούς των ανθρώπων Και άς κάνουν ευχαριστήριες θυσίες στη Χάρη Του Και άς διαλαλήσουν τα έργα Του μ’  αγαλλίαση για τη λύτρωση τους.
 Ή ψυχή τους
έλιωνε μέσα στη δυστυχία. Ταράχτηκαν, παραπατούσαν δπως ο μεθυσμένος, Και όλη ή σοφία τους στέγνωσε , και εξαφανίστηκε — « καὶ πᾶσα ἡ σοφία αὐτῶν κατεπόθη»(στίχ. 27). 
Και μέσα στη θλίψη τους έβγαλαν σπαρακτική φωνή. Και ο Κύριος διέταξε την καταιγίδα Και έγινε αύρα Και τα κύματά της σιώπησαν. Και γέμισαν ευφροσύνη, γιατί ησύχασαν. Και τούς οδήγησε στο λιμάνι τού θελήματος Του.
Έφερε ποτάμια στην έρημο. Και ορμητικά νερά στην ξέρα. Και έκανε καρποφόρα τη γη πού είχε γίνει αλμυρή και άγονη εξαιτίας της κακίας των ανθρώπων πού την κατοικούσαν. Και έβαλε εκεί να κατοικήσουν οι πεινασμένοι. Και αυτοί οργάνωσαν πόλεις γιά διαμονή. “Έσπειραν αγρούς . Και εμφύτευσαν αμπελώνες Και χάρηκαν με τα γεννήματα τους. Και τούς ευλόγησε Και αυξήθηκαν πολύ, πού άλλοτε είχαν λιγοστέψει. Και είχαν ταλαιπωρηθεί από τη στενοχώρια Και την οδύνη. Και βοήθησε το φτωχό λαό  να βγει από τή φτώχεια του και την κατάπτωσή  του. Και έκανε τις γενιές τους σαν κοπάδια ειρηνικών προβάτων.
Αυτή την πραγματικότητα άραγε θα την βλέπουν οι ευθείς και δίκαιοι και θά γεμίζουν μ΄ ευφροσύνη;  Και κάθε ανομία νικημένη θα φράξει το στόμα της;  

Και διερωτάται, κατακλείοντας,  ο Ψαλμωδός: Ποιος τάχα θα σταθεί ως σοφός, ώστε να διδαχθεί από αυτά και νά εννοήσει τα ελέη τού Κυρίου;

Και ο λαός μας, πού μοιάζει να φτάνει — μιμούμενος απάνθρωπα ήθη — στα πρόθυρα μιας παράξενης γι’ αυτόν παρακμής, με διαψευσμένες τις ελπίδες στον ρωμαλέο εαυτό του, στους άρχοντες, κι έχοντας σκορπισμένα τα παιδιά του σ’ όλα τά πλάτη τής γης, αγγίζοντας υψωμένους τοίχους, και φθάνοντας σέ οδυνηρά αδιέξοδα, κάποτε με τριγμούς στην πατροπαράδοτη πίστη, είθε σ’ αυτή μέσα τήν περίσταση να υψώσει κραυγή ικεσίας στον Κύριο και Θεό του, γιά να χαρεί κι αυτός το θαύμα «των λελυτρωμένων».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου