Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2022

« Χριστός ἀναδείκνυται, ὁ Θεός ἐπιφαίνεται».

Ο χρόνος «τρέχει» ασυγκράτητα, όπως το νερό κυλάει ανυπόταχτο από τούς καταρράχτες και με ορμή αφήνεται στον κατήφορο. στο πέρασμά του συμπαρασύρει ο,τι βρεθεί αντιμέτωπο και το οδηγεί στην αιχμαλωσία τής δικής του πορείας.

Έτσι γε­γονότα, πού συχνά συγκλονίζουν την καθημερινότητα και οικοδομούν τα κύτταρα τής ιστορίας, λειτουργούν, όπως ο καμβάς στο εργόχειρο.    

Αποτυπώνουν τα «σημεία των καιρών»· χρωματίζουν την ποιοτική της σύνθεση· αποκρυπτογραφούν και σηματοδοτούν την ένταση, την έκταση και την εσωτερική της βαρύτητα: υποδεικνύουν την ελπίδα ή τον ασύντακτο απελπισμό στις ράχες των οποίων στηρί­ζεται η ζωή και ο άνθρωπος· η ευτυχία και η αποτυχία του.

Φανερώνουν την απουσία τού μέτρου- τής λογικής και τής ευπρέπειας και μέσα από το αχειροποίητο σκηνικό τής φρίκης δείχνουν την μετριότητα· την κρίση και την υποτί­μηση τού «βασιλέα τής δημιουργίας» ανθρώπου.

Το μελάνι παραμένει νωπό κι οι καρδιές αισθάνονται τούς ανήσυχους παλμούς τού έντρομου ρίγους για το αδύ­ναμο· το ανώφελο και το επικίνδυνο τής ανθρώπινης ύπαρ­ξης σαν «φω­νή ύδάτων πολλών» τροφοδοτεί με φθοροποιό αγωνία· αβεβαιότητα και ανησυχία τις ταλαιπωρημένες καρδιές.

'Όλοι δε εκείνοι, πού διαθέτουν την εσωτερική αντοχή να φιλοσοφούν και να ψηλαφούν τα γεγονότα, αντικρίζουν την αξιολογική απογύμνωση τού ανθρώπου· τον ποι­οτικό ευτελισμό τού πολιτιστικού μας συστήματος και την δραματική εκτροπή των κοινωνιών προς ποικίλες μορφές αδιεξόδων.

Ενώ στο θλιβερό της ακροζύγισμα αισθάνο­νται πνιγηρή την αιχμαλωσία της από υλιστικές αρχές και συστήματα, τα όποια με απολυτότητα και αφηνιασμό ψα­λιδίζουν φονικά τις καρδιές· σβήνουν τούς παλμούς των συνειδήσεων και αποσυντονίζουν την μεταξύ των ανθρώπων επικοινωνία.

Για να μετατρέπεται το «περισπούδαστο τού Θεού ζώον» (Γρηγόριος Θεολόγος), ο άνθρωπος σ’«άχρηστο πάθος» και «ζώο πού κατασκευάζει εργαλεία».

Σ’ αυτή την οριακή περίοδο τής ζωής τού ανθρώπου και τού κόσμου η ’Εκκλησία θα μάς καλέσει σε μία ελπιδοφόρα υπέρβαση. Και με τον ζωηφόρο παιάνα « Χριστὸς ἀναδείκνυται, ὁ Θεὸς ἐπιφαίνεταιi» θα μάς ανασύρει από την φονική πτώση· θα μάς προσφέρει την βεβαιότητα της αναγέννησης μέσα από την δυνατότητα τής πολυδύναμης αντίστασης.

Η εορτή των Θεοφανίων ή της Βάπτισης κατά παρόμοιο τρόπο προς τα Χριστούγεννα σηματοδοτεί την παρέμβαση του θείου, αϊδίου και αιωνίου μέσα στην κτίση.

Η επιρροή της καθίσταται ευεργετική, διότι αγιάζεται και ανακαινίζεται όχι μόνο το υδάτινο στοιχείο, αλλά όλη η κτιστή φύση που περιβάλλει τον άνθρωπο.

Κάτι που αποτελεί ανάμνηση της περασμένης αρμονικής ένωσης του ανθρώπου, του Θεού και της φύση στην Εδέμ, καθώς και την πρόγευση της πληρότητας και τελειότητας του μέλλοντος αιώνος.

«Θεός έφανερώθη εν σαρκί» (Α' Τιμ. 3,16) <<δι᾽ οὗ ἡμεῖς τήν ῥέουσαν, τοῦ βίου διαπερῶμεν διάβασιν >>, θα διασαλ­πίσει στον νυσταγμένο πνευματικά και αλλοτριωμένο ποι­οτικά κόσμο μας κομίζοντας ταυτόχρονα την αδιαπραγμάτευτη βεβαιότητα μιας αμάραντης και ανόθευτης ελπίδας: τής Θέωσης του ανθρώπου, σαν ευλογημένη συνέχεια τής Σάρκωσης του Θεού.

Ό Χριστός «Εαυτόν εκένωσεν μορφήν δούλου λαβών (Φιλ. 2,7) προκειμένου να ξυπνήσει τις υπνωτισμένες από το ναρκωτικό του εφησυχασμού, και της ιδιοτέλειας υπάρξεις· ν’ αναστήσει τις πεσμένες από το βά­ρος του εγωισμού καρδιές και να συνδέσει τούς πάντες με την ελευθερογόνο δύναμη τής αγάπης Του, οδηγώντας τους στην χαριτόβρυτη αγκαλιά Του.

Ή παρουσία του Χριστού στον κόσμο δεν έγινε προκει­μένου ν’ ακουστεί μία ακόμη διδασκαλία· ένας ακόμη λό­γος ελπίδας και ζωής, ο πιο ολοκληρωμένα τέλειος και τέ­λεια ζωηφόρος.

Ο Κύριοςii «ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη, καὶ γνόφος ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτοῦ»και έφτασε στην αιμοστάζουσα γή των ανθρώπων, για να προσφέρει σ’ όλους εκείνους, πού ταπεινά τον αποδέχονται, την αιωνιότητα τής παρουσίας Του.

Ό άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ακροβατώντας στα ένθεα υψίπεδα τής αλήθειας τού παράδοξου και θαυμα­στού γεγονότος τής Σάρκωσης τού Θεού, θα σημειώσει: «Πόσο αξιοθαύμαστη είναι η ένωση αυτού τού Θεού μέ τον άνθρωπο! Πόσο παράδοξη ανάμιξη! ’Εκείνος πού υπάρχει δημιουργείται. Εκείνος πού πλουτίζει τούς άλλους, γίνεται πτωχός. Ό πλήρης κενούται. Κενούται από την δόξα Του, για να γευθώ εγώ από την πληρότητά Του».

Η σύντομη αφήγηση των ευαγγελιστών σχετικά με τα γεγονότα εκείνης της κρίσιμης ημέρας εμβαθύνεται και εμπλουτίζεται στα πατερικά συγγράμματα.

Έτσι, ο Γρηγόριος Αντιοχείας, ερμηνεύοντας τη φράση «Οὗτος ἐστίν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα», διευρύνει και παριστάνει το πραγματικό της υπόβαθρο, το μυστήριο της ενσάρκωσης του Λόγου: «Οὗτος ἐστὶν ὁ πρὸ αἰώνων των αἰώνων ἐξ ἐμοῦ γεννηθεὶς, οὐ κτισθεὶς»iii.

Ο Χριστός, ο οποίος καθιστά τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο αποτελεί και ένα σύμβολο της κατά χάριν θεότητας, την οποία ο άνθρωπος είναι σε θέση να επιτύχει καταβάλλοντας την απαραίτητη προσπάθεια: «Οὗτος ἐστὶν ὁ την ἐμὴν θεότητα χαρακτηρίζων ἐν εἀυτῷ».

Αν και ο συγκεκριμένος πανηγυρικός λόγος συντέθηκε μετά τον τελικό χωρισμό των δυο εορτών (κατά τον 6ο αι.) κι όπως προκύπτει από τον τίτλο του θα έπρεπε να μιλάει για το Βάπτισμα, ένα σημαντικό μέρος του αφιερώνεται στα Χριστούγεννα.

Υπογραμμίζεται και πάλι το προαιώνιο (ὑπερχρόνιον) γεγονός της Γέννησης του Υιού: «Μυστικὸν το ὑπερχρόνιον γέννημα, χρόνος οὐκ οἴδεν τῆς γεννήσεως το μυστήριον οὔπω γὰρ ἧν ἄγγελοι ταύτην οὐκ ἴσασιν· ὕστερον γὰρ αὐτῆς γεγόνασιν»iv.

Το χριστιανικό βάπτισμα συνδυάζει με μυστικό τρόπο το υλικό και το άυλο. το υλικό στοιχείο είναι το νερό (ἐγὼ μὲν βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι, Ματθ. 3,11), ενώ το άυλο αποτελεί το ίδιο το Άγιο Πνεύμα (αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ και πυρί, Ματθ. 3,11).

Η επαφή του ανθρώπου με αυτό το «ὕδωρ το ζῶν» γίνεται απαραίτητη προϋπόθεση της κοινωνίας του με το Θεό στον μέλλοντα αιώνα: «Εἰ δὲ Θεὸς δι’ ὕδατος και Πνεύματος ἁγίου μετὰ την τῆς κολυμβήθρας αναγέννησιν γίνεται, εὐρίσκεται και συγκληρονόμος Χριστοῦ μετὰ την ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν»v.

Πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση κάνει ο ίδιος λόγος σχετικά με την φύση του ύδατος του βαπτίσματος. Το κτιστό νερό ενώνοντας με το Άγιο Πνεύμα έρχεται σε επαφή με την ‘’υπερχρονιότητά’’ Του και μεταμορφώνεται στο αρχαίο «ὕδωρ ζῶν».

«Τοῦτο δὲ ἐστιν το ὕδωρ το Πνεύματι κοινωνοῦν, δι’οὗ παράδεισος ποτίζεται», «Τοῦτο δὲ ἐστιν το Πνεῦμα, το ἀπ’ ἀρχῆς ἐπιφερόμενον ἐπάνω των ὑδάτων· δι’ οὗ κόσμος κινεῖται, δι’οὗ κτίσις ἵσταται και τα σύμπαντα ζωογονεῖται»vi.

Πολύ σημαντική πηγή που ρίχνει φως στη χριστιανική κατανόηση των Θεοφανίων και του δόγματος περί της Αγίας Τριάδας και των σχέσεων που ενώνουν τα Πρόσωπά της είναι οι εορταστικοί λόγοι του Γρηγορίου του Θεολόγου.

Τον λόγο του που αφιερώνεται στα Χριστούγεννα έχουμε σχολιάσει επί τροχάδην στο προηγούμενο κεφάλαιο της μελέτης μας.

Αξίζει να προσθέσουμε μερικές ενδιαφέρουσες ιδέες που διατυπώνει ο άγιος Γρηγόριος σχετικά με το γεγονός της Βάπτισης.

Ο άγ.Γρηγόριος διακρίνει τρεις γεννήσεις του ανθρώπου, τις οποίες υφίσταται και ο Θεάνθρωπος Χριστός κατά την επίγεια πορεία του: σωματική γέννηση ή ενσάρκωση, η Βάπτιση και η Ανάστασηvii.

Αυτό φυσικά δεν σημαίνει, ότι η φύση Του υπέστη αλλαγές. Το ομοούσιον και το προαιώνιο Του επισημαίνεται απ’ όλους τους Πατέρες.


Η Βάπτιση ως η δεύτερη γέννηση και του Χριστού
, και του ανθρώπου συμβολίζει την ολοκλήρωση και καθίσταται πρόγευση και αναπαράσταση της μελλοντικής δόξας του Βασιλείου του θεού: «Ἡ στάσις, ἣν αὐτίκα στήσῃ μετὰ το βάπτισμα πρὸ τοῦ μεγάλου βήματος, τῆς ἐκεῖθεν δόξης ἐστὶ προχάραγμα»viii.

Αποτελεί δηλαδή για τον άνθρωπο μια μοναδική ευκαιρία μέσω του μυστηρίου να προσεγγίσει και να αγγίξει την αιωνιότητα.

Επίσης, σύμφωνα με τον Γρηγόριο, η εορτή των Θεοφανίων, που περιλαμβάνει και τα Χριστούγεννα, είναι κοινή τόσο για τα αόρατα πλάσματα όσο και για την κτίση.

Η ιδέα αυτή εντοπίζεται σε πολλούς πανηγυρικούς λόγους και φαίνεται ότι συχνά προστίθεται ως κοινός τόπος και ρητορικός καλλωπισμός.

Όμως ο Γρηγόριος Θεολόγος βλέπει σ’ αυτόν τον συνεορτασμό και σ’ εκείνη την από κοινού αγαλλίαση την φιλανθρωπία τους: «Ἔστω κοινὴ πανήγυρις οὐρανίων και ἐπιγείων δυνάμεων. Πείθομαι γὰρ κἀκείνας συναγάλλεσθαι και συμπανηγυρίζειν σήμερον· εἴπερ εἰσὶ φιλάνθρωποι και φιλόθεοι»ix.

Παρόμοια άποψη εκφράζει και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος στον λόγο Εἰς το ἅγιον βάπτισμα. Την εποχή του Χρυσόστομου ο οριστικός διαχωρισμός των εορτών είχε επιτευχθεί.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το πρώτο μέρος του έργου, στο οποίο ο άγιος απευθύνεται στο ποίμνιο του, αποδοκιμάζοντας την αμέλειά τους, την έλλειψη ευαισθησίας και συνειδητοποίησης του γεγονότος: «Δάκνομαι και ὀδυνῶμαι την ψυχὴν, ὅτι τοσαῦτα τεκοῦσα τέκνα ἡ Ἐκκλησία, οὐ καθ᾿ ἑκάστην σύναξιν ἀπολαύειν αὐτῶν δύναται, ἀλλ᾿ ἐν ἑορτῇ μόνον»x, « Ὅτι μὲν οὖν Ἐπιφάνεια ἡ παροῦσα λέγεται ἑορτὴ, δῆλόν ἐστι πᾶσι· τίς δέ ἐστιν ἡ ἐπιφάνεια αὕτη, και πότερον μία τίς ἐστιν ἢ δύο, τοῦτο οὐκ ἔτι ἴσασιν· ὅπερ ἐσχάτης αἰσχύνης ἂν εἴη και πολλοῦ τοῦ καταγέλωτος, καθ᾿ ἕκαστον ἐνιαυτὸν την ἑορτὴν ταύτην ἄγοντας, την ὑπόθεσιν αὐτῆς ἀγνοεῖν»xi.

Τα παραπάνω μαρτυρούν, ότι στην συνείδηση των χριστιανών της εποχής είχε ήδη καθιερωθεί η συσχέτιση της εορτής και της συγκεκριμένης ημερομηνίας, με αποτέλεσμα να αλλοιωθεί η στάση των πιστών απέναντι στο εορταζόμενο γεγονός.

Σε αυτή την τυπική προσέγγιση και συναισθηματική απομάκρυνσή ασκεί έντονη κριτική ο Χρυσόστομος.

Με σκοπό την πνευματική αφύπνιση του ποιμνίου του, ο άγιος διατυπώνει τη σκέψη του περί των δυο Επιφανειών.

Την πρώτη Επιφάνεια, δηλαδή την ιστορική φανέρωση της Αγίας Τριάδας, ο Χρυσόστομος ονομάζει «παρούσα», αν και αυτή έγινε στο μακρινό παρελθόν. Αυτό και πάλι φανερώνει, ότι όλα τα ιστορικά γεγονότα της Θείας Ιστορίας καθίστανται συνεχώς παρόντα μέσα στην Εκκλησία και βιώνονται από τα συνειδητά μέλη της.

Η δεύτερη Επιφάνεια, η «μέλλουσα» είναι η Δευτέρα παρουσία του Χριστού την ημέρα της Κρίσεως, που θα ανοίξει την εντελώς καινούργια σελίδα στην ιστορία της ανθρωπότητας: «μία μὲν ἡ παροῦσα αὕτη και γενομένη, δευτέρα δὲ ἡ μέλλουσα και κατὰ την συντέλειαν ἐνδόξως γενησομένη»xii.

Μπορούμε να υποθέσουμε, ότι σύμφωνα με την ιδέα του Χρυσοστόμου, για έναν συνειδητό χριστιανό όλη η ιστορική πορεία της Εκκλησίας συνιστά ένα συνεχές παρόν.

Στη σκέψη του αγίου Αυγουστίνου, το παρόν χαρακτηρίζει μόνο την αιώνια και θεία ύπαρξη, ενώ ο ανθρώπινος κτιστός χρόνος αποτελεί αδιάκοπη εναλλαγή του παρελθόντος και του μέλλοντος.

Αυτό όμως δεν χαρακτηρίζει την Λατρεία της Εκκλησίας. τα καθοριστικά γεγονότα του παρελθόντος δεν λησμονούνται, αλλά συνεχώς παρίστανται στη μυστηριακή και λατρευτική ζωή της. τα μελλοντικά, αν και δεν έχουν υλοποιηθεί, υπάρχουν ήδη στο παρόν στην μορφή της γνώσης μας περί αυτών, την οποίαν λάβαμε μέσω των αποκαλύψεων.

Ό Ιησούς Σαρκώθηκε για να Θεώσει. Αυτή την αντίληψη των εορτών ο Χρυσόστομος καλεί να υιοθετήσει το ποίμνιο του, διότι είναι η μόνη πρέπουσα στάση απέναντι στα γεγονότα της Γραφής.

Έκτοτε παραμέ­νει στα μυστικά διάσελα τού κόσμου και την αιχμηρή κρί­ση τής ιστορίας. Εκείνος, πού ταπεινά προβάλλει- μυστικά δείχνει- μυστηριακά απλώνει και διαχρονικά διαποτίζει τον άνθρωπο, τα ανθρώπινα και την δημιουργία με την αγιασμένη ευλογία τής αγάπης Του.

Παραχώρησε το Τίμιο και Άχραντο Σώμα Του, την ’Εκκλησία, προκειμένου να λειτουργεί στους αιώνες, σαν ζωηφόρο αναγεννητικό και μεταμορφωτικό κύτταρο ζωής και ελπίδας- αναστάσεως και ελευθερίας τού ανθρώπου και «σύμπαντος κόσμου».

Πόσο εκφραστικά ζωντανός και λυτρωτικά αληθινός είναι ο λόγος του Άγ. Γρηγορίου Νύσσης: «Ό φανερωθείς Λόγος, γι’ αυτό έσμιξε τον Εαυτό του με τη θνητή φύση των ανθρώπων, για να συναποθεωθεί το ανθρώπινο μέσω τής κοινωνίας με τη θεότητα».

Από τότε μέσα στη ζωή και τη δράση τής Εκκλησίας ο άνθρωπος σπρώχνεται προς την ελευθερία- κινείται προς την λύτρωση· πορεύεται προς την αφθαρσία.

Με τον σταθερό προσωπικό του αγώνα και την Χάρη τού Αγίου Πνεύματος οδηγείται στην αιωνιότη­τα. Έτσι ζει την θαυμαστή κοινωνία με την Χάρη τού Χρι­στού και ταυτόχρονα διασώζει από την αλόγιστη φθορά το σώμα του.

Διασώζει, ορθοφρονεί, προβληματίζεται τολμη­ρά και ελεύθερα, για να διασωθεί από την αγριότητα και την λεηλασία τής άρνησης στο θέλημα τής Σαρκωμένης Αγάπης και την διαλυτική αστοχία.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

i Στιχηρὰ Προσόμοια Προεόρτια

ii Βασιλειών Β' , 22,10.

iiiΓρηγορίου Ἀντιοχείας, Λόγος εἰς το Βάπτισμα τοῦ Κυρίου, J.P.MIGNE PG 88, 1872D.

ivΓρηγορίου Ἀντιοχείας, Λόγος εἰς το Βάπτισμα, J.P.MIGNE PG 88, 1873D.

vἹππολύτου Πόρτου, Λόγος εἰς τα ἅγια Θεοφάνια, J.P.MIGNE PG 10, 860Α.

viἹππολύτου Πόρτου, Λόγος εἰς τα ἅγια Θεοφάνια, J.P.MIGNE PG 10, 860C-D.

viiΓρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος Μ’ Εἰς το ἅγιον βάπτισμα, J.P.MIGNE PG 36, 361B (360-423).

viiiΓρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος Μ’ Εἰς το ἅγιον βάπτισμα, J.P.MIGNE PG 36, 423.

ixΓρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Εἰς τα Θεοφάνια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, J.P.MIGNE PG 36, 332Α.

xἸωάννου τοῦ Χρυσοστομου, Λόγος εἰς το ἅγιον βάπτισμα, J.P.MIGNE PG 49, 363.

xiἸωάννου τοῦ Χρυσοστομου, Λόγος εἰς το ἅγιον βάπτισμα, J.P.MIGNE PG 49, 365.

xiiἸωάννου τοῦ Χρυσοστομου, Λόγος εἰς το ἅγιον βάπτισμα, J.P.MIGNE PG 49, 365.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου