Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2022

''Η πατρίδα μου ήταν το σπίτι μου. Οι δικοί μου'' (ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΜΙΚΗΣ).

 ''Δεν έχω απολύτως κανένα δικαίωμα και κανένα απολύτως μέσον να υπερασπιστώ τον εαυτό μου και τα μέλη της οικογενείας μου από τις αυθαιρεσίες της εξουσίας, εκτός φυσικά από την σθεναρή μας απόφαση να θυσιάσουμε κάθε στιγμή ακόμα και τη φυσική μας υπόσταση προκειμένου να κρατήσουμε ψηλά την τιμή και τα ιδανικά μας...Μόλις βγω έξω συνοδεύομαι παντού από δύο φρουρούς. Δεν έχω δικαίωμα να μιλώ σε κανέναν. Όποιος με χαιρετήσει κινδυνεύει, τον καλούν στον Σταθμό και τον ανακρίνουν. Άλλους τους ψάχνουν, ακόμα και γυναίκες έχουν γδύσει. Στην αρχή ήμουν ελεύθερος να βγαίνω από το σπίτι όλο το 24ωρο όμως αργότερα με περιόρισαν 20 ώρες κλεισμένος μέσα και 4 έξω. Λίγο πριν το Πάσχα μ΄έκλεισαν 22 ώρες το 24ωρο, τώρα ξανά έχω δικαίωμα να βγαίνω 2 ώρες το πρωί και 2 το απόγευμα....Ζούσαμε μ’ έναν ακαθόριστο φόβο''.(ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΜΙΚΗΣ, Ζάτουνα 23 Απριλίου 1969)

<<Πρίν ξανασκύψω στα έργα εκείνης της εποχής, θά ’θελα να μιλήσω για τα «πνευματικά γεγονότα» που, όπως και τα άλλα, τα, πώς να τα πω, «καθημερινά» ή «ιστορικά», με έκαναν αυτόν που είμαι. 

    Ο άνθρωπος είναι αυτό που ζει και αυτό που σκέφτεται. Ο άνθρωπος είναι οι άλλοι που συναντά και τα βιβλία που διαβάζει. Ο πατριωτισμός μου ειδικά ήταν ο πατέρας και η μάνα μου. Είχα απ’ τη δεύτερη μια χαμένη πατρίδα, που δεν επρόκειτο ποτέ να τη γνωρίσω.

Κι από τον πρώτο, δυο πατρίδες: μια μυθική, την Κρήτη, και μια πραγματική, την Ελλάδα. Η Ελλάδα των σχολείων ήταν για να την κλαις. Της επαρχίας ήταν να τη λυπάσαι. Και της εξουσίας ήταν να την τρέμεις.  Ποια να δια­λέξω; 

Η πατρίδα της μικρής μας πόλης, με τα παιδιά της συνοικίας, είχε πρόσωπο στην αρχή εχθρικό, άγριο, και μένα με φόβιζε. Μόλις ημέρευε με το χρόνο, τότε αλλάζαμε πόλη και πάλι από την αρχή.

Στο τέλος συνήθισα. Η πατρίδα μου ήταν το σπίτι μου. Οι δικοί μου. Όσοι μας αγαπούσαν και μας δάνειζαν χρήματα ή μας πουλούσαν με πίστωση, κι ο πατέρας μου έλεγε «πονόψυχος ο ράφτης», «καλή καρδιά ο μπακάλης». 

Αυτοί όμως ήταν λίγοι.

Η οικογένειά μας ήταν πάντα πολιορκημένη από έναν αόρατο κίνδυνο. Υπαλληλία σημαίνει φόβος, ανασφάλεια. Ο υπάλληλος πρέπει να υποκρίνεται και να μη δείχνει ποτέ την ένδεια και τη σκέψη του, να είναι ευχάριστος στους προϊσταμένους και να προκαλεί το σέβας ή το δέος στους υφισταμένους.

Η πάλη των τάξεων κόβει τον δημόσιο λειτουργό στη μέση. Όταν είναι στο γραφείο, λειτουργεί σαν βίδα της Εξουσίας. Όταν είναι στο σπίτι, ροκανίζει κρυφά και μ’ αξιοπρέπεια το πικρό ψωμί της φτώχειας και της αδικίας αυτού του κόσμου. 

Η γαλανόλευκη, ο εθνικός ύμνος, οι παρελάσεις, ήταν παιχνίδια των μεγάλων, κατ’ εντολήν των Αθηνών, της αόρατης εξουσίας, που κούρδιζε νομάρχες, στρατηγούς, δεσπότες και χωροφύλακες.

Η μάνα μου δεν πήγε πότε στην εκκλησία, γιατί είχε την καρδιά του Χριστού. Ο πατέρας μου σεργιανούσε τη σκέψη του από τους αφορισμούς του Μάρκου Αυρήλιου στην γκρίνια του Εκκλησιαστή, «ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης»(Εκκλ. 1, 2)

Γι’ αυτό και οι δύο συνταράχτηκαν και συντάχθηκαν με την «ανακάλυψη-αποκάλυψη» της μουσικής το ίδιο φανατικά με μένα. Γιατί έβλεπαν μια αληθινή πραγματικότητα μέσα στην ψεύτικη που ζούσαμε.

Όσο για τις πατρίδες και τις ιδέες, ο γέρος μου τις είχε, ως φαίνεται, δοκιμάσει και ξεπεράσει και ντρε­πόταν να μου το πει. Η Αλβανία βέβαια ήταν μια αστραπή που μας τύφλωσε προ­σωρινά.

Όμως εκείνος, εκεί που βρισκόταν, γνώριζε. Γνώριζε την προδοσία που περίμενε την ώρα της κρυμμένη κάπου «πολύ ψηλά». Αν πίστευε, θα μ’ έδιωχνε ο ίδιος για το Μέτωπο. Όπως έκανε γι’ αυτόν ο πατέρας του. Γιατί ξέχασα να πω ότι, όταν στα 1912 κρύφτηκε μέσα σε μια μαούνα στο λιμάνι των Χανίων για να τον πάει στο πλοίο, κάποιος τον κάρφωσε στον παππού μου. 

Κι εκείνος αγόρασε ένα ψωμί και πήγε και τον βρήκε. Τού ’δώσε το ψωμί κι ένα τάλιρο και τού ’πε: «Αφού μόνος το αποφάσισες, τότε πήγαινε. Μόνο κοίταξε να φανείς άντρας». 

Δεν ήθελε, ως φαίνεται, ο πατέρας μου να δει τον γιο του θύμα στο βωμό της τραγικής κωμωδίας, με πρωταγωνιστές κυβερνήτες, ξένες πρεσβείες, επιτελεία και άλλους πασίγνωστους κύκλους, και θύματα τα παιδάκια του κόσμου>>.

Πηγή: ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΜΙΚΗΣ (2009), Οι δρόμοι του Αρχάγγελου, Αυτοβιογραφία, ΠΕΚ (ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ) , σ. 125-126.

3 σχόλια:

  1. Σε ευχαριστούμε Αθανάσιε για την εξαίρετη εργασία στους "ΒΙΒΛΙΟΔΕΙΚΤΕΣ" από τις Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης/Ίδρυμα Έρευνας και Τεχνολογίας και το οπτικοακουστικό υλικό, το οποίο συνοδεύει το κείμενο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Φοβάμαι την αυτοχειρία πατέρες. Είμαι ένας πρώην χρήστης σκληρών ναρκωτικών. Προσευχηθείτε αν μπορείτε και για 'μένα. Το όνομα μου είναι Σπύρος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αγαπητέ κ. Σπύρο. Να μη φοβάστε για τίποτε, γιατί η φιλευσπλαχνία και η άκτιστη χάρις του τριαδικού μας Θεού είναι μαζί μας πάντοτε, για όλους τους ανθρώπους. Μας έχει χαριστεί η αιωνιότητα και η Βασιλεία του Θεού είναι μέσα μας. Η ζωή μας, αν και εφόσον είναι δώρο του Θεού και όχι δικό μας απόκτημα, δεν αξίζει να επιστρέψει ο άνθρωπος το πολύτιμο αυτό δώρο στον Ευεργέτη του με την καθημερινή μας ζωή και τη στάση μας; η ειρήνη του Θεού να μετέχεται και από εσάς, μαζί με τους αγγέλους. Ελένη του Αθανασίου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή