Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2023

«Ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ήμιν, πλήρης χάριτος και αληθείας» ( Ίω. 1:14).Το μήνυμα του ευαγγελίου σ' ένα πλαίσιο εκκοσμίκευσης.

 Κεντρικό θέμα τής θείας αποκάλυψης, όπως υπάρχει στην καινή Διαθή­κη, είναι το γεγονός ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος: «Ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ήμιν, πλήρης χάριτος και αληθείας» ( Ίω. 1:14) ή σύμφωνα με την πρόταση πού υπάρχει στην προς Φιλιππησίους επιστολή, «εαυτόν εκκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος» (Φιλιπ. 2:7).

Αυτό είναι το θεμελιακό μήνυμα των βιβλικών κειμένων, ένα μήνυμα πού παρουσιάζεται με συγκεκαλυμμένη μορφή στην Παλαιά Διαθήκη και πλήρως, σαφώς και οριστικά στην καινή.

Ή θεία αποκάλυψη- το μήνυμα του ευαγγελίου σ' ένα πλαίσιο εκκοσμίκευσης- πού πρωταρχικά ερμηνεύεται ως αποκάλυψη μέσω της σάρκωσης τού Θεού, με όλες τις ευεργεσίες πού αυτή έχει, φαίνεται πώς κατέχει μια μοναδική θέση και λειτουργία στο εκκοσμικευμένο πλαίσιο.

Η εκκοσμίκευσηi(secularization)ii, με κάθε μορφή και πλευρά της, τονίζει την απόλυτη σημασία τού ανθρώπινου στοιχείου, την κεντρικότητα πού έχει ο άνθρωπος. Είναι λίγο πολύ ανθρωποκεντρική.

Τί περισσότερο θα μπορούσε η εκκοσμίκευση να ζητήσει απ’ αυτό πού προσφέρει το ουσιώδες μήνυμα τού ευαγγελίου, δηλαδή ότι ο Θεός έγινε πλήρως, τελεσιδίκως και γνησίως άνθρωπος; Ποιά διδασκαλία μπορεί να τοποθετήσει την ανθρώπινη ύπαρξη ψηλότερα από μια διδασκαλία σύμφωνα με την οποία ο Θεός αναλαμβάνει την πληρότητα της ανθρώπινης φύσης;

Μόνο το γεγονός της ενανθρωπήσεως, μόνο το πρόσω­πο τού Χριστού, τού τέλειου Θεού και τέλειου ανθρώπου, δημιουργεί για την ανθρωπολογία δυνατότητες πρωτάκουστες σε κάθε άλλη ανθρωποκεντρική φιλοσοφία.

 Για να το πούμε δε και κάπως τολμηρά, αν κατανοηθεί σωστά το γεγονός ότι ο «Λόγος σαρξ εγένετο» προσφέρει μια πολύ ριζικότερη και πιο ανεπτυγμένη ανθρωποκεντρική θεώρηση. 

Ή ανάπτυξη της ανθρώπινης ύπαρξης στο βέλτιστο και στο μέγιστο σημείο της, ατομικά και κοινωνικά, συνιστά μια απόλυτα επιβεβλημένη πλευρά τού ευαγγελικού μηνύματος, όταν αυτό επικεντρώνεται στην ενανθρώπηση τού Θεού.

Ας διαμορφώσουμε αυτή την ιδέα με πιο αφηρημένους τεχνικούς όρους: η ανθρωπολογικά ερμηνευμένη σάρκωση τού Θεού εν Χριστώ φαίνεται ότι αποτελεί ένα κεντρικό αντικείμενο, όταν ασχολούμαστε με το πρόβλημα της συσχέτισης τού ευαγγελικού μηνύματος με μια εκκοσμικευμένη κοινωνία.

Είναι σίγουρο ότι ή «ανθρωπολογία της σάρκωσης» υπήρξε μέρος της διδασκαλίας της Εκκλησίας σε όλη την ιστορία της. Εδώ ωστόσο, συζητούμε για έμφαση και προτεραιότητα, για μια ενδελεχή «ανθρωπολογία της σάρκωσης», πού θα αποτελεί το κύριο στοιχείο τού ευαγγελικού μηνύματος στα επόμενα χρόνια.

Το δεύτερο κύριο αντικείμενο για το πρόβλημα τού ευαγγελικού μηνύματος σε ένα εκκοσμικευμένο πλαίσιο είναι η Γλώσσα και η Επικοινωνία.

Ή Γλώσσα ως μέσο Επικοινωνίας σε μια εκκοσμικευμένη κοινωνία και σ’ ένα εκκοσμικευμένο κόσμο έχει υποστεί μια τεράστια εξέλιξη, εξάπλωση και διαφοροποίηση. 

Μαζί με την άμεση, πρόσωπο προς πρόσωπο, προφορική Επικοινωνία έχουμε την τεράστια ανάπτυξη της Γλώσσας ως γρα­πτής Επικοινωνίας, ως το κύριο όχημα τής Επικοινωνίας, μεσώ τού ραδιοφώνου και τής τηλεόρασης, και ως συστατικό σε μια μικτή μορφή πού δημιουργεί οπτικά και ηχητικά αποτελέσματα (κασέτες, βίντεο κλπ.).

Οι άνθρωποι τής ’Εκκλησίας πού ήταν υπεύθυνοι για τι μετάδοση τού ευαγγελικού μηνύματος, συνήθως, έπαιρναν υπόψη τους το γλωσσικό φαινό­μενο, όπως περιεγράφηκε παραπάνω, ένα φαινόμενο πού όντως χαρακτηρίζει τι σύγχρονη και εκκοσμικευμένη εποχή μας.

Ποιό θα ήταν ακριβώς το πρακτέο σ’ αυτό το συγκεκριμένο θέμα;

Ή θεία αποκάλυψη πού παρουσιάζεται στα βιβλικά κείμενα έχει εκφραστεί σε συγκεκριμένη Γλώσσα πού σχετίζεται με συγκεκριμένες ιστορικές και γεωγραφικές συνθήκες. 

Ως εκ τούτου, ευθύς εξαρχής, καθώς το ευαγγέλιο άρχισε να εξαπλώνεται πέρα από το αρχικό μέρος τής αποκάλυψης τους, ή ερμηνεία του με κάθε μορφή, από τι μετάφρασή του ως το θεολογικό σχολιασμό του, κατέστην μια ζωτική, αναγκαία και συνεχής προσπάθεια τής ’Εκκλησίας.

Ή ερμηνεία τού ευαγγελικού μηνύματος ως μια συνεχής και πολύπλευρη διαδικασία, φαίνεται να αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα στις ενέργειες τής Εκκλησίας, καθώς συναντά έναν εκκοσμικευμένο κόσμο: ερμηνεία ως Επικοινωνία πού σκοπεύει πρωταρχικά να κάνει τι Γλώσσα και το περιεχόμενο τής θείας αποκάλυψης πλήρως και αληθινά κατανοητό από τον εκκοσμικευμένο άνθρωπο.

Αυτό έχει να κάνει με τη Γλώσσα ως περιεχόμενο αλλά και ως λεξι­λόγιο, γραμματική, σύνταξη, ύφος.

Έχει επίσης να κάνει με τη Γλώσσα ως μορ­φή και ως τρόπο Επικοινωνιακής έκφρασης, δηλαδή με τον άμεσο προφορικό λόγο, γραπτό κείμενο, κασέτα βίντεο, ραδιοφωνική και τηλεοπτική εκπομπή.

Υπάρχει και άλλη μια πτυχή στην συζήτηση για τι Γλώσσα και την Επικοινωνιακή ερμηνεία όσο άφορά το μήνυμα τού ευαγγελίου. Ή θεία αποκάλυψη, όπως εμφανίζεται στην καινή Διαθήκη, δεν περιορίζεται σε γλωσσικές δια­ τυπώσεις.

Ο Ιησούς Χριστός μίλησε και δίδαξε εκτεταμένα, χρησιμοποίησε όμως και σημεία, τέλεσε θαύματα, έκανε έργα. ’Επικοινώνησε με τούς ανθρώπους μέσα απ’ όλα αυτά. 

Τούς μετέφερε το σωτήριο μήνυμα τής βασιλείας τού Θεού.

Το σημαντικό εδώ είναι ότι το ευαγγελικό μήνυμα διακηρύχθηκε και μεταδόθηκε όχι μόνο μέσω τής Γλώσσας, άλλα και μέσω σημείων, έργων και γεγονότων.

Αυτό εκκοσμικευμένο πλαίσιο όπου μετρούν τα δεδομένα, τα γεγονότα και οι ψηλαφητές και ορατές πραγματικότητες, οι αλήθειες της θείας αποκάλυψης τού Χριστού πρέπει να μεταδοθούν με όλους τούς δυνατούς τρόπους, μέσα και πέρα από τι Γλώσσα.

Υπό την άποψη αυτή η ζωή της ’Εκκλησίας, μια σφύζουσα και υγιής ζωή, ιδιαίτερα στην έκφραση της λειτουργίας και διακονίας της, συνιστά ένα υπέροχο μεσώ μετάδοσης στον εκκοσμικευμένο κόσμο τού μηνύματος της βασιλείας, πού μεταδόθηκε αρχικά με τα σημεία, τα θαύματα και τα έργα τού Χριστού.

Σ ’αυτό το σημείο, συζητώντας τούς μή-λεκτικούς τρόπους Επικοινωνίας, θα πρέπει να αναφερθούμε στην εικονογραφία, στις εικαστικές και καλές τέχνες γενικά, ως σημαντικές δυνατότητες Επικοινωνίας και προαγωγής τού ευαγγελικού μηνύματος.

Ή ανάπτυξη της Γλώσσας, ως μέσου Επικοινωνίας, και η παράλληλη έμ­φαση σε κάθε άλλο μεσώ Επικοινωνίας πρέπει να γίνει θέμα υψηλής προτε­ραιότητας στην ζωή της ’Εκκλησίας και της θεολογίας, της καθώς ζούμε πια στον 21 αιώνα. 
Στην περίπτωση αυτή, η δήλωση τού Αποστόλου Παύλου στην Α' προς Κορινθίους επιστολή, ότι «τοίς πάσι γέγονα τα πάντα, ι'να πάντως τινας σώσω» (Α' Κορ. 9:22) αποτελεί μια υπέροχη έκφραση της διακαούς επιθυμίας του, να ανοίξει κάθε δυνατή γραμμή Επικοινωνίας με τον κόσμο, εκκοσμικευμένο και μη, και να την κρατήσει ανοιχτή.

Υπάρχει και άλλο ένα σημαντικό θέμα όσο αφορά το ερώτημα τού ευαγγελικού μηνύματος σ’ ένα εκκοσμικευμένο πλαίσιο: αυτή είναι ή ιδέα η μάλλον πραγματικότητα της υπερβατικότητας.

Ή θέση της εκκοσμίκευσης ως προς την υπερβατικότητα, είναι, στις ακραίες της εκφάνσεις, από απροκάλυπτα εχθρική έως απλά ουδέτερη. Η εκκοσμίκευση είναι διαποτισμένη με μια ενθαδικότητα.

Εδώ οι κήρυκες τού ευαγγελίου αντιμετωπίζουν ένα σοβαρό πρόβλημα.

Κάποιοι θεολόγοι πρότειναν ως λύση στο πρόβλημα το να συγκαλύψουν την όλη έννοια της υπερβατικότητας. μια τέτοια λύση είναι λανθασμένη επειδή στερεί το ευαγγέλιο από το ουσιαστικό του περιεχόμενο. 

Όταν κάποιος αρχίζει να κινείται προς αυτή την κατεύθυνση καταλήγει στο να παραδοθεί στην εκκοσμικευμένη ενθαδικότητα.

Ή υπερβατικότητα (transcendency) πρέπει να παραμείνει ως έχει για πάντα, δηλαδή ένα ακέραιο τμήμα της θείας αποκάλυψης ανεξάρτητα από τον βαθμό εκκοσμίκευσης. στην πραγματικότητα, η υπερβατικότητα είναι αναγκαία για τι σωστή κατανόηση κάθε ολιστικής ανθρωπολογίας.

Μόνο με τον έλεγχο τής υπερβατικότητας μπορούμε να μιλάμε σωστά για ανθρωποκεντρικές εξάρσεις.

H βασική πρόταση ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος τονίζει και την υπερβατικότητα και την ενθαδικότητα. Ο Θεός είναι αυτός πού έγινε άνθρωπος, είναι ο Χριστός, ο Θεάνθρωπος αυτός πού προσφέρει τις δυνατότητες για απεριόριστη ανθρώπινη ανάπτυξη. 

Ή υπερβατικότητα εμπλέκεται αναγκαστικά, επειδή ο Θεός εμπλέκεται αναλαμβάνοντας τι μορφή ανθρώπου.

Ή πρόταση ότι η εκκοσμίκευση, μελετώντας την ανθρώπινη ύπαρξη χρειάζεται την υπερβατικότητα, αν και παράδοξη, είναι κρίσιμη και ζωτικής σημασίας γ ι’ αυτή.

Πώς ακριβώς πρέπει η υπερβατικότητα να παρουσιασθεί ως συστατικό στοιχείο τού αγγελικού μηνύματος σε μια εκκοσμικευμένη κοινωνία;

Η υπερβατικότητα πρέπει να προσφερθεί πάνω στην γραμμή τής θείας αποκάλυψης, όπως διατηρείται στα βιβλικά κείμενα, δηλαδή πάνω στην γραμμή τής ενσάρκωσης. 

Το μοναδικό γεγονός ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος δείχνει την υπερβατικότητα τού Θεού στην σωστή κατεύθυνση. 

Ο υπερβατικός Θεός εί­ναι, σύμφωνα με την ορολογία τού Παύλου, «ο πατήρ τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Εφ. 3:14) και πατέρας μας. 

Ο υπερβατικός Θεός είναι, σύμφωνα με τη διατύπωση τού Ιωάννη, ο Λόγος πού «έν άρχή ην, και... ην προς τον Θεόν, και Θεός ην» (Ιω. 1:1-3).

Εδώ συναντούμε την υπερβατικότητα πού σχετίζεται με τη δημιουργία, τη σάρκωση και την πατρότητα του Θεού.

Αυτή η υπερβατικότητα δεν είναι κάποια αφηρημένη έννοια ή μια ιδέα ξένη για το εκκοσμικευμένο μυαλό, λόγω τής πλήρους διαφοράς της από την ύπαρξη.

Αυτή είναι μια υπερβατικότητα με αναφορική φύση, πού υποδεικνύ­ει ένα Θεό ο οποίος, αν και απόλυτα έτερος, είναι συνεχώς και διαπαντός συνδεδεμένος μ’ ένα μοναδικό δεσμό αγάπης με τούς ανθρώπους και έτσι τούς σώζει.

Ένας τέτοιος Θεός ρίχνει τα διαχωριστικά τείχη ενός ασφυκτικού εκκοσμικευμένου σύμπαντος και απελευθερώνει το ανθρώπινο μυαλό από τη δουλεία στο γυμνό εδώ και τώρα. προσφέρει την καλύτερη προοπτική για μια κατανόηση τής ανθρώπινης ύπαρξης, όπως αυτή έχει δημιουργηθεί από την αγάπη και πού εξαρτάται από την αγάπη.

Είναι πολύ πιθανό ότι στα χρόνια πού έρχονται το θέμα «το μήνυμα τού ευαγγελίου σ' ένα πλαίσιο εκκοσμίκευσης» να παραμείνει κεντρικό θέμα για την ’Εκκλησία και τη Θεολογία. 

Ασχολούμενοι μ' αυτό το θέμα θα πρέπει να αποφύγουμε τη μονόπλευρη και μονολιθική κατανόησης τής εκκοσμίκευσης, ως φαινόμενου με αποκλειστικά αρνητικό θεολογικό και μεταφυσικό νόημα. 

Θα πρέπει, επίσης, να αποφύγουμε να συνδέσουμε την αναπόδεικτη υπόθεση ότι ή εκκοσμίκευση, ακολουθώντας ένα αμείλικτο ιστορικό ντετερμινισμό, θα αυξάνει συνεχώς και τελικά θα κυριαρχήσει σε βάρος της θρησκείας. μια τέ­τοια υπόθεση απλώς δεν ευσταθεί μπροστά στα πρόσφατα δεδομένα και τις εξελίξεις. 

Ή ανθρώπινη ιστορία, και ειδικά η μακροϊστορία, δεν είναι προβλέψιμη.

Αυτό πού πρότεινε το παρόν κείμενο είναι η ανάγκη να δούμε το φαινόμε­νο της εκκοσμίκευσης στο ευρύτερο δυνατό φάσμα νοημάτων, ένα φάσμα πού θα περιλαμβάνει θετικές και αρνητικές πτυχές. 

Επιπλέον το κείμενο αυτό προ­σφέρει τι δυνατότητα να προχωρήσουμε πέρα από τις αβάσιμες προβλέψεις και να εστιάσουμε το βλέμμα μας στις άμεσες και πραγματικές προκλήσεις πού δημιουργεί η εκκοσμίκευση σε σχέση με το περιεχόμενο και τη μετάδοση του ευαγγελικού μηνύματος.

Σύμφωνα με όλα αυτά προτείναμε ότι το ευαγγελικό μήνυμα, σ’ ένα μοντέρνο, η μάλλον μεταμοντέρνο, εκκοσμικευμένο πλαίσιο, πρέπει να τονί­σει και να δώσει προτεραιότητα σε τρία κύρια θέματα:

  • Πρώτο: σε μια υπεύθυνη και συνεπή «ανθρωπολογία της ενσάρκωσης», δηλαδή σε μια ενδελεχή ανθρωπολογία πού θα βασίζεται και θα εξαρτάται από την ενσάρκωση του Θεού εν Χριστώ με τις μοναδικές και ριζικές της ευεργεσίες.
  • Δεύτερο: σε μια ολοκληρωμένη και συνεχή Επικοινωνιακή δραστηριότητα πού θα περιλαμβάνει κάθε δυνατό μέσο λεκτικής και μή-λεκτικής Επικοινωνίας και πού θα στοχεύει στην μετάδοση του ευαγγελίου στην καθολικότητα του και την αληθινή του ερμηνεία.
  • και τρίτο, στην έννοια και την πραγματικότητα του υπερβατικοί· ειδικά στην υπερβατικότητα του Θεού, όπως αποκαλύπτεται εν Χριστώ, ως αναφορική στην ουσία και αναγκαία σε κάθε καθολική, αυθεντική και δυναμική ανθρωπολογία.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

i Ο όρος «εκκοσμίκευση» και τα παράγωγά του σημαίνει γενικά «ένα σύστημα πολιτικής η κοινωνικής φιλοσοφίας πού απορρίπτει κάθε μορφή θρησκευτικής πίστης». στην πραγματικότητα αυτός είναι λίγο ή πολύ ο τύπος φιλοσοφίας. 

Ο P. Berger (2012) μας προσφέρει ένα κάπως πα­ρόμοιο αλλά πιο ραφιναρισμένο ορισμό, λέγοντας ότι ή εκκοσμίκευση είναι ο ανταγωνιστής «τής υπερβατικής διάστασης στις ανθρώπινες συνθήκες». Σ ’αυτή την περίπτωση διακρίνουμε μια σαφέστερη ανθρωπολογική ροπή.                                                                             

Ωστόσο, οι ορισμοί της, παρά τις διαφορές τους, μοιράζονται την ίδια θεμελιώδη αντίληψη για την εκκοσμίκευση πού κατ’ αυτούς περιλαμβάνει μια θέση αντιπαράθεσης, έναν ανταγωνισμό προς τη θρησκευτική πίστη και στην ιδέα τής υπερβατικότητας όσο άφορα την ανθρώπινη κατάσταση ή και τι συ­νολική απόρριψή τους..!

iiβλ.Berger, P.L. Further Thoughts on Religion and Modernity. Soc 49, 313–316 (2012). https://doi.org/10.1007/s12115-012-9551-y || Jurgan Habermas, ‘Religion in the Public Sphere’, European Journal of Philosophy, 14 (1), 2006, 16 (1-25). || Richard Ekins, ‘Secular Fundamentalism and Democracy’, Journal of Markets and Morality, 8(1), Spring 2005, 82 (81-93). || Charles Taylor, ‘Modes of Secularism’, in Rajeev Bhargava, ed., Secularism and Its Critics, New Delhi: Oxford University Press, 1998, 31. ||Sepúlveda I, Uriarte L, Basterretxea I. Special Issue: Exploring the Religious Phenomenon from the Secularism Perspective. Religions. 2023; 14(10):1289. https://doi.org/10.3390/rel14101289.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου