Σάββατο 20 Ιουλίου 2024

Όψεις της Sobornost: Αγάπη και δύναμη.[Собором и черта поборем ?]

Aleksey Stepanovich Khomyakov
  Η ιδέα της σομπόρνοστ (universalité, καθολικότητα, συνοδικότητα) αναδύθηκε στη Σλαβική εκκλησιολογία το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Αρκετές δεκαετίες πέρασαν μέχρι να εδραιωθεί ως όρος στην ορθόδοξη εκκλησιολογία.

Στα μέσα του 20ου αιώνα διείσδυσε και στην ρωμαιοκαθολική σκέψη όπως φανερώνεται και από το συνοδικό σύνταγμα περί της Εκκλησίας της Β΄ Βατικανής Συνόδου Lumen Gentium.
   Ταυτόχρονα, η έννοια της σομπόρνοστ (καθολικότητας, συνοδικότητας) γνώρισε μια «αναγέννηση» σε ένα πεδίο παράλληλο με τη θεολογία, διαδραμάτισε αξιοσημείωτο ρόλο στη γνωστική φιλοσοφία, τη γλώσσα και την πολιτική, καθώς και στην κοινωνική θεωρία και τους προβληματισμούς για την τέχνη, το θέατρο και τον κινηματογράφο, επιπλέον συνδέθηκε με τον δεξιό φασιστικό λόγο, κι άλλες ναζιστικές στρατηγικές όπως η «ανατομοπολιτική του σώματος» και η «βιοπολιτική πληθυσμών».

Αμφότερες οι κατευθύνσεις της πορείας της  στη θρησκεία και τον πολιτισμό εκκινούν από ένα και μόνο σημείο: τις ιδέες του λόγιου, φιλοσόφου και θεολόγου Αλεξέι Στεπάνοβτς Χομιακώφ (Aleksey Stepanovich Khomyakov 1804-1860), ενός εκ των ιδρυτών του σλαβοφιλικού κινήματος.

Στην πραγματικότητα, ο Χομιακώφ διατύπωσε και ανέπτυξε μια συγκεκριμένη ιδέα η οποία, λίγο μετά τον θάνατό του, χάρη στις προσπάθειες του Γιούρι Σαμάριν(Yuri Fyodorovich Samarin ), του εκδότη των μεταφράσεων των γαλλικών φυλλαδίων του Χομιακώφ, που απέδωσε τον γαλλικό όρο universalité με το σλαβικό σομπόρνοστ.

Η εν λόγω ιδέα διατείνεται ότι μόνο η συλλογική γνώση (και ύπαρξη), που επιτυγχάνεται μέσω της αμοιβαίας αγάπης μπορεί να θεωρηθεί πραγματικά πλήρης, ενώ η ατομική γνώση (και ύπαρξη) είναι εγγενώς ελλιπής και ανεπαρκής.

Ο Χομιακώφi διατύπωσε την εν λόγω ιδέα εντός ενός εκκλησιολογικού και πνευματολογικού πλαισίου, αναλύοντας το επίθετο соборная-σαμπόρναγια (μετάφραση της ελληνικής λέξης καθολική) στο Σύμβολο της Νικαίας και εξετάζοντας την δομή της Εκκλησίας, ενώ παράλληλα έλαβε υπόψιν την εξέλιξη της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας και παρουσίασε τη γνώση που επιτυγχάνεται μέσω της αμοιβαίας αγάπης ως διέξοδο από τα αδιέξοδα του φιλοσοφικού στοχασμού.

Η διδασκαλία του Χομιακώφ για την πληρότητα της συλλογικής γνώσης εφαρμοσμένη στην Εκκλησία συνδέεται με ορισμένες ιστορικές προϋποθέσεις, εντός των οποίων εντοπίζονται δύο κύριες κατευθύνσεις.

Πρώτον, υπάρχει μια γραμμή που αντιτίθεται στην θεώρηση της εκκλησιαστικής ιεραρχίας ως κατέχουσα μια  εξωτερική αυθεντία επί της διδασκαλίας.

Σ’ αυτήν την περίπτωση, η αρχή της σομπόρνοστ στην Εκκλησία, όπως την αντιλαμβάνεται ο Χομιακώφ, συνεπάγεται ότι όλοι οι πιστοί της Εκκλησίας, και όχι μόνο οι κληρικοί, συμμετέχουν στη συλλογική επιδίωξη γνώσης της αλήθειας. Η ίδια ιδέα εφαρμοζόμενη στην πολιτική και την κοινωνία αντιστοιχεί με την άμεση δημοκρατία και με μια οριζόντια κοινωνική οντολογία.

Δεύτερον, όταν ο Χομιακώφ αναφέρεται στην αποκάλυψη της αλήθειας στην Εκκλησία μέσω της συλλογικής προσπάθειας όλων των πιστών, αντλεί τις ιδέες του από τον Γερμανικό Ρομαντισμό και ειδικότερα απ’ τη διδασκαλία του Άνταμ Μιούλερ (Adam Heinrich Müller ) περί Εκκλησίας ως οργανικής ενότητας εν τη πολλαπλότητα. Αυτή η κατεύθυνση, σε αντίθεση με την πρώτη, συνεπάγεται μια ιδιαίτερη υποκειμενικότητα (ολότητα) της συλλογικότητας.

Πιστεύωii ότι η φιλοσοφική αρχή του Χομιακώφ, η οποία υποστηρίζει ότι μόνο μια συλλογική προσέγγιση μπορεί να θεωρηθεί πλήρης στην επίτευξη της αλήθειας, ενώ η ατομική γνώση παραμένει εγγενώς ελλιπής, στερείται εγκυρότητας. Επιπλέον, όντας θεμελιωδώς εσφαλμένη, μπορεί να οδηγήσει σε απρόβλεπτες συνέπειες.

Έχω την πεποίθηση ότι η ατομική γνώση, όταν επιδιώκεται εκτός του κοινωνικού χώρου, μπορεί επίσης να είναι πλήρης και αληθής. Ενώ οι γύρω μας, συμπεριλαμβανομένης της Εκκλησίας, μπορούν να διευκολύνουν την αναζήτηση της αλήθειας, μπορούν επίσης και να μας παραπλανήσουν.

Κατά την άποψή μου, ολόκληρη η μετέπειτα ιστορική πορεία της σομπόρνοστ μπορεί να αναλυθεί μέσα από το πρίσμα αυτών των τριών συνιστωσών που φανερώνονται στα έργα του Χομιακώφ.

Αυτές είναι οι εξής: α) ο πυρήνας της έννοιας της σομπόρνοστ: η αντίληψη ότι η ατομική γνώση είναι ελλιπής και πως μόνο η συλλογική γνώση είναι πλήρης· β) η αντιιεραρχική «δημοκρατική» γραμμή, η οποία προϋποθέτει την ισοδυναμία όλων των μελών της καθολικής (σομπόρνι) συλλογικότητας· γ) η ρομαντική γραμμή που συνεπάγεται την υποκειμενικότητα (ολότητα) της συλλογικότητας.

Ενώ η και η δεν είναι αντιφατικές, δεν είναι όμως και μονόδρομες.

Τοποθετημένες στο πλαίσιο της ιστορίας, έλκονται από διαφορετικούς πόλους.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η περαιτέρω ελικοειδής πορεία της σομπόρνοστ, η οποία περιλαμβάνει δημοκρατικές (αγαπητικές) και ολοκληρωτικές αρχές, σχετίζεται με την ένταση των διαφορετικών κατευθύνσεων που υφίστανται από γενέσεώς της.

Η ιστορική πορεία της σομπόρνοστ είναι συνυφασμένη με την πραγμάτωση της δημοκρατικής συνιστώσας της.

Πράγματι,  το κοινωνικό αίτημα για εκδημοκρατισμό της Σλαβικής Εκκλησίας συγκλίνει με αυτήν τη δημοκρατική γραμμή που προσέδωσε ο Χομιακώφ στην εν λόγω έννοιαανοίγοντας μια ευρεία συζήτηση σχετικά με τη διοίκηση της Εκκλησίας, αρχομένης τη δεκαετία του 1880.

Η συζήτηση αυτή κορυφώθηκε με την Τοπική Σύνοδο της Σλαβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας τα έτη 1917-1918, οι αρχές της οποίας στηρίχθηκαν ρητά στην ιδέα της σομπόρνοστ του Χομιακώφ και το δημοκρατικό της νόημα.

Επιπλέον, η δημοκρατική γραμμή της σομπόρνοστ εκδηλώθηκε στις εκκλησιολογικές διδασκαλίες των ορθόδοξων και εν συνεχεία καθολικών θεολόγων του 20ου αιώνα. Μεταξύ των καθολικών θεολόγων πρέπει να αναφέρουμε τον δομινικανό Yves Marie-Joseph Congar και το έργο του στο συνοδικό σύνταγμα περί της Εκκλησίας ("Light of the Nations" ).

Η εν λόγω γραμμή, όχι στην καθαρή της μορφή, αλλά ως παράγοντας που αμβλύνει και μετασχηματίζει την ιεραρχική δομή της Εκκλησίας, συνδυάστηκε με τη συλλογικότητα. Διάφοροι συγκερασμοί της σομπόρνοστ και των παράγωγών της υφίστανται στην εκκλησιολογία του π. Σέργιου Μπουλγκάκωφ, του π. Γεώργιου Φλορόφσκι, του π. Αλέξανδρου Σμέμαν, στην ευχαριστιακή εκκλησιολογία του π. Νικόλαου Αφανάσιεφ, στο έργο του π. Ιωάννη Ζηζιούλα και άλλων.

Κάποια στιγμή στην ιστορική πορεία της εν λόγω ιδέας η ολοκληρωτική-συλλογική γραμμή άρχισε να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο.

Αυτό συνέβη στη δεκαετία του 1920, όταν η ιδέα της σομπόρνοστ απόκτησε πολιτική διάσταση και υιοθετήθηκε ενεργά από τον Lev (Leo) Platonovich Karsavin (: 1882-1952) , εξόριστο από τη Σοβιετική Ένωση, στα γραπτά του περί ευρασίας στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και κυρίως στο έργο του «Θεμέλια της πολιτικής» (1927).

Ο Καρσάβιν δανείστηκε από τον Χομιακώφ την ιδέα ότι οι άνθρωποι διαθέτουν τη δική τους «προσωπικότητα» (βλ. το δοκίμιο του Καρσάβιν «Α.Σ. Χομιακώφ») και την συνδύασε με την έννοια της σομπόρνοστ, που επίσης προερχόταν από τον κύκλο του Χομιακώφ. 

Κατά συνέπεια, ο Καρσάβιν ανέπτυξε μια διδασκαλία περί συλλογικοτήτων στο πλαίσιο του έθνους, το οποίο θεωρούσε ως ένα σύνολο καθολικών-σομπόρνι / συμφωνικών προσωπικοτήτων (κράτος, κοινωνική τάξη, επαγγελματικά σωματεία, οικογένεια κ.λπ.).

Σύμφωνα με αυτή τη διδασκαλία, η οποία διατυπώθηκε από τον Καρσάβιν στο πλαίσιο της τότε επικρατούσας φασιστικής πολιτικής ιδεολογίας στην Ευρώπη, αλλά χρησιμοποιώντας την ορολογία της σομπόρνοστ, η κοινωνία πρέπει να οργανωθεί ως μια άκαμπτη ιεραρχία καθολικών / σομπόρνι προσωπικοτήτων με αποκορύφωμα το εθνικό κράτος.

Ένα τέτοιο κράτος θα έπρεπε να είναι μονοκομματικό, μη δημοκρατικό και ιδεοκρατικό, δηλαδή να βασίζεται σε μια  ιδεολογία που θα διαποτίζει όλη την κοινωνία στην οποία τα άτομα μειώνονται σε «υπάκουα σώματα» μέσω διαφόρων πειθαρχικών τεχνικών όπως η «ιεραρχική παρατήρηση», η «ομαλοποίηση της κρίσης» και η «εξέταση».

Για την εγκαθίδρυση ενός τέτοιου κράτους ως καθολικής προσωπικότητας ο Καρσάβιν θεωρούσε αποδεκτές την κρατική βία και τη δικτατορία. Κατ’ αυτόν το τρόπο η σομπόρνοστ με τον Καρσάβιν και τους ευρασιανιστές συνδέθηκε με τον δεξιό φασιστικό λόγο, κι άλλων ναζιστικών στρατηγικών όπως η «ανατομοπολιτική του σώματος» και η «βιοπολιτική πληθυσμών».

Η εν λόγω ερμηνεία της «σομπόρνοστ» δέχθηκε αμέσως κριτική. Ο Γεώργιος Φλορόφσκι (πρώην θιασώτης του ευρασιανισμού) την επέκρινε για την υποταγή της πνευματικής και πολιτιστικής σφαίρας στο κράτος, καθώς και την υποταγή του ατόμου στη συλλογικότητα («Ο πειρασμός του Ευρασιανισμού», 1928).

Στην ΕΣΣΔ κατά τη δεκαετία του 1920, ιδέες παρεμφερείς με αυτές του Καρσάβιν, που υποστήριζαν την υποταγή του ατόμου στη συλλογικότητα μεταδόθηκαν στην έννοια της σομπόρνοστ από τον Βαλεριάν Μουράβιεβ θιασώτη του ρωσικού φιλοσοφικού κινήματος του ‘’κοσμισμού’’ (‘’cosmism’’).

Μια παρόμοια κατεύθυνση είναι εμφανής στην επίσημη ρητορική γύρω από τη σομπόρνοστ στη νεώτερη ιστορία, και νοείται ως ο περιορισμός του ατόμου υπέρ της συλλογικότητας. Εδώ γινόμαστε μάρτυρες της εργαλειοποιήσης της σομπόρνοστ για κρατικούς σκοπούς: τη διαμόρφωση κολλεκτιβιστικών και κρατοκεντρικών πεποιθήσεων στον πληθυσμό μέσω αυτής της ιδέας. Σε γενικές γραμμές, οι άνθρωποι δεν φαίνεται να θέλουν να είναι ελεύθεροι, δεδομένου του βάρους της επιλογής και της (πιθανώς αναπόφευκτης) δράσης που θα τους επέβαλλε. 

Η εγγενής αρχή της έννοιας της σομπόρνοστ, όπως εξελίχθηκε,προκρίνει αποκλειστικά τη συλλογική νόηση και ύπαρξη, απωθώντας τα αρχικά δημοκρατικά της χαρακτηριστικά, ενώ διολισθαίνει όλο και περισσότερο προς έναν ριζοσπαστικό κολλεκτιβισμό.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η σομπόρνοστ να χρησιμοποιείται σύμφωνα με το πνεύμα της εποχής για κρατοκεντρικούς σκοπούςiii. Η εν λόγω εξέλιξη διευκολύνθηκε από μία εκ των προσεγγίσεων που ακολούθησε ο Χομιακώφ κατά τη διαμόρφωση της σομπόρνοστ, δηλαδή το πρόταγμα της υποκειμενικότητας της συλλογικότητας.

Η προβληματική φύση της σομπόρνοστ ivαναδεικνύεται όταν αυτή εισέρχεται στην πολιτική και κοινωνική αρένα. Σ’ αυτό το πλαίσιο η σομπόρνοστ αναφέρεται κυρίως στα συμφέροντα μιας συγκεκριμένης ομάδας. Πράγματι, η ίδια η δομή της εν λόγω ιδέας, βασίζεται στην αρχή της πληρότητας της συλλογικότητας και της ανεπάρκειας του ατόμου, ενώ στερείται κάποιον μηχανισμό υπέρβασης των στενών, αποκλειστικών συμφερόντων της συλλογικότητας.

Επομένως, αν υπάρχει μέλλον για την ιδέα της σομπόρνοστ στη κοινωνική και πολιτική σφαίρα, συμπεριλαμβανομένης και της Εκκλησίας, αυτό έγκειται στην υπέρβαση των ιδιοτελών συμφερόντων της συλλογικότητας και στη συνεκτίμηση των συμφερόντων του Άλλου.

Η παροιμία λέει: Собором и черта поборем [‘’Soborom i cherta poborem’’, «Μαζί θα νικήσουμε και τον διάβολο»).

ΠΗΓΗ

iRiasanovsk, N. (1955). Khomiakov on Sobornost. In E. Simmons (Ed.), Continuity and Change in Russian and Soviet Thought (pp. 183-196). Cambridge, MA and London, England: Harvard University Press. https://doi.org/10.4159/harvard.9780674367173.c15

iiDmitry Biriukov. (2024, July 18). Όψεις της Sobornost: Αγάπη και δύναμη. publicorthodoxy.org. Retrieved July 20, 2024, from https://publicorthodoxy.org/el/2024/07/18/facets-of-sobornost/

iiiMbembe, A. (2019). Necropolitics.Public Culture (2003) 15 (1): σελ.11–40., https://doi.org/10.1215/08992363-15-1-11

ivBagnovskaya, N. M., Golovina, V. V., Agibalova, E. L., & Tarasova, I. V. (2020). Sobornost as a Specific Phenomenon of Russian Culture. International Journal of Applied Exercise Physiology, 9(4), 158-163.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου