Παρασκευή 7 Μαΐου 2021

Το Πάσχα του Καμπούρη

   Αυτό είναι το δεύτερο συνεχόμενο Πάσχα όπου η πανδημία ρυθμίζει και πάλι την καθημερινότητά μας. 

Το δεύτερο Πάσχα που το πασχαλινό ''αίσθημα'', ανθρωποκεντρικό / υπερβατικό, κοσμικό /κατανυκτικό θα το βιώσουμε εν στεν κύκλ

Και πάλι θα είναι μια διαφορετική διάβαση από τη δουλεία στην ελευθερία (εβραϊκό), από τον θάνατο στη ζωή (χριστιανικό).

Γι’ αυτό το αλλόκοτο «Ω γλυκύ μου έαρ...» δύο πεζογράφοι (Αλέξης Πανσέληνος και Κωνστάντια Σωτηρίου), ένας εξ αδιαιρέτου πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας (Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης) κι ένας καθηγητής Αρχιτεκτονικής και αρχιτέκτονας(Δημήτρης Φιλιππίδη) γράφουν αποκλειστικά μια πασχαλινή ιστορία.

            Το Πάσχα του Καμπούρη

     ΟΛΟΛΑΜΠΡΟ φεγγάρι έχει σηκωθεί πίσω από τα βουνά της Νάξου, απέναντι. Το μικρό προαύλιο του Αϊ-Γιάννη είναι πλυμένο από νωρίς.   

      Ο Γιάννης ο Καμπούρης το 'χει παστρέψει με τη σφουγγαρίστρα κι έναν γκαζοτενεκέ με νερό που σέρνει πίσω του κάθε λίγο. Η μικρή πλατεία, εκατό βήματα πιο πέρα, είναι άδεια. Στην ταβέρνα της Αννας, φώτα - οι φωτιές καίνε από νωρίς, ετοιμάζεται η μαγειρίτσα με τα συκωτάκια, τα φρέσκα κρεμμύδια και τον άνηθο.

      Στις μπασίνες χτυπά η Βάντα, η Πολωνέζα βοηθός, το αυγολέμονο, η μαγείρισσα βροντά τις κατσαρόλες, ο μαυριδερός Πακιστανός λαντζέρης πλένει και σκουπίζει τα πιάτα και τα στρώνει στα άδεια τραπέζια του μαγαζιού που σύντομα θα γεμίσει.

      0 Καμπούρης - ένας αληθινός καμπούρης, μισότρελος και μουντρούχος που κανείς δεν αλλάζει κουβέντες μαζί του εκτός από τον παπά και την εκκλησάρισσα - ζει κάθε Πάσχα τις μέρες της δόξας του. Πιστεύει πως χωρίς αυτόν Πάσχα δε γίνεται στο χωριό. 

      Παστρεύει τα απογεύματα το εκκλησάκι, καθαρίζει τα μανουάλια, αλλάζει τις καμένες λάμπες, σφουγγαρίζει το πάτωμα και το προαύλιο, βάζει νέα κεριά στο παγκάρι και χτυπά την καμπάνα βιράροντας το σκοινί, πένθιμα και λυπητερά απ’ τη Μ. Δευτέρα ώς την Μ.Παρασκευή, γρήγορα και γιορταστικά το βράδυ της Ανάστασης. 

     Απ’ το σκοινί στο χέρι του περνά ένα ρίγος και το αυτί του ξέρει πόσο δυνατά ή πόσο απαλά πρέπει να τραβήξει για να πέσει το γλωσσίδι του σήμαντρου στην περιφέρεια του μπρούντζου και να τραγουδήσει λυπητερά ή χαρούμενα η καμπάνα του Αϊ- Γιάννη.

     Οι οικογένειες των παραθεριστών που έχουν έρθει για το Πάσχα και θ’ αρχίσουν να αραιώνουν απ’ τη Λαμπροβδομάδα και ύστερα, φορτωμένοι στα αυτοκίνητά τους, έχουν μείνει στα εξοχικά τους τις περισσότερες μέρες, γιατί ο καιρός είναι ακόμα κρύος και λίγοι έχουν κουράγιο ή διάθεση να βγουν στα μονοπάτια του βουνού για περιπάτους. Προτιμούν να οδηγήσουν ώς τη Νάουσα ή την Παροικιά και να περάσουν τα απογεύματά τους σε κάποιο από τα μπαρ που έχουν ανοίξει για τη σεζόν ή τα βράδια τους στις ταβέρνες, τηρώντας ή όχι τη Νηστεία, πίνοντας σούμα ή μπίρες και συνοδεύοντας με καλαμαράκια και χταπόδι.

     Η θάλασσα είναι ξέμακρη κι εχθρική, το χρώμα της ακόμα χειμωνιάτικο και η ράχη της γυαλίζει μεταλλικά κάτω απ’ τον ήλιο τα πρωινά, πότε σχηματίζοντας μια χαίτη από αφρούς στα κύματά της, πότε αναριγώντας κάτω από την τραμουντάνα καθώς σιγάει τα βράδια ο άνεμος, αφήνοντας το φεγγάρι να απλώσει το μονοπάτι του σ’ όλη την απόσταση από τη Νάξο ίσαμε τις δικές μας τις ακτές.

     Έχοντας τελειώσει την προετοιμασία του ναΐσκου, ο Γιάννης ο Καμπούρης κάθεται στο πεζούλι κι ανάβει τσιγάρο με χέρι που τρέμει από την κούραση. Σκυφτός, μαυριδερός, κακόμορφος, με πρόσωπο στραπατσαρισμένο από την τρέλα, θυμίζει καλικάντζαρο που επαιτεί τη θεία χάρη στο έμπα του Α ϊ-Γιάννη, μην τολμώντας να διαβεί, λες, το κατώφλι. 

     Ο παπα-Διονύσης και οι ψαλτάδες, δυο από το χωριό μας και άλλοι δυο από το Άσπρο Χωριό, έχουν αρχίσει τη θ.λειτουργία με λίγες γυναίκες και κάνα-δυο άντρες από τους ντόπιους στο εκκλησίασμα. Ο πολύς κόσμος μένει στα σπίτια ίσαμε ν’ αποφασίσει τι ώρα είναι πιο κοντά στην Ανάσταση, για να προσέλθει με τα κεριά, τα καλά τους ρούχα και την ανυπομονησία τους να αναστήσουν και να τρέξουν στης Αννας για τη μαγειρίτσα. Έπειτα ξαφνικά ο δρόμος γεμίζει, αυτοκίνητα σταθμεύουν στις δυο πλευρές της δημοσιάς, πόρτες ανοιγοκλείνουν και βήματα αντηχούν στη βραδινή ψύχρα, καθώς το πλήθος γεμίζει σιγά-σιγά το εκκλησάκι και το προαύλιο. 

    Αραιά και πού, σκάνε αόρατες οι κροτίδες των πιτσιρικάδων που δεν κρατιούνται να μην ταράξουν την ησυχία και να καμαρώσουν για το ανδραγάθημα της παρανομίας.

    Ο Καμπούρης έχει χαθεί ανάμεσα στον κόσμο, κανείς δεν ξέρει αν είναι ακόμα στο πεζούλι του ή αν πήγε να κρύψει το χάλι και τη μαυρίλα του πίσω απ’ τπν εκκλησιά, ίσαμε να έρθει η ώρα να τυλίξει το σκοινί της καμπάνας γύρω στον καρπό του.

    Στις δώδεκα παρά δέκα, παπάς και ψαλτάδες βγαίνουν στο προαύλιο, ο κόσμος υποχωρεί, να κάνει λίγο χώρο μπρος στην είσοδο, το Ευαγγέλιο ανοίγει στα χέρια του ιερέα και από το πλάι της εκκλησιάς προβάλλει ο Γιάννης ο Καμπούρης με το σκοινί της καμπάνας στο χέρι, σκυμμένος πιο πολύ ακόμα μες στο πλήθος, για να μην τραβήξει ούτε κατά λάθος τα βλέμματα, προπάντων των παιδιών που δεν διστάζουν να κοροϊδέψουν ή να τον δείξουν στους γονιούς τους σαν κάποιο ζώο αξιοπερίεργο και επικίνδυνο που έχει πλησιάσει και τους απειλεί.

    Στις δώδεκα και δυο ο παπα -Διονύσης ξεστομίζει το περιπόθητο «Χριστός Ανέστη!» κι ο Γιάννης ο Καμπούρης τραβά με δύναμη το σκοινί κι αχολογά το χωριό απ' τη γιορταστική κωδωνοκρουσία που σκεπάζει τον ύμνο. Ξανά και ξανά και ξανά «Χριστός Ανέστη!» κι ο καμπούρης παίζει τη μουσική του μεθυσμένος από μια χαρά που δεν έχει να κάνει με τον Χριστό και την Ανάσταση, συνοδεύοντας μες στον αχό της κωδωνοκρουσίας και των φωνών απ’ τους ψαλτάδες με ένα παράφωνο μουγκρητό σαν μια κραυγή κι ένα τραγούδι που καμιά άλλη μέρα του χρόνου δεν τολμά να βγει απ’ το κυφό του στήθος. 

   Και αυτή η κραυγή και το τραγούδι συμπληρώνει μέσα στον σκοτισμένο νου του όσες νότες λείπουν εξόν από τον ήχο της καμπάνας καθώς βραχνά αυτοσχεδιάζει μόνος του, λες κι άνθρωπος δεν υπάρχει άλλος κι έχουν τελείως σβήσει η λάμψη των κεριών και των βεγγαλικών κι η μυρωδιά του μπαρουτιού και οι φωνές και οι πασχαλιάτικοι ασπασμοί που αλλάζουν όλοι γύρω.

Τελευταίο βιβλίο του Αλ. Πανσέληνου είναι το μυθιστόρημα

«Ελαφρά ελληνικά τραγουδια» (Μεταίχμιο, 2019)


πηγή:(ΕΦ.ΣΥΝ, 29-4-2021,σ.31-2).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου