Δευτέρα 2 Αυγούστου 2021

‘’Ἐν εὐμενείᾳ’’ ψάλλοντες τόν Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα.

Η δόξα μεγάλη, η αλαζονεία μεγαλύτερη. Τα επιτεύγματα περίτρανα, τ’ αποτελέσματα αμφιλεγόμενα. Η υλοφροσύνη κυρίαρ­χος, η παραφροσύνη αντίπαλος: «Τὴν δέησιν ἐκχεῶ πρὸς Κύριον, καὶ αὐτῷ ἀπαγγελῶ μου τάς θλίψεις, ὅτι κακῶν ἡ ψυχή μου ἐπλήσθη, καὶ ἡ ζωή μου τῷ ᾍδῃ προσήγγισε, καὶ δέομαι ὡς Ἰωνᾶς· Ἐκ φθορᾶς, ὁ Θεός με ἀνάγαγε ».

«Κατακυριεύσας τήν γην» κυριεύτηκε απ' αυτήν ο κύριος καί τύραννος της άνθρωπος. Η χοϊκή του σύσταση τόν συνδέει άρρηκτα μαζί της. Εκείνος όμως γέμισε ακόμα καί τήν ψυχή του μέ τό χώμα της καί ο ουρανός έμεινε μακριά: «Ἵνα τί με ἀπώσω, ἀπὸ τοῦ προσώπου σου τὸ φῶς τὸ ἄδυτον, καὶ ἐκάλυψέ με, τὸ ἀλλότριον σκότος τὸν δείλαιον».

Ο Θεός, ο Πατέρας του, του φάνηκε ενοχλητι­κός στή δική του κυριαρχία. Ο υπερφίαλος υιός άφησε τόν στοργικό Πατέρα απόμακρα, δέν τόν χρειάζεται. Ή δύναμή του, τό χρήμα του, η σάρκα του είναι οι μέριμνές του καί οι θεοί του, τόσο κο­ντινοί, τόσο γήινοι, τόσο ψεύτικοι. «Απορήσας εκ πάντων» ο επηρμένος άνθρωπος καταλήγει στό αδιέξοδο: «Καταιγὶς με χειμάζει, τῶν συμφορῶν Δέσποινα, καί τῶν λυπηρῶν τρικυμίαι, καταποντίζουσιν».

Αλλά εκεί πού καταποντίζει ό δρόμος τής γης, τα μάτια γυρίζουν στόν ουρανό: «Καὶ ποῦ λοιπόν, ἄλλην εὑρήσω ἀντίληψιν; ποῦ προσφύγω; ποῦ δὲ καὶ σωθήσομαι; ». Στην τραγική πάλη τής σάρκας καί του πνεύματος, τό πνεύμα θά κινήσει τά χείλη στην ομολογία: «Σύ μου ἰσχύς, Κύριε, σύ μου καὶ δύναμις, σὺ Θεός μου, σύ μου ἀγαλλίαμα, ».

Απα­ρηγόρητος ο στεναγμός: «Των λυπηρῶν ἐπαγωγαὶ χειμάζουσι τὴν ταπεινήν μου ψυχήν, καὶ συμφορῶν νέφη, τὴν ἐμὴν καλύπτουσι, καρδίαν Θεονύμφευτε, ».

Τώρα τά θαμπωμένα μάτια άπό τό άστραφτερό επίχρισμα τής αμαρτίας, ξεπλένονται στά λυτρω­τικά δάκρυα τής μετάνοιας καί βλέπουν τό φως: «Τὰ νέφη, τῶν λυπηρῶν ἐκάλυψαν, τὴν ἀθλίαν μου ψυχὴν καὶ καρδίαν, καὶ σκοτασμὸν ἐμποιοῦσι μοι Κόρη,
ἀλλ' ἡ γεννήσασα φῶς τὸ ἀπρόσιτον, ἀπέλασον ταῦτα μακράν, τῇ ἐμπνεύσει τῆς θείας πρεσβείας σου...Θεονύμφευτε, ἀλλ' ἡ φῶς τετοκυῖα, τὸ θεῖον καὶ προαιώνιον,
λάμψον μοι τὸ φῶς τὸ χαρμόσυνον.
».

Ο ‘’βαρύς’’ αποστάτης πώς θά κτυπήσει τήν πόρ­τα του θείου ελέους; Συντετριμμένος καί απαρρησίαστος καταφεύγει στή μεγάλη Μεσίτρια, στή Μητέρα του Θεού καί δική του όμως Μητέρα: «Καὶ σὲ μεσίτριαν ἔχω, πρὸς τὸν φιλάνθρωπον Θεόν, μή μου ἐλέγξῃ τὰς πράξεις, ἐνώπιον τῶν Ἀγγέλων».

Ο ναυαγός ζητά τό λιμάνι: «Ἐν ταῖς ζάλαις ἐφεῦρον σε λιμένα, ἐν ταῖς λύπαις χαρὰν καὶ εὐφροσύνην, καὶ ἐν ταῖς νόσοις ταχινὴν βοήθειαν, καὶ ἐν τοῖς κινδύνοις...Διὰ σπλάγχνα ἐλέους σου Παρθένε, μὴ παρίδῃς σεμνή, ποντούμενόν με σάλῳ, βιοτικῶν κυμάτων, ἀλλὰ δίδου μοι χεῖρα βοηθείας, καταπονουμένῳ, κακώσεσι τοῦ βίου.

Ο πι­κραμένος τή χαρά: «εν τας λύπαις χαράν καί εφροσύνην». Τό τσακισμένο κορμί θέλει στήριγ­μά, προστασία, καταφύγιο: «Σὲ τὴν ἁγνήν, σὲ τὴν Παρθένον καὶ ἄσπιλον, μόνην φέρω, τεῖχος ἀπροσμάχητον, καταφυγὴν σκέπην κραταιάν, ὅπλον σωτηρίας μὴ με παρίδῃς τὸν ἄσωτον, ἐλπὶς ἀπηλπισμένων, ἀσθενῶν συμμαχία, θλιβομένων χαρὰ καὶ ἀντίληψις».

Η έλξη του κόσμου αδυσώπητη, οι βιοτικές μέ­ριμνες βασανιστικές: «Ἐκύκλωσαν, αἱ τοῦ βίου με ζάλαι, ὥσπερ μέλισσαι κηρίον Παρθένε, καὶ τὴν ἐμὴν κατασχοῦσαι καρδίαν,
κατατιτρώσκουσι βέλει τῶν θλίψεων· ἀλλ' εὕροιμί σε βοηθόν, καὶ διώκτην καὶ ῥύστην Πανάχραντε. ».

Οι θλίψεις λιώνουν σέ φλογερό καμίνι τόν πλανηθέντα, εκείνος όμως τρέχει «στὸν ποταμόν, τὸν γλυκερόν τοῦ ἐλέους σου, τὸν πλουσίαις δωρεαῖς δροσίσαντα,
τὴν παναθλίαν καὶ ταπεινήν, πάναγνε ψυχήν μου, ».

Η πολυύμνητη Κόρη καί Βασίλισσα τού κόσμου δέχεται τις αιτήσεις καί παρακαλεί. θεραπεύει, δωρίζει: «Παράκλησιν, ἐν ταῖς θλίψεσιν καί τῶν νόσων ἰατρὸν σε γινώσκω,
καὶ παντελῆ συντριμμὸν τοῦ θανάτου, καὶ ποταμὸν τῆς ζωῆς ἀνεξάντλητον, καὶ πάντων τῶν ἐν συμφοραῖς, ταχινὴν καὶ ὀξεῖαν ἀντίληψιν. ».

Καί εγώ ο ελεεινός «Τὶ σοι δῶρον προσάξω, τῆς εὐχαριστίας ἀνθ' ὧνπερ ἀπήλαυσα,
τῶν σῶν δωρημάτων, καί τῆς σῆς ἀμέτρητου χρηστότητος»;

«Πάντων προστατεύεις Αγαθή». «Χαίρε ή Κεχαριτωμένη». ’Ασπασμοί ευγνωμοσύνης κι αγάπης, δάκρυα πόνου καί χαράς, όλα ακουμπούσαν στην εικόνα της. Είχα προχωρήσει αρκετά. Σήκωσα τό τριαντάφυλλο ψηλά καί τό κοίταξα. Κατόρθωσα νά τό φτάσω ατσαλάκωτο. Μόνο εκεί, ανάμεσα στά πέταλά του ασήμιζαν μικρές δροσοσταλίδες. Ήταν η βροχή; Ήταν τά δάκρυα; Δέν έχει σημασία Τέτοιες ώρες τά δάκρυα είναι σαν τή βροχή καί η βροχή σαν τά δάκρυα...

Φθάνω... Σ’ απόσταση αναπνοής... Γονάτισα. Ασπάστηκα τό "Άγιο της Χέρι. Εκείνο, πού κρατούσε στοργικά τόν Υιό της. Τώρα τά δάκρυα έτρεχαν φανερά. Δέν μ’ ένοιαζε.

Έπρεπε νά σηκωθώ. Περίμενα πίσω του πλήθος άμετρο. Ευλαβικά εναπόθεσα τό τριαντάφυλλο. 'Ύστερα σήκωσα τό χέρι του καί τό ’φερα στό δεξί ίου αυτί. Έβγαλε τό σκουλαρίκι καί τό πρόσθεσα στ’ άλλα αφιερώματα. Έκαμε όπως τό 'χε τάξει. Δέ θυμόμουν πιά τίποτε απ’ τά παλιά. Τά 'χα αφήσει όλα στή Μητέρα του Θεού. Στή δική μου Μητέρα

'Ώρα οκτώ τό πρωί.

Ανάλαφρος βγήκα απ’ τήν εκκλησιά 'Όλος ζωή κι ελπίδες. Μιά ζωή καινούργια με περίμενε. "Άλλωστε ήμουν μόνο 23 ετών.

Στό μυστήριο τής σωτηρίας η Παρθενομήτωρ έχει μεγάλο καί καθοριστικό ρόλο: «Ἐξέστη ἐπὶ τούτῳ ὁ οὐρανός, καὶ τῆς γῆς κατεπλάγη τὰ πέρατα, ὅτι Θεός, ὤφθη τοῖς ἀνθρώποις σωματικῶς, καὶ ἡ γαστήρ σου γέγονεν, εὐρυχωροτέρα τῶν οὐρανῶν·
διό σε Θεοτόκε, Ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων, ταξιαρχίαι μεγαλύνουσι ».

Σ' αυτό τό μυστή­ριο τής σωτηρίας, ανάμεσα στούς δύο πόλους του, τήν αγάπη του Θεού από τή μιά καί τόν πεπτωκότα άνθρωπο από τήν άλλη, υπάρχει «ή γέφυρα ή μετάγουσα τούς έκ γής πρός ουρανόν», «η καθέδρα» πού κάθισε ανάμεσα στούς ανθρώπους ο βασιλέας Χριστός, η «αληθής Θεοτόκος», η διά του Υιού της «του θανάτου τό κράτος έξαφανίσασα» καί «λυτρωσαμένη ημάς έκ τής κατάρας».

✝ ✝ Ταλαίπωροι εμείς άνθρωποι «πάντες μετὰ Θεόν, εἰς σὲ καταφεύγομεν, ὡς ἄρρηκτον τεῖχος καὶ προστασίαν. ». Σου δείχνουμε ταπεινά «Δέσποινα τού κόσμου» «Ἐπίβλεψον, ἐν εὐμενείᾳ, ἐπὶ τὴν ἐμὴν χαλεπὴν τοῦ σώματος κάκωσιν...καὶ ἴασαι τῆς ψυχῆς τὸ ἄλγος » καί καρτερούμε νά επι­βλέψεις «έν εμενεια» στό γένος τών Χριστιανών.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου