Σάββατο 23 Απριλίου 2022

Tο πνεύμα της Λαμπρής

Kαλή Λαμπρή. Έτσι, Λαμπρή την έλεγε ο λαός μας την Ανάσταση, τη νίκη πάνω στο Θάνατο. Χρησιμοποιούσε δηλαδή, ίσως χωρίς να το γνωρίζει, μια αρχαιοελληνική λέξη για να αντιπαραβάλει αυτήν την ξεχωριστή μέρα με το Σκοτάδι που μαύριζε τις ζωές των απλών, φτωχών ανθρώπων τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου. 

Στη διάρκεια όλων των περιπετειών και των μαρτυρίων των κατοίκων αυτής της γωνιάς της γης, η μέρα του Πάσχα ήταν πάντα ξεχωριστή, ελπιδοφόρα. Συνοδευόταν εδώ και αιώνες από το κόκκινο αυγό, ένα από τα λίγα αγαθά που υπήρχε και στις πιο φτωχικές οικογένειες, συμβολίζοντας ήδη από τα χρόνια της αρχαιότητας τη Ζωή – βαμμένο κόκκινο μονάχα τις πασχαλινές μέρες, για να δείχνει γιορτινό και ταυτόχρονα να ξορκίζει το κακό.

Μαζί και το τσουρέκι, που παλιά το ονόμαζαν λαμπρόψωμο ή λαμπροκουλούρα, και θεωρούσαν ότι φέρνει ευλογία στο σπιτικό. Και φυσικά το κερί για την εκκλησία, κίτρινο τη Μεγάλη Βδομάδα και λευκό τη νύχτα της Ανάστασης – η λαμπάδα, που σήμερα στα παιχνιδάδικα και στα ''σούπερ μάρκετ'' αποτελεί πρόσχημα για την αγορά αυτοκινήτων του Σούπερμαν και αξεσουάρ της ''Μπάρμπι'' ή όποιας άλλης φιγούρας γίνεται κάθε χρόνο της μόδας. 

Το σουβλιστό αρνί, αντίθετα, ήταν μάλλον πολυτέλεια μέχρι τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια. Και δυστυχώς, ιδίως στα αστικά κέντρα, τα τελευταία χρόνια, πολύ περισσότερο φέτος, ξαναγίνεται πολυτέλεια για πολλούς ανθρώπους…

Αλλά, μέρες που είναι, ας οπλιστούμε με το πνεύμα της Λαμπρής: η Σταύρωση εγκυμονεί την Ανάσταση, όπως έλεγε ο Κωστής Μοσκώφ. Ας χρησιμοποιήσουμε λοιπόν αυτές τις στιγμές σαν ευκαιρία να καταδυθούμε στην ιστορία αυτής της γιορτής στον τόπο μας, μέσα από ποιήματα και  πεζά κείμενα σημαντικών Ελλήνων διανοητών και μελετητών. Θα θυμηθούμε –ή θα ανακαλύψουμε, ανάλογα με τη γενιά μας– πόσο η Λαμπρή είναι δεμένη με την ιστορία μας, με την ανάγκη μας να γιορτάσουμε την αναγέννηση όχι μόνο της φύσης αλλά και της ελπίδας.

Εαρινή Συμφωνία

Γιάννης Ρίτσος

Άκου τα σήμαντρα
των εξοχικών εκκλησιών.
Φτάνουν από πολύ μακριά
από πολύ βαθιά.
Απ’ τα χείλη των παιδιών
απ’ την άγνοια των χελιδονιών
απ’ τις άσπρες αυλές της Κυριακής
απ’ τ’ αγιοκλήματα και τους περιστεριώνες
των ταπεινών σπιτιών.

Άκου τα σήμαντρα
των εαρινών εκκλησιών.
Είναι οι εκκλησίες
που δε γνώρισαν τη σταύρωση

και την ανάσταση.

Γνώρισαν μόνο τις εικόνες
του Δωδεκαετούς
που ‘χε μια μάνα τρυφερή
που τον περίμενε τα βράδια στο κατώφλι
έναν πατέρα ειρηνικό που ευώδιαζε χωράφι
που ‘χε στα μάτια του το μήνυμα
της επερχόμενης Μαγδαληνής.

Χριστέ μου
τι θα ‘τανε η πορεία σου
δίχως τη σμύρνα και το νάρδο
στα σκονισμένα πόδια σου;

Μαγδαληνή

Νίκος Καζαντζάκης

Ω Κύριε, εγώ ‘μαι που έσπασα σα μυρογιάλι
στα ιερά σου πόδια την καρδιά μου, και τα ολόξανθα
μακριά μαλλιά μου εγώ τ’ ανέμισα στις τρέμουλες,
σκυφτές των Αποστόλων κεφαλές, σα φλάμπουρο!
Εγώ ‘μαι που όντας όλοι οι εδικοί μακριάθε
κοιτώντας το σταυρό σε κλαίγαν σκορπισμένοι,
στεκόμουν στο πλευρό σου παραστάτης, κι όρθια
στα χέρια μου εδεχόμουν, στην ποδιά, στο πρόσωπο,
πηχτό, ζεστό, σαν όμπρο θερινό, το γαίμα σου!
Κ’ έκραζα: Ανοίξου γης, ποτίσου γης, σκιρτήστε
σα σπόροι αθάνατοι στο χώμα, ώ πεθαμένοι!
Χριστέ, κι αν όλοι σ’ αρνηθούν, δε θα πεθάνεις!
Γιατί στον κόρφο μου το αθάνατο νερό
κρατώ και σε κερνώ, και κατεβαίνεις πάλι
στη γης, και περπατάς μαζί μου στα χωράφια,
βολές σωπαίνοντας γλυκά, βολές ταΐζοντας
το Λόγο τον καλό στα πεινασμένα πλήθη.

Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι

Άγγελος Σικελιανός

Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι, απ’ όσες
γυναίκες του Στειριού συμμαζευτήκαν
τον Επιτάφιο να στολίσουν, κι’ όσες,
μοιρολογήτρες, ως με του Μεγάλου
Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,
ποια να στοχάστη, έτσι γλυκά θρηνούσαν!
πώς, κάτου απ’ τους ανθούς, τ’ ολόαχνο σμάλτο
του πεθαμένου του Αδωνη ήταν σάρκα
που πόνεσε βαθιά;

Γιατί κι’ ο πόνος
στα ρόδα μέσα, κι’ ο επιτάφιος θρήνος,
κ’ οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
απ’ του ναού τη θύρα, αναφτερώναν
το νου τους στης Ανάστασης το θάμα,
και του Χριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια,
που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!

Αλλά το βράδυ το ίδιο του Σαββάτου,
την ώρα π’ απ’ την Άγια Πύλη το ένα
κερί επροσάναψε όλα τ’ άλλα ως κάτου,
κι’ απ’ τ’ Άγιο Βήμα σάμπως κύμα απλώθη
το φως ως με την ξώπορτα, όλοι κι’ όλες
ανατριχιάξαν π’ άκουσαν στη μέση
απ’ τα «Χριστός Ανέστη» μιαν αιφνίδια
φωνή να σκούξει: «Γιώργαινα, ο Βαγγέλης!»

Και να, ο λεβέντης του χωριού, ο Βαγγέλης,
των κοριτσιών το λάμπασμα, ο Βαγγέλης,
που τον λογιάζαν όλοι για χαμένο
στον πόλεμο – και στέκονταν ολόρτος
στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάρι
ξύλινο, και δε διάβαινε τη θύρα
της εκκλησιάς, τι τον κυττάζαν όλοι
με τα κεριά στο χέρι, τον κυττάζαν
τον χορευτή που τράνταζε τ’ αλώνι
του Στειριού, μια στην όψη, μια στο πόδι,
μα ως να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι
της θύρας, και δεν έμπαινε πιο μέσα!

Και τότε, –μάρτυράς μου νάναι ο στίχος,
ο απλός κι’ ο αληθινός ετούτος στίχος–
απ’ το στασίδι πούμουνα στημένος
ξαντίκρυσα τη μάνα, απ’ το κεφάλι
πετώντας το μαντίλι, να χιμήξει
σκυφτή και ν’ αγκαλιάσει το ποδάρι,
το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη,
(έτσι όπως τόειδα ο στίχος μου το γράφει,
ο απλός κι’ αληθινός ετούτος στίχος),
και να σύρει απ’ τα βάθη της καρδιάς της
ένα σκούξιμο: «Μάτια μου, Βαγγέλη!»

1 σχόλιο: