Κυριακή 2 Μαρτίου 2025

Συγχώρηση: το «παράδοξο της ικανότητας στην ανικανότητα».

Την Κυριακή εσπέρας, 2 Μαρτίου 2025, στις Ορθόδοξες Εκκλησίες τελείται ο Εσπερινός της Συγχωρήσεως, λίγο πριν από την έναρξη της Μεγάλης Σαρακοστής, καλώντας τους πιστούς να αναλογιστούν τη συγχώρηση του Θεού και τη σημασία της συγγνώμης. 

Την ημέρα αυτή, η Εκκλησία υπενθυμίζει στους πιστούς πως η συγχώρηση του Θεού, καθώς και η ανθρώπινη είναι βαθιά αλληλένδετες: «ἐάν δέ μή ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις ά παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατήρ ὑμῶν ἀφήσει τά παραπτώματα ὑμῶν» (Ματθ. 6:15).

 Τι εννοούμε, όμως, πραγματικά με τον όρο «συγχώρηση»; Μπορεί η συγχώρηση να υπάρξει όταν στην πραγματικότητα συντρίβεται από το βάρος του κακού, το οποίο παραβιάζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και καθιστά την ανθρώπινη ζωή αναλώσιμη;

Παρότι συχνά παρουσιάζεται ως πανάκεια για κάθε μορφή σύγκρουσης, η συγχώρηση είναι ένα σύνθετο και απαιτητικό φαινόμενο, που εκτυλίσσεται στον χώρο των προσωπικών σχέσεων, στην καρδιά της σχέσης μεταξύ θύματος και θύτη. Δεν πρέπει να συγχέεται με πολιτικούς όρους όπως η αμνηστία, η επιείκεια, η χάρη ή ακόμη και η συμφιλίωση. 

Στην πραγματικότητα, σε συνθήκες συστημικής καταπίεσης, πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί όταν υποστηρίζουμε ότι τα θύματα φέρουν τη δύναμη να εξασφαλίσουν την κοινωνική αρμονία μέσω της συγχωρήσεώς τους. Τέτοιου είδους προτροπές μπορεί εύκολα να μετατραπούν σε όργανο πολιτικής ρητορικής, υπονομεύοντας τον αγώνα για δικαιοσύνη, ενώ ταυτόχρονα απειλούν να ευτελίσουν τη δύναμη και τον μοναδικό χαρακτήρα της διαπροσωπικής συγχωρήσεως.

Τι καθιστά τη συγχώρηση μια ξεχωριστή και εξαιρετική πράξη; Πώς μπορούμε να μιλήσουμε για τη συγχώρηση χωρίς να επιβάλλουμε επιπλέον φορτίο στα θύματα ή να υπονοήσουμε ότι οφείλουν να συγχωρήσουν; Πώς μπορούμε να αναγνωρίσουμε τη δύναμή της χωρίς να την παρουσιάσουμε ως κάτι αδύνατο ή εξαιρετικά επώδυνο για τα θύματα;

Η συγχώρηση, ως πράξη σχέσης, δεν είναι απλώς μια ηθική επιταγή· είναι μια μεταηθική δυνατότητα με προφητική και μυστική διάσταση, ιδίως απέναντι στις ανθρώπινες φρικαλεότητες. Εκεί όπου κάτι μοιάζει ασυγχώρητο, η αποκαλυπτική σημασία της συγχωρήσεως βιώνεται βαθύτερα, καθιστώντας την πράξη δημιουργική εντός μιας διαλυτικής πραγματικότητας.

Η αγαθότητα της Δημιουργίας, η οποία εκπληρώθηκε ήδη από την αρχή του χρόνου, δεν έχει ακυρωθεί από το ανθρώπινο κακό. Ενώπιον της ανθρώπινη σκληρότητας, η συγχώρηση εκδηλώνει την ευγνωμοσύνη, την καλοσύνη και την αφθονία της ζωής που αποκαλύπτεται στη Δημιουργία. «καί εἶδεν ὁ Θεός τά πάντα, ὅσα ἐποίησε, καί ἰδού καλά λίαν » (Γέν. 1:31).

Η Δημιουργία παραμένει μια ανεξάντλητη πηγή αγαθότητος: ο Θεός δημιουργεί εκ του μηδενός, χωρίς αναγκαιότητα ή καταναγκασμό, παρέχοντας ζωή και επιβεβαιώνοντας αδιάκοπα την αγαθότητα της Δημιουργίας.

Ακόμη και εν μέσω καταπίεσης, ο Θεός συνεχίζει να δρα, καλώντας τον λαό Του στην ελευθερία και σε έναν νέο τρόπο ύπαρξης και σχέσης μεταξύ των ανθρώπων. Από τη μία πλευρά, η συγχώρηση, όταν προσφέρεται ελεύθερα και χωρίς εξαναγκασμό από τα θύματα, εκφράζει αυτή την εμπιστοσύνη στην αγαθότητα της Δημιουργίας, καλώντας τον θύτη σε μια νέα ζωή.

Από την άλλη, παρά το χάος της ανθρώπινης βίας, τα θύματα μπορούν να βιώσουν την αναγέννηση μέσα από αυτή την πράξη. Ως ανθρώπινη πράξη δημιουργίας που αναδύεται από μια πληγωμένη ύπαρξη, η συγχώρηση δεν αποτελεί μια πρόσκληση στην ίδια την ύπαρξη – όπως στη Γένεση – αλλά ένα κάλεσμα σε έναν νέο τρόπο ύπαρξης εντός της σχέσεως, μια πράξη που προσφέρεται ελεύθερα και ανιδιοτελώς από το θύμα.

Ταυτόχρονα, η εν λόγω εμπειρία της συγχωρήσεως παραπέμπει σε μια υπερβατική πηγή ύπαρξης που παραμένει μυστήριο, τουλάχιστον σε ένα περιγραφικό επίπεδο. Όταν ερωτώνται τα θύματα που βίωσαν απάνθρωπες εμπειρίες πώς μπόρεσαν να συγχωρήσουν, συχνά απαντούν: «απλώς συνέβη» ή «έγινε ξαφνικά».

Γενικά, δεν γνωρίζουν πώς κατέστη δυνατό – είναι σχεδόν ανεπαίσθητο και καθίσταται αντιληπτό μόνο τη στιγμή που συμβαίνει. Ευρισκόμενοι στα απώτατα όρια της εμπειρίας, εκείνοι που συγχωρούν προσφέρουν από αυτό που δεν έχουν· δίνουν μέσα από την ανεπάρκειά τους, υπερβαίνοντας το ακατανόητο βίωμα του ασυγχώρητου.

Όπως αναφέρει ο Μητρ.Ιωάννης Ζηζιούλας στο δοκίμιό του για την ανθρώπινη ικανότητα και ανικανότητα, ''η ανθρώπινη δημιουργικότητα συνίσταται στην πραγμάτωση γεγονότων μέσα από την ελευθερία, γεγονότα που αποκαλύπτονται είτε ως παρουσία είτε ως μέλλον που δεν μπορεί απλώς να προβλεφθεί''.[1] Ενώπιον του αδύνατου, η πράξη της συγχωρήσεως φανερώνει το μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα από το «παράδοξο της ικανότητας στην ανικανότητα»[2] 

Αυτό το φαινομενικά αντιφατικό γεγονός αποτελεί ένδειξη ενός θεανθρωπικού δυναμισμού.

Με άλλα λόγια, το ασυγχώρητο δεν είναι απλώς το έσχατο όριο της ανθρώπινης ικανότητας· μπορεί να αποτελεί ταυτόχρονα την εκδήλωση μιας κοινωνίας με τον Θεό, η οποία αποκαλύπτεται εντός της ίδιας της συγχωρήσεως.

Σε αυτό το σημείο, η ορθόδοξη χριστιανική θεολογία μπορεί να προσφέρει μια βαθύτερη κατανόηση αυτής της οικειότητας μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Μπροστά στο ασυγχώρητο, η ανθρώπινη πράξη ανοίγεται στη θεία ζωή, όχι ως ένα απλό συμπλήρωμα αλλά ως πραγματική κοινωνία. Για τον πιστό, η φράση «δεν μπορώ να συγχωρήσω» γίνεται η αφετηρία μιας πορείας προς τη θέωση, μιας κίνησης προς ένα «εμείς» που καθιστά το αδύνατο δυνατό. Σε αυτόν τον διάτρητο χώρο, το ερώτημα για την αιτία της συγχωρήσεως – ανεξάρτητα απ’ το αν αυτή είναι ανθρώπινη ή προέρχεται από τον Θεό– καθίσταται δευτερεύον. Στον «ιερό χώρο» της σχέσης, ο Θεός, όπως επισήμανε ο Αυγουστίνος, είναι «πιο κοντά μας απ’ ό,τι εμείς στον εαυτό μας». Αυτό που έχει σημασία δεν είναι η αιτία της συγχωρήσεως, αλλά η ίδια η επικοινωνία, η ζώσα σχέση μεταξύ Θεού και ανθρώπου.

Η συγχώρηση υπερβαίνει κάθε ηθική ή κοινωνική υποχρέωση. Πρόκειται για μια πράξη που προσφέρεται ελεύθερα και ανιδιοτελώς από εκείνους των οποίων η αξιοπρέπεια έχει βεβηλωθεί. Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να περιορίζεται απλώς σε μια απάντηση απέναντι στην αμαρτωλότητα και τη φθορά μας.

Αν τη θεωρήσουμε αποκλειστικά ως πράξη λύτρωσης από την αμαρτία, κινδυνεύουμε να παραβλέψουμε τη θετική και δημιουργική της αξία, χάνοντας έτσι τη βαθύτερη αποκάλυψη που προσφέρει για την ανθρώπινη κατάσταση.

Όπως επισημαίνει ο Ιωάννης Ζηζιούλας: «Υπάρχουν, επομένως, δύο πτυχές στη Χριστολογία: μια αρνητική (η λύτρωση από την πεπτωκυία κατάσταση) και μια θετική (η εκπλήρωση της πλήρους κοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό – αυτό που οι Έλληνες Πατέρες ονόμασαν θέωση). Μόνο αν οι δύο αυτές πλευρές ληφθούν μαζί, η Χριστολογία μπορεί να αποκαλύψει το ανθρώπινο πεπρωμένο στην πληρότητά του».[3] 

Η συγχώρηση, ως δημιουργική πράξη εκ του μηδενός, αντανακλά με τρόπο μοναδικό τόσο την προέλευση όσο και τον τελικό προορισμό της ύπαρξής μας: να καταστούμε εικόνες του Θεού.

[1] .D. Zizioulas, “Human Capacity and Human Incapacity: A Theological Exploration of Personhood,” Scottish Journal of Theology 28, no. 5 (January 1, 1975): 415-446.

[2] Ibid., 430, 446.

[3] Ibid., 434

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου