Μόνο
εκεί που υπάρχουν τάφοι υπάρχει
ανάσταση.(FRIEDRICH
NIETZSCHE)
«Πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. Πιστεύεις τοῦτο;»(Ιω. 11,26 )
Δίπλ’ απ’ το πατρικό μου στο χωριό –εκεί που τώρα βρίσκεται το Silenus Bill’s Bar– υπήρχε παλιά ένα ελαιοτριβείο.
Η ευωδιά του φρεσκοστυμμένου λαδιού φλόμωνε τα ρουθούνια μας. Απ’ τ’ άγρια χαράματα βοούσε το μελισσομάνι των λιτρουβιαραίων. Βογκούσαν τα τρακτέρ στην ανηφόρα, φορτωμένα σακιά τίγκα στον ελαιόκαρπο. Βουνό το λιοκόκκι. Άχνιζαν τα τσόλια στον φράχτη σαν γδαρμένα τομάρια. Κι εμείς –λιμασμένα παιδιά της γειτονιάς– κλωθογυρίζαμε εκεί γύρω, ώσπου κάποιος γνωστός να μας φωνάξει να ιδούμε τις μυλόπετρες που αλέθουν και να μας τρατάρει μια πρωμάδα: ψωμί πυρωμένο στην φωτιά, αλειμμένο με ζεστό φρέσκο λάδι. «Όταν μεγαλώσω», έλεγα, «θα γίνω λιτρουβιάρης! Θα πίνω ούζο 12 και θα καπνίζω άφιλτρα τσιγάρα Καρέλια».
Πριν προλάβω να μεγαλώσω, το λιτρουβιό έκλεισε. Το παραπάνω χωριό από το δικό μας ερήμωσε. Κι έτσι, το Δημοτικό Σχολείο μεταφέρθηκε στο εγκαταλελειμμένο ελαιοτριβείο, που το μισό διαμορφώθηκε σε διδακτικό χώρο και το άλλο μισό παρέμεινε κλειδωμένο, με σκουριασμένα καζάνια κι αραχνιασμένες μυλόπετρες. Καμιά φορά, κατά την διάρκεια του μαθήματος, ακούγαμε το «κριτς-κριτς» των ποντικών από δίπλα.
Κάποτε και το δικό μας χωριό άδειασε. Ο κόσμος πήγαινε στις μεγάλες πόλεις να βρει δουλειά. Το σχολείο έκλεισε. Μετακόμισε στον παρακάτω οικισμό. Και το παλαιό ελαιοτριβείο του Καμαρίλα νοικιάστηκε σε μια εξηντάχρονη Εγγλέζα μετρίου αναστήματος, με βαμμένο ξανθό μαλλί και αέρα φλεγματικής λαίδης.
Κανείς δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτήν. Μόνον πως την έλεγαν Τζόϋ, που στην γλώσσα της θα πει Χαρά, μα οι χωριάτες το εκλάμβαναν ως Ζωή. Αμάξι δεν είχε. Έρχονταν και την έπαιρναν οι φίλοι της με τα δικά τους αυτοκίνητα και τα χαράματα την ξανάφερναν.
Ήταν γλεντζού!
Κυκλοφόρησαν πολλές φήμες για λόγου της, πως έτρεχε το χρήμα απ’ τα μπατζάκια της, πως είχε ιδιωτικό νησί στην πατρίδα της, αλλά βαρέθηκε την ζωή που έκανε και διάλεξε το μέρος μας για να περάσει τα τελευταία της χρόνια, αφήνοντας πίσω τις πολυτέλειες και τις ομίχλες της Αγγλίας και κάνοντας μια καινούργια αρχή κάτω απ’ τον λαμπρό ήλιο της Ελλάδας.
Με τον καιρό η Τζόϋ άρχισε ν’ αλλάζει…
Οι φίλοι της αραίωσαν. Αν ήθελε κάπου να πάει, έπαιρνε ταξί ή πήγαινε με τα πόδια.
Έκανε παρέα με τις χωριάτισσες και μάθαινε την τοπική διάλεκτο που χρησιμοποιούσαν. Αποστήθιζε λευκαδίτικες εκφράσεις και τις αναπαρήγαγε με γεροντίστικη προφορά και παιδιάστικο σκέρτσο: «Επά’αινα ξώχειλα-ξώχειλα στην λιθιά, εξαχούρδησα, εσκουπ’λιάστ’κα κι εγένηκα μπ’κούνια!» Που πάει να πει: «Επήγαινα άκρη-άκρη στην λιθιά, ξαγλίστρησα, σωριάστηκα κι έγινα κομμάτια!»
Οι απλοϊκές γυναίκες ήταν πλέον οι αληθινές της φίλες.
Σηκώνονταν αχάραγα, ανάπιαναν προζύμι και ψήνανε ψωμί σε φούρνο με ξύλα. Της μάθαιναν λευκαδίτικα μαγειρέματα: κοκοτό με τιμάτσι, μακαρουνόπιτα και μπριάνι, τσιγαρίδια με προσφορίτες και σουπιές με μακαροτσίνι.
Της έδειχναν πώς γίνεται το γλυκό κυδώνι: πελτές και κοφτό. Πώς φκιάνουνε καφέ μ’ αυγό, πώς πήζουνε στα κάρβουνα τ’ ασπράδι μες στο τσόφλι και μοιάζει με κορφούγκι. Πώς ψήνουν το κορφούγκι μες σε φύλλο από κουτσούνα και το τρώνε με ζάχαρη και κανέλλα. Αυτή μαθήτευε μ’ ενδιαφέρον περισσό. Κατόπιν έφκιανε μόνη της τα φαγιά και γύριζε στην γειτονιά και τα μοίραζε, για να ιδεί αν πέρασε τις εξετάσεις.
Μια μέρα έκαμε την μεγάλη ανακοίνωση: «Μην με ξαναπείτε Τζόϋ! Πάει αυτή, πέθανε… Τώρα αναστήθηκα και με λένε Ζωή. Η Εγγλέζα γιοκ! Έγινα χωριάτισσα!» Κι έπιανε το ποτήρι με το ούζο και το κατέβαζε μονοκοπανιά, λέγοντας: «Γεια μας και καλά στερνά!»
Οι χωριάτισσες την λάτρεψαν, όπως λατρεύει ο καθένας κάποιον που θέλει να του μοιάσει, μα δεν της συγχώραγαν την ελευθεριότητά της σε όλα. Τις διαόλιζε η φήμη πως της άρεσαν πολύ οι άντρες.
Αυτές, που πέρασαν μια ζωή αγόγγυστα δίπλα σ’ ένα και μοναδικό αρσενικό κι ανταποκρίνονταν στα συζυγικά τους καθήκοντα δίχως προσωπική απόλαυση, δεν άντεχαν να ’ρχεται τώρα εκείνη –η ξένη– και να ξυπνάει μέσα τους την γυναίκα, που θάφτηκε δυο χιλιάδες χρόνια κάτω απ’ το θέλημα του αντρός και σκεπάστηκε κάθε της πόθος μ’ εκατό χιλιάδες μετάνοιες. Αν ήθελε να γίνει χωριάτισσα, έπρεπε να τις μοιάζει σε όλα. Ειδάλλως, είχαν ράμματα για την γούνα της…
Η Ζωή τα καταλάβαινε αυτά, αλλά ο δρόμος της έρχονταν από πολύ μακριά, για να χαθεί στις εσχατιές των ανθρώπων.
Κάποτε, μια φτωχή κοπέλα του χωριού παντρεύτηκε. «Η ξένη», όπως την έλεγαν οι ξινές, έβγαλε τον βαρύτιμο σταυρό της και τον κρέμασε στο λαιμό της νιόπαντρης. Όλοι θαύμασαν: «Τέτοιος σταυρός! Θα κάνει μια περιουσία…» Κι άρχισαν πάλι να οργιάζουν οι φήμες για τα πλούτη της, ενώ κάποιοι μεσόκοποι γαμπροί την νείρονταν πλέον ολοφάνερα κι έγλειφαν τα μουστάκια τους σαν γάτοι.
Τα χρόνια πέρασαν…Η Ζωή κουράστηκε κι απ’ την ζωή της χωριάτισσας και κλείστηκε στον εαυτό της. Ζωγράφιζε πολύ ωραία! Κι έτσι, την έβλεπες στις εξοχές με το καβαλέτο ν’ αποτυπώνει στον καμβά λευκαδίτικα τοπία. Παλαιότερα, έφκιανε τα πορτραίτα των ανθρώπων του χωριού. Τώρα πουλιά και ζώα, δέντρα κι αγριολούλουδα, βάρκες κι ακροθαλάσσια.
Η παλιά αρθρίτιδα κάλπαζε…Παραμορφώθηκαν τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών της. Με δυσκολία βάδιζε πλέον. Την έβρισκες στο καφενείο –όταν κατόρθωνε να φτάσει ως εκεί– να πίνει και να καπνίζει μανιωδώς, με τα γαλάζια μάτια της χαμένα στον ορίζοντα. Είχε αρχίσει να ξαναγίνεται Εγγλέζα.
Μια μέρα, την είδα στην αυλή της να κρατάει ένα τσαπί.
«Τι κάνεις εκεί, Ζωή;» την ρώτησα.
«Φυτεύω ένα κλήμα!» μου απάντησε, με μια λάμψη στα ξεθωριασμένα της μάτια, ακριβώς όταν πρόφερε την λέξη «φυτεύω».
Το κλήμα, όμως, δεν έπιασε στο χώμα εκείνο κι έμεινε η βέργα ξερή κι αρούγκανη. Η Ζωή ήταν απαρηγόρητη! Αφού δοκίμασε με όλους τους τρόπους να κρατήσει το κλήμα ζωντανό, κατάλαβε πως το φυτό είχε πλέον πεθάνει. Προσφερθήκαμε να της δώσουμε μιαν άλλη βέργα να φυτέψει – δεν καταδέχτηκε…
Ένα πρωί, μόλις ξύπνησα κι άνοιξα το παράθυρο, είδα την Ζωή να ποτίζει την ξερή βέργα και να της μιλάει: «Καλημέρα, κληματάκι!» Αυτό το βιολί συνεχίστηκε ολόκληρη την εβδομάδα: «Καλημέρα, κληματάκι! Καληνύχτα, κληματάκι! Σ’ αγαπώ πολύ, κληματάκι!»
Δεν ήξερα τι να κάνω, να γελάσω ή να κλάψω με την ανοησία ή την ευαισθησία αυτής της γυναίκας;
Οι γειτόνοι χασκογέλαγαν πίσω απ’ την πλάτη της και την κορόιδευαν μιμούμενοι την φωνή της: «Καλημέρα, κληματάκι! Καληνύχτα, κληματάκι!» Μα σε λίγο καιρό ανησύχησαν στ’ αλήθεια και ψιθύριζαν πως άρχισε σιγά-σιγά να το χάνει…
Δεν πήγαινε άλλο! Αποφάσισα να της μιλήσω.
Εκείνη με άκουσε υπομονετικά. Ύστερα πήρε στα χέρια της ένα χοντρό μαύρο βιβλίο κι έψαξε μια σελίδα, την βρήκε και ξεκίνησε να διαβάζει:
«Εἶπεν αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. Πιστεύεις τοῦτο;»
Νόμισα πως η ερώτηση απευθύνονταν σ’ εμένα κι όχι πως περιλαμβάνονταν στο χωρίο, αλλά εκείνη έσπευσε να διευκρινίσει:
«Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο (κεφ. 11 )! Είναι το σημείο που μιλάει για την ανάσταση του Λαζάρου».
Κάτι πήγα να πω, αλλά μου έκαμε νόημα να σωπάσω και συνέχισε την ανάγνωση:
«Καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω. Καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας…»
Έκλεισε το βιβλίο και, σκύβοντας λιγάκι προς το μέρος μου, είπε σε τόνο εμπιστευτικό:
«Ονόμασα το νεκρό μου κλήμα Λάζαρο. Τώρα, του λέω κάθε μέρα ν’ αναστηθεί. Κι επειδή το θέλω πολύ και πιστεύω με όλη μου την ψυχή πως αυτό θα συμβεί, περιμένω να ζωντανέψει!»
Την κοίταζα άφωνος, ανέκφραστος σαν Βούδας, «κι έγινε το γεφύρι της σιωπής η βαθιά μας ομιλία…» Δεν ήταν πλέον η Ζωή, στα μάτια μου φάνταζε γαλανομάτα δυτική Παναγία. Κι αποφάσισα ν’ αλλαξοπιστήσω:
«Κι εγώ το πιστεύω!» της είπα. «Κι αν θέλεις, μπορώ να έρχομαι κάθε μέρα να του διαβάζω Όμηρο στο πρωτότυπο. Ξέρεις, τα κλήματα υπάρχουν χιλιάδες χρόνια σ’ αυτόν τον τόπο. Δεν μπορεί, όλο και κάτι θα θυμάται το DNA του από εκείνη την υπέροχη γλώσσα!»
Συμφωνήσαμε. Κι απ’ το άλλο πρωί, ο ζουρλομανδύας που ετοίμαζαν οι χωριάτες άρχισε να ράβεται και για τους δυο μας.
Με τις πρώτες αχτίδες του ήλιου: «Καλημέρα, κληματάκι! Σ’ αγαπάμε πολύ, κληματάκι!» Κι ύστερα ποτίζαμε τον Λάζαρο δροσερό νεράκι, κι άνοιγα την Ιλιάδα:
«Μῆνιν ἄειδε, θεὰ, Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος οὐλομένην, ἣ μυρί᾿ Ἀχαιοῖς ἄλγε᾿ ἔθηκε, πολλὰς δ᾿ ἰφθίμους ψυχὰς Ἄιδι προΐαψεν ἡρώων…»
Την επομένη τα ίδια: «Καλημέρα, κληματάκι! Σ’ αγαπάμε πολύ, κληματάκι!» Κατόπιν πάλι νεράκι. Και σειρά είχε αυτήν την φορά η Οδύσσεια:
«῎Ανδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσε· πολλῶν δ’ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω…»
Και το «Καλημέρα, κληματάκι! Σ’ αγαπάμε πολύ, κληματάκι!» συνεχίζονταν μέχρι την Σαπφώ:
«Δέδυκε μὲν ἀ σελάννα καὶ Πληΐαδες·/ μέσαι δὲ νύκτες,/ παρὰ δ᾿ ἔρχετ᾿ ὤρα,/ ἔγω δὲ μόνα κατεύδω»: «Αχ, το φεγγάρι κρύφτηκε κι η Πούλια! Πια ζυγώνει/ το μεσονύχτι. Η ώρα περνά κι εγώ κοιμάμαι μόνη», μετέφραζα ομοιοκατάληκτα.
Η Ζωή με χάζευε να δίνω την καθημερινή παράσταση. Κι εγώ ευχαριστιόμουν που επιτέλους μπορούσα κάπου ν’ απαγγέλω τα χωρία που αγαπούσα, έστω και σ’ ένα κλήμα που περίμενα… ν’ αναστηθεί!
«Ἔρως ἀνίκατε μάχαν,/ Ἔρως, ὃς ἐν κτήνεσι πίπτεις,/ ὃς ἐν μαλακαῖς παρειαῖς νεάνιδος ἐννυχεύεις…»: «Έρωτα ακατανίκητε, τον κόσμο κυριεύεις./ Σε πέλαγα, στεριές πετάς και στους πιο κρύφιους τόπους,/ στων κοριτσιών τα τρυφερά μάγουλα νυχτερεύεις/ κι ίδια τρελαίνεις τους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους», έλεγε ο Σοφοκλής. Και συνέχιζε η Αντιγόνη: «Οὒτοι συνέχθειν, ἀλλά συμφιλεῖν ἔφυν»: «Δεν γεννήθηκα για να μισώ αλλά για να αγαπώ».
Επιστράτευσα και το δημοτικό τραγούδι: «Αμπέλι μου πλατύφυλλο και κοντοκλαδεμένο,/ για δεν ανθείς, για δεν καρπείς, σταφύλια για δεν κάνεις;/ Με χρέωσες, παλιάμπελο, και θέλ’α σε πουλήσω./ Μην με πουλάς, αφέντη μου, κι εγώ σε ξεχρεώνω!/ Για βάλε νιους και σκάψε με, γέρους και κλάδεψέ με,/ και κοριτσάκια ανύπαντρα να με κορφολογούνε».
Η Ζωή χτύπαγε παλαμάκια ενθουσιασμένη, λες και χόρευαν οι λέξεις Πυρρίχιο, Απόκινο κι Επιλήνιο μες στα χείλη μου. Κι όσο μεγάλωνε ο χορός των λέξεων και σχηματίζονταν φράσεις και χωρία ολόκληρα, τ’ αρχαία βήματα έσμιγαν με τα τωρινά –Συρτό, Αντικριστό και Τσάμικο– και πάλλονταν το στήθος μας από συγκίνηση, λες κι ένας αόρατος απινιδωτής διέχεε ηλεκτρικό ρεύμα στο κορμί μας, κατόπιν θανατηφόρας καρδιακής αρρυθμίας.
Ένα τέτοιο ηλεκτροσόκ χρειάζονταν και το πεθαμένο κλήμα!
Τα σώματά μας –σαν συγκοινωνούντα δοχεία– συντονίζονταν στον παλμό της επιθυμίας να επιτευχθεί το αδύνατον, ο παλμός διαχέονταν απ’ τις φλέβες στο δέρμα, που σαν τεντωμένο τομάρι τυμπάνου –σε όργιο διονυσιακό ή σε πανηγύρι δεκαπενταύγουστου– μετέδιδε τον κραδασμό από μας προς τα έξω, από τα έμψυχα προς τα άψυχα, βυθίζονταν στο χώμα –όπως κεραυνός απ’ τ’ αλεξικέραυνο– έβρισκε τις μαυρισμένες ρίζες του κλήματος και τις πύρωνε σαν παγωμένες αρτηρίες, προσδοκώντας ανάσταση νεκρών – μια Δευτέρα Παρουσία εδώ και τώρα!
Πέρασε μήνας, κι ο Λάζαρος έμενε βέργα ξερή κι αρούγκανη. Εγώ είχα αρχίσει να κουράζομαι. Μια μέρα πήγαινα, μια δεν πήγαινα, ώσπου κάποτε σταμάτησα.
Η Ζωή δεν μου κράτησε κακία για την ολιγοπιστία μου και συνέχιζε μόνη της:
«Καλημέρα, κληματάκι! Σ’ αγαπώ πολύ, κληματάκι!»
Την άκουγα ανοίγοντας το παράθυρο και μάτωνε η ψυχή μου. Τι σταυρό πρέπει να κουβαλάει ένας άνθρωπος, ώστε να φύγει απ’ τον τόπο του, να πάει σ’ ένα σχεδόν έρημο χωριό, να μείνει σ’ ένα εγκαταλελειμμένο λιοτρίβι και να προσπαθεί ν’ αναστήσει ματαίως ένα κλήμα νεκρό;
Κάποτε πέρασε απ’ τον νου μου μια ιδέα τρελή: να κλέψω ένα βράδυ την ξερή βέργα και να βάλω στην θέση της μιαν άλλη, που θα είχε ξεπετάξει μερικά μπουμπούκια. Όμως αυτό θα έμοιαζε σαν την κλοπή του σώματος του Ιησού απ’ τους μαθητές του, δηλαδή με μια ψεύτικη ανάσταση. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ολόκληρος ο Χριστιανισμός θα στηρίζονταν σε μιαν απάτη. Στην περίπτωσή μου, όλη η πίστη της Ζωής θα βασίζονταν στο θαύμα που τέλεσε η απιστία μου.
Ποιος ξέρει, ίσως η μοναχική αυτή γυναίκα, τώρα στα τελευταία της, ν’ απέθετε την στερνή ελπίδα της στον Θεό, στην μεταθανάτια ζωή, και το κλήμα Λάζαρος να ήταν η απόδειξη πως δεν τελειώνουν όλα εδώ, πως «πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται».
Ένα σαββατιάτικο δειλινό, την ώρα που η καμπάνα σήμαινε για τον εσπερινό, ακούστηκε ανακατωμένη με τους χαρμόσυνους ήχους η φωνή της Ζωής:
«Αναστήθηκε… Αναστήθηκε! Το κλήμα Λάζαρος είναι ζωντανό!»
Πεταχτήκαμε όλοι έξω και είδαμε ιδίοις όμμασι το παράδοξο: ένα ίχνος μπουμπουκιού πρόβαλε στην βέργα, σχεδόν αόρατο, αλλά ο καθείς μπορούσε να ξεχωρίσει πως εδώ υπήρχε ζωή! Κάποιοι έκαμαν τον σταυρό τους, όχι γιατί σήμαινε η καμπάνα, αλλά επειδή χτυπούσε την πόρτα της καρδιάς τους το θαύμα.
Σε λίγο διάστημα το μπουμπούκι –«ματάκι» το λέμε στο χωριό– έβγαλε φύλλα, κάτι βελούδινα πράσινα φυλλαράκια, σαν φτερά πεταλούδας βουτηγμένα στην λουλουδόσκονη. Καινούργια ματάκια πρόβαλαν κατόπιν και μετά κι άλλα, ώσπου το κλήμα Λάζαρος αναστήθηκε για τα καλά και τυλίχτηκε πάνω στο καλάμι κι ανέβαινε και θέριευε ολοένα…
Τώρα, όσοι περνούσαν από κει έλεγαν τρυφερά:
«Καλημέρα, Ζωή! Καλημέρα, κληματάκι!» αλλά δίχως ίχνος ειρωνείας στην φωνή τους αυτήν την φορά. Κι όταν μαραίνονταν μια γαρυφαλλιά ή μια τριανταφυλλιά φαγώνονταν απ’ την μελίγκρα ή μια λεμονιά καιγόντανε απ’ το χαλάζι, θυμόνταν το κλήμα Λάζαρο και μιλούσαν κι εκείνοι στο ανήμπορο φυτό ή δέντρο, ελπίζοντας σ’ ένα θαύμα.
Δεν πέρασε πολύς καιρός, και η Ζωή έφυγε απ’ το χωριό. Αγόρασε ένα χωράφι απέναντι απ’ το νεκροταφείο κι έχτισε εκεί ένα σπιτάκι. Ήθελε να ’ναι κοντύτερα στην πόλη, μιας και τα προβλήματα υγείας της χειροτέρεψαν. Όλο και πιο σπάνια την συναπαντούσαμε.
Κάποια φορά πήγα να την δω. Ήταν φανερά καταβεβλημένη. Με ρώτησε για το κλήμα Λάζαρο. Της είπα πως θα βγάλει σταφύλια σε λίγο καιρό και θα της φέρω, για να μοσκοβολήσει το στόμα της απ’ την γεύση της πίστης. Χαμογέλασε πικρά. Το βλέμμα της είχε ξεθωριάσει τόσο! Θύμιζε πλέον την ομίχλη της πατρίδας της. Κοιτούσε τα καντηλάκια του νεκροταφείου, που τρεμόπαιζαν στο μισοσκόταδο, και σιωπούσε…
Έσβησε ξαφνικά! Δεν πρόφτασε να γευτεί τα σταφύλια.
Αν κι είχε αγοράσει τάφο στο χωριό, την μετέφεραν να θαφτεί στην Αγγλία.
Το σπίτι της πουλήθηκε εν μια νυκτί. Εκεί που κατοίκησε η μοναξιά της, ήρθαν άλλοι: με παιδιά, με σκυλιά, μ’ αυτοκίνητα. Τα ίχνη της χάθηκαν, οι χωριάτισσες που την θυμόνταν ξέχασαν, γέρασαν, πέθαναν.
Το κλήμα Λάζαρος, όμως, υπάρχει ακόμα – μέχρι σήμερα!
ΠΗΓΗ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΣ, 2018, Λευκαδίτικα διηγήματα, Fagotto Books,,(3η εμπλουτισμένη έκδοση)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου